ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957: είναι σχεδόν πάντα η πρώτη πληροφορία που αναγράφεται στο βιογραφικό σημείωμα των βιβλίων της. Προέρχεται από αστική οικογένεια, κόρη ιατρών. Το ξανθό κοριτσάκι, λοιπόν, που ποζάρει με στολή μπαλαρίνας και αθώο βλέμμα στο εξώφυλλο του σχεδόν αυτοβιογραφικού βιβλίου της «Ο χρόνος πάλι», κάθε άλλο παρά κακομαθημένο ήταν. Οι γονείς της ανήκαν στον χώρο της Αριστεράς και, όπως έχει δηλώσει, «αυτό επέφερε πολλές πίκρες και δυσκολίες, και διώξεις». Πολλές Κυριακές τής παιδικής της ηλικίας, αντί να κάνει οικογενειακές εκδρομές, επισκεπτόταν στις φυλακές κρατούμενους θείους της. Ισως αυτά τα παιδικά βιώματα εξηγούν την εμμονή της, σχεδόν σε κάθε ευκαιρία, να ασκεί έντονη κριτική στην ελληνική Αριστερά.

Το 1996 θα προκαλέσει αίσθηση στις κλειστές παρέες των διανοουμένων της οδού Σκουφά με το μυθιστόρημα «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης», ένα βιβλίο για την αμερικανική εμπειρία μιας νεαρής Ελληνίδας. Δεν ήταν μόνο το κλίμα, αλλά και η ίδια η γραφή της, οι εικόνες και η μουσική που έφερναν έναν αέρα φρεσκάδας. Το αναγνωστικό κοινό γνώρισε την κοντοκουρεμένη ψηλόλιγνη γυναίκα που φορούσε συνήθως μυτερά παπούτσια και άκουγε κλασικό ροκ. Το βιογραφικό της πλούσιο: σπουδές στη Φαρμακευτική, στη Γαλλική Φιλολογία, στην Ιστορία, και μια ζωή που μοιράζεται ανάμεσα στην Ελλάδα, στη Γαλλία και στην Αμερική – έχει εργαστεί ακόμη και ως καθηγήτρια αμερικανικής Ιστορίας σε γκέτο του Μπρονξ. «Το ροκ μού έσωσε τη ζωή» δήλωνε και οι κακεντρεχείς έσπευδαν να δηλώνουν ότι η επιτυχία της Σώτης οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι και η ίδια θυμίζει ηρωίδα που ξεπήδησε μέσα από τα βιβλία της, η στρεβλή αντανάκλαση ενός κοσμοπολίτικου, ιδιότυπου «lifestyle»: μια λέξη που η ίδια μάλλον αποστρέφεται.

To μυθιστόρημα «Το εργοστάσιο των μολυβιών» το 2000 την καθιέρωσε και έκτοτε η Σώτη, ακολουθώντας το παράδειγμα των λογοτεχνών της γενιάς της, όπως ο Πέτρος Τατσόπουλος και η Λένα Διβάνη (οι οποίοι δεν συγκρίνονται ακριβώς με τη γενιά του ’30…), αποκτούσε όλο και πιο συχνά βήμα για να τοποθετείται επί παντός επιστητού. Ετσι κι αλλιώς, προτού γίνει συγγραφέας, ήταν ήδη δημοσιογράφος, θυμίζει στους επικριτές της. Θα προστατεύσει, πάντως, τον εαυτό της και δεν θα γίνει ένας ακόμη τηλεοπτικός μαϊντανός. Ωστόσο, πολλοί είναι εκείνοι που θα την κατηγορήσουν για ακατάσχετη εκδοτική φλυαρία.

Τον Νοέμβριο του 2009 στην παρουσίαση του βιβλίου της «Ο χρόνος πάλι», στον πολυχώρο της πλατείας Εξαρχείων Floral, δέχθηκε επίθεση αντιεξουσιαστών, μια ειδεχθή κίνηση φίμωσης της διαφορετικής άποψης, που φαίνεται να την έφερε ακόμη πιο κοντά στην εμμονή της με την Αριστερά. Από την επικαιρότητα δεν έχει λείψει ποτέ. Προφανώς, γιατί ξέρει πώς να ενοχλεί.

ΤΩΝ ΠΡΟΚΛΗΣΕΩΝ

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι η Σώτη Τριανταφύλλου ξέρει να δημιουργεί κοινό: αυτό που τη λατρεύει και αυτό που λατρεύει να τη μισεί. Οι κακεντρεχείς πιστεύουν ότι κάπου και η ίδια αρέσκεται σε αυτό το πολεμικό κλίμα, τροφοδοτώντας τους «εχθρούς» της με κείμενα που γνωρίζει εκ των προτέρων ότι θα προκαλέσουν και, κυρίως, θα συζητηθούν στο Διαδίκτυο. Κεντρικός άξονας της αρθρογραφίας της μια δαιμονοποίηση σχεδόν της ελληνικής Αριστεράς, που για τους πολέμιούς της έχει πλέον τη μορφή εμμονής. Πέρα από την ιδεολογική τοποθέτηση του καθενός, είναι γεγονός ότι η Σώτη έχει αρχίσει να επαναλαμβάνεται μέσα από την αρθρογραφία της, όχι τόσο με αυτά που υποστηρίζει, αλλά, κυρίως, επειδή τα επαναφέρει τόσο συχνά, που είναι σαν να γράφει αέναα το ίδιο κείμενο, απλώς με διαφορετική διάταξη των λέξεων.

Τον τελευταίο καιρό ένα κείμενό της κατά του γάμου των ομοφυλοφίλων ήταν και η αφορμή για να μπει στο στόχαστρο και της γκέι κοινότητας. «Τελικά, πολλοί ομοφυλόφιλοι δεν καταλαβαίνουν γιατί οι ετεροφυλόφιλοι έχουν πάρει τόσο ζεστά τον “γάμο για όλους”. Γιατί πρέπει να κάνουμε όλοι τις ίδιες κινήσεις στη ζωή; Γιατί αυτή η εξομοίωση να θεωρείται πρόοδος;» γράφει χαρακτηριστικά. Το κείμενο δεν ήταν ομοφοβικό, όπως έσπευσαν να την κατηγορήσουν αρκετοί, αλλά περισσότερο μια κριτική των κοινωνικών συμβάσεων. Ομως η Σώτη, για μια ακόμη φορά, ενδύθηκε τον μανδύα του φωτεινού παντογνώστη. Από τις αντιδράσεις που προκάλεσε στην γκέι κοινότητα, απέδειξε ότι μάλλον πλανάται πλάνην οικτράν για τη σημασία που οι ίδιοι αποδίδουν στο θέμα. Οι επικριτές της λένε ότι ασχολήθηκε και με το θέμα αυτό, το οποίο θεωρείται κομβικό στη διεκδίκηση της ισότητας απέναντι στον νόμο, με μια ρηχή, lifestyle προσέγγιση που θυμίζει δεκαετία του ’80. Κατόρθωσε έτσι να είναι ταυτόχρονα και light και εκτός θέματος. Οπως, βέβαια, σχολίασαν οι πιο πονηρεμένοι, ίσως βρήκε πάλι έναν τρόπο να προκαλέσει…

Κάτι άλλο για το οποίο κατηγορείται εξίσου συχνά είναι η συχνότητα με την οποία τροφοδοτεί το κοινό με βιβλία, σαν να σερβίρει ζεστά ψωμάκια. «Δεν κάθομαι, πάντως, να διαλέξω τη μία ή την άλλη λέξη. Το να βασανίζεται κανείς πάνω στη γλώσσα με τρελαίνει» έχει δηλώσει χαρακτηριστικά στο «Βήμα» το 2000. Οταν, μάλιστα, η βιβλιοκριτικός Μάρη Θεοδοσοπούλου άσκησε κριτική για αυτή τη μάλλον φιλάρεσκη δήλωση «ευκολίας», η Τριανταφύλλου ερωτηθείσα απάντησε: «Η κυρία Θεοδοσοπούλου μάλλον δυσκολεύεται να γράψει έστω και μια βιβλιοκριτική και ίσως θα έπρεπε να αλλάξει επάγγελμα». Πολλοί θα έλεγαν ωστόσο ότι η «ευκολία» σπανίως είναι αρετή στην τέχνη.

Αδέκαστη

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Μαΐου 2013