Διακεκριμένος

«Βρε παιδί μου, τι καταπληκτικά έργα. Αυτά είναι αριστουργήματα. Αλλά από αριστουργήματα γεμάτος ο κόσμος» σχολίασε με εκείνο το μονίμως ειρωνικό ύφος του ο Αλέξανδρος Ιόλας περνώντας μπροστά από τη σειρά θαλασσογραφιών του Κώστα Τσόκλη. Μπροστά στο έργο «Το καμακωμένο ψάρι» σοβάρεψε ξαφνικά και συμπλήρωσε: «Αυτό το έργο μπαίνει στον 21ο αιώνα». Πράγματι, ο συλλέκτης είχε δίκιο, διότι, με ένα «καμακωμένο ψάρι», ο Τσόκλης κατέκτησε την Μπιενάλε της Βενετίας το 1986 και για χάρη του η διεθνής τεχνοκριτική επινόησε τον όρο «living painting», καθώς στο έργο του συνδύασε την τέχνη του βίντεο με τη ζωγραφική.

Για τον αιρετικό αυτόν καλλιτέχνη πολλά έχουν ειπωθεί. Μπορεί κάποιος να μειδιά με τα εικαστικά «υπερθεάματα» που δημιουργεί, όπως, για παράδειγμα, το σπάσιμο δεκάδων καρπουζιών που πραγματοποίησε πριν από μερικά χρόνια, αλλά δεν μπορεί να αμφισβητήσει τη θέση του στο ευρωπαϊκό καλλιτεχνικό στερέωμα. Κάποτε οι Γερμανοί έγραφαν πως «όταν η ποπ αρτ θα βρίσκεται στα σκουπίδια, τα έργα του Τσόκλη θα βρίσκονται στα μουσεία». Αυτό δεν συνέβη ακόμη, ίσως και να μη συμβεί, αλλά το σημαντικότερο είναι ότι ειπώθηκε.

Η μοίρα φαίνεται ότι προόριζε τον Τσόκλη για καλλιτέχνη, καθώς του εξασφάλισε το απαραίτητο «καταραμένο» περιβάλλον. «Ο πατέρας μου φερόταν σαν αριστοκράτης την ώρα που τα παιδιά του πεινούσαν» έχει δηλώσει ο ίδιος με σκληρότητα. Παράτησε το σχολείο και προκειμένου να βγάλει το ψωμί του βρέθηκε να δουλεύει, παιδί ακόμη, ως βοηθός στα ντεκόρ των κινηματογράφων.

Στη Σχολή Καλών Τεχνών μπήκε ως εξαιρετικό ταλέντο και αργότερα έφυγε για το εξωτερικό. Η αναγνώριση, βέβαια, άργησε να έρθει. Λέγεται, μάλιστα, ότι η πεθερά του γκρίνιαζε, προτείνοντάς του να γίνει ακόμη και μπογιατζής. Η ζωή του άλλαξε ξαφνικά το 1968: η Γκαλερί Σόναμπεντ αγόρασε έργο του, ενώ το ίδιο απόγευμα η πρώτη σύζυγός του έφυγε από τη ζωή. Αυτή η τραγωδία στάθηκε και η αφορμή να ανθήσει ο κρυφός έρωτάς του για την αδελφή της, Ελένη, μετέπειτα σύζυγό του.

Ο Τσόκλης διαμορφώθηκε από την ιστορία του. Πολλοί ισχυρίζονται ότι κουβαλούσε πάντα το κόμπλεξ του φτωχόπαιδου που τελείωσε μόνο το δημοτικό. Ο ίδιος το έχει παραδεχθεί: «Ηθελα να αποδεικνύω συνεχώς την υποθετική μου ανωτερότητα».

Προβοκάτορας

«Προς Θεού! Δεν είναι ότι μου αρέσει που κάηκαν τα δάση και οι άνθρωποι. Αλλά θα ήθελα να καούν κι άλλο για να έχω περισσότερες τέτοιες εικόνες. Αν μου έλεγαν, βέβαια, τι θα προτιμούσες, τις εικόνες ή να μην καούν, θα έλεγα φυσικά να μην καούν» δήλωσε για τις πυρκαγιές του 2007. Ο δημόσιος βίος του είναι γεμάτος προβοκατόρικες δηλώσεις, πίσω από τις οποίες άλλοι αναγνωρίζουν έναν αιρετικό καλλιτέχνη και άλλοι την ανάγκη ενός ανθρώπου να ανακυκλώνει τη δημοσιότητα γύρω του, με κάθε τρόπο, έστω και αρνητικό.

Οι δημοσιογράφοι πλέον ξέρουν ότι μια συνέντευξη μαζί του θα προκαλέσει. «Θα σας πω εκείνη την περίφημη παροιμία του Μάο. Οταν αισθανθείς κάποτε ότι έχεις τέσσερα αρχίδια ανάμεσα στα πόδια σου, μη νομίζεις ότι είσαι υπεράνθρωπος, αλλά ότι σε γαμάνε» έχει δηλώσει σε ζωντανή, πρωινή, ενημερωτική τηλεοπτική εκπομπή, ζητώντας πρώτα την άδεια των παρουσιαστών για ένα «βρωμόλογο».

Πέρα, βέβαια, από αυτά τα «χαριτωμένα», ο Τσόκλης ενόχλησε βαθιά την ελληνική κοινωνία όταν, υποστήριξε ότι για έναν βιασμό μπορεί να φταίει και το θύμα. Ο πνευματικός κόσμος τού επιτέθηκε, αλλά ο ίδιος, αμετανόητος, δήλωνε μέχρι τέλους: «Ανοησίες! Ποτέ δεν υπερασπίστηκα τον βιασμό. Είπα ότι προτού καταδικάσω ήθελα να ερευνήσω ποιος ουσιαστικά φταίει. Εκείνη που προκαλεί – αν προκαλεί – ή εκείνος που, μη μπορώντας να κρατήσει τις ορμές του μπροστά στην ομορφιά που επιδεικνύεται, επιτίθεται;». Οχι Γιάννης… Γιαννάκης, σχολίασαν οι περισσότεροι.

Ο Τσόκλης είναι ένας καλλιτέχνης που διατηρούσε καλές σχέσεις με τον πολιτικό κόσμο. Ο Γιώργος Παπανδρέου υπήρξε τακτικός επισκέπτης των εκθέσεών του. «Τι ψυχοβόρο πράγμα είναι αυτή η πολιτική και πώς κι αυτό το παιδί, το τόσο ευγενικό, κόλλησε αυτή την αρρώστια;» αναρωτιόταν το 2005 σε συνέντευξή του ο Τσόκλης, αναφερόμενος στον Γιώργο Παπανδρέου. Σημειωτέον ότι την «αρρώστια» αργότερα την κόλλησε και η κόρη του, Μάγια. Πολύ βολικό, θα πουν οι κακές γλώσσες.

Ο Τσόκλης, παρά τα 82 χρόνια του, παραμένει ακμαιότατος, εντυπωσιάζοντας με την πρόσφατη εικαστική παρέμβασή του στη Σπιναλόγκα, με τίτλο «Tsoclis: εσύ, ο τελευταίος λεπρός». Το αγαπημένο παιχνίδι του, να αμφισβητεί και ταυτόχρονα να παινεύει τον εαυτό του, συνεχίζεται. Ενας γνήσιος καλλιτέχνης, αν μη τι άλλο.