Γίνατε ηθοποιός από επιλογή ή από τύχη;
«Είναι ένα κράμα αυτών των δύο. Κάποιοι φίλοι μου φοιτούσαν σε δραματική σχολή. Και εκείνη την εποχή και εγώ είχα την ανάγκη να εκφραστώ. Είχα ένα απόθεμα όχι γνώσης, αλλά πραγμάτων που είχα διαβάσει και ήθελα κάπου να τα εκτονώσω. Και αυτά που μου μετέφεραν οι φίλοι ότι έκαναν εκεί με γοήτευαν πολύ».

Και συνειδητοποιήσατε αμέσως ότι είστε γεννημένος για αυτό;
«Οχι. Καθώς τελείωνα το δεύτερος έτος το κατάλαβα. Πήρα τότε μέρος στον «Κοριολανό» του Σαίξπηρ σε σκηνοθεσία του Ρόμπερτ Στούρουα, με τον Γιώργο Κιμούλη. Στην πρεμιέρα, στο Ηρώδειο, κατάλαβα ότι αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου».

Εφέτος επιστρέφετε στο αρχαίο δράμα με τον «Αγαμέμνονα», το πρώτο έργο της τριλογίας του Αισχύλου «Ορέστεια», σε σκηνοθεσία Τσέζαρις Γκραουζίνις. Μάλιστα ερμηνεύετε τον Αγαμέμνονα και ταυτόχρονα τον δολοφόνο του, τον Αίγισθο. Γιατί;
«Ηταν μια ιδέα που είχαμε από κοινού με τον Τσέζαρις. Θέλαμε να καταδείξουμε ότι τα πρόσωπα μπορεί να εναλλάσσονται, αλλά η εξουσία παραμένει η ίδια».

Πριν από έναν μήνα παίξατε για ακόμη μία φορά στην Επίδαυρο. Το απολαύσετε;
«Είναι ένας χώρος που παραμένει τόσες χιλιάδες χρόνια με αυτή την υπέροχη ενέργεια, που δεν σου επιτρέπει να κάνεις λάθος. Γενικά, μου αρέσει να εξερευνώ διάφορες γωνιές της. Με πηγαίνει σε αυτές ένας φύλακας, ο Νίκος. Είναι εκεί τριάντα, σαράντα χρόνια. Με το που θα πατήσω το πόδι μου στην Επίδαυρο «καθαρίζω» πάντα τη θυμέλη, απομακρύνω τα χώματα. Είναι σαν μια ιεροτελεστία δική μου».

Γιατί όταν τελειώσατε τη δραματική σχολή φύγατε για τη Νέα Υόρκη;
«Για να ακολουθήσω την τότε φίλη μου και σήμερασύζυγό μου (σ.σ.: πρόκειται για τη σκηνοθέτρια Αλίκη Δανέζη-Κνούτσεν). Είχε πάρει υποτροφία και αποφάσισα να πάω μαζί της. Εμεινα δύο χρόνια. Παρακολούθησα σεμινάρια. Είδα πολύ χορό. Είδα πολύ θέατρο. Eπαιξα μάλιστα στο «Closer» του Πάτρικ Μάρμπερ, που ανεβάσαμε στο Κέντρο Ελληνικού Πολιτισμού».

Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σας από εκεί;
«Το περπάτημα και τα rollerblades που έκανα στο Μανχάταν. Εμενα στο Μπρούκλιν. Πήγαινα με τα rollerblades στο μετρό και κατέβαινα με αυτά τριάντα, σαράντα δρόμους για να πάω στη σχολή μου στο Μανχάταν. Θυμάμαι και τους μουσικούς που έβλεπα σε κάτι υπόγεια, underground μέρη. Δέκα χρόνια μετά, πολλοί από αυτούς έγιναν διάσημοι».
Σήμερα πώς είναι να συμβιώνουν δύο καλλιτέχνες;
«Κόλαση. Κάποιες φόρες, όχι πάντα. Αστειεύομαι. Ωραία είναι. Αλλά, ξέρεις, ο καθένας έχει την άποψή του: τι είναι το σωστό, το πιο ωραίο ή το πιο καλλιτεχνικό. Και εκεί πάνω έρχονται κουβέντες. Αλλά όταν είσαι συνειδητοποιημένος και εκτιμάς και θαυμάζεις τον άλλον, μπορεί να γίνει δημιουργική αυτή η κουβέντα».

Εχετε μια μικρή κόρη και έναν γιο. Είστε καλός μπαμπάς;
«Είμαι ο καλύτερος. Ετσι πιστεύω (γέλια). Εντάξει, θα το δείξει η πορεία, τα χρόνια. Αλλά σίγουρα είμαι αφοσιωμένος».

Περάσατε τρεις ημέρες στις φυλακές Κορυδαλλού στο πλαίσιο μιας ταινίας που σκηνοθετεί ο Αντώνης Κόκκινος. Ποια ήταν τα συναισθήματά σας όταν βγήκατε;
«Δεν μπορώ να τα κατατάξω και να πω «είναι αυτό κι αυτό». Αλλαξε πάντως τον τρόπο με τον οποίο σκέπτομαι τα πράγματα. Συνειδητοποιείς πόσο εύκολα μπορεί να βρεθείς εκεί. Και νομίζω ότι σε αυτά τα μέρη η κοινωνία μας πρέπει να ρίξει περισσότερο φως, γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πράγματι έκαναν ένα λάθος στη ζωή τους αλλά δεν τους ορίζει μόνο αυτό».

Υπάρχει κάποια κουβέντα που σας είπε κάποιος φυλακισμένος και σας άγγιξε;
«Ενα παιδί μού είπε: «Φίλε, εγώ ένα πράγμα θέλω να κάνω. Να βγω και να πάω στο περίπτερο να ζητήσω ένα πακέτο τσιγάρα». Αυτό ήθελε».

Εσείς, έχετε φλερτάρει με το περιθώριο;
«Ναι, δεν ήμουν από τα καλύτερα παιδιά μέχρι τα 18 μου. Εκανα διάφορα. Τελικά όμως, έτσι όπως είναι η ζωή, νομίζω ότι αυτοί που δεν κάνουν τίποτα είναι το περιθώριο. Πρέπει να πάρουμε στα χέρια μας τα πράγματα περισσότερο».

Σε διαδηλώσεις έχετε κατεβεί;
«Πάρα πολύ συχνά –ακόμη κατεβαίνω όταν χρειάζεται».

Την πρώτη γενναία πράξη της ζωής σας τη θυμάστε;
«Είχα πάρει 18 ετών το δίπλωμα οδήγησης και έπαιρνα ανθρώπους με οτοστόπ από τον δρόμο. Μια φορά είχα πετύχει έναν Βούλγαρο που μόλις είχε αποφυλακιστεί. Μια χαρά όμως με τον τύπο. Δεν ξέρω πάντως αν αυτό είναι μια γενναία πράξη».

Τον πρώτο έρωτά σας τον θυμάστε;
«Ηταν η Μαρία. Από το νηπιαγωγείο ξεκίνησε. Τα «είχα» μαζί της μέχρι τη Γ’ Δημοτικού. Ετσι νόμιζα τουλάχιστον. Θυμάμαι και το επίθετό της. Αλλά δεν θα το πω».

«Αγαμέμνων» του Αισχύλου: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 31 Αυγούστου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Αυγούστου 2018.