Συγγραφέας γίνατε από τύχη ή από επιλογή;
«Από επιλογή της τύχης».
Πρόσφατα η «Μεσοποταμία», ένα διήγημά σας από τη συλλογή «Λαμπερή μέρα» (εκδ. Καστανιώτη, 2012), επιλέχθηκε από τον οίκο Dalkey Archive Press για την ανθολογία του 2018 με την «Καλύτερη ευρωπαϊκή αφήγηση». Πώς αισθάνεστε;
«Ευγνώμων στη μεταφράστριά μου Κάρεν Εμεριχ και στον Τζον Ο’ Μπράιαν, τον πιο ευρωπαίο αμερικανό εκδότη».
Το νέο σας μυθιστόρημα «Μπαρόκ» (εκδ. Καστανιώτη) φαίνεται να περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Βλέποντας τα πράγματα από απόσταση, έχετε τελικά μια ενδιαφέρουσα ζωή;
«Κάθε ζωή είναι ενδιαφέρουσα, τρομερά ενδιαφέρουσα. Μόνο που πιστεύουμε ότι αυτό ισχύει για τις ζωές των άλλων».
Γιατί θελήσατε να επινοήσετε ξανά τον εαυτό σας ως ηρωίδα μυθιστορήματος;
«Ηθελα να δοκιμάσω στην πράξη τι σημαίνει να μην είμαι εγώ, αλλά «αυτή» ή «εσύ» ή «εμείς»».
Για ποιο κομμάτι της ζωής σας ή της ζωής της ηρωίδας σας ήταν πιο επώδυνο να γράψετε;
«Κάθε κεφάλαιο ήταν επώδυνο όσο γραφόταν και λυτρωτικό όταν τέλειωνε».
Υπάρχει κάποιος δικός σας άνθρωπος που δεν θα θέλατε να διαβάσει αυτό το βιβλίο;
«Ωραία ερώτηση. Αλλά όπως καταλαβαίνετε δεν γίνεται να την απαντήσω».
Η ηρωίδα σας είναι 50 ετών και, ως άλλος Μπέντζαμιν Μπάτον, μπουσουλάει στον χρόνο προς τα πίσω. Θα ήταν καλύτερα τελικά να πεθαίναμε ως ροδαλά μωρά;
«Να πεθαίνεις χωρίς να ξέρεις ότι πεθαίνεις; Φοβάμαι πως θα ήταν άδικο και ανεξήγητο. Ο θάνατος ως φθορά και ως κατανόηση της ζωής έχει κάτι φυσικό και μοιραίο».
Περάσατε ποτέ κρίση ηλικίας;
«Διαρκώς. Ως παιδί βιαζόμουν να μεγαλώσω και τώρα πια κανείς δεν βλέπει το κρυμμένο παιδί».
Κάνετε σκέψεις για τον θάνατο;
«Με την έννοια πως ό,τι κάνουμε εμπεριέχει τον θάνατο. Αποχαιρετάμε τα παιδιά μας στην πόρτα του σχολείου ή σκοτώνουμε ένα κουνούπι ή τελειώνει το ψωμί».
Αναρωτιόμουν αν η ιστορία του δείπνου με τον Σαλμάν Ρούσντι να σας μιλάει για τον αποτυχημένο γάμο του στο βιβλίο είναι πραγματική…
«Είναι, αλλά φοβάμαι ότι καθώς το παραδέχομαι διαλύω τη μαγεία της, τη φαντασμαγορία της υπόθεσης που κάνατε: συνέβη άραγε ή όχι;».
Γενικότερα, ποια είναι η πιο παράξενη ιστορία που σας έχει συμβεί;
«Ολες οι ιστορίες που αφηγούμαι στο «Μπαρόκ» είναι με τον τρόπο τους παράξενες. Μαρτυρούν την αμηχανία της πρωταγωνίστριας, την έκπληξή της για το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένη η ζωή».
«Η ανικανότητα να γράψουμε είναι το μεγαλύτερο κομμάτι της συγγραφικής ζωής» γράφετε. Εχετε βρεθεί μπροστά στον φόβο του λευκού χαρτιού;
«Συνεχώς. Αλλά το λευκό χαρτί δεν είναι μόνο ανικανότητα ή περισυλλογή ή δισταγμός. Είναι και μια άλλη αντίληψη του χώρου και της σιωπής. Γι’ αυτό και θαυμάζω ποιητές σαν τον ε.ε. κάμινγκς (σ.σ.: ο ίδιος επέμενε να γράφουν το όνομά του με πεζά) που βάζουν τις λέξεις να πλέουν και τις συλλαβές να απομακρύνονται μέσα στη σελίδα».
Ποιος διαβάζει πρώτος τα γραπτά σας;
«Ο άνδρας μου. Τώρα πια και η κόρη μου».
Βάλτε μας στο δημιουργικό σας εργαστήριο. Πού γράφετε; Τι χρειάζεστε για να γράψετε;
«Ενα δικό μου δωμάτιο».
Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Μπορεί να βοηθήσετε έναν ατάλαντο να συγγράψει;
«Είναι παρεξηγημένο το ταλέντο. Συγγραφή σημαίνει επίσης πειθαρχία. Γράψιμο, ξαναγράψιμο, σβήσιμο και πολύ διάβασμα. Οι περισσότερες απαντήσεις βρίσκονται στον Χρυσό Οδηγό: στη μεγάλη λογοτεχνία».
Στους κριτικούς λογοτεχνίας πιστεύετε;
«Φυσικά. Είναι κι αυτοί άνθρωποι σαν όλους μας –ελέγχουν, φοβούνται, ενθουσιάζονται και θυμώνουν».
Eχετε άγχος αν το βιβλίο σας θα γίνει best-seller;
«Νιώθω αμηχανία με τις λέξεις που υποδηλώνουν ποσότητα. Αλλά θέλω να σου μιλήσω μπροστά στο πέλαγος κι η φωνή μου να σε φτάσει, που θα ‘λεγε και ο ποιητής».
Στην Ελλάδα ζούµε πλέον την επέλαση των µπεστ-σέλερ µιας γυναικείας «ροζ λογοτεχνίας». Σας ενοχλεί;
«Είναι σαν να με ρωτάτε αν με ενοχλούν τα πρωινάδικα ή τα χαβανέζικα πουκάμισα στους άνδρες. Δεν είμαστε υπεύθυνοι για το γούστο των άλλων, ούτε μπορούμε να το αλλάξουμε».
Ξεκινήσατε από τη δημοσιογραφία. Τη νοσταλγείτε κάπου-κάπου;
«Ολο και πιο συχνά τα τελευταία χρόνια. Οταν κάτι με απασχολεί, γράφω επιφυλλίδες στο μυαλό μου».
Τι θα σας έκανε να χειροδικήσετε;
«Αν κάποιος χειροδικούσε εναντίον δικών μου ανθρώπων».
Ποια είναι η μεγαλύτερη πολυτέλεια που επιτρέπετε στον εαυτό σας;
«Οι τηγανητές πατάτες».
Tι θα βρει πάντα κάποιος αν ανοίξει την τσάντα σας;
«Ατζέντα, κλειδιά και ένα βιβλίο. Καμιά φορά και τον φορτιστή μόνο του, χωρίς το κινητό. Οταν συμβαίνει αυτό, θυμώνω με τον εαυτό μου, αλλά διασκεδάζω κιόλας. Επειδή κουβαλάω ένα καλώδιο που δεν καταλήγει πουθενά».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ