ΟΦίλιππος Πλιάτσικας παίζει με τη στέκα του μπιλιάρδου. Λίγο πιο πέρα, ο Μπάμπης Στόκας προσπαθεί να ακολουθήσει τις οδηγίες του φωτογράφου. «Μπάμπη, καλά το πας». «Ή το έχεις ή δεν το έχεις, Φίλιππα» του απαντά εκείνος αστειευόμενος. «Καταλαβαίνεις ότι δεν αισθανόμαστε πολύ άνετα με τις φωτογραφίσεις» εξηγεί ο Φίλιππος Πλιάτσικας. Το ραντεβού μας δόθηκε ένα ζεστό πρωινό στα μέσα Ιουνίου. Αφορμή της συνάντησης η επανένωση των Πυξ Λαξ, μετά τη διάλυσή τους το 2004. Μια επανένωση που επισφραγίστηκε με την κυκλοφορία του νέου τους άλμπουμ, «Μια μέρα πριν τον χειμώνα», από την Panik Oxygen, έπειτα από 16 χρόνια δισκογραφικής ανάπαυλας. Παράλληλα, στις 12 Ιουλίου, οι Πυξ Λαξ δίνουν ραντεβού με το κοινό τους στο Ολυμπιακό Στάδιο για να γιορτάσουν με μια μεγάλη συναυλία τα 30 χρόνια από την ίδρυση της μπάντας.
Μεγάλος απών από την κουβέντα μας και ταυτόχρονα τόσο εμφατικά παρών είναι ο Μάνος Ξυδούς, ο οποίος «δραπέτευσε» από αυτόν τον κόσμο αιφνίδια, τον Απρίλιο του 2010, στα 57 του χρόνια. Υπέστη ανακοπή καρδιάς. Ο «δεύτερος πατέρας μας» θα πει για εκείνον κάποια στιγμή ο Φίλιππος Πλιάτσικας, με τον Μπάμπη Στόκα να διηγείται με κάθε λεπτομέρεια την πρώτη τους συνάντηση: «To 1989 είχαμε ηχογραφήσει, θυμάμαι, το πρώτο μας τραγούδι στα ελληνικά, γιατί αρχικά ήμασταν αγγλόφωνη μπάντα. Ηταν κάτι εντελώς αντιεμπορικό. Λεγόταν «Πεθαίνω ξανά». Kαι αποφασίσαμε να χτυπήσουμε τις πόρτες όλων των δισκογραφικών εταιρειών, με το σκεπτικό ότι φυσικά όλες θα μας απορρίψουν. Δεν χαμπαριάζαμε, όμως. Η διαφορά η δική μας ήταν ότι ήμασταν δύο τύποι από μια λαϊκή γειτονιά, από το Μενίδι, και είχαμε μάθει να διεκδικούμε και να τρώμε την απόρριψη στο πρόσωπο».
Κι όµως, για έναν «περίεργο λόγο», όπως ομολογούν, και οι δέκα δισκογραφικές εταιρείες στις οποίες απευθύνθηκαν τους δέχτηκαν. «Εντάξει, δεν υπήρξε δίλημμα» συνεχίζει ο Μπάμπης. «Στη ΜINOS δούλευε ο Μάνος, ο οποίος προερχόταν και κοντά από τα μέρη μας, από τους Αγίους Αναργύρους. Είχαμε σκάσει φρικιά, λοιπόν, «άντε γεια» δηλαδή. Μας βλέπει και μας λέει: «Παιδιά, δεν πιστεύω να πίνετε;». «Ε, λίγο…» του απαντάμε. «Ρε παιδιά, να μην πίνετε» επιμένει. Καθόμαστε στο γραφείο και βγάζει μπροστά μας ένα μπουκάλι Jack Daniel’s. Αυτό ήταν… Ταιριάξαμε».
Ταιριάξανε, και έτσι τα παιδιά από τη Δυτική Αθήνα, που καθ’ ομολογίαν τους ξεκίνησαν από μια γειτονιά όπου «σε σταματούσαν σε περισσότερα μπλόκα από όσα φανάρια είχε ο δρόμος» έγιναν το πιο εμπορικό ελληνικό συγκρότημα, με πωλήσεις χιλιάδων δίσκων. Βρέθηκαν στην ίδια σκηνή με τους REM, έπαιξαν με τον Ερικ Μπάρτον των θρυλικών Αnimals, τα ήπιαν στην Οξφόρδη ένα βράδυ με τον Βαν Μόρισον, έγιναν η μοναδική ελληνική μπάντα που κατάφερε να γεμίσειτο Ολυμπιακό Στάδιο, αγαπήθηκαν φανατικά, αλλά και αμφισβητήθηκαν, για να διαλυθούν πριν από ακριβώς 14 χρόνια, στενοχωρώντας τους φανατικούς θαυμαστές τους. Σήμερα είναι ξανά παρόντες.
«Γιατί λοιπόν αποφασίσατε να επιστρέψετε με έναν νέο δίσκο;» τους ρωτώ. «Πέρυσι στη συνέντευξη Tύπου, όταν ανακοινώσαμε τη σειρά συναυλιών που θα πραγματοποιούσαμε για να γιορτάσουμε τα 30 χρόνια μας, εγώ για πλάκα, χωρίς να το ξέρει καν ο Φίλιππας, είπα ότι θα βγάλουμε νέο δίσκο και ότι θα κάνουμε και μια ταινία. Τελικά και τον δίσκο τον βγάλαμε και την ταινία για την ιστορία μας θα τη φτιάξουμε» απαντά ο Μπάμπης Στόκας και συνεχίζει: «Το συζητήσαμε λοιπόν με τον Φίλιππα μετά και είπαμε να το κάνουμε. Να δούμε αν μπορούμε να γράψουμε ξανά μαζί μετά από τόσα χρόνια. Δεν έχουμε κανένα άγχος να αποδείξουμε τίποτα. Βγάλαμε για μία ακόμη φορά τα τραγούδια που μας εκφράζουν. Οχι ότι δεν μας ενδιαφέρει να πάει καλά εμπορικά ο δίσκος, αλλά, ξέρεις, θέλαμε να δούμε λίγο και σε τι φάση είναι ο κόσμος και σε τι φάση είμαστε εμείς. Η ακρόαση είναι ένα σύνθετο πράγμα. Πάντως, αν θες «ντιριντάχτα», αυτός ο δίσκος δεν σου κάνει».
Ο Φίλιππος Πλιάτσικας γελά. «Ετσι ακριβώς όπως τα λέει ο Μπάμπης έγιναν τα πράγματα» απαντά. «Γυρίσαμε στο παλιό μας στούντιο, εκεί που γράψαμε τους περισσότερους δίσκους μας, στους Αγίους Αναργύρους, με τον ίδιο ηχολήπτη, με τα ίδια μηχανήματα και με τον ίδιο τρόπο των Πυξ Λαξ». «Δηλαδή;» ρωτώ. «Θα έχεις καταλάβει ότι είμαστε λίγο ενστικτώδεις και χειμαρρώδεις τύποι. Θα σου δώσω ένα παράδειγμα. Ξεκινάμε να γράφουμε και στο στούντιο έρχεται ένας υδραυλικός να φτιάξει κάτι. Του πιάνει κουβέντα ο Μπάμπης και μαθαίνει ότι παίζει τρομπέτα. «Δεν έρχεσαι να παίξεις;» του λέει. Ετσι γίνονταν πάντα οι δίσκοι μας. Δημιουργούσαμε τη βάση και όποιος περνούσε έγραφε από πάνω. Ημασταν πάντα μια πολύχρωμη κολεκτίβα…».
Από τις πρώτες κιόλας ώρες κυκλοφορίας, ο νέος τους δίσκος βρέθηκε στο #5 στο chart του iTunes, ενώ στο ΥouΤube τα σχόλια ήταν δεκάδες, τα περισσότερα εγκωμιαστικά. Δίπλα τους, βέβαια, υπήρξαν και κάποια πικρόχολα, με κυρίαρχα αυτά που υποστηρίζουν ότι οι Πυξ Λαξ δεν θυμίζουν τον παλιό, καλό τους ήχο, ότι είναι πλέον ξεπερασμένοι από την ίδια την εποχή. «Ξέρετε, πάσχουμε από μια γεροντολαγνεία στην Ελλάδα» επισημαίνει ο Φίλιππος Πλιάτσικας, όταν τον ρωτώ σχετικά. «Τραγούδια των Πυξ που μπορεί να έκραζαν πριν από 25 χρόνια τα αποθεώνουν σήμερα και τα καινούργια δεν αρέσουν. Τι να κάνουμε; Είμαστε κάπως συνηθισμένοι σε αυτό. Εχει γραφτεί κριτική για συναυλία μας στον Λυκαβηττό που υποστήριζε ότι η καλύτερη στιγμή της ήταν σε ένα τραγούδι που δεν παίχτηκε ποτέ εκείνο το βράδυ. Ο τύπος που το έγραψε ήταν σε διατεταγμένη αποστολή. Τι τα θες; Εδώ κάποιος έλληνας δημοσιογράφος έγραψε, όταν κυκλοφόρησε το «Τhe Wall» των Pink Floyd, «μέτριος δίσκος, γρήγορα θα ξεχαστεί». Σε εμάς δεν θα έβρισκαν να γράψουν;».
Στην κουβέντα φυσικά έρχεται η επικείμενη συναυλία τους στις 12 Ιουλίου στο ΟΑΚΑ. Θα μπορέσουν για δεύτερη φορά να το γεμίσουν, να ανταποκριθεί στο κάλεσμά τους πάνω από 70.000 κόσμος; «Μακάρι» απαντά ο Μπάμπης Στόκας. «Δηλαδή αν έρθουν 50.000 θα είναι αποτυχία; Εντάξει, εγώ πιστεύω ότι ναι, θα το γεμίσουμε πάλι». Ο Φίλιππος Πλιάτσικας γελάει. «Μην τον ακούς. Ούτε το 2011, όταν μας έκανε οπαραγωγός Νίκος Λώρης την πρόταση, το πιστέψαμε. «Είσαι τρελός!» του είπαμε. Το ίδιο του είπαμε και τώρα. Δεν ξέρω τι να σου απαντήσω. Εμείς πάντως εκεί θα είμαστε. Μακάρι να έρθει και ο κόσμος».
Τι γίνεται όμως με τα αρνητικά σχόλια, το επονομαζόμενο τρολάρισμα, που ξεκίνησε με την ανακοίνωση της επανένωσής τους; (σταχυολογώ μερικά: «Γιατί ρε παιδιά; Παλιά γράφατε τραγούδια για τα ζόρια, τώρα γράφετε τραγούδια με το ζόρι», «Καμία σχέση με τα παλιά μεγαλειώδη τραγούδια τους! Αλλά τι περιμένατε; Οι Πυξ Λαξ χωρίς τον Ξυδούς δεν λένε τίποτα», «Απλά βουλιάξανε πυξ λαξ… τραγικό για ένα τόσο μέγιστο σχήμα»). «Σας αποκαλούν, μεταξύ άλλων, έλληνες Scorpions…» τους λέω. «Με αυτά γελάμε» απαντά ο Μπάμπης Στόκας. «Η κακοπροαίρετη κριτική δεν με ενδιαφέρει. Και ξέρεις κάτι; Τρολάρισμα κάνεις πάντα σε κάτι που σε ανησυχεί, σε τρομάζει. Ρωτάνε: «Γιατί βγάλατε δίσκο;». Γιατί έτσι γουστάρουμε. Αμα είναι πες μου τη διεύθυνσή σου, να έρχομαι, να σε ρωτάω κάθε φορά που πάω να κάνω κάτι».
Ο Φίλιππος Πλιάτσικας κουνάει το κεφάλι συμφωνώντας μαζί του. «Σε μια χώρα 10 εκατομμυρίων, ένα συγκρότημα που μπορεί να γεμίσει μόνο του το Ολυμπιακό Στάδιο είναι αδύνατον να μην ανακινήσει τσουνάμι θετικών ή αρνητικών αντιδράσεων. Βέβαια, μη νομίζετε ότι αυτό προέρχεται από τον κόσμο. Κανείς δεν ασχολείται με αυτά. Είναι μια συζήτηση που γίνεται από ανθρώπους του χώρου. Και βλέπω λίγο πανικό. Ολοι ασχολούνται με το αν θα γεμίσει το ΟΑΚΑ. Λες και δεν γέμισε το 2011. Δεν έχουμε κάτι να αποδείξουμε. Αν ο κόσμος θέλει, θα έρθει».
Η συζήτηση στρέφεται στο σημερινό κοινό των Πυξ Λαξ. «Σε αυτές τις συναυλίες που ήδη έχουμε δώσει είδαμε ξανά όλες τις ηλικίες. Να βλέπεις μπροστά τα 14χρονα παιδιά να ξέρουν τους στίχους τραγουδιών που γράφτηκαν όταν δεν είχαν γεννηθεί και πίσω τούς μπαμπάδες τους και τους παππούδες τους. Δεν ξέρω πώς εξηγείται» επισημαίνει ο Φίλιππος Πλιάτσικας. Οι ίδιοι ομολογούν ότι πάντα είχαν μια βιωματική σχέση με το κοινό. Ο Φίλιππος Πλιάτσικας ξεκινά να αφηγείται ένα περιστατικό. Για ένα κορίτσι που σε μια συναυλία τού έδωσε γραμμένους δύο στίχους σε ένα χαρτάκι εφημερίδας. «Σαν τώρα τους θυμάμαι» λέει. «»Aκόμα δεν κατάλαβα γιατί θανατική ηδονή μού χάρισε το κάθε σου φιλί και ακόμα περισσότερο γιατί έπαψες αγάπη να θυμίζεις». Eτσι γράφτηκε και το τραγούδι «Επαψες αγάπη να θυμίζεις», όπως καταλάβατε» ομολογεί.
Μιλάμε για το παρελθόν. Εξομολογούνται ότι η επιτυχία δεν ήρθε εύκολα. Ξεκίνησαν με τον πρώτο τους δίσκο τον Μάιο του 1990. «Και τον Ιούλιο έχασα τον πατέρα μου» αναφέρει ο Φίλιππος Πλιάτσικας. «Αν δεν ήταν ο Μπάμπης δεν θα την έβγαζα καθαρή. Επινα ό,τι πινόταν από αλκοόλ… Και ο Μπάμπης τράβηξε όλο το κουπί τότε. Του το χρωστάω». Μέχρι το 1994 η μπάντα ήταν μεταξύ «φθοράς και αφθαρσίας». «Εγώ σκεφτόμουν να μεταναστεύσω. Ο Φίλιππας είχε κάνει ένα μαγαζί με τον αδελφό του και έφτιαχναν πίτσες» συμπληρώνει ο Μπάμπης Στόκας. Τον ρωτώ γιατί τελικά νομίζει ότι πέτυχαν. «Γιατί μιλήσαμε για αυτά που βλέπαμε γύρω μας, στη γειτονιά. Και μιλήσαμε για τον έρωτα, όπως το έκαναν οι ωραίοι λαϊκοί τύποι. Δεν περιγράψαμε τον έρωτα χυδαία. Θέλαμε να έχουμε μια αξιοπρέπεια. Δεν τραγουδήσαμε «σε παρακαλώ μη φύγεις». Λέγαμε «όλο μ’ αφήνεις να σ’ αφήσω» απαντά ο Μπάμπης Στόκας.
Και κάπως έτσι περάσαμε στην αποθέωση των Πυξ Λαξ στα αλλεπάλληλα sold out. «Υπήρξε περίοδος που καβαλήσατε το καλάμι;» τους ρωτώ. «E, δεν θα υπήρξε;» απαντά ο Φίλιππος Πλιάτσικας. «Πάντως ποτέ δεν πιστέψαμε ότι ήμασταν κάτι το ιδιαίτερο. Κάναμε τρία sold out στον Λυκαβηττό και μας έβλεπες στην πλατεία στο Μενίδι να λέμε τα εσώψυχά μας». Μαζί του θα συμφωνήσει και ο Μπάμπης Στόκας. «Νομίζω καβαλήσαμε το καλάμι όσο λιγότερο γινόταν. Είχαμε καλούς φίλους και ο ένας έβαζε χέρι στον άλλον, όταν πήγαινε να ξεφύγει. Είχαμε και τον Μάνο. Αυτός μας έφερνε στα ίσια μας. Είχαμε την κατάλληλη διαφορά ηλικίας. Μην ξεχνάς ότι είμαστε και μια μπάντα που εκτεθήκαμε στα ΜΜΕ ελάχιστες φορές. Δεν ήξεραν τις φάτσες μας. Δεν ήξεραν ποιος ήταν ο Μάνος, ποιος ο Φίλιππος, ποιος ο Μπάμπης. Εμένα με φώναζαν Φίλιππο και γύρναγα και απαντούσα. Και μας άρεσε αυτό. Δεν πηγαίναμε σε πάρτι και σε τέτοια. Ημασταν λίγο κλειστά παιδιά. Δεν γουστάραμε, ούτε τότε, ούτε τώρα».
Τελικά οι Πυξ Λαξ κέρδισαν χρήματα; «Βγάλαμε πολύ λιγότερα από αυτά που θα μπορούσαμε. Βγάλαμε χρήματα απλά για να ζήσουμε καλά» απαντά ο Φίλιππος Πλιάτσικας. «Και αυτό ήταν δική μας επιλογή, γιατί διαλέξαμε να μην κάνουμε πράγματα που απέκλιναν από την αισθητική μας. Αυτή η μπάντα έχει δεχθεί προτάσεις με υπέρογκα ποσά. Διάλεξε όμως να έχει πάντα φθηνό εισιτήριο στις συναυλίες, να παίζει σε μαγαζιά φίλων. Και για να τα λέμε όλα, και από πολιτικά κόμματα που βρίσκονταν σε τροχιά προς την εξουσία δεχθήκαμε προτάσεις με ανοιχτές επιταγές για να παίξουμε για λογαριασμό τους σε προεκλογικές εκδηλώσεις. Προτάσεις που φυσικά δεν έγιναν ποτέ αποδεκτές».
Πώς λοιπόν έφτασαν στη διάλυση το 2004; «Το 2003 το συζητήσαμε» απαντά ο Μπάμπης Στόκας. «Νιώσαμε έναν κορεσμό και δεν μας άρεσε να συμβαίνει αυτό σε μια μπάντα που αγαπούσαμε τόσο πολύ. Τώρα που το σκέφτομαι, ήταν πολύ δύσκολο. Μετά από τόσα χρόνια να σταματήσεις κάτι τόσο πετυχημένο». «Και ξαφνικά να βρεθείς να παίζεις στις ραχούλες» συμπληρώνει ο Φίλιππος. «Oταν σταματήσαμε την μπάντα δεν είχαμε καμία ψευδαίσθηση ότι ως μονάδες θα είχαμε το κοινό των Πυξ. Ξέραμε ότι θα ξεκινήσουμε από το μηδέν. Αλλά ήταν το πιο τίμιο που θα μπορούσαμε να κάνουμε, απέναντι στον εαυτό μας και στον κόσμο μας».
Και έτσι, το 2004, με τη διάλυση των Πυξ Λαξ φαίνεται να ήρθε και το τέλος των μεγάλων συγκροτημάτων στην Ελλάδα. «Οσο περίεργο και αν ακούγεται που το λέω εγώ, με λυπεί που το 2018 κουβεντιάζουμε ακόμη για «Τρύπες», «Ξύλινα Σπαθιά» και «Πυξ Λαξ»» αναφέρει ο Φίλιππος Πλιάτσικας. «Εντάξει, η μουσική έχει απαξιωθεί. Ενώ θεωρείς δεδομένο ότι πρέπει να πληρώσεις για να φας μια πίτσα, ένα cd θεωρείς ότι πρέπει να το πάρεις δωρεάν. Για να βγει ένας δίσκος, όμως, δουλεύουν 50 άνθρωποι. Ποιος θα τους πληρώσει αυτούς; Αλλά πέρα από το σύστημα και όλα αυτά, οι ίδιοι οι πιτσιρικάδες αναλώνονται περισσότερο στην κριτική στο ΥouΤube και κωλώνουν μπροστά στον φόβο της έκθεσης στον ιδιότυπο φασισμό των τρολ του Internet, του κάθε βλάκα που πίσω από την ανωνυμία του και τους 18 ψεύτικους λογαριασμούς του βγαίνει και κράζει. Βλέπεις ότι τα περισσότερα συγκροτήματα είναι αγγλόφωνα σήμερα. Γιατί; Γιατί φοβούνται να πουν την αλήθεια στη γλώσσα τους. Και δεν την υποτιμώ τη δύναμη των τρολ. Εχουν μπει πλέον στα κυβερνητικά μέγαρα. Είναι παγκόσμιο το φαινόμενο».
Ο ίδιος ωστόσο ξεκαθαρίζει ότι ακούει νέα παιδιά που του αρέσουν. «Και αυτό είναι το κρίμα: ότι ενώ έχουν φοβερά εξελιγμένα μουσικά στοιχεία, φοβούνται να επιβάλουν την αλήθεια τους. Εμείς πετύχαμε γιατί κάναμε αυτά που γουστάραμε. Σκέψου, ερχόμασταν έπειτα από πωλήσεις 500.000 δίσκων και πάλι υπήρχε μια ανησυχία στη δισκογραφική για το επόμενο άλμπουμ. Θυμάμαι κυκλοφόρησε ο δίσκος «Tα δοκάρια στο γρασίδι περιμένουν τα παιδιά…» και είχαν κόψει 8.000-10.000 κομμάτια. Βγαίνουμε για περιοδεία και ο δίσκος ξεπουλάει και εξαντλείται σε δύο ημέρες. Η δισκογραφική ήταν κλειστή για 15 ημέρες λόγω καλοκαιριού. Λοιπόν οι μαύροι, τα παιδιά που διακινούσαν τα πλαστά cd, τότε μπορεί να πούλησαν και 100.000 κομμάτια. Και καλά έκαναν. Αφού η δισκογραφική είχε αμφιβολία».
«Γράφονται καλά τραγούδια σήμερα;». «Οχι πολλά» απαντά ο Μπάμπης Στόκας. «Και ενώ περνάμε αυτό που περνάμε, ο πολιτισμός είναι σε νάρκωση. Δεν γίνεται κάτι συνταρακτικό. Ολα είναι συμπαθητικά, καλούλικα. Ξέρεις πού είναι το πρόβλημα; Παραμυθιαστήκαμε ότι η σιωπή είναι στάση. Βλέπαμε τον άλλον να κλέβει και δεν λέγαμε τίποτα. Ετσι βγήκαν τα λαμόγια παγανιά και τα ισοπέδωσαν όλα. «Tώρα που χάθηκε η σιωπή, κανείς δεν έχει τίποτα να πει», λέμε στον «Eρωτα», ένα από τα καινούργια μας τραγούδια. Eτσι η σιωπή που είναι χρυσός, σε αυτή τη χώρα έγινε το κάρβουνο που μας έκαψε».
«Γιατί λοιπόν οι Πυξ Λαξ δεν έκαναν πολιτικό τραγούδι;» ρωτώ. «Νομίζω ότι κάναμε» απαντά ο Φίλιππος Πλιάτσικας. «Nαι, σε πρώτο πλάνο ήταν οι ανθρώπινες σχέσεις. Αλλά υπήρχαν και πολιτικά επίπεδα με τα οποία περνούσαμε τις θέσεις μας. Οι στίχοι «μια συνουσία μυστική της διαφθοράς» είναι πολιτικοί κατά βάση». «Είμαστε πολιτικοποιημένοι, όχι κομματικοποιημένοι» επεμβαίνει ο Μπάμπης Στόκας. «Ημασταν πάντα με τους Ινδιάνους. Δεν μας άρεσαν οι καουμπόηδες. Ξέρεις τι βλέπω εγώ; Οτι όλα αυτά που διεκδίκησαν οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας με σκληρούς αγώνες χάθηκαν. Σκέψου, μιλούσαν για κεφαλικό φόρο 10%. Σήμερα σου παίρνουν το 75% και είναι σαν να έχεις καταπιεί 23 Xanax και είσαι τρισευτυχισμένος. Εντάξει, διαμαρτύρεσαι καμιά φορά που παίρνεις 400 ευρώ και σου λένε «Φίλε, μια χαρά είσαι. Μη μιλάς και χάσεις τη δουλίτσα σου. Ξέρεις πόσοι περιμένουν να σου την πάρουν;»».
Η συζήτηση στρέφεται στη σημερινή κυβέρνηση και στον ΣΥΡΙΖΑ. «Δεν ξέρω αν ήταν Αριστερά αυτό, επειδή του βάλαμε μια ετικέτα» απαντά ο Μπάμπης Στόκας. «Αριστερά είναι να δώσεις στον κόσμο αυτά που διεκδικεί. Ελεγε κάτι ωραίο ο Γκάτσος: ότι υπάρχουν αριστεροί εκ δεξιών και δεξιοί εξ αριστερών». Ο Φίλιππος Πλιάτσικας φαίνεται να συμφωνεί. «Ε, ναι, ήταν απογοήτευση. Δεν θα κρύψω τα λόγια μου» απαντά.
Η συζήτηση επιστρέφει στην τέχνη. «Εχετε σκεφθεί μήπως εσείς σήμερα είστε καθεστώς;» τους ρωτώ. «Υπάρχει μια νομοτελειακή ανάγκη των νέων να σηκώσουν μπαϊράκι και όπου υπάρχει μια σημαία, είτε αυτή λέγεται Πυξ Λαξ, είτε Ξύλινα Σπαθιά, να πάνε και να την ξεριζώσουν. Σίγουρα λοιπόν εμείς υψώσαμε τη δική μας σημαία και καλά κάνουν οι νέοι να έρθουν να την κατεβάσουν. Τώρα αν με το καθεστώς εννοείς ότι με τη δύναμη που μας έδωσε ο κόσμος προσπαθήσαμε να επιβάλουμε τη φωνή μας και να πνίξουμε τις υπόλοιπες, δεν το κάναμε. Δεν ζητήσαμε από κανέναν να βγει στο Internet και να βρίσει άλλους καλλιτέχνες, όπως μάθαμε ότι έπραξαν άλλοι. Δεν στήσαμε κανέναν υπόγειο μηχανισμό» αναφέρει ο Φίλιππος Πλιάτσικας. «Και σεβόμασταν πάντα τους πάντες» συμπληρώνει ο Μπάμπης Στόκας.
«Και τον Γιάννη Αγγελάκα;» ρωτώ. «Αν πάμε τώρα σπίτι μου, θα δεις όλους του τους δίσκους. Εμείς γουστάραμε τις «Τρύπες». Πηγαίναμε στις συναυλίες τους. Και ξέρεις κάτι: ο άνθρωπος κριτίκαρε άσχημα τους Πυξ Λαξ, όχι ο καλλιτέχνης». «Κάποιες φορές ο άνθρωπος δεν αντέχει το βάρος του καλλιτέχνη. Κοίτα, αν ο Αγγελάκας θέλει να ασχολείται περισσότερο με τους Πυξ Λαξ από ό,τι ασχολούμαστε εμείς, είναι δικό του θέμα. Ο καθένας αφήνει το δικό του αποτύπωμα» συμπληρώνει ο Φίλιππος Πλιάτσικας.
«Αν οι Πυξ Λαξ ξεκινούσαν τώρα, θα έπαιρναν μέρος σε μουσικό reality;». «Με ρωτάς μάλλον γιατί πέρυσι ήμουν στην επιτροπή του «X-Factor»… Δεν ξέρω να σου πω. Αναλόγως» απαντά ο Μπάμπης Στόκας. «Εγώ πήγα εκεί γιατί βαρέθηκα τη σιωπή. Να είναι όλοι οι δικοί μας στα καφενεία και να κράζουν από την απ’ έξω. Και επέβαλα το δικό μου, ξέρεις. Για να καταλάβεις, με πήραν από την Αγγλία και μου έδωσαν συγχαρητήρια γιατί ήμουν ο μοναδικός κριτής στον κόσμο που έδιωξε τη δική του ομάδα. Και την έδιωξα όχι γιατί δεν ήταν καλοί, αλλά επειδή ήταν οι καλύτεροι. Γιατί στην Ελλάδα ο Καλαματιανός ψηφίζει τον Καλαματιανό και ο Καρδιτσιώτης τον Καρδιτσιώτη. Δεν ψηφίζουν τον καλύτερο. Ψηφίζουν με άλλα κριτήρια».
Λίγο προτού κλείσει η κουβέντα, επιστρέφουμε στον νέο τους δίσκο. Στο τραγούδι «13 Αυγούστου» ο Φίλιππος Πλιάτσικας μοιάζει να μιλά στον πατέρα του. «Δεκατρείς Αυγούστου γεννήθηκα» εξομολογείται (τον εφετινό Αύγουστο θα γίνει 51). «Πέρυσι, την ημέρα των γενεθλίων μου, είδα ένα παράξενο όνειρο. Βρισκόμουν σε ένα πέτρινο μπαλκόνι καφενείου και αγνάντευα τη θάλασσα και μέσα στο καφενείο βρίσκονταν όλοι μου οι αγαπημένοι. Κάποια στιγμή ήρθε έξω και στάθηκε δίπλα μου ο πατέρας μου. Για αυτό ακριβώς μιλάω στο τραγούδι».
Στέκοµαι και στο κοµµάτι «Τα καταφέραμε (Ιόλη)». Είναι μια άμεση αναφορά στην κόρη του Μπάμπη Στόκα, Ιόλη; «Είναι ένα παιδικό τραγουδάκι, που το έγραψα για εκείνη» παραδέχεται. «Και το λέγαμε μαζί: για τον Τομ το τρενάκι και τον δράκο. Στον δίσκο άλλαξα βέβαια τους στίχους, αν και με τα λόγια της Ιόλης θα ήταν μάλλον πιο εμπορικό. Εγραψα «μαζί τα καταφέραμε και υποφέραμε». Γιατί βλέπω ανθρώπους να αγωνίζονται να υποφέρουν. Είναι τρομερό να προσπαθείς να υποφέρεις. Και ακριβώς αυτόν τον παραλογισμό ήθελα να τον «χωρέσω» σε μια παιδική μουσική, για να τον ελαφρύνω. Mε αυτό το τραγούδι ανοίγουμε και τις συναυλίες».
Τους ρωτώ, τέλος, αν αυτή θα είναι η τελευταία τους συναυλία στο ΟΑΚΑ. «Είπαμε, είμαστε ξανά ενεργή μπάντα» απαντούν. Ισως και να είχαν δίκιο τελικά. «Οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο». l
30 χρόνια Πυξ Λαξ: Ολυμπιακό Στάδιο, 12 Ιουλίου, στις 8 μ.μ. Μαζί με τους Φίλιππο Πλιάτσικα και Μπάμπη Στόκα από την παλιά σύνθεση του συγκροτήματος οι: Παναγιώτης Σπυρόπουλος (ηλεκτρική κιθάρα), Γιώργος Γιαννόπουλος (τύμπανα), Νίκος Γιαννάτος (μπάσο) και Δήμητρα Καραμπεροπούλου (ακορντεόν).

Ευχαριστούμε το all day bar «The Clumsies» (Πραξιτέλους 30, Αθήνα) για την ευγενική φιλοξενία του.


* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Ιουλίου 2018.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ