Η πρόβα έχει μόλις τελειώσει. Ο Αιμίλιος Χειλάκης συνομιλεί με την Αθηνά Μαξίμου και τον Μανώλη Δούνια, με τον οποίο συνσκηνοθετεί την «Αντιγόνη». Αν εξαιρέσεις τον εφετινό «Φάρο» του Κόνορ Μακ Φέρσον (σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη), τα τελευταία χρόνια ο ίδιος στρέφεται στους μεγάλους κλασικούς: Μολιέρος, Σαίξπηρ, Ευριπίδης και τώρα Σοφοκλής. «Οχι ότι δεν με ενδιαφέρει το μοντέρνο δραματολόγιο. Αλλά πολλά από τα μοντέρνα έργα… Δεν ξέρω. Πολλές φορές δίνουν την αίσθηση ενός φοβερού, ολοκαίνουργιου Boeing 747, με καταπληκτικά άνετα καθίσματα και κάθε είδους πολυτέλεια. Κι όμως, κάτι λείπει. Γιατί τελικά ο κατασκευαστής ξέχασε να βάλει τον κινητήρα. Και πώς θα πετάξουμε μετά;».
Αυτό το καλοκαίρι επιστρέφετε στο αρχαίο δράμα με την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή. Γιατί; «Γιατί αρχαίο δράμα πάλι; Καμιά φορά δεν σε ενδιαφέρει μόνο το έργο, θέλεις να μελετήσεις και πάνω στον τρόπο. Τρεις υποκριτές λοιπόν: η Αθηνά Μαξίμου ερμηνεύει την Αντιγόνη και τον Τειρεσία, ο Μιχάλης Σαράντης ερμηνεύει τον Αίμονα, τον Σκοπό και την Ισμήνη και εγώ ερμηνεύω τον Κρέοντα και την Ευρυδίκη. Νομίζω με αυτόν τον τρόπο νικάς τον λεγόμενο ψυχολογισμό. Τι εννοώ; Αν η Αθηνά έπαιζε μόνο την Αντιγόνη, θα ασχολιόταν, όπως είναι φυσιολογικό, με αυτόν τον ρόλο και μόνο. Και εκεί θα ξεκινούσε ο ψυχολογισμός και από τραγωδία θα είχαμε ένα δραματάκι. Ο ηθοποιός θα πρέπει να είναι το μέσο: να μεταφέρει στο κοινό τι είπε η Αντιγόνη και τι είπε ο Τειρεσίας, όχι πώς ένιωσε η Αντιγόνη και πώς ένιωσε ο Τειρεσίας».
Το ζητούμενο όμως δεν θα πρέπει να είναι ο ηθοποιός να γίνει ένα με τον ρόλο; «Πολλές φορές oι ηθοποιοί κάνουμε ένα αστείο μεταξύ μας: «Mπήκες στον ρόλο; Οχι, δεν μπόρεσα, ήταν άλλος» ή όπως λέει ο φίλος μου ο Γιάννης Μπέζος: «Αν με δείτε να βουτάω στον ρόλο, ελάτε να με βγάλετε, μην πνιγώ». Νομίζω ότι μας έχουν βασανίσει πολύ οι μέθοδοι Στανισλάφσκι, Αντλερ κ.τ.λ. Ποτέ δεν γίνεσαι ένα με τον ρόλο. Λες τα λόγια τους επί σκηνής, τα οποία προχωρούν την ιστορία και συνδέουν τους χαρακτήρες μεταξύ τους. Γιατί τα λεγόμενά τους είναι αυτά που συγκινούν τον θεατή. Αν εξαρχής ξεκινάς να σκέφτεσαι τον ρόλο με έναν συγκεκριμένο τρόπο, ουσιαστικά τον ακυρώνεις».

Ποια είναι η δική σας Αντιγόνη λοιπόν; «Δεν είναι το καημένο το κοριτσάκι που έχει το δίκιο με το μέρος της. Το πραγματικό θέμα της τραγωδίας θεωρούμε ότι είναι κάτι περισσότερο από την αντιπαράθεση ανάμεσα στο δίκαιο της πολιτείας και το θεϊκό δίκαιο. Στη δική μας ανάγνωση η πραγματική σύγκρουση βρίσκεται ανάμεσα στην ιδιωτική επιθυμία και τη δημόσια πραγματικότητα. Γι’ αυτό και ο προβληματισμός της τραγωδίας συστρέφεται γύρω από τον Χορό. Αν δεν υπήρχε ο Χορός, οι πολίτες της Θήβας δηλαδή, πιθανότητα η Αντιγόνη και ο Κρέοντας θα τα έβρισκαν μεταξύ τους και έτσι θα είχαμε ένα ωραίο δράμα κεντροευρωπαϊκού τύπου, όπως η «Αντιγόνη» του Ανούιγ. Το τραγικό στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή είναι ότι αυτοί οι άνθρωποι φτάνοντας στο τέλος τους αναρωτιούνται ακόμη μπροστά στον Χορό αν έχουν κάνει το σωστό ή το λάθος. Την ίδια στιγμή όμως κρατούν αμετάβλητη τη γνώμη τους. Είναι τόσα άλλωστε τα θέματα της «Αντιγόνης». Στα χορικά του Σοφοκλή διαβάζεις τι είναι η πόλη σου, τι είναι ο εμφύλιος σπαραγμός. Εχουμε κατεβάσει μια τεράστια βιβλιογραφία για το έργο. Η γνώση και η μελέτη είναι παρούσες, αλλά εμείς εδώ καλούμαστε να το αντιμετωπίσουμε δραματουργικά και είναι ωραίο μέσω της «Αντιγόνης» να εξετάσουμε ξανά τη θέση μας στην πολιτεία. Γιατί εμμένουμε μόνο στα δικαιώματά μας και όχι στις υποχρεώσεις μας; Ας θυμηθούμε λοιπόν τι είναι δικαίωμα και τι είναι υποχρέωση, τι είναι δημόσιος λόγος και τι ιδιωτικός».
Θέλετε να δώσετε απαντήσεις στον θεατή; «Οχι, θέλω να σκεφτούμε μαζί τον μύθο. Μόνο αυτό. «Eλάτε να σκεφτούμε μαζί». Και αν κάτι πρεσβεύουμε με τον Μανώλη Δούνια και την Αθηνά Μαξίμου με τους οποίους συνεργαζόμαστε τα τελευταία χρόνια, είναι ο ανοιχτός λόγος. Βάζουμε ερωτηματικά και άνω τελείες στις προτάσεις μας, δεν ορίζουμε τετελεσμένο, και αυτό διασφαλίζει τη βασική αθωότητα του ηθοποιού επί σκηνής, αλλά και τη βασικότερη αθωότητα του θεατή απέναντι στον μύθο. Ο θεατής ως δημιουργός έχει δικαίωμα να αναλάβει και να προχωρήσει τη σκέψη του πάνω στον μύθο. Δεν απαντάμε σε ερωτήσεις. Θέτουμε. Γιατί νομίζω ότι κακή κουλτούρα είναι αυτή η κουλτούρα που υπαγορεύει απαντήσεις».
Μήπως όμως τελικά η ερμηνεία που δίνουμε στα μεγάλα έργα είναι αυτή που ταιριάζει στην εποχή μας; «Δεν νομίζω ότι μπορούμε να το αρνηθούμε αυτό. Οι παραστάσεις ανεβαίνουν βάσει της εποχής τους. Μεταπολιτευτικά ναι, ο Κρέοντας ήταν ενσάρκωση των χουντικών. Πέρυσι που ανεβάσαμε την «Ιφιγένεια εν Αυλίδι», ουσιαστικά με έναν τρόπο εκθέταμε την ανημπόρια και την ανανδρία των πολιτικών αρχηγών. Oταν τo συγκεκριμένο έργο ανέβαινε μεταπολεμικά, η Ιφιγένεια ήταν το κορίτσι που πέθανε για την πατρίδα της, γιατί το ιστορικό πλαίσιο δεν θα επέτρεπε οι πολιτικοί αρχηγοί να παρουσιάζονται ως ξεφτίλες».
Εφέτος στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου έχει ανακύψει το θέμα με τον Γιώργο Μπλάνα. Από τις παραστάσεις αρχαίου δράματος που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμα, οι τέσσερις έχουν την υπογραφή του στη μετάφραση, ανάμεσά τους και η δική σας. Τίθεται θέμα δεοντολογίας; «Πέντε άνθρωποι δουλεύουμε με τις μεταφράσεις του γιατί απλά αυτές μάς χρειάζονται. Δεν είναι δυνατόν ο Τσέζαρις Γκραουζίνις, ο Γιάννης Αναστασάκης, ο Κώστας Φιλίππογλου, ο Μανώλης Δούνιας και εγώ να είμαστε όλοι βλάκες. Τι σημαίνει δεοντολογικό; Οτι πρέπει να κάνουμε στην άκρη κάποιον που διαβάλλεται; Διάλεξα τον Μπλάνα γιατί βάσει της πολιτικής ποιητικής του σκέψης θέλω να δουλέψω και να κάνω την τραγωδία. Δηλαδή τι; Θα έπρεπε να πούμε ότι αφού τον έχουν διαλέξει και οι υπόλοιποι τον Μπλάνα, να μην τον πάρουμε εμείς; Μισό λεπτό. Μα είναι ο βασικός μου συνεργάτης. Δεν ψάχνω να βρω ποιος έχει ξεμείνει άνεργος στο ελληνικό θέατρο για να του δώσω μετάφραση. Αυτά είναι χυδαιότητες και βλακείες του υψίστου βαθμού».
Υπάρχει ωστόσο ένα θέμα αμφισβήτησης της πιστότητας των μεταφράσεών του… «Ενα κείμενο σαν την «Αντιγόνη», για να το φέρεις στο σήμερα, πρέπει να χρησιμοποιήσεις ποιητή στη μετάφραση. Γιατί ο ποιητής αντιλαμβάνεται τους κραδασμούς τού σήμερα και τους αποδίδει με λόγο υπέροχο. «Πολλά τα δεινά κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει». Πρόκειται για γνωστό απόφθεγμα της Αντιγόνης. Η μετάφραση του Γιώργου είναι: «Γκρεμός ο κόσμος και ο άνθρωπος ένας γκρεμός στην άκρη του γκρεμού». Η μετάφραση «πολλά τα άσχημα, δεν υπάρχει τίποτα ασχημότερο από τον άνθρωπο», εμένα δεν μου κάνει. Δηλαδή τι να κάνουμε τώρα; Αν κάνετε εσείς την «Αντιγόνη», ανεβάστε τη με άλλον μεταφραστή. Αλλά δεν μπορείτε να λέτε τον δικό μου τον συνεργάτη λογοτεχνικό κάλπη. Είναι απαράδεκτο».

Τα τελευταία χρόνια επιλέγετε όχι μόνο να παίζετε αλλά και να σκηνοθετείτε. Γιατί; «Για εμένα η σκηνοθεσία είναι αισθητική. Διαφορετικά ανεβάζει μια παράσταση ο Μαρμαρινός, διαφορετικά ο Λιβαθινός. Αλλιώς σκηνοθετούσε ο Βογιατζής, αλλιώς σκηνοθετεί ο Παπαβασιλείου. Αισθητική είναι τελικά τι πρεσβεύει ο καθένας για τα μικρά και τα μεγάλα πράγματα της ζωής. Αισθητική είναι να επιλέγεις την Εύα Νάθενα για τα σκηνικά και τα κοστούμια, την Αγγελική Στελλάτου για την κίνηση, τον Σταμάτη Κραουνάκη για τη μουσική, τον Γιώργο Μπλάνα για τη μετάφραση. Γιατί πιστεύεις ότι μόνο με αυτούς μπορείς να πεις αυτό που θέλεις να πεις. Το ζήτημα είναι να καταφέρουμε όλοι μαζί να βρούμε έναν κοινό τόπο να πούμε μια ιστορία. Δεν σας έχει τύχει σε παραστάσεις να πείτε «Ωραίοι ήταν όλοι, αλλά κάτι, ρε παιδί μου, δεν έδενε»; E, εκεί δεν υπήρχε κοινή αισθητική».
Η δική σας αισθητική με ποιους ανθρώπους δεν ταιριάζει; «Δεν μπορώ τους μίζερους ανθρώπους. Δεν μπορώ τους ανθρώπους που πρεσβεύουν ότι το θέατρο είναι πόνος και βάσανο. Εχω ακούσει θεατράνθρωπο να μου λέει: «Εσύ γελάς πολύ. Δεν κάνεις για το θέατρο». Συγγνώμη, εγώ θέλω να ανεβαίνω στη σκηνή και να είμαι χαρούμενος. Χαρούμενος γιατί ανέβηκα να πω μια ιστορία. Και αν υπάρχει ένα θετικό πρόσημο για εμένα στο ελληνικό θέατρο είναι ότι δεν ταλαιπώρησα ανθρώπους».
Δεν περάσατε σκοτεινή φάση; Την περίοδο του καταραμένου καλλιτέχνη; «Ε, βέβαια και πέρασα. Και ήμουν πολύ δυστυχισμένος. Ομως κάποια στιγμή είπα: «Γιατί να το κάνω αυτό στον εαυτό μου;». Noμίζω πως με βοήθησε πολύ το ότι ξεκίνησα να κάνω τις πρώτες παραγωγές μου 29 ετών. Τότε αναζητούσα το σκοτάδι, τη δυστυχία, τη σύγκρουση. Το έκανα αυτό στον εαυτό μου και γι’ αυτό και οι πρώτες παραγωγές μου ήταν σκέτη καταστροφή. Γιατί βρέθηκα με εξουσία στα χέρια μου και η εξουσία είναι κάτι σκοτεινό όταν δεν μπορείς να τη διαχειριστείς. Νοστάλγησα την εποχή που ήμουν αθώος, που ο Λευτέρης Βογιατζής μού έκανε inside jokes επί σκηνής».
Ιnside jokes και Λευτέρης Βογιατζής, οξύμωρο. Ηθελα να σας ρωτήσω για τη σχέση σας. «Ο Λευτέρης ήθελε να κρατά τον ηθοποιό εν εγρηγόρσει. Ο ίδιος επιζητούσε το λάθος στη σκηνή για να ζωντανέψουν τα πράγματα, να πάνε παρακάτω. Σε τσίγκλαγε επί σκηνής για να ξυπνήσεις. Με άλλους το έκανε επιθετικά, με εμένα για έναν περίεργο λόγο το έκανε με χιούμορ. Ισως γιατί κατάλαβε ότι έτσι λειτουργώ. Τα τελευταία χρόνια όλοι μιλάνε για τον Λευτέρη και όλοι έχουν άποψη. Εγώ θεωρώ ότι δεν μπορώ να έχω. Μόνο τρία χρόνια δούλεψα μαζί του, τι να πουν αυτοί που έμειναν επτά, οκτώ, δέκα; Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως ήταν ένας φάρος της ζωής μου. Εβλεπα και άκουγα πράγματα που μου έλεγε και μετά άρχισα να τα επιβεβαιώνω. Με έχει διαμορφώσει ακόμα και στον τρόπο που θέλω να μιλάω στον ηθοποιό, έστω και αν είναι εκ του αντιθέτου σε σχέση με τον Λευτέρη».
Στον διαχωρισµό µεταξύ ποιοτικού και εµπορικού πιστεύετε; «Θέλω να δημιουργώ παραστάσεις µε συγκεκριµένη αισθητική που να κόβουν εισιτήρια. Στη χώρα μας για ένα µέρος του κοινού η συνθήκη είναι: «Πάω στο θέατρο για να δω τον τάδε «. Δεν πάνε για να δουν το έργο, ούτε καν την ερµηνεία. Προσπαθώ, εφόσον υπάρχουν άνθρωποι που λένε «θέλω να δω τον Χειλάκη», να τους βάλω µια «τρικλοποδιά»: «Ηρθατε για φωτογραφία; Ε, δείτε και έναν Αμλετ»».
Σας αρέσει να βλέπετε τον εαυτό σας στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο; «Καθόλου. Βαριέμαι, ρε γαμώτο. Μου αρέσει πολύ ο κινηματογράφος. Βλέπω ηθοποιούς που είναι απίστευτοι. Και μετά βλέπω κι εμένα και λέω: «Βρε αγόρι μου, εσύ γιατί το κάνεις αφού δεν μπορείς;». Aυτό που βλέπω δεν ταιριάζει στην αισθητική μου. Και στα γυρίσματα άλλωστε δεν πέρναγα καλά. Ισως γιατί είμαι περισσότερο άνθρωπος της επαναληπτικότητας. Θέλω να παίξω μια παράσταση 50 φορές, να τη βαρεθώ, να τη χορτάσω. Δεν μου αρέσει να βλέπω μαγνητοσκοπημένες παραστάσεις μου από το παρελθόν. Μου αρέσει το θνησιγενές. Να πάμε παρακάτω. Να γεννήσουμε ξανά, να κάνουμε το επόμενο: σωστό ή λάθος, δεν έχει σημασία».
Δεν νοσταλγείτε το παρελθόν; «Νοσταλγώ συνεργασίες. Πέτυχα τις προάλλες στο Μega μια από τις επαναλήψεις της σειράς «H ζωή που δεν έζησα». Kαι έβλεπα τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη, την Ταμίλα Κουλίεβα κι εμένα και έλεγα: «Ποια είναι αυτά τα παιδάκια;». Πράγματι, ήμασταν όμορφοι. Δεν νοσταλγώ όμως την ομορφιά αυτής της νεότητας. Είναι κάτι που πέρασε. Αυτό το παιδί που βλέπω στην οθόνη δεν είμαι πλέον εγώ. Δεν έχουμε καν τα ίδια κύτταρα μετά από είκοσι χρόνια. Αν συνομιλούσα σήμερα μαζί του, πιθανότατα δεν θα είχαμε τίποτε κοινό. Οπότε δεν το νοσταλγώ. Νοσταλγώ όμως τις υπέροχες στιγμές που περάσαμε με την Ταμίλα και τον Κωνσταντίνο· τη Μιρέλλα Παπαοικονόμου να γράφει εκείνη τη στιγμή στα γυρίσματα το σενάριο για να αποτυπώσει τον τρόπο που μιλούσαμε».
Η Ελλάδα γνώρισε τους πολιτικούς που της άξιζαν; «Οι πολιτικοί που εκλέχθηκαν τα τελευταία 200 χρόνια ψηφίστηκαν από ψηφοφόρους οι οποίοι διαμορφώθηκαν βάσει της παιδείας που έλαβαν, βάσει του ιστορικού
τους παρελθόντος, βάσει του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους ως Ελληνες. Θα έλεγα λοιπόν ότι οι πολιτικοί είχαν τους ψηφοφόρους που τους άξιζαν. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό ήταν κέρδος για αυτούς και όχι για εμάς. Και νομίζω ότι το πρόβλημα ξεκινά από την μπερδεμένη εθνική μας συνείδηση».
Τι εννοείτε; «Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης δεν ήταν χριστιανοί. Αν ρωτήσεις όμως σήμερα έναν χρυσαυγίτη, πιστεύει ότι ήταν. Υπάρχει σύγχυση. Ποια ήταν η εθνική συνείδηση του έλληνα χριστιανού ραγιά του 1821, ο οποίος ήθελε ταυτόχρονα να είναι και απόγονος του Σωκράτη; Δημιουργήσαμε λοιπόν μια πλαστή εθνική συνείδηση για να ορθοποδίσουμε. Δεν μπήκαμε στη διαδικασία να καταλάβουμε τι θα πει «Ελλην». Γιατί Ελλην ήταν και ο Ιταλός της Αναγέννησης αλλά και ο Γάλλος και ο Γερμανός του Διαφωτισμού. Ελληνες είναι όσοι βλέπουν ουμανιστικά τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο. Σήμερα νομίζω πάντως πρέπει να αναλογιστούμε τη θέση μας στην πολιτεία και γι’ αυτό πρέπει να στραφούμε ξανά στους ποιητές».
Οι ιδεολογίες έχουν πεθάνει σήμερα; «Πρέπει να επανιδρύσουμε την ιδεολογία μας. Για πείτε μου, τι ακριβώς σημαίνει να είσαι αριστερός, σοσιαλιστής, ή φιλελεύθερος σε μια χώρα παροχής υπηρεσιών όπως η Ελλάδα; Ο φιλελευθερισμός, ο σοσιαλισμός, ο κομμουνισμός είναι ανθρώπινες μελέτες πάνω στη γραμμή παραγωγής».
Δηλώνετε όμως αριστερός. Η «πρώτη φορά Αριστερά» πώς σας φάνηκε; «Πρώτη φορά Αριστερά ζήσαμε το 1981. Αυτό θεώρησε ο ελληνικός λαός. Ακόμα και οι αριστεροί το πίστεψαν, γιατί έφυγε η «κακή Δεξιά». Ηρθε το ΠαΣοΚ και αποδείχθηκε δεξιότερο των δεξιών. Πριν από λίγα χρόνια κάποιοι ιδεολόγοι, και εγώ ανάμεσά τους, είπαμε: «Ας έρθει κάποιος να σηκώσει ανάστημα και να πει stop βάσει της ιδεολογίας του». Δεν συνέβη. Κεντροδεξιά κινείται ο Τσίπρας. Καραμανλικός είναι ο Τσίπρας, με μικρές διαφορές. Ας παραδεχτούμε όμως την αλήθεια. Στο σημείο που φτάσαμε, για να κυβερνηθεί το καράβι που πνίγεται η μόνη λύση είναι η Κεντροδεξιά. Φέρτε τον Κώστα Καραμανλή να το κάνει λοιπόν! Γιατί δεν μπορεί ούτε η Φώφη, ούτε ο Κυριάκος, ούτε ο Αλέξης. Δυστυχώς, ποτέ δεν μας είπαν ότι αυτή η χώρα κυβερνιέται βάσει των οικονομικών συνθηκών των πέριξ. Πού ανήκεις; Στο ΝΑΤΟ; Στην ΕΟΚ; Με αυτούς τους ανθρώπους πρέπει να κινηθείς. Παύεις λοιπόν να διεκδικείς τα δικαιώματά σου; Οχι, απλά αντιλαμβάνεσαι ότι τη δεδομένη στιγμή αυτός είναι ο μόνος τρόπος. Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για κοινωνικό κράτος σήμερα. Απλά γιατί η ζούγκλα της φιλελεύθερης αγοράς δεν το επιτρέπει».
Εχετε αποφασίσει τι θα ψηφίσετε; «Οχι. Διατηρώ το δικαίωμα της έκπληξης».
Τα τελευταία χρόνια έχουμε σημειώσει πρόοδο ως ελληνική κοινωνία; Για παράδειγμα, ψηφίστηκε το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια… «Είναι κάτι που ψηφίστηκε πολύ αργά, όταν ήδη τα τελευταία 25 χρόνια η ελληνική κοινωνία έχει αποδεχθεί ότι ομοφυλόφιλος δεν είναι κάποιος που φοράει φτερά και πούπουλα. Προοδευτικοί θα ήμασταν αν αυτός ο νόμος ψηφιζόταν πριν από 25 χρόνια. Οπως και η νομιμοποίηση της φαρμακευτικής κάνναβης. Τώρα ξαφνικά ανακαλύψαμε ότι μπορεί να αποτελεί εξαιρετικό φάρμακο για τους καρκινοπαθείς, όταν από τη δεκαετία του 1990 αν κάποιος κάπνιζε ένα τσιγάρο δεν λέγαμε: «Α τον χασικλή, τον φυλακόβιο»».
Στην καριέρα σας φοβηθήκατε ποτέ μήπως παγιδευθείτε στην εικόνα του ωραίου; «Πάρα πολύ. Ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1990 όλο αυτό ήταν ανεξέλεγκτο. Εγώ είπα: «Δεν θέλω να γίνω βορά στην ταΐστρα σας». Ευτυχώς με έσωσε ότι έγινα διάσημος μεγάλος, στα 28 μου. Είχα ήδη δουλέψει με τον Βογιατζή, με τον Γραμματικό. Είπα: «Δεν θέλω να με κάνετε εξώφυλλα, να με κάνετε το νέο sex symbol». Ετσι ήταν η προσφιλής έκφραση τότε. Το 1998-1999, που έπαιζα στο Mega, έδωσα, θυμάμαι, μία μόνο συνέντευξη. Και αυτή στο «Διπλό Τηλέραμα», γιατί εκεί ήταν διευθύντρια η μητέρα της καλής μου φίλης, της Μυρτούς Αλικάκη».
Με τη σύζυγό σας, την Αθηνά Μαξίμου, γιατί επιλέγετε να δουλεύετε σχεδόν πάντα μαζί; «Αν δεν ήταν γυναίκα μου, αν ήταν απλά μια γνωστή μου ηθοποιός, και πάλι θα κυνήγαγα να δουλεύω διαρκώς μαζί της. Τα έφερε η ζωή και συνεργαστήκαμε αφού ήδη είχαμε παντρευτεί. Οταν έχεις ένα τέτοιο υπέροχο εργαλείο, όπως η Αθηνά, θέλεις να δουλεύεις συνεχώς μαζί της. Ειλικρινά, δεν την έχω ρωτήσει αν πιστεύει το ίδιο και αυτή για εμένα».
Στο θέατρο ή στην πραγματική ζωή συμβαίνουν οι μαγικές στιγμές; «Δεν ξέρω να τα διαχωρίζω. Εγώ ερωτεύτηκα την Αθηνά όταν την είδα να παίζει πρώτη φορά στο θέατρο. Σταμάτησε ο κόσμος γύρω μου. Το ίδιο βράδυ τής εκδήλωσα τον έρωτά μου. Ηταν ένα πλάσμα που παλλόταν επί σκηνής».
Με τους θεατές υπάρχουν στιγμές ένωσης; «Θυμάμαι όταν παίζαμε τον «Οιδίποδα» με τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη στη Λάρισα ένας θεατής έπαθε καρδιακή προσβολή. Ο Κωνσταντίνος σηκώθηκε από το αναπηρικό αμαξίδιο που χρησιμοποιούσαμε, καθίσαμε τον άνθρωπο, τον βγάλαμε έξω και περιμέναμε το ασθενοφόρο να έρθει να τον πάρει. Υστερα γυρίσαμε πίσω και παίξαμε κανονικά. Αυτό που συμβαίνει στη σκηνή, συμβαίνει πάντα μαζί με το κοινό. «Εμείς και εσείς, αγαπημένοι μας κύριοι και κυρίες»».
«Αντιγόνη»: Κηποθέατρο Παπάγου, 22 και 23 Ιουνίου. Ηρώδειο, 11 Ιουλίου. Η παράσταση θα περιοδεύσει σε όλη την Ελλάδα.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιουνίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ