ΟΤζορτζ Κόντο έρχεται στην Αθήνα σε αναζήτηση της ευτυχίας. Είναι εξάλλου η πρώτη του φορά στην Ελλάδα και ανυπομονεί γι’ αυτό το ταξίδι. «Θέλω να δοκιμάσω λίγο από το περίφημο ελληνικό αρνάκι» θα πει. Η αφορμή για να δει τη χώρα που γνωρίζει «μέσα από τις αφηγήσεις των φίλων» και να γευτεί τις παραδοσιακές γεύσεις που ονειρεύεται του δίνεται χάρη στην έκθεση «George Condo at Cycladic» που διοργανώνεται στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, σε επιμέλεια Αταλάντης Μαρτίνου. Πρόκειται για την πρώτη μεγάλη ατομική του Κόντο στην Ελλάδα με τριάντα ζωγραφικά έργα, γλυπτά και σχέδια από τα τελευταία είκοσι χρόνια δημιουργίας του αμερικανού καλλιτέχνη. Είκοσι από τα σαράντα, σχεδόν, χρόνια μιας άκρως επιτυχημένης καριέρας στη διάρκεια της οποίας κατάφερε να δημιουργήσει ένα απόλυτα προσωπικό ιδίωμα, τον τεχνητό ρεαλισμό («Artificial realism»), και να συνδυάσει την κριτική αποδοχή με την εμπορική επιτυχία. Γιατί σαν ένας άλλος «Ρέμπραντ που έχει πάρει κρακ» δημιούργησε ένα υβριδικό είδος αναπαραστατικής ζωγραφικής που συνδυάζει τη μαεστρία των ζωγράφων της χρυσής εποχής του μέσου με γερές ποπ πινελιές της αμερικανικής κουλτούρας, όπως οι ήρωες της σειράς κινουμένων σχεδίων «Looney Tunes».
Να πώς κατέκτησε τον κόσμο ο Τζορτζ Κόντο. Παρουσίασε δουλειά του στα μεγαλύτερα μουσεία σε Αμερική και Ευρώπη (έργα του βρίσκονται στη μόνιμη συλλογή του Γκούγκενχαϊμ και του Γουίτνεϊ) και συγχρωτίστηκε με τις σπουδαιότερες προσωπικότητες κάθε γενιάς. Από τους μπίτνικ συγγραφείς Γουίλιαμ Μπάροουζ και Αλεν Γκίνσμπεργκ και τον γκουρού της ποπ αρτ, Αντι Γουόρχολ, έως τον ράπερ Κάνιε Γουέστ μετά της συζύγου του, Κιμ Καρντάσιαν, πιο πρόσφατα. Ακλόνητα σταθερός στο προσωπικό του στίγμα, τον «ψυχολογικό κυβισμό που σου επιτρέπει να βλέπεις ταυτόχρονα δύο ή και τρεις πλευρές μιας προσωπικότητας», μέσα από την απρόσμενη συνύπαρξη του σουρεαλισμού, του εξπρεσιονισμού, της ποπ αρτ και του κόσμου της Ντίσνεϊ, κατάφερε να γοητεύσει το κοινό χάρη στην καθαρτική δύναμη των πιο αρχέγονων μορφών τέχνης, πρωτίστως της ζωγραφικής. «Η ζωγραφική θα επιβιώνει όσο υπάρχει ζωή μέσα στην τέχνη» λέει στο ΒΗΜΑgazino. «Γιατί εμπεριέχει ένα ηλεκτρικό ρεύμα που φωτίζει τον ψυχισμό του θεατή όπως ένας διακόπτης τον οποίο πατάς και φωτίζεται ένα δωμάτιο. Oι άνθρωποι δεν θέλουν να πεθάνουν, γι’ αυτό και ανατρέχουν στην τέχνη: γιατί γνωρίζουν ότι θα τους δώσει ζωή».
Ο Κόντο, ο Μπασκιά και ο Χάρινγκ
Στη δική του περίπτωση η τέχνη ήταν ανέκαθεν μια έννοια απολύτως προσβάσιμη, η οποία βρισκόταν μονίμως «στα πόδια του». Γεννημένος στο Κόνκορντ του Νιου Χαμσάιρ το 1957, μεγάλωσε στη Μασαχουσέτη σε μια οικογένεια όπου, όπως λέει, από την πλευρά του πατέρα του υπήρχε ιταλική ρίζα, ενώ ο γιατρός παππούς του έτρεφε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους μεγάλους ζωγράφους της Αναγέννησης, του μπαρόκ, του νεοκλασικισμού και του ρομαντισμού. «Υπήρχαν γλύπτες από αυτή την πλευρά της οικογένειάς μου που ζούσαν στη Φλωρεντία, ο Σαλβατόρε Αλμπάνο (1841-1893) και ο ανιψιός του, Κοντσέσο Μπάρκα-Αλμπάνο (1867-1968). Εχω μάλιστα ορισμένα έργα τους». Πάντως, παρά την καλλιτεχνική φλέβα της οικογένειας, οι γονείς του τον προέτρεπαν να γίνει οφθαλμίατρος. «Αυτό ήταν το σχέδιο, γιατί μου άρεσε να κοιτάζω τα πράγματα. Αλλά φυσικά είχα περισσότερες δεξιότητες ως καλλιτέχνης ενώ επιπλέον δεν είχα καθόλου υπομονή». Ο Κόντο διέθετε ωστόσο την απαραίτητη πειθαρχία προκειμένου να μελετήσει κιθάρα και στη συνέχεια λαούτο με στόχο να παίζει –τι άλλο; –αναγεννησιακή μουσική. Oταν δε οι εξαντλητικές ασκήσεις με τα δάχτυλα άρχισαν να επηρεάζουν τους μυς των χεριών του και αναπόφευκτα και τη ζωγραφική του, στράφηκε στη βιόλα ντα γκάμπα και το δοξάρι της.
Η μουσική, αλλά όχι του αναγεννησιακού είδους, θα τροφοδοτούσε τελικά μια αλυσιδωτή αντίδραση από γνωριμίες που θα άλλαζαν τη ζωή του αφότου θα ολοκλήρωνε τις σπουδές του στην Ιστορία της Τέχνης και τη Θεωρία της Μουσικής στο Πανεπιστήμιο της Μασαχουσέτης. Οταν συγκεκριμένα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 μαζί με το synth punk συγκρότημά του ονόματι «The Girls» άνοιγε τη συναυλία για την μπάντα του Ζαν Μισέλ Μπασκιά, «Gray», στο κλαμπ Tier 3 της Νέας Υόρκης. Η έλξη των δύο ταλαντούχων δημιουργικών ανθρώπων που αναζητούσαν τη θέση τους στην καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης ήταν ακαριαία. Ο αυτοδίδακτος μουσικός, ποιητής και μουσικός Μπασκιά τον έπεισε να αφήσει τη βαρετή Μασαχουσέτη και να μετακομίσει στη Νέα Υόρκη, αν και η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάστηκε να προσπαθήσει και πολύ. «Οταν ξεκινούσα, βρισκόμουν σε μια απομονωμένη μικρή πόλη της Νέας Αγγλίας, οπότε δεν υπήρχε αυτό που λέμε «καλλιτεχνική σκηνή». Οταν έφτασα στη Νέα Υόρκη η τέχνη ήταν παντού, στους δρόμους, στα τρένα, στα μουσεία, και εγώ αυτό που ήθελα ήταν να είμαι μέρος αυτής της καταπληκτικής ενέργειας. Δεν έχει αλλάξει τίποτε από τότε».
Ο Μπασκιά ήταν εκείνος που του σύστησε τον Κιθ Χάρινγκ. Οι τρεις τους, ο καθένας από το δικό του μετερίζι, με τον Τζεφ Κουνς να διανύει τη δική του παράλληλη διαδρομή, θα αναβίωναν τη δεκαετία του ’80 τη «μόδα» της αναπαραστατικής ζωγραφικής στις γκαλερί του Ιστ Βίλατζ και σε έναν κόσμο τέχνης που δόξαζε με θρησκευτική ευλάβεια τη νέο-εννοιολογική τέχνη.
Η μία γνωριμία έφερε την άλλη και σύντομα ο Κόντο συνεργαζόταν με τον συγγραφέα και εκπρόσωπο της γενιάς των μπίτνικ Γουίλιαμ Μπάροουζ (1914-1997) για μια σειρά κειμένων και χαρακτικών με τίτλο «Ghost of Chance» (1991). Σύντομα θα έμενε και χωρίς ανταγωνισμό πάνω στο δημιουργικό του πεδίο. Ο Ζαν Μισέλ Μπασκιά (1960-1988) θα πέθαινε από υπερβολική δόση ναρκωτικών, ενώ ο Κιθ Χάρινγκ από AIDS (1958-1990). Είναι μάλιστα μνημειώδης η ερώτηση που του απηύθυνε ο Χάρινγκ όταν γνώριζε ότι πέθαινε από την ασθένεια. Τώρα που τα ψέματα είχαν τελειώσει, τι θεωρούσε πιο σημαντικό, την τέχνη ή τη ζωή; «Του είπα αυτό που θα έλεγα και σήμερα. Νομίζω ότι η τέχνη είναι πιο σημαντική από τη ζωή γιατί επιβιώνει μετά από εμάς».
Κάπως έτσι, ο Κόντο έγινε ο απόλυτος αναβιωτής και εκπρόσωπος της ζωγραφικής στην καλλιτεχνική σκηνή της Νέας Υόρκης. Κάπως έτσι, έχασε δύο καλούς φίλους. «Ηταν ένα σοκ. Ανησυχούσα επειδή ο Μπασκιά έπαιρνε τόσες ουσίες και προσπάθησα να τον βοηθήσω, αλλά φαίνεται ότι αυτή ήταν η μοίρα του και τίποτε δεν μπορούσε να την αλλάξει. Το ίδιο και με τον Κιθ. Αυτοί οι νέοι και τόσο υπέρμετρα ταλαντούχοι και εκφραστικοί καλλιτέχνες, οι καλύτεροι φίλοι μου υπό μία έννοια, τους οποίους θα έβλεπα καθημερινά ή έστω μία φορά την εβδομάδα, πέθαναν ο ένας μετά τον άλλον. Ηταν μια προσωπική απώλεια αλλά και ένα πολιτισμικό σοκ».
Οταν ο Τζορτζ γνώρισε τον Αντι
Ανάμεσα στους πολλούς συνοδοιπόρους και μέντορες του Κόντο, ο αινιγματικότερος όλων ήταν ο Αντι Γουόρχολ. «Επρεπε να συμπληρώνεις τα κενά προκειμένου να καταλάβεις για τι πράγμα μιλούσε, κάτι που τον καθιστούσε ιδιαίτερα διασκεδαστικό. Εμαθα όμως πολλά από αυτόν» υπογραμμίζει. Μέχρι να φτάσει όμως να συνδιαλέγεται ισότιμα με τον γκουρού της ποπ αρτ, ο Κόντο ήταν άλλος ένας ανώνυμος δημιουργός στο θρυλικό στούντιό του, Factory. Το ενδιαφέρον είναι ότι είχε βρει την περιζήτητη δουλειά χάρη σε ένα δελτίο Τύπου που είχε γράψει για μια γκαλερί στην οποία δούλευε άρτι αφιχθείς στη Νέα Υόρκη. Οταν διάβασε το κείμενό του ο Γουόρχολ απαίτησε να έρθει να δουλέψει στο Factory o συγγραφέας του προκειμένου να καταγράψει τις μικρολεπτομέρειες της ζωής στο στούντιό του. Εμεινε εννέα από τους δώδεκα μήνες του 1980, στη διάρκεια των οποίων εντοπίστηκε το ταλέντο του ως ζωγράφου όταν κλήθηκε να καλύψει μια άσπρη κηλίδα στα μαύρα μαλλιά του πορτρέτου της Νταϊάνα Ρος. Η «δουλειά» του εκτιμήθηκε και του ανατέθηκε να απλώνει diamond dusting (ένα αστραφτερό υλικό που ψεκάζεται) σε μεταξοτυπίες του στούντιο. Τον Γουόρχολ τον συνάντησε μόνο μία φορά, στη διάρκεια της οποίας ο Κόντο πέρασε παντελώς απαρατήρητος. Επρεπε να μεσολαβήσει η μετακόμισή του στο Λος Αντζελες και ακολούθως στην Ευρώπη προκειμένου να ωριμάσει η τεχνοτροπία του και τελικά να διεκδικήσει ο ίδιος ο Γουόρχολ να τον γνωρίσει, αφότου είχε φροντίσει να αγοράσει πολλούς πίνακές του.
Οι ευχές του Κόντο είχαν αρχίσει να εκπληρώνονται μία-μία. Οχι μόνο τον αποδέχονταν οι συνάδελφοι-καλλιτέχνες, αλλά επιδίωκαν να συνεργάζονται μαζί του. Θα κάνει ιδιαίτερη μνεία στον μπιτ ποιητή Αλεν Γκίνσμπεργκ (1926-1997), έναν τακτικό επισκέπτη στο στούντιό του στο Παρίσι ο οποίος είχε ζητήσει από τον Κόντο να ζωγραφίσει το πορτρέτο του για το εξώφυλλο της έκδοσης «Selected Poems: 1947-1995» (Harper Collins, 1996). «Θα έλεγα ότι ο Αλεν Γκίνσμπεργκ ήταν ένας υπέροχος τύπος. Είχε υψηλή και ευρεία νοημοσύνη και ήξερε τι έκανε ο καθένας. Καταλάβαινε, αντιλαμβανόταν την τέχνη από μια αμιγώς φιλοσοφική σκοπιά και μπορούσα να περνάω ατέλειωτες ώρες μαζί του συζητώντας ή απλώς ακούγοντας».
Η συνδιαλλαγή του Κόντο με άλλες μορφές τέχνης είναι αδιάλειπτη μέσα στα χρόνια. Ενα κεφάλαιο από το βιβλίο «Παραφορά» (2001) του Σαλμάν Ρούσντι είναι εμπνευσμένο από τον πίνακα «The Psychoanalytic Puppeteer Losing His Mind» («O ψυχαναλυτικός μαριονετίστας χάνει το μυαλό του»), ενώ σχετικά πιο πρόσφατα ο Κόντο εγκαινίασε και τις συνεργασίες του με μουσικούς για τη δημιουργία εξωφύλλων στα άλμπουμ τους. Προεξάρχων και μη εξαιρετέος συνεργάτης ο πολυβραβευμένος και «ευπώλητος» ράπερ Κάνιε Γουέστ. Το εξώφυλλό του «My Beautiful Dark Twisted Fantasy» (2010), όπου ο Κόντο έχει ζωγραφίσει τον Γουέστ γυμνό και «στριμωγμένο» από μια γυναικεία φτερωτή φιγούρα χωρίς χέρια, λογοκρίθηκε από το iTunes. «Με τον Κάνιε δουλέψαμε πολύ σκληρά μαζί και αλληλοτροφοδοτούσαμε ο ένας τη δημιουργική δουλειά του άλλου» θα περιοριστεί να σχολιάσει σχετικά. Ο Γουέστ είχε απαιτήσει εν προκειμένω ένα εξώφυλλο το οποίο θα προκαλούσε τη λογοκρισία, πιστός στην προβοκατόρικη φιλοσοφία του ότι άλμπουμ χωρίς αυτοκόλλητο με την ένδειξη «Parental Advisory» δεν είναι άξιο λόγου.
Οσον αφορά δε τη σύζυγο του Κάνιε, τη γνωστή και μη εξαιρετέα Κιμ Καρντάσιαν (αποδέκτρια μιας Hermès Birkin Bag πάνω στην οποία ο Κόντο ζωγράφισε εμπνεόμενος από τον μύθο της κρίσης του Πάρη), ο ζωγράφος θα επιλέξει να μη σχολιάσει τίποτα. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ωστόσο είχαν πάρει φωτιά όταν το συζυγικό δώρο Χριστουγέννων έφτασε στα χέρια της. Δεδομένου ότι μια τέτοια τσάντα μπορεί να κοστίσει ακόμη και 150.000 δολάρια ενώ ένας πίνακας του Κόντο εκτιμάται έως και μισό εκατομμύριο δολάρια, η «πολυτέλεια» που λανσάρει η οικογένεια Γουέστ – Καρντάσιαν ως τρόπο ζωής μοιάζει να έχει ξεφύγει από κάθε όριο. Ας μην ξεχνάμε ότι ο Κόντο γαλουχήθηκε σε μια εποχή, στη δεκαετία του ’80, που η τέχνη άρχισε να συνδέεται με άρρηκτο τρόπο με το κέρδος και τις υψηλές τιμές πώλησης στις δημοπρασίες. Οπως συνόψιζε το πνεύμα της εποχής ο αμερικανός κριτικός Φρέντερικ Τζέιμσον στο κείμενό του «Μεταμοντερνισμός ή η πολιτισμική λογική του ύστερου καπιταλισμού» εν έτει 1984: «Αντίο στις μεγάλες ιστορικές αφηγήσεις, καλωσήλθες καταναλωτική επιθυμία».
Αυτοί είναι οι stars στην Αμερική σήμερα, ακριβώς όπως το είχε προβλέψει και ο Γουόρχολ, άσχετα αν η διασημότητά τους, τουλάχιστον όσον αφορά την Καρντάσιαν, θα έπρεπε να έχει εξαντληθεί προ πολλού στα δεκαπέντε λεπτά. Η επίδραση του Γουόρχολ και της ποπ, οξυδερκούς χιουμοριστικής προσέγγισης απέναντι στον κόσμο, είναι εμφανής όταν ο Κόντο θα πει ότι «ο Τραμπ είναι σαν ένα τσίζμπεργκερ που έμεινε έξω στη βροχή. Εχω βαρεθεί να τον βλέπω συνέχεια στις ειδήσεις και για την ώρα θα προτιμούσα να βλέπω διαφημίσεις στην τηλεόραση».
Τουλάχιστον ο Κόντο θα μπορεί να καυχιέται ότι έχει εκθέσει έργα του δίπλα σε εκείνα του Πικάσο, από τον οποίο είναι εμφανώς επηρεασμένος (όχι μόνο στον οίκο δημοπρασιών Sotheby’s αλλά και στην έκθεση Picasso.Μania στο Γκραν Παλέ στο Παρίσι) αλλά και ότι φιλόσοφοι και θεωρητικοί όπως ο Γάλλος Φελίξ Γκουαταρί (1930-1992) έγραψαν ολόκληρα κείμενα για την τέχνη του: «Υπάρχει ένα πολύ συγκεκριμένο «Condo effect» το οποίο σε απομακρύνει από όλους τους ζωγράφους που επιδιώκεις να επανερμηνεύσεις» έγραφε σε έναν κατάλογο έκθεσης το 1990 απευθυνόμενος στον Κόντο. «Είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις τα πάντα χάρη σε αυτό το effect, ιδίως την οπτική δομή την οποία συστηματικά καταστρέφεις, με αποτέλεσμα να απομακρύνεις τα σημεία αναφοράς που καθησυχάζουν τον θεατή, απαγορεύοντάς του πλέον την πρόσβαση σε σταθερές έννοιες».
Ο Κόντο έχει κυκλώσει την επιτυχία από όλες τις πλευρές, γεγονός που σε οδηγεί να αναρωτηθείς γιατί τελικά εξακολουθεί να αναζητεί την ευτυχία. «Οταν ξεκινούσα, δεν είχα άλλη επιλογή από το να πετύχω και ακόμη μετράω την επιτυχία ανάλογα με το πόσο καλή ήταν η τελευταία μου δουλειά. Αισθάνομαι ότι έχω υποχρέωση απέναντι στον εαυτό μου να τελειώνω τους πίνακές μου προκειμένου να ανασαίνω ελεύθερα στη ζωή. Η επιτυχία όμως δεν συμβαδίζει με την ευτυχία, οπότε αυτό είναι κάτι στο οποίο ελπίζω να πετύχω μια μέρα».
«George Condo at Cycladic»: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης, Μέγαρο Σταθάτου, Βασιλίσσης Σοφίας και Ηροδότου 1, από 8 Ιουνίου έως 14 Οκτωβρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Ιουνίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ