Είναι σχεδόν απίθανο να μη σε κερδίσει όταν τη γνωρίζεις. Μάλλον επειδή δεν αγωνιά να είναι αρεστή αλλά και διότι δεν επενδύει στις αγοραίες δημόσιες σχέσεις. Η Δάφνη Ζουμπουλάκη έχει τον δικό της αέρα. Απ’ όταν ανέλαβε τη διεύθυνση της ομώνυμης ιστορικής γκαλερί, ένα διακριτικό φίνο άρωμα έχει κατακλύσει τον χώρο στην πλατεία Κολωνακίου.
Αναπόφευκτα, βρίσκεται πιο κοντά στους ανθρώπους της ηλικίας της –«αναγκαστικά νομίζω έχει κανείς μια πιο καλή σχέση με τους συνομηλίκους του» -, αν και γνωρίζει πώς να επισκέπτεται και να αναδεικνύει την ιστορία της γκαλερί. Οπως έγινε για παράδειγμα το ’16 με την εκ νέου παρουσίαση της ιστορικής έκθεσης του Νικόλαου Κάλας η οποία είχε φιλοξενηθεί στον ίδιο χώρο το 1977. Κατά τ’ άλλα, η αισθητική κατεύθυνση που συνέχει τις επιλογές της είναι σε γενικές γραμμές διακριτή, είτε μιλάμε για τον αφαιρετικό ρεαλισμό του Μίλτου Γκολέμα είτε για τον νεοεξπρεσιονισμό του Νίκου Λαγού, του οποίου η έκθεση ολοκληρώθηκε πρόσφατα. Οπως το ορίζει η ίδια, «ψάχνω πάντα να βρω μια ποιότητα και μια ειλικρίνεια στον καλλιτέχνη, όχι απαραίτητα στην προσωπικότητά του αλλά στον τρόπο που δείχνει τον εαυτό του μέσα από τη δουλειά του βάσει μιας αισθητικής η οποία είναι διαμορφωμένη, φαντάζομαι, από το γεγονός ότι έχω ζήσει όλη μου τη ζωή μέσα σε μια γκαλερί. Εχω μεγαλώσει κανονικά εδώ μέσα. Θυμάμαι παλιά μέναμε στη Μηλιώνη, ήταν το «Ελληνικόν» εδώ δίπλα, οπότε έτρωγα το σνίτσελ μου και επέστρεφα στην γκαλερί. Η ζωή μου ήταν πάντα εδώ».
Το ίδιο και σημαντικό μέρος της ζωής των σπουδαιότερων ελλήνων ζωγράφων, προεξάρχοντος του Γιάννη Μόραλη ή του Γιάννη Τσαρούχη. Η καθημερινότητά της, ή έστω τα Σαββατοκύριακα στην γκαλερί, αν αναλογιστεί κανείς τη θρυλική ιεροτελεστία της χαλαρής σαββατιάτικης ουζοκατάνυξης που είχε θεσπίσει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη και βαθμηδόν έγινε οινοποσία, περιελάμβανε τη συναναστροφή με συναρπαστικές προσωπικότητες. «Με αυτόν που είχα νιώσει ότι πρόκειται για μια πολύ ιδιαίτερη περίπτωση ήταν ο Τσαρούχης. Λες και είχε ένα φωτοστέφανο πάνω του, ο κόσμος δε πολύ τον σεβόταν. Θυμάμαι όμως και πόσο χιούμορ είχε ο Φασιανός, πως με έπαιρνε και πηγαίναμε για παγωτό στο «Ελληνικόν» ή ότι μας έραβε η μητέρα του κάτι πουγκάκια για να παίρνουμε μαζί μας. Ηταν πολύ καλός με τα παιδιά. Εφτιαχνε μόνος του ψαροντούφεκα, φορούσε μάσκες, έκανε τρομερές πλάκες. Πηγαίναμε μαζί διακοπές στην Τζιά όσο ζούσε ο πατέρας μου. Βέβαια, καθοριστική μορφή για τη ζωή μου υπήρξε ο Μόραλης. Πάντα συζητούσαμε και μου έλεγε την άποψή του με νοιάξιμο και αγάπη. Μπορεί να ήταν πιο συντηρητική από τη δική μου, αλλά πήγαζε πάντα από μια υγιή βάση. Ο Μόραλης δεν έκανε ποτέ αρνητική κριτική, απλώς εστίαζε σε ό,τι ήταν θετικό».
Τα ερεθίσματα ήταν πολλά, όχι μόνο στην πλατεία Κολωνακίου αλλά και στην Αίγινα, όπου ζούσε ο σπουδαίος ζωγράφος και θείος της, Νίκος Νικολάου. «Θυμάμαι με τι αγάπη έβλεπε, έπιανε και έφτιαχνε τα αντικείμενα. Είχε ένα πάθος για τα όμορφα πράγματα, έλεγε: «Κοίτα πόσο ωραία είναι ζωγραφισμένο, έλα να μάθουμε περισσότερα γι’ αυτό». Μου άρεσε να τον παρακολουθώ στο ατελιέ και να βλέπω με πόση φροντίδα έφτιαχνε τα χρώματα ανακατεύοντας τις σκόνες ή πώς τραβούσε σαν μονοκονδυλιές τις γραμμές πάνω στις πέτρες που ζωγράφιζε. Εκανε συνέχεια σχέδια με μελάνι και μου έλεγε: «Κάτσε δίπλα να βλέπεις»».

Συντήρηση και όψιμη ανθοφορία

Παρ’ όλα αυτά (ή ακριβώς για όλα αυτά) δεν σκέφτηκε ποτέ να γίνει και η ίδια καλλιτέχνις… «Είμαι πιο καλή ως συλλέκτρια» θα πει, και ας έχει καλλιτεχνική φλέβα. Οχι μόνο λανθάνουσα λόγω του DNA της, αλλά
και ορατή, καθώς μικρά έργα της υπάρχουν προς πώληση στο κατάστημα της οδού Κριεζώτου. Στα κρυφά και ενίοτε και στα φανερά, η Δάφνη Ζουμπουλάκη ζωγραφίζει. «Εντάξει, αυτό είναι πολύ αστείο» αντιπαρέρχεται την επισήμανση. «Αρχισε ως πλάκα όταν σπούδαζα στην Αγγλία και ζωγράφιζα τους φακέλους στα γράμματα που έστελνα στην Πέγκυ (σ.σ.: η μητέρα της, Πέγκυ Ζουμπουλάκη) και στους φίλους μου στην Ελλάδα». Το αντικείμενο των σπουδών της ήταν η συντήρηση έργων τέχνης. Καθόλου τυχαία, αν το σκεφτεί κανείς, δεδομένου η ίδια είναι μια δεινή συλλέκτρια και όχι μόνο κληρονομικώ δικαιώματι, δεδομένου ότι ο παππούς από την πλευρά του πατέρα της ήταν αρχαιοπώλης και η μητέρα της συλλέκτρια. «Τα παιδικά μου παιχνίδια ήταν μια παλιά συλλογή παιχνιδιών» θα πει.
Αυτή λοιπόν η αγάπη για τα παλιά αντικείμενα την έφερε στην Αγγλία την περίοδο 1991-1996 και στο τμήμα Συντήρησης Εργων Τέχνης του City & Guilds of London Art School. «Εμαθα παραδοσιακές τεχνικές προετοιμασίας σε ξύλο ή πέτρα, χρύσωμα για τις εικόνες, γλυπτική σε ξύλο και πέτρα. Μου άρεσαν τόσο πολύ όλα αυτά. Απαιτούσαν μια τρομερή υπομονή που την είχα τότε σε μεγάλο βαθμό». Στο Λονδίνο ο καιρός βροχερός, για την ακρίβεια «χάλια», όμως παρά την υγρασία του κλίματος εκεί κατάφερε να ανθήσει. «Είμαι late bloomer» λέει γελώντας, αν και η αλήθεια είναι ότι σχεδόν κάθε φράση της συνοδεύεται από μια αυθόρμητη έκφραση ευχάριστης διάθεσης. Στην ανθοφορία πάντως συνέβαλε και η παρέα με την κολλητή της, οπτικοακουστική παραγωγό Τατιάνα Καραπαναγιώτη (κόρη του Λέοντα Καραπαναγιώτη), αλλά και η απόσταση, χρονική και γεωγραφική, από τις αναμνήσεις μιας εξωστρεφούς αλλά δύσκολης, «αυτοκαταστροφικής εφηβείας» –απότοκο της απώλειας του πατέρα της όταν ήταν μόλις έντεκα χρόνων. «Ξεχνάω πράγματα από εκείνα τα χρόνια. Είναι μια εποχή της ζωής μου που δεν επισκέπτομαι συχνά, ίσως γιατί δεν θέλω να θυμάμαι πόσο είχε αλλάξει ο πατέρας μου μετά την επέμβαση στην οποία είχε υποβληθεί στο εξωτερικό».
Με την επιστροφή της στην Ελλάδα, η προοπτική μιας καριέρας στη συντήρηση έργων τέχνης μάλλον άρχισε να ξεθωριάζει προτού καν πάρει σχήμα και μορφή όταν η Πέγκυ τής πρότεινε να συντηρήσει ένα έργο. «Αρχισα, σιγά-σιγά, να το συντηρώ κομμάτι-κομμάτι. Ερχεται την επόμενη ημέρα και μου λέει: «Ελα, πού είναι το έργο; Ετοιμο;». Μετά άρχισα να μπαίνω στη δουλειά της γκαλερί. Ξεκίνησα ως υπάλληλος». Το 2000 η κραταιά κυρία της γκαλερί, Πέγκυ Ζουμπουλάκη, παραμέρισε για να αναλάβει δράση η Δάφνη. «Λέει πάντα την άποψή της, αλλά δεν επεμβαίνει. Η κριτική της εννοείται ότι είναι καλοδεχούμενη, άλλωστε έχει τόσα χρόνια εμπειρίας. Δεν το κάνει όμως παρά σε σπάνιες περιπτώσεις. Από τη στιγμή που αποφάσισε ότι δεν θα είναι εκείνη που θα διευθύνει αυτόν τον χώρο σεβάστηκε τη δική μου «εξουσία»».
Πρέπει να είναι δύσκολο να έχεις μητέρα μια δυναμική γυναίκα σαν την Πέγκυ Ζουμπουλάκη, ιδίως όταν είσαι ένα άτομο χαμηλών τόνων, όπως τουλάχιστον δείχνει να είναι η Δάφνη Ζουμπουλάκη. «Μπορεί να φαίνομαι ήρεμη αλλά είμαι κι εγώ λίγο στριμμένη. Πάντως η Πέγκυ μπορεί να ήταν δύσκολη στη δουλειά, κάτι που θεωρούσα φυσιολογικό γιατί είχε καταφέρει τόσα πράγματα και με κόπο, όμως ανέκαθεν όταν βγαίναμε έξω ή όταν βρισκόμασταν τα Σαββατοκύριακα με τους φίλους μας στην Υδρα περνούσαμε πολύ καλά».
Η Πέγκυ βέβαια είναι και εκείνη που επέλεξε να χαρίσει το δώρο της ανεξαρτησίας στα παιδιά της. «Μετά τον θάνατο του πατέρα μου μας είπε: «Είστε υπεύθυνοι για τον εαυτό σας». Με άφηνε να βγαίνω τα βράδια, δεν μου ασκούσε έλεγχο, αλλά από μόνη μου ήμουν τρομερά συντηρητική και γυρνούσα σχεδόν πριν την ώρα μου. Δεν είναι ότι δεν έχω κάνει και τις κοπάνες μου, όμως μου άρεσε να πηγαίνω σε φίλες μου που είχαν έναν αυστηρό πατέρα, εκείνος να μας λέει ότι πρέπει να γυρίσουμε στη μία κι εμείς να γυρίζουμε στη μία και μισή. Μου έλειπε αυτό. Ηταν δύσκολο και για τον αδελφό μου τον Θοδωρή που ανέλαβε χρέη μπαμπά, είναι και επτά χρόνια μεγαλύτερος. Του έλεγε η Πέγκυ: «Πάρε και τη Δάφνη μαζί». Δεν έχουμε μαλώσει σχεδόν ποτέ, άντε μία-δύο φορές. Ηταν προστατευτικός απέναντί μου γιατί δεν ήταν μόνο αδελφός αλλά και μπαμπάς».

Από την τέχνη στην κοινωνική ευθύνη

Η Δάφνη Ζουμπουλάκη είναι λοιπόν πλέον η ψυχή της γκαλερί στην οποία η οικογένειά της έχει δώσει την ψυχή της. Παρότι δεν προδίδει την οικογενειακή ιστορία, ξέρει πώς να ελίσσεται και να μην παραμένει δέσμιά της ή απόλυτα ταυτισμένη με αυτήν. Είχε φανεί απ’ όταν είχε συλλάβει την ιδέα του Zone D προκειμένου να παρουσιάζονται νέες τάσεις της σύγχρονης τέχνης σε ένα ευέλικτο πλαίσιο, δηλαδή σε χώρους που επιλέγονται κατά περίσταση. Από το διατηρητέο βιομηχανικό κτίριο Thission Lofts στην οδό Πειραιώς το 2007, στα δύο επίσης διατηρητέα κτίρια στην πλατεία Αγίας Ειρήνης στο ιστορικό κέντρο το 2010, όπου παρουσιάστηκε η έκθεση «Προθήκες Θαυμάτων» σε επιμέλεια Πολύνας Κοσμαδάκη και Χριστόφορου Μαρίνου, η Δάφνη Ζουμπουλάκη ήθελε να φέρει στην πόλη μια ανεπιτήδευτη αύρα εικαστικής τεχνογνωσίας που είναι προσιτή και σε ένα ευρύτερο κοινό.
Παράλληλα, μαζί με μια παρέα φίλων, έχει επεκτείνει τα ενδιαφέροντά της και εκτός της τέχνης, και δείχνει να είναι ιδιαίτερα περήφανη γι’ αυτό. Μαζί με τους Στέφανο Νόλλα, Ντίνο Μαχαίρα, Γιώργο Διβάνη και Θάνο Κουτσιανά είναι μέλος της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας New Wrinkle. Η εταιρεία δραστηριοποιείται διοργανώνοντας εκδηλώσεις πολιτιστικού χαρακτήρα όπως την ημερίδα «Café de jour» στο Παρίσι το 2016 με θεματική τη διαπολιτισμικότητα που βάλλεται και εναρκτήριο λάκτισμα το διήγημα του συγγραφέα Δημήτρη Νόλλα «Διάλογοι σε φωτεινό καφενείο».
Η πιο πρόσφατη δραστηριότητα, ή, για να είμαστε σε συντονισμό με το μέγεθος του εγχειρήματος, το φιλόδοξο πρόγραμμα που εκπονούν, λέγεται «Pindos Wild Herbs». Με λίγα λόγια, στο πλαίσιο της καλλιέργειας της περιβαλλοντικής και οικολογικής συνείδησης, δέκα δάσκαλοι από σχολεία και νηπιαγωγεία της Πίνδου ταξίδεψαν στο Ινστιτούτο Embercombe της Μεγάλης Βρετανίας που εξειδικεύεται στα προγράμματα οικολογικού αλφαβητισμού προκειμένου να εξειδικευθούν με τη σειρά τους πάνω σε αυτό ακριβώς το διαφεύγον (στην Ελλάδα) αντικείμενο. Οταν επέστρεψαν, ανέλαβαν δράση σε 25 σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης των νομών Γρεβενών και Ιωαννίνων προκειμένου να μεταλαμπαδεύσουν τις γνώσεις τους στους μαθητές. Η υλοποίηση του προγράμματος γίνεται σε συνεργασία με την Apivita και τον επίσης μη κερδοσκοπικό οργανισμό Αγονη Γραμμή Γόνιμη του Στέφανου Νόλλα που έχει αναλάβει την εκπόνηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά σε νησιά της άγονης γραμμής. «Η New Wrinkle θέλει να διευκολύνει τη συνεργασία διαφόρων φορέων, να δρα σαν καταλύτης ανάμεσα σε φορείς που θέλουν να επιτελέσουν κοινωνικό έργο» θα πει. «Δεν τη βλέπω και δεν την είδα ποτέ ως άλλη μία κερδοσκοπική εταιρεία αλλά ως μια ενεργητική και δημιουργική ομάδα ανθρώπων στην οποία ο καθένας μας φέρνει την εμπειρία και την ιδιαίτερη προσωπικότητά του».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 18 Μαρτίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ