Mία Τετάρτη έχει μείνει για την ολοκλήρωση του εφετινού κύκλου με βραδιές λόγου και μουσικής που διοργανώνει η Λίνα Νικολακοπούλου στη «Σφίγγα», με τελευταία καλεσμένη τη Μαριανίνα Κριεζή της «Λιλιπούπολης» και της «Σερενάτας» (28/2).

Μαζί της σταθερά η δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Χριστακάκη και στο τραγούδι η Αργυρώ Καπαρού, ο Θοδωρής Βουτσικάκης και ο Γιάννης Παλαμίδας παρέα με το μουσικό σχήμα ΚουARTέτο. Το 2017 ήταν η χρονιά που σήμανε τη δισκογραφική επιστροφή της: επτά τραγούδια στον δίσκο «Στην ομίχλη των καιρών» σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και με ερμηνεύτρια τη Μαριάννα Πολυχρονίδη, το άλμπουμ «Ερωτας αγκάθι» με συνεργάτη τον Μιχάλη Χατζηγιάννη και μία ακόμα γόνιμη συνάντηση με τον Χρήστο Νικολόπουλο για το «Να ‘ρχεται η άνοιξη» της Ζωής Παπαδοπούλου. Θα ακολουθήσει (εντός του 2018 κατά πάσα πιθανότητα) ένα CD όπου θα βάλει λόγια σε μουσικές του βραβευμένου με Οσκαρ συνθέτη Νικόλα Πιοβάνι για τη φωνή του Θοδωρή Βουτσικάκη.

Η γυναίκα που άφησε έντονο σημάδι με το έργο της στο ελληνικό τραγούδι τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, δημιουργώντας στην ουσία μια δική της ποιητική γλώσσα, υπήρξε επίσης καθοριστική φιγούρα στην επιμέλεια μουσικών παραστάσεων. Η πολυδιάστατη προσωπικότητά της αναδεικνύεται πλήρως στο αφιερωμένο σε εκείνη τεύχος του περιοδικού «Μετρονόμος» που κυκλοφόρησε πρόσφατα. Σταθερά σημαντική η επαφή της με το κοινό και σε πιο προσωπικό επίπεδο πλέον: «Εμένα με συγκινεί που βγαίνουν από το σπίτι τους και διαλέγουν μια καθημερινή έχοντας εμπιστοσύνη στα πρόσωπα που καλούμε και στο τι είναι αυτό το μεικτό πράγμα «λόγος και μουσική». Για μένα οι άνθρωποι που ήρθαν να μας δουν ήταν σχεδόν αποκάλυψη, γιατί έτσι όπως νομίζουμε ότι είναι τα πράγματα βλέποντας τηλεόραση και κάποια συγκεκριμένα προγράμματα δεν μας περνάει από το κεφάλι ότι υπάρχει πολύς κόσμος ο οποίος έχει αληθινές αγωνίες. Και όχι μόνο πώς θα επιβιώσει, πώς θα βρει δουλειά, αλλά κι άλλες, αγωνίες ουσιαστικές, της σκέψης του, των ενδιαφερόντων του… Είμαστε περίεργοι οι Ελληνες, δεν φαινόμαστε, αλλά ψαχνόμαστε».
Κυρία Νικολακοπούλου, μοιάζει η χρονιά που πέρασε να σηματοδότησε την επιστροφή σας στην ενεργό δράση όσον αφορά τη στιχουργική τέχνη. Είναι συγκυριακό το φαινόμενο ή πρόκειται για έναν νέο κύκλο που ανοίγει; «Νομίζω ότι και κύκλος είναι, οπωσδήποτε δηλαδή, γιατί αν τα μετρήσουμε τα χρόνια της συνεχούς πορείας είναι 37. Μέσα εκεί πολλοί κύκλοι ανοίξανε και κλείσανε, αλλά αυτή η δεκαετία που προηγήθηκε από τη μεριά μου είχε μια αναμονή, έκανα αυτό που λέμε «πίσω τις μηχανές» γιατί αισθανόμουν ότι κάτι αλλάζει δραματικά. Αλλά θέλω να πω ότι δεν είχα και καμιά αξιόλογη πρόταση, δεν είναι ότι ερχόντουσαν και εγώ έλεγα «όχι». Κρατούσα τον χρόνο μου και τη δυνατότητα δημιουργίας για κάτι που να έκανε την καρδιά μου να χτυπήσει, που να με ερέθιζε, και δεν γινόταν τίποτα».

Πώς απεγκλωβιστήκατε από αυτό το αδιέξοδο;
«Είμαι ένας άνθρωπος που ζυγίζει τον καιρό, δεν έβλεπα ξαστεριά, έβλεπα βαρύ τον ουρανό. Παράλληλα, έβαζα τον εαυτό μου, για να παραμένει ζωντανός, να ανοίξει την άλλη πλευρά των ενδιαφερόντων μου μέσα από τον ρόλο μου ως οικοδέσποινας στους ανθρώπους που φώναζα. Ετσι, διάβαζα πολύ, έψαχνα πράγματα που πιθανώς άμα δεν το είχα κάνει αυτό δεν θα καθόμουν να τα ψάξω, οπότε αυτό με ελευθέρωσε, μου ησύχασε την αγωνία από τον καημό του τραγουδιού. Εκανα άλλη προπόνηση και ουσιαστικά καθάρισα και μέσα μου. Είπα στον εαυτό μου: «Παιδάκι μου, γιατί ξεκίνησες να γράφεις; Γιατί κάτι ήθελες να πεις, γιατί μέσα σου υπήρχε ένας κόσμος που ήθελες να τον επικοινωνήσεις. Ε, ξανακάν’ το, χωρίς να θεωρείς αυτή τη στιγμή τίποτα δεδομένο». Δεν είναι αστεία υπόθεση ο χρόνος, περνάει και μπορεί να μείνεις σε λάθος σημείο να περιμένεις ένα ραντεβού και να χάσεις πολλά. Πήρα την ευθύνη του εαυτού μου και άρχισα να γράφω. Ο καθένας πρέπει να πάρει την ευθύνη του ονείρου του. Με τις όποιες δυσκολίες φυσικά, αν είναι όμως γερό αυτό που έχεις μέσα σου, πρέπει να το κάνεις ο κόσμος να χαλάσει. Βεβαίως, η παρέα είναι κάτι επιθυμητό, το ξέρουμε όλοι, άλλο να κάνεις μια διαδρομή μόνος σου και άλλο να έχεις συνοδοιπόρους. Αν δεν έχεις όμως, πρέπει να πάρεις τα πόδια σου και να πας. Με πήρε όμως τελικά ο Θάνος Μικρούτσικος και βρεθήκαμε, ήρθε ο Χρήστος Νικολόπουλος και του είπα «ναι», με πολλή αγάπη, ήρθε ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, του είπα «να το δοκιμάσουμε» –και έτσι προέκυψαν τρεις δίσκοι».
Φοβηθήκατε καθόλου ότι μπορεί να έμεναν στο συρτάρι αυτά που γράφατε; «Οχι, γιατί πιστεύω ότι όταν ξεκινάς να ζυμώνεις, κάτι θα γίνει στο τέλος. Ξέρω ότι όταν η καρδιά σού λέει «γέννα το», κάτι θα έρθει κι ας καθυστερήσει λίγο. Δεν ήξερα όμως αν ήθελα να συνεχίσω να γράφω, και αυτό ήταν πιο σοβαρό, γιατί κανείς μέσα του ετοιμάζει τον εαυτό του για όλα τα ενδεχόμενα, ποτέ δεν ξέρεις, τίποτα δεν είναι δεδομένο στη ζωή, και έπρεπε να αντέξω να ρωτάω τον εαυτό μου: «Εχω να πω; Θέλω να πω; Με έχει πικράνει κάτι; Θέλω να ξεκουραστώ;». Επρεπε να βγάλω άκρη, δεν είναι εύκολο, καμιά φορά δεν θέλεις καν να ξέρεις την απάντηση και διασκεδάζεις κάπου αλλού την αγωνία σου. Η μόνη υποχρέωσή μου ήταν να δω αν μου έρχεται στον νου ή στην καρδιά μια φράση –από τη στιγμή που αυτά ανέβαιναν ακόμα, ε, δεν ήθελα και τίποτα άλλο· ήταν σαν να κοιτάζω το ποτάμι μου και να βλέπω ότι έχει ακόμη ζωή μέσα».
Τα θυμάστε όλα τα τραγούδια που έχετε γράψει; «Το 98% τα θυμάμαι. Παρ’ όλο που υπάρχουν μεγάλα διαστήματα χρόνου που μπορεί να μην ακούσω καθόλου δικά μου τραγούδια. Πολλές φορές μού έχει τύχει να είμαι στο ταξί και από τις πρώτες νότες από κάτι που παίζει στο ραδιόφωνο να λέω «αυτό το τραγούδι είναι δικό μου»».
Διορθώστε με αν κάνω λάθος, αλλά τα καινούργια τραγούδια σας, χάρη στην απλότητα και την αμεσότητα στην έκφραση, μου θύμισαν τη Νικολακοπούλου του ξεκινήματός της. «Είναι φυσιολογικό. Διάβαζα το βιβλίο της Ρέας Γαλανάκη «Δυο γυναίκες, δυο θεές» με το διήγημα «Αθηνά βοσκοπούλα» που γράφτηκε με αφορμή ένα γλυπτό του Γιαννούλη Χαλεπά. Αυτός ο άνθρωπος, που είχε φτιάξει την «Κοιμωμένη» και είχε γίνει διάσημος, έπασχε και υπέστη έναν εγκλεισμό στο φρενοκομείο της Κέρκυρας. Για 14 χρόνια δεν έπιασε τίποτε στα χέρια του και όταν ξαναβγήκε και τον πήρε η μάνα του στην Τήνο δεν δούλευε πια το μάρμαρο. Εψαχνε να βρει κοκκινόχωμα για να φτιάχνει με πηλό πράγματα, γιατί μετά από αυτή την παύση πλέον ήθελε ένα υλικό για να παίζει, να δημιουργεί για τον εαυτό του και μαζί να έχει τη δυνατότητα να το χαλάει και να το φτιάχνει από την αρχή –κάτι που με το μάρμαρο δεν γίνεται».
Το χρησιμοποιείτε σαν συμβολισμό; «Ναι, γιατί νομίζω ότι όταν πάρεις απόσταση από κάτι και μετά γυρίσεις πίσω έχεις την ανάγκη να παίξεις, αλλά σαν να είσαι πάλι παιδί. Ενώ μπορεί να ξέρεις, να θυμάται ο εαυτός σου ότι είχες καταφέρει μια τεχνική πολύ προχωρημένη, όταν τραβιέσαι και μετά ξαναπιάνεις στα χέρια σου το μολύβι μοιάζεις να γυρνάς στο πρώτο σημείο εκκίνησης, γιατί είναι σαν –πιστεύω εγώ –το πνευματικό παιδί που έχεις μέσα σου να κάνει τα πρώτα του βήματα και να έχει μια ανεμελιά, να μην το πειράζει αν αυτό που κάνει είναι απλό, απλώς να επιδιώκει τη χαρά του παιχνιδιού. Κι εμένα αυτό με συγκινεί και σαφώς πιστεύω ότι είναι κατάκτηση πολλών ετών να μη φοβάσαι το απλό».

Είχατε τη μεγάλη ευλογία να ακούσετε τους στίχους σας από πολλές φωνές που αγαπούσατε και ως παιδί ακόμα. Απωθημένα έχετε όσον αφορά τις συνεργασίες σας; «Οχι, γιατί οι άνθρωποι που θαύμαζα δεν χρειαζόντουσαν το δικό μου τραγούδι για να τους θαυμάζω, από την πορεία τους ήμουν γεμάτη και είχα υλικά για να χαίρομαι. Τώρα το να έχεις την τύχη να σε τραγουδήσει η Μαρινέλλα… Ευτυχώς που είχα περάσει 20-25 χρόνια στο τραγούδι και ήμουν ώριμη πια για να διαχειριστώ το άστρο της Βηθλεέμ. Αλλά και στο ξεκίνημά μου που με τραγούδησε η Δήμητρα Γαλάνη ή η Βίκυ Μοσχολιού, με το «καλησπέρα σας», στα «Σκουριασμένα χείλια», ε, αυτά ήταν πολύ μεγάλα πράγματα. Βρίσκεσαι από τη μια μέρα στην άλλη με αυτά τα πρόσωπα και εκεί κονταροχτυπιέσαι, δοκιμάζεται ο χαρακτήρας σου, αν πρέπει να φας δυο ανάποδες από νωρίς ή αν θα δουν οι άλλοι κάτι στο πρόσωπό σου και θα σου δώσουν το δικαίωμα να προχωρήσεις. Συμβαίνει κάτι και είναι σαν να βρέθηκες σε μια οικογένεια που δεν την ήξερες αλλά ήταν εκεί, σαν να ήταν προδιαγεγραμμένη η συνάντηση με την καλλιτεχνική σου οικογένεια, να το πούμε, που μπορεί να σου αφήσει ευχάριστες αναμνήσεις ή κάτι που να χρειάζεται να το ξεπεράσεις».

Και πώς αντεπεξήλθατε; «Με έσωζε το ότι είχα αντοχή μέσα μου, αλλά ήμουν και ευγενής, δεν είχα την αγωνία να είμαι επιθετική προκειμένου να επιβιώσω. Μέσα μου ήμουν ανθεκτική και στην απόρριψη και στον πόνο. Δεν το έβαζα κάτω με την πρώτη αναποδιά. Με βοήθησε όμως και το ότι οι πρώτοι άνθρωποι που συνάντησα –ο Σταμάτης Κραουνάκης, ο Γιάννης Σπανός, η Γαλάνη, η Χριστιάνα, η Μαριανίνα Κριεζή –ήταν πρόσωπα μεταξωτά, με καλωσόρισαν. Ακουγα πρόσφατα τη Χριστιάνα, στο τραγούδι από το «Σαριμπιντάμ» που λέει «Το καλοκαίρι θα ‘ρθει / στην ταράτσα του Βοξ…». Η Χριστιάνα τότε ήταν μια γοητευτική γυναίκα, η οποία στη νυχτερινή ζωή της Αθήνας ήταν η πιο καλόγουστη, κομψή, φίνα και ανοιχτόμυαλη ερμηνεύτρια, και όταν άκουσε τα λόγια μού είπε με όλη της την καρδιά «εγώ θα τα πω», και μάλιστα μου ζήτησε να την πάω να δει πού είναι όλοι αυτοί οι κινηματογράφοι που αναφέρω, το Εκράν, το Βοξ, να ξέρει τι λέει. Αυτό είναι συγκλονιστικό, το θάρρος της δηλαδή να πει πράγματα παράξενα. Πρέπει και ο ερμηνευτής να πάρει το ρίσκο, γι’ αυτό κι εγώ λέω ότι χρωστάω σε όσους γίνανε η φωνή αυτών των λόγων και αυτών των μελωδιών, γιατί έτσι έφτασαν στον κόσμο τα τραγούδια μας».
Ποιο είναι το πιο αυτοβιογραφικό σας τραγούδι; «Δύο είναι. «Τα πέδιλα» και το «Μαμά γερνάω», δύο εμβληματικά περιεχόμενα που έχω τη χαρά να είναι για μένα σαν αυτό που θα έλεγε ένας ζωγράφος αυτοπροσωπογραφία».
Τις φορές που το κοινό γύρισε την πλάτη σε δουλειές σας που εσείς τις αγαπήσατε τι κάνατε; «Α, εκεί πρέπει να πάρεις την απόστασή σου και να πεις αυτή μπορεί να είναι μια γλώσσα καινούργια που δεν τη χρησιμοποιούμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Το δεύτερο που πρέπει, για μένα, να κάνεις προκειμένου να αποδείξεις αν έχεις δίκιο ή όχι είναι να το εκπέμψεις δημόσια. Βρες έναν χώρο και κοπανήσου και πες το, μπορεί την πρώτη ή τη δεύτερη εβδομάδα να μην έρθει κανένας, αλλά την τρίτη ίσως αρχίσει το κοινό να καταλαβαίνει. Θέλει πολύ κουράγιο βέβαια, όμως πιστεύω ότι ένα περιεχόμενο κερδίζεται όταν εσύ είσαι εκεί και το υπερασπίζεσαι. Γιατί ο άλλος κάτι άλλο θα νιώσει που δεν το ένιωσε ακούγοντας, αν δει τον τρόπο σου, το πάθος σου, την τέχνη σου».

Ενα παράδειγμα; «Εγώ πιστεύω ότι το «Σαν ηφαίστειο που ξυπνά» δεν θα είχε αυτή την καλή τύχη αν δεν είχε παρουσιαστεί δημόσια, ο κόσμος που ερχόταν καταιγιστικά στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά μέσα από αυτή τη διήγηση είχε άλλα τοπία για να κατανοήσει το CD αυτό. Το λένε και οι αριθμοί, με το που ξεκίνησαν οι παραστάσεις ανέβηκαν οι πωλήσεις. Καμιά φορά κάνουμε το λάθος να θεωρούμε ότι κάτι δεν πήγε επειδή φοβηθήκαμε βλέποντας τον κόσμο να μην ανταποκρίνεται και δεν το υπερασπιστήκαμε. Είναι πολύ εύκολη η επιτυχία για να κάνουμε χαρά και πολύ πιο δύσκολο να υπερασπίζεσαι κάτι που δεν πήγε καλά. Μου δίνει αυτό την αφορμή να πω κάτι: τις Τετάρτες στη «Σφίγγα» δεν γίνεται αυτό που λέμε κοσμοπλημμύρα, γιατί αυτό που έχω φτιάξει δεν είναι για κοσμοπλημμύρα, άρα εγώ εκπέμπω σε αυτούς που τους αφορά αυτό που αφορά κι εμένα και είμαι ικανοποιημένη. Δεν θα αλλοιώσω αυτό που θέλω να κάνω εκεί μέσα επειδή δεν έχει την τρελή προσέλευση. Αυτό που πιστεύεις πρέπει να το υπερασπιστείς, πρέπει να δώσεις τη μάχη σου για την ιδέα σου την ίδια».
Εχετε γράψει τραγούδια για θυελλώδεις, σύντομους έρωτες, αλλά και τραγούδια για τη συντροφικότητα. Τι σας έχει μάθει η ζωή για τις ερωτικές σχέσεις; «Για μένα όλες οι σχέσεις, σύντομες, μακροχρόνιες, έχουν νόημα, γιατί αν κάτι το θέλεις πολύ θα πας σαν την πεταλούδα να καείς, δεν γίνεται αλλιώς. Για μένα το πιο σπουδαίο για τον καθένα μας είναι να μάθει να αγαπάει τον εαυτό του, όλη αυτή η ανάγκη που έχουμε να ασφαλιστούμε από τον άλλο, να καθρεφτιστούμε στον άλλο, είναι προπόνηση για να αξιωθεί κανείς να καταλάβει τον εαυτό του πρώτα, να μην τον προδώσει, και δεν πειράζει –αν δεν είναι αυτός που νόμιζε –να πει «εγώ αυτό το αυτοκίνητο έχω, δεν έχω άλλο, με αυτό θα πάω»».
Τι έχετε πιο ψηλά στο αξιακό σας σύστημα: την αγάπη ή την αλήθεια; «Την αγάπη. Η αγάπη για μένα είναι ένας ασφαλής οδηγός για την αλήθεια. Μέσα στην αγάπη εμπεριέχεται η αλήθεια. Μέσα στην αλήθεια δεν ξέρω αν εμπεριέχεται η αγάπη. Πολλές φορές αν ο άνθρωπος πάρει αγάπη, αντέχει την αλήθεια. Και δεν μιλάω για ζαχαρωτή αγάπη, για κοσμητικά επίθετα, μιλάω για αυτό που ξέρουμε όλοι αν είχαμε την τύχη να έχουμε αγαπηθεί είτε στο σπίτι μας στα ξεκινήματά μας είτε από έναν άνθρωπο μετά στη ζωή. Για αυτή την αγάπη την αστόλιστη, που δεν μπορείς να κάνεις λάθος, δεν έχει φόβο. Είναι ζητούμενό μου η αλήθεια, αλλά το ρίσκο που παίρνεις με την αγάπη σε οδηγεί ωραία στην αλήθεια και πιο δίκαια. Δεν είσαι αδέκαστος, έχεις καρδιά για την αλήθεια». l

Βραδιές λόγου και μουσικής –καλεσμένη η Μαριανίνα Κριεζή: Σφίγγα (Ακαδημίας & Ζωοδόχου Πηγής –Πεζόδρομος Κιάφας 13), στις 28 Φεβρουαρίου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ