Είναι μια ωραία παράδοση στον ελληνικό καλλιτεχνικό χώρο να συνεργάζονται συχνά οι παλαιότερες δυνάμεις του με τις νεότερες και η συνεργασία αυτή να προέρχεται από μια πλήρη κατάφαση των νεότερων προς τις αξίες που εξέφραζαν οι παλαιότεροι –και το αντίθετο, βέβαια.
Αυτή την ωραία παράδοση τιμώντας τελευταία ο Μάνος Καρατζογιάννης και οι συνεργάτες του στο θέατρο Σταθμός, ένωσαν τις δυνάμεις τους με εκείνες της κυρίας Κατερίνας Χέλμη στο έργο της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Πατρίδα τώρα –8 ώρες και 35 λεπτά», αποδεικνύοντας πως όταν το παρελθόν ξαναφρεσκάρεται ως παρόν τότε μόνο το παρόν μπορεί να ατενίζει άφοβα το μέλλον. Με την προϋπόθεση πάντοτε των χαμηλών τόνων, οι οποίοι άλλωστε διέκριναν την κυρία Κατερίνα Χέλμη σε όλη την καλλιτεχνική της διαδρομή και φαίνεται, σε συνδυασμό με το ταλέντο, την παιδεία και την ανησυχία, να υπογραμμίζουν μια κύρια ιδιότητα των νέων καλλιτεχνών του θεάτρου Σταθμός.
Κυρία Χέλμη, πώς αισθάνεται μια ηθοποιός με την πολύ μεγάλη δική σας θεατρική εμπειρία να συνεργάζεται με τόσο νέους, έστω και πολύ ταλαντούχους, ηθοποιούς;
Κατερίνα Χέλμη: «Αν αισθάνομαι μια εκλεκτική συγγένεια με τα παιδιά που παίζουμε μαζί στο έργο της Φωτεινής Τσαλίκογλου «Πατρίδα τώρα –8 ώρες και 35 λεπτά», είναι ακριβώς γιατί πρόκειται για παιδιά ταλαντούχα. Αλλωστε, και το ίδιο το θέατρο Σταθμός, σε μια περιοχή που παλιά ονομαζόταν «Το μικρό Παρίσι των Αθηνών» –εννοώ την περιοχή του Μεταξουργείου -, είναι ένας χώρος που εμπνέει και όχι μόνο γιατί βρίσκεται στην οδό Βίκτωρος Ουγκώ. Εχω δει και στο εξωτερικό αντίστοιχα μικρά θέατρα που αποκαλούνται «θέατρα τσέπης», σε δρόμους με ονόματα συγγραφέων, όπως ακριβώς συμβαίνει με τους γύρω από το θέατρο Σταθμός δρόμους. Μια «γειτονιά των αγγέλων» η γειτονιά μας, με ό,τι κι αν εννοεί ή υπαινίσσεται η φράση αυτή».
Τι σημαίνει, κ. Καρατζογιάννη, να έχετε ανάμεσα στους συνεργάτες σας μια ηθοποιό του βεληνεκούς της κυρίας Κατερίνας Χέλμη;
Μάνος Καρατζογιάννης: «Αναμφίβολα η παρουσία της κυρίας Κατερίνας Χέλμη είναι ξεχωριστή χαρά και τιμή αλλά και ευθύνη για εμάς. Τόσο στη συνείδηση του σιναφιού όσο και του θεατρόφιλου κοινού, αλλά και ευρύτερα ακόμη, είναι ταυτισμένη με το ήθος που εξέφραζε μια άλλη εποχή. Στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου έχει τη δική της ιστορία. Οσον αφορά τον προσωπικό της μύθο, είναι τόση η ζεστασιά, το χιούμορ και η γενναιοδωρία της που θα έλεγα ότι η ίδια δεν τον αντιλαμβάνεται. Σαφέστατα δίπλα της αισθάνεται κανείς ασφάλεια και συγκίνηση».
Από τους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου που έχετε παίξει, ποιον θεωρείτε τον πιο καθοριστικό στην πολυετή καριέρα σας;
Κ.Χ.: «Τον ρόλο της Ιοκάστης, μάνας και ερωμένης, σε σκηνοθεσία του Μίνου Βολανάκη. Ηταν τόση η έντασή μου ώστε σε μια παράσταση στην Αμερική –συγκεκριμένα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1984 στο Λος Αντζελες –λιποθύμησα. Ενα άλλο έργο ή μάλλον ένας συγγραφέας που αισθάνομαι να έχει μπει βαθιά μέσα στην ψυχή μου είναι ο Αλμπέρ Καμί. Μιλώ για το θεατρικό του έργο «Η παρεξήγηση», που το έχω παίξει δύο φορές. Η πρώτη ήταν στη Θεσσαλονίκη, στο ΚΘΒΕ, με σκηνοθέτη τον Κωστή Μιχαηλίδη, στον ρόλο της κόρης Μάρθας, η δεύτερη ήταν στην Αθήνα, με μια ταλαντούχα σκηνοθέτιδα, τη Βαρβάρα Μαυρομάτη. Στην παράσταση αυτή υποδυόμουν τον ρόλο της μάνας και έπαιζε μαζί μου ο Αρης Λεμπεσόπουλος. Φαίνεται πως απέκτησα μια ιδιαίτερη σχέση με τον Καμί, σαν να με κυνηγούσε ή να τον κυνηγούσα».
Επειδή, κυρία Χέλμη, πολύς κόσμος σάς έχει γνωρίσει χάρη στον κινηματογράφο, εσείς τι αισθάνεσθε πως του οφείλετε;
Κ.Χ.: «Ο κινηματογράφος ξεκινάει με τον ρόλο που μου έδωσε ο θεατρικός συγγραφέας Αλέκος Γαλανός στο έργο του «Τα κόκκινα φανάρια». Με τον Γαλανό με είχε γνωρίσει η Μαίρη Χρονοπούλου. Μου είχαν δώσει αρχικά τον ρόλο της Πριγκιπέσας που τον έπαιξε στη συνέχεια μια ηθοποιός που χάθηκε, η Ερση Βαλαβάνη. Ετσι έκανα τελικά τον ρόλο της Μαρίνας, που υπήρξε, πρώτα στο θέατρο και μετά στον κινηματογράφο, μεγάλη επιτυχία. Και ενώ στο θέατρο η Μαρίνα αυτοκτονούσε, στην κινηματογραφική εκδοχή του ρόλου η Χρονοπούλου και η Ελένη Ανουσάκη με έσερναν σε ένα καινούργιο «σπίτι». Πριν όμως από τα «Κόκκινα φανάρια», είχε προηγηθεί η Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, την οποία δεν ολοκλήρωσα όμως, γιατί με πήρε ο Βασίλης Διαμαντόπουλος και με πήγε στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης. Στη σχολή αυτή απέκτησα τρεις φίλες με τις οποίες δεν χωρίσαμε ποτέ, τη Λίλλη Παπαγιάννη, την Κίττυ Αρσένη και τη Μάρθα Βούρτση. Ομως ούτε στη Σχολή του Θεάτρου Τέχνης έμεινα για πολύ. Ολοκλήρωσα τις σπουδές μου στη σχολή του Πέλου Κατσέλη. Ωστόσο και οι τρεις σχολές μού έμαθαν πολλά σε σχέση με την κινησιολογία, ιδιαίτερα πώς να στέκομαι στην αρχαία τραγωδία ή πώς συνδυάζεται η φωνή με την κίνηση. Την εποχή εκείνη στη σχολή του Κατσέλη καθηγητής ήταν ο Μάνος Κατράκης και συμμαθητής μου ο θεατρικός συγγραφέας Στρατής Καρράς. Στη σχολή του Κουν συμμαθητής μου υπήρξε ο Μάνος Ελευθερίου».
Ακούγοντας, κ. Καρατζογιάννη, την κυρία Χέλμη να μιλάει για όλα αυτά τα πρόσωπα, τα λιγότερο ή περισσότερο μυθικά σήμερα, πώς αισθάνεσθε σε σχέση με την εποχή μας;
Μ.Κ.: «Με ενδιαφέρει πολύ η μνήμη αυτή, αφού άλλωστε το θέατρο είναι μνήμη. Μου αρέσει να ακούω ιστορίες και να μαθαίνω για αυτή την εποχή, αλλά και για την περίφημη δεκαετία του ’60 στην Ελλάδα σχετικά με όλες τις μορφές της τέχνης και όχι μόνο για το θέατρο. Ωστόσο, θα ήμουν αγνώμων αν δεν αναλογιζόμουν πόσα πράγματα έχω μάθει από την πρώτη μου κιόλας παράσταση, όπου έπαιξα ως επαγγελματίας ηθοποιός, την «Κασέτα» της Λούλας Αναγνωστάκη, στο πλευρό ηθοποιών όπως ο Γιώργος Αρμένης, ο Ιάκωβος Ψαρράς, η Σοφία Ολυμπίου, η Μαρίκα Τζιραλίδου, έως την πρόσφατη που σκηνοθέτησα, τις «Φωνές» του Χάρολντ Πίντερ, με την Ολια Λαζαρίδου και τον Δημήτρη Καταλειφό. Θέλω να πω ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν συναντήσεις που μπορεί να σε καθορίσουν, και μια τέτοια συνάντηση ήταν σαφέστατα με τη θεατρική συγγραφέα Λούλα Αναγνωστάκη».
Σε σχέση με την επιλογή σας να γίνετε ηθοποιός, ποια υπήρξε η αντίδραση της οικογένειάς σας, κυρία Χέλμη;
Κ.Χ.: «Εγινε με τις ευλογίες του πατέρα μου που, μαζί με πολλά άλλα, μου έμαθε και το θέατρο. Θυμάμαι μια παράσταση που είχα δει όταν ήμουν επτά χρόνων, με τη Βάσω Μανωλίδου, την «Αγία Ιωάννα» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο. Εχει χαραχθεί ανεξίτηλα μέσα μου μια φράση που είχα τότε σκεφθεί: «Θέλω να γίνω σαν αυτήν». Ηταν ένα πρόσωπο που έλαμπε η Μανωλίδου. Μην ξεχνάμε επίσης ότι με τον σύζυγο της Μαρίκας Κοτοπούλη, τον θεατρικό επιχειρηματία Γιώργο Χέλμη, ήμασταν συγγενείς. Ηταν εξάδελφος του παππού μου, Κεφαλλονίτες και οι δύο. Οταν πήγε ο πατέρας μου και τον ρώτησε αν κάνω για το θέατρο, του είπε: «Ο,τι κάνει με το σπαθί της, δεν πρόκειται να κουνήσω το μικρό μου δαχτυλάκι». Και βγήκα στο θέατρο. Οπως επίσης δεν ξεχνώ την Αννα Συνοδινού. Οταν τη ρώτησα με αγωνία πώς να τολμήσω να βγω στην Επίδαυρο, μου είπε: «Εχεις ταλέντο, βγες και κυνήγησέ με»».
Κύριε Καρατζογιάννη, θεωρείτε την ηθοποιία μια απαραίτητη προϋπόθεση για τη σκηνοθεσία;
Μ.Κ.: «Ως βασική μου ιδιότητα αισθάνομαι αυτήν του ηθοποιού. Η ιδιότητα αυτή είναι η αφετηρία μου σε ό,τι κι αν κάνω. Μας ανέφερε ήδη η κυρία Χέλμη ως συμφοιτητές της στη δραματική σχολή καλλιτέχνες που αν και σπούδασαν για να γίνουν ηθοποιοί, τελικά διακρίθηκαν σε μια άλλη τέχνη. Εννοώ τον ποιητή και πεζογράφο Μάνο Ελευθερίου και τον θεατρικό συγγραφέα Στρατή Καρρά. Επειδή η υποκριτική έχει να κάνει με την παρατήρηση και τη μελέτη των ανθρώπων, συνιστά μια πολύ καλή βάση ή αφετηρία για οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Πόσω μάλλον για την τέχνη της σκηνοθεσίας. Το πιο σημαντικό όταν σκηνοθετείς είναι πως, αν και ηθοποιός, μπορείς να αφουγκραστείς τις ανάγκες του άλλου ηθοποιού και να τον αγαπήσεις. Η αγάπη είναι απαραίτητη προϋπόθεση προκειμένου να δημιουργήσει με ελευθερία ένας ηθοποιός».
Κυρία Χέλμη, πόσο ταιριαστό ζευγάρι μπορεί να είναι στη ζωή μια ηθοποιός όπως εσείς με έναν πανεπιστημιακό καθηγητή και ακαδημαϊκό όπως ο ιστορικός Κωνσταντίνος Σβολόπουλος;
K.X.: «Από πολύ μικρό παιδί αγαπούσα την Ιστορία. Επομένως και τον Κωνσταντίνο Σβολόπουλο. Φαίνεται λίγο παράξενη η απάντησή μου, γίνεται όμως κυριολεκτική αν σκεφθεί κανείς πως δεν θα έπαιρνα ποτέ, για παράδειγμα, έναν μαθηματικό μόνο και μόνο για το ονόρε. Αλλωστε, οι ανθρώπινες σχέσεις, το ξέρετε πολύ καλά, δεν δημιουργούνται με βάση το τι κάνει ο ένας και το τι κάνει ο άλλος, ποια είναι δηλαδή η δουλειά μιας γυναίκας και ποια η δουλειά ενός άνδρα. Συχνά θα έλεγε κανείς πως όσο πιο διαφορετικά είναι τα ενδιαφέροντα και οι επιλογές τους τόσο πιο βαθύ είναι το δέσιμό τους. Με τον Κωστή υπάρχει μια τόσο ουσιαστική πνευματική συγγένεια που μας κάνει να βιώνουμε την καθημερινότητά μας ως κάτι συντροφικά ανεπανάληπτο».
Μ.Κ.: «Θα πρόσθετα πως ο λόγος για τον οποίο η κυρία Χέλμη δέχθηκε με χαρά να παίξει στην παράσταση του έργου της Φωτεινής Τσαλίκογλου είναι ακριβώς λόγω της σχέσης που έχει με την Ιστορία. Ερμηνεύοντας στην παράσταση τον ρόλο της γιαγιάς Ερασμίας, μέσα από τη διήγησή της περνάει όλη η ιστορία του τόπου από το 1922 και μετά. Αλλωστε, αυτό είναι, θα έλεγα, και το «μήνυμα» της παράστασης: Οτι η γνώση της Ιστορίας μπορεί να μας κάνει να αγαπήσουμε ξανά την Ελλάδα, σε μια εποχή που το βλέμμα του διπλανού μας, όσο και το δικό μας, το αισθανόμαστε να αγριεύει όλο και περισσότερο».
Πού οφείλεται, κατά τη γνώμη σας, κ. Καρατζογιάννη, η υποχώρηση που παρατηρείται διεθνώς –άρα και στην Ελλάδα –σχετικά με τη δημιουργία πρωτότυπων θεατρικών έργων;
Μ.Κ.: «Νομίζω ότι αναφορικά με το νέο ελληνικό έργο η ένδεια παραγωγής οφείλεται όχι τόσο στην έλλειψη θεατρικών συγγραφέων όσο στην απουσία συνεννόησης και συνεργασίας τους με τους σκηνοθέτες. Θυμίζω την περίπτωση του Κάρολου Κουν, ο οποίος, σύμφωνα με τους θεατρικούς συγγραφείς που ανέδειξε, συνεργαζόταν μαζί τους όχι μόνο κατά τη διάρκεια των προβών αλλά και κατά τη συγγραφή των έργων. Η σχέση δηλαδή του σκηνοθέτη με τον συγγραφέα ήταν πιο εποικοδομητική, πιο επί της ουσίας. Τώρα, σε παγκόσμιο επίπεδο, η παραγωγή καινούργιων θεατρικών έργων είναι πράγματι σε ύφεση. Ισως να φταίει η εποχή που διανύουμε, ένα μεταίχμιο. Μια πραγματικότητα διεθνώς μετέωρη, την οποία αδυνατούμε να τη συλλάβουμε ώστε να την αφηγηθούμε μέσα από τη θεατρική πράξη. Πιθανόν εκεί οφείλεται η στροφή που υπάρχει προς τη λογοτεχνία. Και εκεί επίσης οφείλεται η ενδυνάμωση του ρόλου των σκηνοθετών. Στη δυνατότητά τους πλέον να καθορίζουν και να χειρίζονται οι ίδιοι τη δραματουργία. Αλλωστε, είτε μέσα από το θέατρο είτε μέσα από το βιβλίο, πάντα μια ιστορία λέμε». l
«Πατρίδα τώρα –8 ώρες και 35 λεπτά»: Σταθμός Θέατρο (Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο), έως τις 11 Φεβρουαρίου, Σάββατο και Κυριακή.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 4 Φεβρουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ