«Ναι, κάθε χρόνο γιορτάζαμε τα γενέθλια της Ζωής. Δώδεκα του Δεκέμβρη είχε γεννηθεί. Πότε βγαίναμε, πότε επιλέγαμε να μείνουμε σπίτι, πότε τα γιορτάζαμε παρέα με φίλους και πότε μόνοι μας. Δεν υπάρχει κάποια ιδιαίτερη στιγμή να σας διηγηθώ. Εκείνη πάντως μου έκανε ωραίες εκπλήξεις κατά καιρούς στα δικά μου γενέθλια. Καλούσε φίλους μου χωρίς να το γνωρίζω. Συνωμοτούσε μαζί με την κόρη μας, τη Μαρία-Ελένη. Και εγώ εμφανιζόμουν το βράδυ από το γραφείο και βρισκόμουν ξαφνικά με είκοσι, τριάντα φίλους».
Συναντώ τον Αλέξανδρο Λυκουρέζο ένα συννεφιασμένο πρωινό του Ιανουαρίου μέσα στο κατάμεστο από ενθύμια και φωτογραφίες δικηγορικό του γραφείο στην οδό Δημοκρίτου στο Κολωνάκι. Εχουν περάσει σχεδόν έξι μήνες από εκείνο το πρωινό του Αυγούστου που η Ζωή Λάσκαρη δραπέτευσε από αυτόν τον κόσμο. Και όμως, και αυτή τη φορά, στις 12 Δεκεμβρίου του 2017 τα γενέθλιά της γιορτάστηκαν. Γιορτάστηκαν επί σκηνής, στην επίσημη πρεμιέρα της παράστασης «Δουλειές με φούντες», ενός έργου που εκείνη δεν πρόλαβε να ανεβάσει, με την κόρη της Μαρία-Ελένη να πιάνει το νήμα από εκεί ακριβώς που το άφησε, αποφασίζοντας να δώσει συνέχεια στη Θεατρική Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη» στον πολυχώρο «Αθηναΐς». Ετσι, εκείνο το βράδυ, ένας συγκινημένος Αλέξανδρος Λυκουρέζος θυμόταν ένα τετράστιχο που της αφιέρωσε ένας μοναχός –«Παρακαλώ τους άγγελους την έγνοια σου να έχουν και οι άγγελοι μου απάντησαν αγγέλους δεν προσέχουν» -, ενώ τη στιγμή που προσπαθούσε να πει κάτι και για την κόρη του Μαρία-Ελένη, εκείνη επιτακτικά του φώναζε: «Πες κάτι για τη μαμά. Για τη μαμά».
«Ναι, δεν ξέρω τι έχει πάθει ο μπαμπάς τον τελευταίο καιρό» μου έλεγε λίγες ημέρες αργότερα η Μαρία-Ελένη. «Συνέχεια για εμένα μιλάει. Σαν να θέλει να μου κάνει δημόσιες σχέσεις. Του λέω χαριτολογώντας ότι θα πρέπει να αρχίσω να τον πληρώνω. Και εγώ νιώθω άσχημα όταν είμαι μπροστά. Απλά ίσως θέλει να εκφράσει τη χαρά του για την απόφασή μου να κρατήσω το θέατρο. Μάλλον τον κόμπλαρα εκείνο το βράδυ. «Ηθελα να πω περισσότερα, αλλά δεν με άφησες» μου έλεγε μετά».
Εκείνο το βράδυ, λοιπόν. Το βράδυ της 12ης Δεκεμβρίου του 2017 που η Ζωή Λάσκαρη θα γινόταν 75 ετών, το βράδυ της πρώτης πρεμιέρας στη Θεατρική Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη» με εκείνη απούσα, η μελαγχολία εναλλασσόταν με μια απροσδιόριστη χαρά. Το πάρτι δεν ματαιώθηκε. Είχε ποπ μουσική, ποτά, χορό, γέλια. «Γιατί η Ζωή ήταν ωραία» θα μου εξομολογούνταν λίγες ημέρες αργότερα η Μαρία-Ελένη. «Η μάνα μου τη ρούφηξε τη ζωή. Ηταν πολύ ωραία γυναίκα, ήταν έξω καρδιά, είχε ταλέντα, είχε ευαισθησίες, είχε ελαττώματα. Ηταν κάτι πέρα από ηθοποιός. Ασε το «ηθοποιός». Σε άλλους άρεσε, σε άλλους μπορεί να μην άρεσε. Η μάνα μου πάνω από όλα έδινε ψυχή».
Πάνω στο γραφείο του Αλέξανδρου Λυκουρέζου με τα δεκάδες δικόγραφα δεν μπορείς να μην παρατηρήσεις το γυάλινο press papier. Στο εσωτερικό του διακρίνεται μια φωτογραφία του αγκαλιά με τη Ζωή Λάσκαρη. «Αυτό κοιτάτε;» με ρωτά. «Μας το χάρισε μια κοπέλα που δούλευε παλιά στο γραφείο» αναφέρει.
Στο ιστορικό γραφείο του η Ζωή Λάσκαρη μπήκε για πρώτη φορά το 1976, φορώντας τζιν παντελόνι και με τα ξανθά μαλλιά της να ανεμίζουν, για να ζητήσει τη νομική συμβουλή του σχετικά με μια θεατρική περιοδεία της στη Γερμανία. Και ο δικηγόρος με το εκκεντρικό physique και το φλογερό βλέμμα, που μέχρι τότε ίσως και να σνόμπαρε τις ταινίες της Finos Film, με τις διανοούμενες παρέες –Χατζιδάκις, Γκάτσος, Κούνδουρος -, εντυπωσιάστηκε. Δεν ήταν όμως η πρώτη φορά που την έβλεπε. Μερικές ημέρες νωρίτερα την είχε δει «να περπατά αέρινη» στα Αστέρια της Γλυφάδας. «Φυσικά της υποσχέθηκα να μελετήσω την υπόθεσή της και να επανέλθω» θυμάται. «Και επανήλθα… με πρόταση δείπνου. Διάλεξα, θυμάμαι, την ταβέρνα του «Ζαφείρη», μια πολύ ωραία παραδοσιακή ταβέρνα στην Πλάκα που δεν υπάρχει πλέον. Μάλιστα, πριν πάμε, σταματήσαμε στα παλιά γραφεία των «ΝΕΩΝ», στη Χρήστου Λαδά, ώστε να κάνουμε έκπληξη στον κοινό μας φίλο, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ο οποίος και μας πάντρεψε τελικά. Εξεπλάγη που μας είδε. Φάγαμε μαζί εκείνο το βράδυ και έτσι ξεκίνησε ο δεσμός μας».
Ενας δεσμός που λίγους μήνες αργότερα επισημοποιήθηκε με μια πρόταση γάμου. «Οχι, δεν ήταν καθόλου εύκολο να την πείσω να με παντρευτεί. Είχε βγει από ένα διαζύγιο που της είχε κοστίσει, η κόρη της Μάρθα ήταν επτά ετών, δεν ήταν καθόλου πρόθυμη η Ζωή για νέα ξεκινήματα. Τελικώς επείσθη. Ετσι ο γάμος μας έγινε στις 21 Ιουνίου του 1976 σε πολύ κλειστό κύκλο, στο μετόχι του Πανάγιου Τάφου στην Πλάκα. Μας πάντρεψε ο πολύ αγαπητός πατέρας Πυρουνάκης. Στον γάμο καλεσμένοι ήταν μόνο η μάνα μου, ο αδελφός μου, ο κουμπάρος μας ο Λευτέρης και κάνα δυο φίλοι. Την τελευταία στιγμή, δεν ξέρω πώς το έμαθε, ένας δημοσιογράφος της «Βραδυνής» εμφανίστηκε και τράβηξε μια φωτογραφία. Υστερα πήγαμε οικογενειακά στο εστιατόριο «Βalthazar». Η Ζωή είχε χάσει και τους δύο γονείς της. Ετσι, στην εκκλησία τη συνόδευε ο πολύ αγαπητός της φίλος και εξαιρετικός ηθοποιός Χρήστος Νομικός. Ηταν πολύ συνδεδεμένη μαζί του. Εκείνος μου την παρέδωσε».
Του την παρέδωσε για έναν γάμο που κράτησε 41 ολόκληρα χρόνια. Πόσο ζήλευε λοιπόν την πιο ωραία, ίσως, γυναίκα της εποχής του χρυσού ελληνικού κινηματογράφου; «Μα δεν μου έδωσε ποτέ αφορμή να ζηλέψω. Για να ζηλέψεις πρέπει να δώσει κάποιος αφορμή. Δεν υπήρξε ποτέ, ποτέ, ποτέ. Εγώ, μάλιστα, απορούσα και της έλεγα: «Βρε Ζωή μου, πώς επέλεξες εμένα;»». «Και η ημίγυμνη φωτογράφισή της στη Δήλο το 1985 για το «Playboy» πώς σας φάνηκε;» τον ρωτώ. «Ημουν ενθουσιασμένος. Ειδικά όταν είδα τις φωτογραφίες. Είχα γράψει και ένα μονόστηλο για το περιοδικό. Τη συνέντευξη την είχε κάνει ο Γιώργος Λιάνης. Φωτογράφος ήταν ο Ντίνος Διαμαντόπουλος, ο προσωπικός της φωτογράφος, μόνο με αυτόν συνεργαζόταν.
Δεν θυμάμαι πώς μου το ανακοίνωσε, αλλά ήταν πολύ χαρούμενη. Και ήταν μια γενναία απόφαση για την εποχή εκείνη, για μια καταξιωμένη ηθοποιό. Θυμάμαι, η Αννα Συνοδινού, βουλευτής τότε της Νέας Δημοκρατίας, είχε αντιδράσει πολύ έντονα από το βήμα. Αλλά η Μελίνα βγήκε και την υπερασπίστηκε. Η Ζωή ήταν μοντέρνος άνθρωπος, δεν είχε περιχαρακώματα, δεν έβαζε συρματοπλέγματα γύρω της. «Είμαι και του λιμανιού και του σαλονιού» έλεγε».
Ακριβώς πίσω του διακρίνεται μια ασπρόμαυρη φωτογραφία της με ιδιόχειρη αφιέρωση. Τον παρακαλώ να μου πει τι γράφει. «»Eίσαι ο μοναδικός έρωτας της ζωής μου. H γυναίκα σου»» μου διαβάζει ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος παίρνοντας την κορνίζα στα χέρια του. «Δεν λέω ότι δεν υπήρξαν συγκρούσεις. Υπήρξαν, και μάλιστα έντονες. Ούτε όμως μια στιγμή πέρασε από το μυαλό μας η σκέψη να χωρίσουμε. Ημασταν δύο άνθρωποι με πολύ έντονη προσωπικότητα, καλή, κακή, δεν την αξιολογώ. Ο καθένας μας είχε τις εκρήξεις του, τις σιωπές του, το γέλιο του, το κλάμα του. Και όλα αυτά συνθέτουν μια ενότητα και αυτή ήταν η ζωή μας. Η καθημερινότητά μας δεν είχε ίχνος μικροαστικής τελετουργίας. Δεν υπήρχε ένα προδιαγεγραμμένο πρόγραμμα. Ναι, υπήρξα άτακτος, όπως δημόσια με είχε «κατηγορήσει» και όπως δημόσια έχω παραδεχτεί. Στη δεξίωση που δώσαμε για να γιορτάσουμε τα 30 χρόνια του γάμου μας, θυμάμαι, κάποια στιγμή, χωρίς να της πω τίποτα, πήρα το μικρόφωνο και έκανα δημόσια την απολογία μου. «Διέπραξα πλημμελήματα, κακουργήματα, ζητώ συγγνώμη και σε ευχαριστώ που είχες την επιμονή και την υπομονή να μείνεις κοντά μου και να συγχωρέσεις» της είπα. Τα έχασε, δεν το περίμενε».
Η δική του Ζωή, λοιπόν. Που, όπως λέει, ήταν νοικοκυρά και όταν ήθελε να μπει στην κουζίνα «έβγαζε» μικρά θαύματα. Που μετρούσε τα βήματα από το σπίτι της στην Ηροδότου μέχρι το σπίτι της Αλίκης στη Στησιχόρου. Που αργότερα καθόταν ήσυχη στο καναπεδάκι στο σπίτι της, στο Πόρτο Ράφτη, και έραβε ή δημιουργούσε τα σκουλαρίκια της. Που απεχθανόταν τα τελευταία χρόνια την κοσμική ζωή, που όταν, όμως, θύμωνε, θύμωνε. Που πάντα τον θαύμαζε και εκεί που οι άλλοι μπορεί να έβλεπαν έναν «ιντριγκαδόρο δικηγόρο» εκείνη έβλεπε ένα αρνί, όπως είχε δηλώσει το 2015 στο ΒΗΜΑgazino και στη Λένα Παπαδημητρίου. Και ενδιαφερόταν για τις υποθέσεις του. «Μιλούσαμε για τις μεγάλες δίκες. Είχε έρθει μάλιστα μια-δυο φορές στο ακροατήριο. Στην υπόθεση Νάσιουτζικ, στο Εφετείο, είχε παρακολουθήσει την αγόρευσή μου. Χαιρόταν με τις επιτυχίες μου η Ζωή».
Και εκείνος όμως χαιρόταν με τις δικές της. «Εκανε πολύ σημαντικές παραστάσεις η Ζωή τα τελευταία χρόνια και έκανε δύσκολες επιλογές. Ανέβασε Ο’Νιλ, Αλμπι, Πίντερ, Τενεσί Ουίλιαμς, Λούλα Αναγνωστάκη. Για την παράσταση «Το μακρύ ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» o Κώστας Γεωργουσόπουλος έγραψε ότι ήταν καλύτερη και από την Κατίνα Παξινού που είχε παίξει τον ίδιο ρόλο. Συνεργάστηκε με σπουδαίους σκηνοθέτες: με τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον Μίνω Βολανάκη, τον Ανδρέα Βουτσινά, με τον οποίο μάλιστα είχε αναπτυχθεί μια ιδιαίτερη σχέση. Οταν έπαθε το ατύχημα στη Θεσσαλονίκη, για κάποιους μήνες ζούσε μαζί μας στο Πόρτο Ράφτη. Η Ζωή ήταν μια ηθοποιός που ανήκε στον σκηνοθέτη. Εμπαινε στις παραστάσεις άγραφο χαρτί και ακολουθούσε τυφλά τις οδηγίες. Και είχε πάντα άγχος. Σε κάθε παράσταση, κάθε βράδυ. Δεν το μετέφερε στο σπίτι. Μόνο λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα ζητούσε μια απομόνωση».
Στον τοίχο πλάι μου βρίσκεται κορνιζαρισμένο ένα ψηφοδέλτιο της Νέας Δημοκρατίας. Ενας σταυρός διακρίνεται δίπλα στο όνομά του –ο γνωστός δικηγόρος εξελέγη βουλευτής της Α’ Αθηνών με 42.000 ψήφους το 2000. «Ηταν πάντοτε αντίθετη με την απόφασή μου να πολιτευτώ η Ζωή. Με στήριξε, βέβαια, όταν το αποφάσισα, όταν όμως παραιτήθηκα λόγω του ασυμβίβαστου με χειροκρότησε. Δεν έβλεπε με καλό μάτι την ανάμειξή μου στην πολιτική και τελικά είχε δίκιο. Δεν μετάνιωσα για αυτή την επιλογή μου».
Ο ίδιος βέβαια σπεύδει την ίδια στιγμή να ξεκαθαρίσει ότι η Λάσκαρη υπήρξε πολιτικό ον. «Ηταν παρούσα στο πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας με τις απόψεις της. Και η ίδια είχε εκλεγεί δημοτικός σύμβουλος στην Αθήνα με τον Δήμητρη Αβραμόπουλο. Υστερα από λίγο καιρό, βέβαια, παραιτήθηκε. Μην ξεχνάμε ότι η Ζωή ήταν ένας άνθρωπος που δεν πρόφερε ποτέ τη λέξη «πατέρας». Ο Δημοκρατικός Στρατός τον είχε σκοτώσει όταν ήταν ακόμη βρέφος. Το σώμα του δεν βρέθηκε ποτέ. Συνεπώς δεν είχε ούτε ένα μνήμα να πάει να ανάψει ένα κερί. Ηταν ένα κενό που τη βασάνιζε πάντα. Προσωπικά, είχα πολλούς φίλους στην Αριστερά. Μου είχε ζητήσει, θυμάμαι, να την πάρω μαζί μου στο 1o Συνέδριο του ΚΚΕ εσωτερικού. Οταν μας ζήτησαν να κάνουμε ενός λεπτού σιγή για αυτούς που είχαν πέσει θύματα, γυρίζω και τη βλέπω δίπλα μου να σπαράζει από το κλάμα. Σκεφτόταν ότι μπορεί εκείνη τη στιγμή να έκανε ενός λεπτού σιγή για εκείνους που σκότωσαν τον πατέρα της. Οπως μου εξήγησε μετά, όλο αυτό ήταν μια κάθαρση για εκείνη, έφυγε το δηλητήριο από μέσα της».
«Τον Θεό τον έχω μέσα μου. Εμείς είμαστε η Εκκλησία. Δεν υπάρχει η Εκκλησία ως κτίριο. Πιστεύω βαθύτατα, κοινωνώ, έχω πνευματικό εδώ και 35 χρόνια» είχε δηλώσει η Ζωή Λάσκαρη σε συνέντευξή της τον Δεκέμβριο του 2016 στο BHMAgazino. Hταν γνωστό ότι είχε μια ιδιαίτερη σχέση με τον Θεό. Μπορούσε να το διαπιστώσει κάνεις κοιτώντας το καμαρίνι της: έμοιαζε με ένα μικρό εικονοστάσι. «Διατηρούσε μια πολύ εμπεδωμένη πίστη, συνειδητή, και αυτή η πίστη τής έδινε μεγάλη δύναμη και ασφάλεια στη ζωή» αναφέρει ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος. «Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι ότι η Ζωή, όπως ξέρετε, έφυγε από κοντά μας στις 18 Αυγούστου. Τον Δεκαπενταύγουστο λάβαμε τη Θεία Κοινωνία μαζί. Αν κλονίστηκε η πίστη μου μετά τον θάνατό της; Θα έλεγα ότι έγινε εντονότερη. Ηταν ευλογία που έφυγε με τον τρόπο που έφυγε».
Η ζωή του Αλέξανδρου Λυκουρέζου έχει αλλάξει οριστικά, όπως παραδέχεται.
«Αφησα πίσω μου το Πόρτο Ράφτη για πάντα. Ηταν μια επιλογή της Ζωής να μένουμε εκεί. Ηθελε πάρα πολύ το πρωί να σηκώνεται να αγναντεύει τη θάλασσα. Εγώ αρχικά δεν το ήθελα. Ημουν ένας άνθρωπος που είχε μεγαλώσει στο κέντρο. Σεβάστηκα όμως την επιθυμία της και την ακολούθησα. Υστερα από αυτό που συνέβη δεν μου ήταν εύκολο να ζήσω σε ένα σπίτι που ήταν γεμάτο από Ζωή και τώρα ήταν άδειο. Ακόμη και το τάσακι, ακόμη και το πιάτο και το μπολάκι ήταν δική της επιλογή. Σκαλίζοντας τα πράγματά της ανακάλυψα πως είχε κρατήσει ό,τι σημείωμα, κάρτα ή επιστολή τής είχα στείλει όλα αυτά τα χρόνια. Τα βρήκα όλα ταξινομημένα και κρατημένα, από την πιο απλή καρτούλα. Επέστρεψα λοιπόν στο πατρικό μου στην Ηροδότου. Είναι κοντά στο γραφείο μου, άλλωστε. Εργάζομαι από τις οκτώ το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. Η λέξη «σύνταξη» δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό μου. Μάλιστα, διευρύνω τις δραστηριότητές μου πέρα από θέματα του Ποινικού Δικαίου και αναλαμβάνω υποθέσεις Αστικού, Εμπορικού, Οικονομικού, real estate, μαζί με ένα πολύ καλό επιτελείο νέων συνεργατών. Και με βρίσκεις πάντα εδώ, μέχρι αργά το βράδυ. Δεν έχω παρακολουθήσει κάποια ταινία της μετά τον θάνατό της. Μου λένε οι άλλοι ότι προβάλλονται συχνά. Δεν το επιζήτησα. Εξάλλου, στο σπίτι που ζω όλοι οι τοίχοι είναι γεμάτοι φωτογραφίες της. Είναι παρούσα».
Συναντώ τη Μαρία-Ελένη Λυκουρέζου στο καμαρίνι της μητέρας της, στη Θεατρική Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη». Τίποτα δεν μοιάζει να έχει αλλάξει από την ημέρα που έφυγε η Ζωή. Τα εικονίσματα, οι φωτογραφίες της, τα προσωπικά της αντικείμενα είναι όλα εκεί, με την αγαπημένη της λευκή απόχρωση να κυριαρχεί. Ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος παρατηρεί τον χώρο ευλαβικά. «Μα καλά, δεν υπάρχει καμιά φωτογραφία μου εδώ;» αναρωτιέται σχεδόν με ύφος πεισμωμένου παιδιού. Αμέσως μετά ησυχάζει. «Α, εδώ με είχε βάλει» λέει μόλις εντοπίζει μία. Υστερα πάλι, λίγο πιο πέρα, πάνω σε μια ραφιέρα, ανακαλύπτει και μια άλλη φωτογραφία της Ζωής. «Κοίτα εδώ πόσο όμορφη είναι. Πόσο όμορφη!Μπορώ να την πάρω μαζί μου;» ρωτάει. «Το καμαρίνι της μαμάς το ανοίγω κάθε μέρα. Δεν θέλησα να αλλάξω τίποτα»εξηγεί η Μαρία-Ελένη. «Βέβαια, κανείς δεν ετοιμάζεται πλέον εδώ. Απλά μαζευόμαστεόλος ο θίασοςλίγο πριν χτυπήσει το κουδούνι και κάνουμε μια προσευχή».
Η ίδια αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας της πήρε μια τολμηρή απόφαση, να διατηρήσει τη θεατρική σκηνή και να ανεβάσει την παράσταση που προετοίμαζε η Ζωή Λάσκαρη για τον εφετινό χειμώνα. «Εχουν συμβεί τόσο πολλά τους τελευταίους μήνες, που μερικές φορές νιώθω σαν να έχουν περάσει αιώνες» εξηγεί καθώς βάφεται λίγο προτού βγει στη σκηνή. «Αλλά δεν είναι έτσι. Εχει περάσει ελάχιστος χρόνος. Δεν είχα άλλη επιλογή από το να συνεχίσω αυτό που έκανε η μητέρα μου. Το θέατρο είναι κάτι που αγαπώ. Και όλα οδηγούσαν εκεί τελικά. Μέχρι και το σκηνικό ήταν έτοιμο από τον Αύγουστο, κάτι που δεν συνηθίζεται στο θέατρο. Η μητέρα μου ήταν ενθουσιασμένη με αυτήν την παράσταση. Τον τίτλο του έργου, «Δουλειές με φούντες», εκείνη τον είχε διαλέξει. Ηταν χαρούμενη που θα τη σκηνοθετούσε ο Αντώνης Λουδάρος. Τελικά το κείμενο του έργου για πρακτικούς λόγους άλλαξε, προστέθηκε και ένας μικρός ρόλος για εμένα. Βρήκα τον Χάρη Μπόσινα και μέσα σε μια εβδομάδα έγραψε καινούργιο κείμενο, βασισμένο όμως πάνω στην αρχική ιδέα. Αυτά τα πράγματα δεν συμβαίνουν εύκολα, σαν όλα να συνηγόρησαν στο να γίνει αυτή η παράσταση».
Τη ρωτώ πώς θέλει να συνεχίσει αυτός ο χώρος. «Δεν έχω ιδέα. Θέλω να γίνονται ωραίες δουλειές. Να πληρώνονται οι συνεργάτες, γιατί η παραγωγή δεν είναι εύκολη υπόθεση στην Ελλάδα. Το μικρόβιο της υποκριτικής υπήρχε πάντα μέσα μου. Αλλά υποσυνείδητα ίσως το έβαζα πίσω. Δεν φοβόμουν ακριβώς αυτό που λέμε «σύγκριση». Το είχα συζητήσει πολλές φορές με τη μάνα μου. «Ξεκόλλα, το έχεις!» μου έλεγε. Εκείνη επέμενε να ανέβω μαζί της στη σκηνή στην παράσταση «Μάνα κουράγιο» πριν από τρία χρόνια. Γεννήθηκα σε ένα σπίτι που η σειρά των γεγονότων δεν ήταν «να πάω σχολείο, πανεπιστήμιο και ύστερα κάνω μια δουλειά για πάντα». Δοκίμαζα πολλά πράγματα, πέρασα από πολλά. Πάντα έκανα πράγματα που με απελευθέρωναν δημιουργικά. Απλώς πλέον λόγω της κατάστασης βρίσκομαι στο προσκήνιο, χωρίς να σημαίνει ότι πάντα θέλω να βρίσκομαι επάνω στη σκηνή».
Η µικρή Μαρία-Ελένη ως παιδί ήταν απόλυτα προσκολλημένη στη μητέρα της. «Πότε κατάλαβα ότι ήταν μια σταρ; Μα δεν ήταν σταρ, ήταν η μαμά μου. Ηξερα ότι όπου πηγαίναμε υπήρχαν πάντα φωτογράφοι. Αλλά αυτή ήταν η πραγματικότητά μου, δεν μου φαινόταν ποτέ παράξενο. Και εκείνη με έπαιρνε παντού μαζί της. Σε όλα τα καμαρίνια, στις πρόβες, στα εστιατόρια, στα μπουζούκια, στα πάρτι μετά τις παραστάσεις. Ημασταν αυτό που λέμε αυτοκόλλητες. Οταν νύσταζα, πήγαινα και κοιμόμουν στο αυτοκίνητο, να φανταστείς. Ηταν μάνα με όλη τη σημασία της λέξης».
«Δηλαδή;» τη ρωτώ.«Μπορούσε να σου θέτει όρια», απαντάει,«αλλά να είναι ταυτόχρονα και φίλη σου. Δεν σε κόντραρε, δεν σε μάλωνε, δεν σου έδινε συμβουλές και νουθεσίες, σε πέταγε όμως στα βαθιά. Δεν υπήρξε ποτέ ανταγωνισμός μεταξύ μας. Τα προσωπικά μου της τα έλεγα. Τα τελευταία χρόνια ίσως όχι και τόσο πολύ, γιατί δεν ήθελα να τη στενοχωρώ. Ηθελε να είμαι καλά. Οχι ότι είχε το άγχος της κλασικής ελληνίδας μάνας να παντρευτώ, να αποκατασταθώ κ.λπ. Ηθελε απλώς να είμαι καλά. Και ξέρω ότι στενοχωριόταν. Δεν μου το είχε πει ποτέ. Το έμαθα αργότερα από δικούς της ανθρώπους».
«Δεν υπήρχαν ποτέ τσακωμοί ανάμεσά σας;» τη ρωτώ. «Μα είναι δυνατόν να μην υπήρχαν; Στην εφηβεία μου ήταν πάρα πολλοί, γιατί ήμουν και εγώ ατίθαση. Θυμάμαι, μια φορά για τιμωρία είχε ξηλώσει την πόρτα του δωματίου μου για δυο-τρεις μήνες. Ηταν η πρώτη και η τελευταία τιμωρία που μου επέβαλε. Εκεί που μια άλλη μητέρα μπορεί να σου έδινε ένα χέρι ξύλο, εκείνη βρήκε να κάνει αυτό. Και ήταν πολύ εύστοχο. Τι χειρότερο μπορείς να κάνεις σε έναν έφηβο από το να του στερήσεις την ιδιωτικότητά του; Τώρα που το σκέφτομαι, πάντα τσακωνόμασταν για χαζομάρες. Θα μου πεις, «τώρα το σκέφτεσαι»; Τώρα που είναι αργά;».
Μαζί συνήθιζαν να ταξιδεύουν. «Την έπαιρνα τηλέφωνο και της έλεγα «φεύγουμε μεθαύριο». Θυμάμαι το 2002 είχαμε πάει στην Κούβα οι δυο μας, σε ένα παραθαλάσσιο μέρος, και εκεί γιορτάσαμε τα γενέθλιά της στις 12 Δεκεμβρίου, με κουβανέζικη μουσική και φαγητό. Εντελώς τυχαία, τώρα με τη μετακόμιση από το Πόρτο Ράφτη, βρήκα ένα από τα ημερολόγιά της. Επεσε και άνοιξε μπροστά μου σε εκείνη την ημερομηνία. «Σήμερα έφαγα με την κόρη μου στην Κούβα. Είναι τα ωραιότερα γενέθλια της ζωής μου» έγραφε. Kρατούσε ημερολόγιο. Οχι, δεν πρόκειται να το διαβάσω. Δεν θέλω να παραβιάσω τις σκέψεις της. Τα έχει κρατήσει ο πατέρας μου, είναι καλύτερα να τα έχει εκείνος».
Οπως και ο Αλέξανδρος Λυκουρέζος, έτσι και η Μαρία-Ελένη δεν θέλει να πάει ξανά στο σπίτι στο Πόρτο Ράφτη. «Δεν είναι ότι μου συνέβη κάτι τραγικό» ξεκαθαρίζει. «Θα ήταν απληστία να το πω. Ναι, υπάρχουν ημέρες που το κεφάλι μου κοντεύει να σπάσει, που το ταβάνι με πλακώνει. Αλλά δεν έμεινα ορφανή δύο ετών. Είμαι ευγνώμων για όσα έζησα με εκείνη. Αν υπήρχαν και άλλα πράγματα να ειπωθούν; Σίγουρα. Και αυτό με στενοχωρεί πιο πολύ. Αλλά ακόμη και να της τα έλεγα, ίσως μετά να έβγαιναν άλλα τόσα. Γιατί νομίζω ότι πάντα ψάχνουμε αφορμή να νιώθουμε ενοχές».
Αραγε, την έχει ονειρευτεί; «Οχι, δεν με έχει επισκεφθεί. Εχει επισκεφθεί άλλους. Τον πρώτο καιρό όμως, τις πρώτες 40 ημέρες, επειδή ασχολούμαι πολύ με τον διαλογισμό, τη «συναντούσα» εκεί. Η οικογένειά μου αποτελούνταν από δύο έντονες προσωπικότητες, με μεγάλο πάθος για τη δουλειά τους. Ηταν απίστευτα δημιουργικοί και οι δύο, γιατί και ο μπαμπάς καλλιτέχνης είναι. Τα παιδικά μου χρόνια ήταν εκρηκτικά, όλα έντονα, στο φουλ, στα κόκκινα. Δεν είχα μια συνηθισμένη οικογένεια. Και δεν θα ήθελα μάλλον να είχα». l
«Δουλειές με φούντες»: Θεατρική Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη» – Πολυχώρος «Αθηναΐς» (Καστοριάς 34-36 & Ιερά Οδός, Βοτανικός), κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Kυριακή.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ