Να τοι και πάλι, πιστοί στο ραντεβού τους. Στη συνέντευξή τους, στο εκθεσιακό αθηναϊκό «παρών» τους, στην ίδια τους την τέχνη με τα μεγάλα πανέλα και τους ίδιους ως πρωταγωνιστές. «Tι παραπάνω έχει να προσφέρει στον κόσμο της τέχνης, τι συγκινήσεις μπορεί να προσφέρει στον θεατή η φαινομενικά απαράλλακτη δουλειά των Γκίλμπερτ και Τζορτζ;» αναρωτιέμαι καθώς χτυπάω το κουδούνι της γκαλερί «Bernier/Eliades» όπου παρουσιάζουν την τελευταία τους δουλειά «Beard Pictures», σίγουρη ότι θα δω μία από τα ίδια.
Οντως βλέπω μία από τα ίδια. Περίπου. Στους τοίχους είναι αναρτημένες οι χαρακτηριστικές εκτυπώσεις των έργων τους, με τους ίδιους ωστόσο όχι πια άψογα ξυρισμένους, όπως μας έχουν συνηθίσει, αλλά με μακριές γενειάδες από φύλλα, από συναγερμούς, από ποτήρια μπίρας, οτιδήποτε άλλο, τέλος πάντων, εκτός από τις αναμενόμενες… τρίχες. Και όμως, έχουν μια δύναμη αυτά τα έργα, μια ύπουλη, σκοτεινή, σχεδόν εκμαυλιστική ενέργεια που χτυπάει κατευθείαν μια αθέατη χορδή και ενεργοποιεί μια υποβλητική μουσική στις αισθήσεις του επισκέπτη. Επιδερμική, βραχύβιας ισχύος, αλλά μια δύναμη από τις λίγες. Γιατί σε αυτήν την τελευταία δουλειά τους, που συμπίπτει με τη συμπλήρωση πενήντα χρόνων κοινής δημιουργικής πορείας και συνύπαρξης, ο Γκίλμπερτ και ο Τζορτζ αποφάσισαν να δουν τον κόσμο μέσα από ένα μούσι και λίγο συρματόπλεγμα και, παραδόξως, συνόψισαν ευφυώς το πνεύμα των καιρών μας.
«Τα τελευταία χρόνια όλες οι χώρες θέλουν να προστατέψουν τα σύνορά τους και ανεγείρουν φράκτες με ένα υλικό, το συρματόπλεγμα, το οποίο παλιά, τουλάχιστον όπως το ξέραμε εμείς, το χρησιμοποιούσε κάποιος για να προστατέψει την περιουσία του από τα ζώα. Σήμερα, καθώς πλησιάζεις την ηπειρωτική Ευρώπη με το τρένο, βλέπεις ένα τεράστιο βουνό από συρματόπλεγμα. Καθώς βγαίνεις από το τούνελ βλέπεις ακόμη περισσότερο συρματόπλεγμα. Κάποια στιγμή αρχίσαμε να βλέπουμε ανθρώπους με μούσια να κοιτάνε μέσα από τις περιφράξεις και διαπιστώσαμε ότι μας συναρπάζουν διαφόρων ειδών γενειάδες. Ολες συμβολίζουν την πίστη σε μια θρησκεία. Ορθόδοξη, εβραϊκή, μουσουλμανική, των σιχ. Υπάρχουν και οι γενειάδες των hipsters, οι οποίες έχουν κατακλύσει το Λονδίνο» λέει σχεδόν με μια ανάσα ο μονολιθικός Γκίλμπερτ.
«Την εποχή που ήμασταν εμείς έφηβοι δεν έβρισκες δουλειά σε ένα κομψό ξενοδοχείο εάν ήσουν αξύριστος. Σήμερα δεν θα βρεις δουλειά εάν δεν έχεις μούσι. Είναι μια σύμβαση νέου τύπου» συμπληρώνει ο πιο ζωηρός Τζορτζ, προσθέτοντας την απαραίτητη δόση χιούμορ που υπονομεύει την οποιαδήποτε υποψία μονοσήμαντου νοήματος θα μπορούσε να πλανάται στον αέρα. Μιλάμε με φόντο ένα κομμάτι από τη «Fuckosofy», φράσεις αναρτημένες στον τοίχο ως ένα είδος «μοντέρνας και κατανοητής φιλοσοφίας», όπως τη χαρακτηρίζουν, με θεματική της τη λέξη «fuck». «Buy a Fuck», «End of Fuck», «Fuck Shame», «Fuck Nail Day» είναι ένα μικρό απάνθισμα των προτάσεων που διαβάζονται σαν σλόγκαν. «Υπάρχουν τραγούδια, ποιήματα, πρόζα, μυθιστορήματα. Αυτό είναι ένα νέο είδος γραφής κειμένου» λένε με υπερηφάνεια, χωρίς ωστόσο να βαφτίζουν με κάποιο συγκεκριμένο όνομα αυτή τη νέα λογοτεχνική κατηγορία δικής τους επινόησης.
«Ετοιμάζουμε μια αντίστοιχη συλλογή, την «Godology», η οποία θα αναφέρεται στον Θεό. Να, εδώ έχουμε τα χαρτάκια τα οποία κουβαλάμε παντού για να γράφουμε όποτε μας έρχεται έμπνευση» θα πει ο Τζορτζ και θα βγάλει από το καλοσιδερωμένο κοστούμι του μια μικρή στοίβα: «No no God», «In God we don’t trust» «Come boy God». Δεν υπάρχει αμφιβολία. Οι G&G έχουν επιστρέψει στην πόλη μας ίδιοι και απαράλλακτοι, όπως τους θυμόμαστε, πανέτοιμοι να εκστομίσουν τις συχνά παρατραβηγμένες παραδοξολογίες τους, οι οποίες έχουν διαχρονικά πέραση.
Αρχής γενομένης από εμάς τους δημοσιογράφους, πάντα σε αναζήτηση πηχυαίων, εντυπωσιακών αποφθεγμάτων, ευγνώμονες που οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ έχουν όλο το φλέγμα και την ευφυΐα να τα προσφέρουν σε γενναιόδωρες δόσεις. Γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι μέσα από τις συνεντεύξεις τους θα προκαλέσουν τον, σε γενικές γραμμές, προοδευτικό κόσμο της τέχνης και των φιλότεχνων, τουλάχιστον αυτών που είναι ή αρέσκονται να πιστεύουν πως είναι αρκετά ανοιχτόμυαλοι ώστε να έχουν εκτιμήσει το αιρετικό χιούμορ πίσω από έργα τους, όπως εκείνα της σειράς «Naked Shit Pictures», τα οποία είναι ακριβώς αυτό που δηλώνει ευθαρσώς ο τίτλος τους. Οι G&G γυμνοί, περιστοιχισμένοι από γιγάντια περιττώματα που ενίοτε σχηματίζουν το σχήμα του σταυρού. Σε αντίθεση με τον κόσμο που αναπαριστούν στα «Beard Pictures», οι ίδιοι δεν ήταν ποτέ περίφρακτοι, ούτε ως ψυχισμοί αλλά ούτε και ως καλλιτέχνες.

Ενθερµοι φαν του Ντόναλντ

Παράλληλα ήταν ανέκαθεν υπέρ της βασιλείας, ενός «κομψού τρόπου για να διοικείς τη χώρα», και μάλλον κανείς δεν εκπλήσσεται που τώρα είναι και υπέρ του Brexit. «Βέβαια, θέλουμε να το σκάσουμε από αυτόν τον φρικτό γυάλινο πύργο των Βρυξελλών. Αλήθεια, ποιος τον διευθύνει, ποιος τον κυβερνάει; Γραφειοκράτες! Είμαστε 100% υπέρ της Ευρώπης, αλλά είμαστε εναντίον του οργανισμού των Βρυξελλών. Είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Είμαστε υπέρ της ελευθερίας του εμπορίου, να μπορείς να πουλήσεις ό,τι θέλεις, αλλά να θεσπίζεις εσύ τους δικούς σου κανόνες. Δεν είσαι ελεύθερος άνθρωπος αν δεν σου επιτρέπεται να είσαι διαφορετικός» εξανίσταται χλιαρά ο Γκίλμπερτ.
«Η Αγγλία ήταν ανέκαθεν πιο ευρωπαϊκή από την Ευρώπη» συμπληρώνει σε πραγματιστικό τόνο ο Τζορτζ. «Αν πας στη Γερμανία, όλα είναι γερμανικά, στη Γαλλία όλα είναι γαλλικά. Το μενού στο παλάτι του Μπάκιγχαμ, όμως, είναι στα γαλλικά. Κάθε κτίριο τραπέζης στην Αγγλία είναι ένα μικρό αντίγραφο της Ακρόπολης. Το Λονδίνο είναι Ευρώπη. Βλέπεις τον Γιούνκερ στην τηλεόραση και μιλάει με τόση αγένεια για την Αγγλία. Η Αγγλία απελευθέρωσε την Ευρώπη δύο φορές, αλλά τώρα εκείνη είναι θυμωμένη μαζί της και θέλει να την τιμωρήσει επειδή διεκδικεί την ελευθερία της» θα πει και θα καταλήξει: «Η Αγγλία δεν ήταν ποτέ μέρος της Ευρώπης, βρισκόταν πιο κοντά στις χώρες της Κοινοπολιτείας».
Τον τελευταίο καιρό βλέπουν με συμπάθεια –φευ! –ως και τον πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών. «Είναι πολύ απλό. Ολα τα άτομα που γνωρίζουμε είναι κατά του Τραμπ και εμείς είμαστε υπέρ του» αποκαλύπτει ο Τζορτζ, μάλλον όχι άθελά του, το κριτήριο πίσω από την επιλεκτική αντιδραστικότητα του ζευγαριού. «Ο κόσμος είναι πολύ κακός μαζί του. Εάν φέρονταν έτσι σε εσάς ή σε εμάς, θα είχαμε υποστεί όλοι μας νευρικό κλονισμό. Σε κάθε παμπ, σε κάθε εστιατόριο ακούς ανθρώπους που δεν έχουν τίποτε στη ζωή τους για να πιαστούν να είναι τόσο έντονα εναντίον του Τραμπ. Για ποιον λόγο; Δεν τον ψήφισαν, δεν έχουν πάει ποτέ τους στην Αμερική. Μα τι έκανε, τέλος πάντων; Και ποιοι είναι στο κάτω-κάτω οι φανταστικοί άνθρωποι που κυβερνούν αυτόν τον κόσμο; Ο Πούτιν; Οι Κλίντον; Ο πρόεδρος της Κίνας; Ευχόμαστε κάθε επιτυχία στον Τραμπ. Στο κάτω-κάτω, στην Αμερική υπάρχει δημοκρατία και δεν θα του επιτραπεί να κάνει ό,τι θέλει. Θα τον αντικαταστήσουν. Τον Πούτιν, όμως, δεν θα τον αντικαταστήσουν» θα επιστρατεύσει ο Γκίλμπερτ την όχι και τόσο γόνιμη λογική τού συμψηφισμού. «Είναι ένας εκλεγμένος πρόεδρος και το σεβόμαστε. Εγώ τουλάχιστον έτσι μεγάλωσα. Με έμαθαν να σέβομαι το πρόσωπο που έχει εκλεγεί με δημοκρατικές διαδικασίες, είτε το ψήφισα είτε όχι. Γιατί το αντίθετο βλάπτει το εθνικό συμφέρον, είναι αντιχριστιανικό και δεν είναι ένας ωραίος τρόπος συμπεριφοράς από έναν τζέντλεμαν» θα αποκαλύψει ο Τζορτζ πώς διαπαιδαγωγούνταν οι «γόνοι» της εργατικής τάξης στο Πλίμουθ τη δεκαετία του ’40.
Αυτό πάντως που μοιάζει σίγουρο είναι ότι και οι δυο τους έχουν όντως καταφέρει να απομακρυνθούν «από τον φασισμό της θρησκευτικής πίστης χορεύοντας στον ρυθμό ενός φοξ τροτ» όπως θα πει ο Τζορτζ, προσπαθώντας ταυτόχρονα να αναπαραστήσει με χάρη τα βήματα του συγκεκριμένου χορού. Γιατί αν το G&G είναι το brand, τότε το μότο «ban religion» (απαγορέψτε τη θρησκεία) είναι το αδιαφιλονίκητο σλόγκαν, αυτό που θα πουν σε όλες τις συνεντεύξεις που θα δώσουν, πάντα βέβαια χωρίς να προχωρήσουν τη σκέψη τους ή να διατυπώσουν επιχειρήματα που υπερβαίνουν το σύνθημα της επείγουσας προτροπής.
Ο Γκίλμπερτ, «παιδί του πολέμου» και αυτός όπως ο Τζορτζ, γεννήθηκε έναν χρόνο αργότερα από τον συνοδοιπόρο του στο Σαν Μάρτιν ντε Τορ του Νότιου Τιρόλο, στην Ιταλία, το 1943 και από την πλευρά του έπρεπε να σηκώσει τον βαρύ σταυρό του αυστηρού ρωμαιοκαθολικού δόγματος. Κατάφερε τελικά να τον αποτινάξει και χάρη σε αυτόν τον σφιχτό, αλλά τρυφερό, εναγκαλισμό με τον Τζορτζ δημιούργησαν τη δική τους θρησκεία. Απ’ όταν συναντήθηκαν στο τμήμα γλυπτικής του κολεγίου St Martins στο Λονδίνο, το 1967, είναι αχώριστοι –από το 2008 και παντρεμένοι –και διατηρούν αναλλοίωτες τις αντιδραστικές, αντιφατικές και ενίοτε αλλοπρόσαλλες απόψεις τους, το ντύσιμό τους και την καθημερινή ρουτίνα τους με θρησκευτική ευλάβεια.
Αυτό πουλάνε εξάλλου πέρα από έργα για τον τοίχο. Την επαφή με το «ζωντανό γλυπτό» στο οποίο έχουν μετατρέψει τις δύο αλληλένδετες ζωές τους από το 1968-69, όταν δηλαδή συνεργάστηκαν για πρώτη φορά τοποθετώντας χάρτινα γράμματα στα σακάκια τους και συστήνοντας τους εαυτούς τους ως «George the Cunt, Gilbert the Shit». Την επόμενη χρονιά έβαψαν τα σώματά τους με μπογιά, ανέβηκαν σε ένα τραπέζι και το ‘ριξαν στο τραγούδι ως «Singing Sculpture», εγκαινιάζοντας μια ζωή και μια καλλιτεχνική πορεία που παραμένουν μέχρι σήμερα αλληλοτροφοδοτούμενες και άμεσα εξαρτώμενες. Εχετε δει πολλά γλυπτά να αλλάζουν με το πέρασμα του χρόνου, πέρα από το να συνυπάρχουν με την πατίνα του χρόνου στην επιφάνειά τους;
«Η συμπεριφορά μας ως ανθρώπων, ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον γείτονα, φέρ’ ειπείν, είναι κομμάτι της τέχνης, είναι μέρος μιας οραματικής ιδέας» παραδέχονται. Εκεί αποδίδουν και την εικαστική μακροημέρευσή τους. «Οι περισσότεροι καλλιτέχνες του 20ού και 21ου αιώνα αφιερώνουν την καριέρα τους στην εξέλιξη της τεχνικής και της οπτικής τους γλώσσας. Εμείς είμαστε η εξέλιξη του μέσου ανθρώπου. Ημασταν νέοι και τώρα μεγαλώσαμε. Αυτό είναι κάτι περισσότερο από την εξέλιξη μιας εικαστικής γλώσσας». Αυτό είναι και το μεγαλύτερο κομμάτι της γοητείας τους. Θα δίναμε άραγε την ίδια βαρύτητα στο έργο τους, θα αγόραζαν οι θαυμαστές και πελάτες τους τις φωτοσοπαρισμένες και ζωγραφισμένες φωτογραφίες τους εάν αυτές δεν συνοδεύονταν από τη χαρισματική παρουσία τους; Ή από τη χαριτωμένη, επίμονη διεκδίκησή τους στον μπoντλερικό άγραφο νόμο της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: «Tο δικαίωμα του ατόμου «να φάσκει και να αντιφάσκει»»; Μάλλον όχι.

Η οργασµική εµπειρία της τέχνης

Γι’ αυτό, παρ’ όλες τις ενστάσεις σου, είναι δύσκολο να μην τους παραδεχτείς. Πόσοι καλλιτέχνες μπορούν να παινευτούν ότι βρίσκονται πενήντα χρόνια σε έναν τόσο ανταγωνιστικό χώρο που δεν τους έχει αποβάλει; Πενήντα ολόκληρα χρόνια που «γιορτάστηκαν» με εκθέσεις σε Λονδίνο, Παρίσι, Νέα Υόρκη, Βρυξέλλες, Νάπολι και τώρα Αθήνα. «Είναι ένα καταπληκτικό επίτευγμα, είμαστε πολύ περήφανοι» παραδέχονται. Και η αλήθεια παραμένει ότι, μολονότι θα απομάκρυναν με μια περιφρονητική κίνηση του χεριού τη ρήση του Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς «οι περισσότεροι καλλιτέχνες είναι σταματημένοι ή υιοθετούν ένα ύφος και όταν το κάνουν αυτό, συνάπτουν μια σύμβαση και αυτό είναι το τέλος τους, ενώ για κάποιον που κινείται όλα περιέχουν μια ιδέα, διότι αυτός που κινείται τρέχει ασταμάτητα, αυτός που κινείται απλώς εξακολουθεί να φτερουγίζει», το επαναλαμβανόμενο εικαστικό ιδίωμά τους, τουλάχιστον στην παρούσα έκθεση στην «Bernier/Eliades», μαρτυρά ότι τα «φτερά» τους δεν είναι πλήρως αποδυναμωμένα.
«Η δημιουργία της τέχνης είναι μια τεράστια κινητήρια δύναμη, μια οργασμική εμπειρία που βγαίνει από μέσα μας. Είναι όπως όταν σε ελκύει συναισθηματικά ή σεξουαλικά κάποιος άνθρωπος και αισθάνεσαι ανεβασμένος, αισθάνεσαι ότι είσαι ξεχωριστός. Πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να το καταφέρουν αυτό. Ξέρετε, η συγγραφή ενός πολύ βαρετού μυθιστορήματος είναι κάτι πολύ δύσκολο. Η συγγραφή ενός επιτυχημένου μυθιστορήματος είναι κάτι ακόμη πιο δύσκολο» λέει ο Τζορτζ. «Ημασταν πάντα outsiders, γι’ αυτό και καταφέραμε πάνω – κάτω να κάνουμε αυτό που θέλαμε. Δεν ήμασταν ποτέ κομμάτι του κόσμου της τέχνης. Ακόμη και στην Αγγλία» θα συμπληρώσει ο Γκίλμπερτ. «Δεν μας αποδέχονταν γιατί κάναμε κάτι διαφορετικό, οπότε έπρεπε διαρκώς να αποδεικνύουμε την αξία μας. Ξανά και ξανά. Ακόμη και σήμερα. Στην Αγγλία δεν γράφουν κριτική για το έργο μας γιατί πιστεύουν ότι είμαστε πολύ διάσημοι ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων» θα συμπληρώσει με ουδέτερο τόνο.
«Μα η «Tate Modern» διοργάνωσε το 2007 μια αναδρομική έκθεση αφιερωμένη στο έργο σας και ήταν το πρώτο τόσο εκτενές αφιέρωμα σε καλλιτέχνες που βρίσκονται εν ζωή» θα αντιτάξω. «Ημασταν πάντα οutsiders ως άνθρωποι, δεν συναναστραφήκαμε άλλους καλλιτέχνες και τον κόσμο της τέχνης» θα διευκρινίσει ο Γκίλμπερτ, προσπερνώντας την αναφορά στην «Tate». Στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ είναι κοινό μυστικό ότι οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ δεν είναι ευχαριστημένοι με τον τρόπο που έχει αντιμετωπίσει το έργο τους η «Tate Modern», «αυτή η μηχανή κιμά», επειδή δεν το έχει αναρτημένο στη μόνιμη συλλογή της. Γι’ αυτό και πήραν την κατάσταση στα χέρια τους και ετοιμάζουν το δικό τους ίδρυμα πολύ κοντά στο σπίτι τους, στο Σπίταλφιλντς του Ανατολικού Λονδίνου, προκειμένου να παρουσιάζουν τη δουλειά τους σε μόνιμη βάση, αλλά και να διασφαλίσουν ότι το έργο τους θα έχει την προβολή που του αρμόζει όταν εκείνοι θα έχουν πλέον φύγει.
«Λέγαμε και εμείς στους φίλους μας ότι είμαστε immoral (ακόλαστοι) και εκείνοι μας έλεγαν «μήπως εννοείτε immortal (αθάνατοι);». Ολοι θέλουμε να ζήσουμε για πάντα. Αυτός είναι ένας τρόπος για να προσεγγίσουμε την αθανασία». Είναι οι όψιμες σκέψεις δύο εβδομηντάρηδων οι οποίοι αισθάνονται ότι, μεγαλώνοντας, γίνονται πιο σπουδαίοι, ότι έχουν μεγαλύτερη δημιουργική δύναμη από ό,τι πριν, «δύναμη να κάνουμε οτιδήποτε θελήσουμε». Υπάρχει κανείς που δεν τους πιστεύει;
«The Beard Pictures»: Γκαλερί «Bernier/Eliades» (Επταχάλκου 11, Θησείο), έως τις 22 Φεβρουαρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 21 Ιανουαρίου 2018.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ