Και μόνο που έχει τραγουδήσει το δημοφιλέστερο ελληνικό χριστουγεννιάτικο τραγούδι (μετά, φυσικά, τα κάλαντα) θα της άξιζε μια θέση στο εορταστικό μας τεύχος, όμως η Δέσποινα Βανδή δεν είναι απλώς η ερμηνεύτρια του ύπουλα εθιστικού τέτοιες μέρες χιτ «Χριστούγεννα». Αποτελώντας για αρκετά χρόνια ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της ελληνικής ποπ μουσικής (η οποία περιλαμβάνει και το σύγχρονο ελαφρολαϊκό τραγούδι), βρήκε –όταν κατέρρευσε ουσιαστικά η δισκογραφία και ξεπεράστηκε η εποχή που την ανέδειξε –τον τρόπο να επανεφεύρει, τρόπον τινά, τον εαυτό της. Κερδίζοντας αρχικά το τηλεοπτικό κοινό με τον συγκροτημένο λόγο της από τη θέση του κριτή πρώτα στο «Voice» και πλέον στο «Rising Star» του ΑΝΤ1, ενώ εφέτος διανύει τη δεύτερη σεζόν ως πρωταγωνίστρια του «Mamma Mia!», της ελληνικής μεταφοράς του διάσημου μιούζικαλ που παρουσιάζεται στο Ακροπόλ.
Στην καλοκουρδισμένη παράσταση, την οποία έχει σκηνοθετήσει η Θέμις Μαρσέλλου, η Βανδή αποδεικνύει ότι, εκτός από το να τραγουδάει σωστά, μπορεί και να παίζει με απολαυστική φυσικότητα. Θα έχει ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε την εξέλιξή της από εδώ και πέρα, μια και φαίνεται πως η σοβαρή καμπή που πέρασε η καριέρα της πριν από μερικά χρόνια τη βοήθησε να επαναπροσδιορίσει τους επαγγελματικούς στόχους της και –γιατί όχι; –να βρεθεί ένα βήμα πιο κοντά στην αυτογνωσία.

Κυρία Βανδή, πόσο διαφέρει η μουσική σκηνή από το σανίδι του θεάτρου; «Εχουν σίγουρα μία βασική διαφορά: όταν βγαίνεις σε μια σκηνή για να τραγουδήσεις έχεις το περιθώριο του λάθους. Οταν τραγουδάω σε ένα μαγαζί αισθάνομαι ότι επικοινωνώ με το κοινό, ότι όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν έρθει για να γίνουμε όλοι μαζί μια παρέα –είναι τόσο ζωντανή η σχέση αυτή, αυτό το δούναι και λαβείν, που ακόμη και κάτι να ξεχάσεις, κάτι να πεις λάθος, σου συγχωρείται. Στο θέατρο δεν υπάρχει αυτό το περιθώριο, και η αλληλεπίδραση συμβαίνει με τους συναδέλφους σου, όχι με τους θεατές. Πρέπει σε κάθε παράσταση να μπαίνεις σε μια συγκεκριμένη συναισθηματική συνθήκη, απαιτεί απόλυτη πειθαρχία αυτό και όσο κι αν θεωρείς ότι ξέρεις τον ρόλο, το να είσαι αληθινός –το ζητούμενο δηλαδή –είναι πολύ δύσκολο».
Πόσο μοιάζετε με την Ντόνα του «Mamma Mia!»; «Είναι ένας ρόλος που δεν είναι δύσκολος να τον καταλάβω, μάνα είμαι άλλωστε, και η Ντόνα ως χαρακτήρας δεν απέχει και πολύ από εμένα. Πρόκειται για μια τραγουδίστρια που τα άφησε όλα και έδωσε έναν μεγάλο αγώνα για να μεγαλώσει το παιδί της. Ο καθένας δίνει τον αγώνα του για να πετύχει κάποια πράγματα, μην κοιτάτε το φαίνεσθαι. Απλώς εκείνη είναι μια εργαζόμενη μάνα που είναι μόνη, δεν έχει κάποιον σύντροφο να τη στηρίξει. Νομίζω πως η μεγάλη επιτυχία της παράστασης είναι ότι εντάξαμε στους χαρακτήρες την ελληνική ιδιοσυγκρασία, αυτόν τον έντονο τρόπο με τον οποίο βιώνουμε τα συναισθήματά μας. Οταν είχα δει πρώτη φορά το μιούζικαλ στο Λονδίνο θυμάμαι ότι δεν στάθηκα τόσο στην πλοκή, με είχε συνεπάρει το γεγονός πως όλοι οι θεατές ήταν όρθιοι και τραγουδούσαν τα τραγούδια των Abba (σ.σ. οι Βρετανοί έχουν αδυναμία στους Abba. Πριν από λίγες ημέρες εγκαινιάστηκε μάλιστα στο Southbank Centre μια μεγάλη έκθεση που είναι αφιερωμένη στο σουηδικό συγκρότημα). Στην ταινία με τη Μέριλ Στριπ κατάλαβα κάποια πράγματα πιο ξεκάθαρα».
Υποδύεστε στο θέατρο μια κάπως αντισυμβατική μητέρα, ενώ εσάς σας φαντάζομαι περισσότερο σαν «τυπική ελληνίδα μάνα». Εχετε προσπαθήσει ωστόσο να αποφύγετε την επανάληψη μιας κλασικής μητρικής συμπεριφοράς με την οποία μεγαλώσατε; «Το πρώτο πράγμα που μου έρχεται στο μυαλό είναι οι παντόφλες. Και οι πιτζάμες. Μέχρι και σήμερα με κυνηγάει η μάνα μου να τις φορέσω και της λέω καμιά φορά: «Kοντεύω, βρε μάνα, τα 50 και ακόμη με αυτά ασχολούμαστε;». Εμένα εν τω μεταξύ μου αρέσει πάρα πολύ να περπατάω ξυπόλυτη, στο πάτωμα, στη γη, οπουδήποτε, και απεχθάνομαι και τις πιτζάμες. Πάντως, μεγαλώνοντας παιδιά δεν γίνεται να μην πατήσεις στα δικά σου βιώματα, όσο και αν θέλεις να αποφύγεις κάποια πράγματα, είτε μιλάμε για χαριτωμένες στιγμές είτε για κάτι πιο σοβαρό».
Αλήθεια, η σχέση σας με τα μιούζικαλ ποια ήταν πριν από αυτή την παράσταση; «Ηθελα πάρα πολλά χρόνια να κάνω μιούζικαλ. Τα σόου που έκανα στο Rex, για παράδειγμα, είχαν συχνά επιρροές από τα θεάματα που έβλεπα στο Λονδίνο. Είχα αυτή την τρέλα όταν πήγαινα στην Αγγλία, πέρα από τη μόδα που παρακολουθούσα, το βασικό μου μέλημα ήταν να δω και τα μιούζικαλ κάθε σεζόν για να πάρω ιδέες. Κάποιες φορές η μεταφορά τους γινόταν ομαλά και επιτυχημένα, άλλες πάλι η απόδοση δεν ήταν και τόσο πιστή. Είχα π.χ. δει μια χρονιά τις «Μάγισσες του Ιστγουικ» και τους De La Guarda. Από εκεί εμπνευστήκαμε με τον Φωκά Ευαγγελινό τότε που κυκλοφόρησε το «Υποφέρω» το κόνσεπτ να πετάω από ψηλά. Το λέω στον επιχειρηματία και εκείνος με καθησύχασε: «Θα σ’ το κάνει ο κ. Μίλτος εδώ, θα πετάξεις μια χαρά, θα γίνει αυτό που θέλεις». Ε, ας πούμε ότι δεν έγινε τελικά με τον μαγικό τρόπο που είχα δει στο θέατρο. Την τρέλα λοιπόν που είχα, προσπαθούσα να την προσαρμόσω στα μπουζούκια: να παντρέψω, με όχημα τα ποπ κομμάτια μου, ό,τι έβλεπα στο Γουέστ Εντ και στo Μπρόντγουεϊ με τα λαϊκά τραγούδια, που δεν θα πάψουν ποτέ να με συγκινούν και να με εκφράζουν».
Είπατε αμέσως το «ναι» όταν σας έγινε η πρόταση για το «Mamma Mia!» ή ζυγίσατε πρώτα τα υπέρ και τα κατά; «Ξέρετε, είχα λίγο παραιτηθεί από την ιδέα ότι θα έπαιζα σε μιούζικαλ όταν ήρθε αυτή η πρόταση, η οποία με έκανε πολύ χαρούμενη. Ηξερα ότι το έργο είναι καταπληκτικό. Το τραγουδιστικό κομμάτι δεν το φοβόμουν. Μπήκα στη διαδικασία να σκεφτώ ότι θα υπάρξουν άνθρωποι που θα με κρίνουν και για τις υποκριτικές μου ικανότητες. Αλλά είπα, πόσο χάλια θα μπορούσα να είμαι; Αποφάσισα να δουλέψω πιστεύοντας ότι θα έφτανα σε ένα, αν μη τι άλλο, αξιοπρεπές επίπεδο. Δεν είμαι ηθοποιός, δεν έχω βλέψεις για Οσκαρ, και σε τελική ανάλυση αυτό που κάνεις πάνω σε μια σκηνή είναι πάνω απ’ όλα έντιμο. Εκεί πάνω δεν μπορείς να κρυφτείς, φαίνεται ό,τι είναι ο καθένας μας. Και τον βαθμό μάς τον δίνει το κοινό. Με ενδιέφερε η γνώμη του κόσμου, το να πιάσω τον παλμό των θεατών. Είπα ότι αν καταφέρω να τους συγκινήσω, τότε θα έχω πετύχει. Εννοείται πως οι επαγγελματίες του θεάτρου μπορούν να μου βρουν χίλια ψεγάδια, και θα έχουν και δίκιο».
Θεωρείτε αλάνθαστο το κριτήριο του κοινού; Βλέπουμε συχνά να προκρίνει ανθρώπους αμφιβόλου αξίας… «Θεωρώ το κριτήριο του κόσμου αλάνθαστο, με την έννοια ότι υπάρχει λόγος όταν κάποιος γίνεται εξαιρετικά δημοφιλής –κάτι συμβαίνει εκεί, κάτι αληθινό. Αυτό δεν σημαίνει ότι εγώ προσωπικά συμφωνώ πάντα με την αισθητική του μεγάλου κοινού. Δεν μας ταιριάζουν όλα».
Είχατε περισσότερο άγχος απ’ ό,τι συνήθως πριν από την πρεμιέρα; «Πριν από την πρεμιέρα, όπως και πριν από κάθε πρεμιέρα, ήθελα να φύγω τρέχοντας, αυτό δεν θα το ξεπεράσω ποτέ στη ζωή μου. Μόλις άκουσα τις πρώτες νότες από την ουβερτούρα του έργου άρχισα να ψάχνω την κοντινότερη έξοδο. Είπα στον εαυτό μου «Θυμήσου τα λόγια σου, ο Θεός μαζί σου» και βγήκα. Από τότε μέχρι σήμερα έχω αγαπήσει πάρα πολύ αυτό που συμβαίνει, με γοητεύει αφάνταστα, αισθάνομαι ότι δεν υπάρχει τέλμα, ανακαλύπτω κάθε φορά και κάτι καινούργιο. Βλέπω με άλλα μάτια και τους ηθοποιούς. Πήγα πρόσφατα στην επίσημη πρεμιέρα της «Φιλουμένας» με την Ελένη Ράντου, είδα ότι μπορώ να αντιληφθώ αλλιώς τη μαγεία που έχει αυτό το πράγμα. Αν δεν είχε υποχρεωτικές παρουσίες στη Δραματική Σχολή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, εκεί θα είχα πάει. Ηταν το πρώτο πράγμα που έψαξα όταν πήγα στη Θεσσαλονίκη ως φοιτήτρια αλλά μετά το διάβασμα που είχα ρίξει για να περάσω στο Πανεπιστήμιο δεν θα άντεχα να μπω αμέσως σε μια τέτοια απαιτητική διαδικασία. Το είχα όμως το μικρόβιο. Και τώρα ψάχνω να κάνω κάποια μαθήματα, να γίνω καλύτερη, με γοητεύει το θέατρο. Τους θαυμάζω τους ηθοποιούς και πάνω στη σκηνή τούς χαζεύω. Στο τραγούδι είναι αλλιώς. Είναι μια σόλο κατάσταση, ένας μοναχικός δρόμος. Στο θέατρο η προσπάθεια είναι ομαδική».
Αποδέχεστε πλέον πιο εύκολα τις προκλήσεις; «Κοιτάξτε, όταν είσαι μικρός η ζωή είναι μια εκδρομή, λειτουργείς παρορμητικά και αυθόρμητα γιατί δεν έχεις να απολογηθείς σε κανέναν, θέλεις να τα κάνεις όλα, δοκιμάζεις και δοκιμάζεσαι. Οταν μπαίνεις σε μια φάση που έχει αρχίσει να δομείται μια καριέρα, μηχανικά, ασυναίσθητα, γίνεσαι λιγότερο τολμηρός επειδή φοβάσαι μήπως χάσεις ό,τι έχεις κερδίσει, τα κεκτημένα σου. Εκεί πέρασα μια περίοδο κατά την οποία αν δεν είχα την έγκριση από την εταιρεία ή τους συνεργάτες μου αισθανόμουν μεγάλη ανασφάλεια, γι’ αυτό και έκανα μόνο πράγματα που μου έδιναν σιγουριά. Μετά τα 40 άρχισα να σκέφτομαι διαφορετικά, άρχισα να βρίσκω τον εαυτό μου και αποφάσισα πως θέλω να ζήσω τη ζωή μου υπακούοντας μόνο στις δικές μου επιθυμίες».
Συνέπεσε αυτή η αλλαγή με την κρίση στη δισκογραφία και γενικότερα στη χώρα; «Για εμένα ήταν καθαρά μια προσωπική διαδικασία, απαλλάχτηκα από κάποια βάρη. Με προβλημάτισαν πολλά πράγματα σε σχέση με τη δουλειά μου και έφτασα σε ένα σημείο που αναρωτήθηκα ποια θέλω να είμαι μέσα σε αυτή την κατάσταση. Εκεί απελευθερώθηκα. Θέλω λοιπόν να βγάζω τραγούδια τα οποία θα αγγίζουν την ψυχή μου και δεν με ενδιαφέρει πραγματικά αν θα καταφέρουν να φτάσουν στο Νο 1 των ραδιοφώνων. Είναι τρομερό κάθε χρόνο να έχεις την αγωνία των τσαρτ. Θα το πω πολύ χύμα και ωμά: σήμερα δεν με ενδιαφέρει το εύκολο σουξέ. Εννοείται πως θα ήθελα να κάνω επιτυχίες, αλλά δεν θα προσαρμοστώ σε οποιαδήποτε τάση μπορεί να είναι της μόδας προκειμένου να συμβεί αυτό. Δεν έχω την αγωνία να αποδείξω ποια είμαι. Χάρη στον Φοίβο, αλλά και σε άλλους συνθέτες, έχω μαζέψει στο δισάκι μου κάποια όμορφα τραγούδια τα οποία αντέχουν στον χρόνο. Γι’ αυτό και λέω: «Και τώρα, κορίτσι μου, τι κάνεις; Ο,τι γουστάρεις». Εχω δικαίωμα στην αποτυχία, έκανα κάποιες δουλειές που ήταν αποτυχημένες. Αυτό με άλλαξε, με ξύπνησε και με πήγε μπροστά. Στην επιτυχία δεν προβληματίζεται κανείς. Η αποτυχία σε αναγκάζει να μπεις σε εγρήγορση και να κοιτάξεις βαθιά μέσα σου».
Ποια ηταν η κινητήριος δύναμη για να ανεβείτε στην κορυφή στον τομέα σας; «Λέω μερικές φορές στην κόρη μου: «Οτιδήποτε κάνεις στη ζωή σου να το αγαπάς και να δουλεύεις πάνω σε αυτό. Δεν θα επαναπαύεσαι ποτέ, ούτε θα λες αυτό είναι, τα έχω καταφέρει». Κοιτώντας πίσω καταλαβαίνω το εξής: ήμουν μια κοπέλα που σπούδαζε στη Θεσσαλονίκη και αγαπούσε το τραγούδι. Από παιδί όταν με ρωτούσαν τι θα ήθελες να γίνεις όταν μεγαλώσεις, απαντούσα «ηθοποιός ή τραγουδίστρια». Δεν ξέρω γιατί υπήρχε αυτή η φωνή μέσα μου, αν σκεφτείτε ότι ζούσα στην Καβάλα, σε μια πόλη και σε μια εποχή χωρίς προσλαμβάνουσες τέτοιου τύπου. Δεν ήμουν τόσο ταλαντούχα. Εκεί έξω υπήρχαν και υπάρχουν πολύ πιο ταλαντούχοι άνθρωποι από εμένα και όταν ξεκίνησα ήμουν μια φοβερά μέτρια τραγουδίστρια. Αυτό όμως καθόρισε τα πράγματα για εμένα. Επειδή από τη φύση μου έχω την τάση να φτάνω καθετί με το οποίο καταπιάνομαι στην καλύτερη δυνατή του μορφή, από την πρώτη στιγμή που έπιασα το μικρόφωνο ξεκίνησα μαθήματα, είπα ότι θέλω να γίνω καλύτερη. Βελτιώθηκα. Είχα βέβαια και τύχη. Βρέθηκα να τραγουδάω δίπλα στον υπέροχο Βασίλη Καρρά και με πρόσεξαν οι κατάλληλοι άνθρωποι».
Φιλόδοξη ήσασταν; «Δεν είχα ποτέ τη φιλοδοξία να γίνω δημοφιλής ή διάσημη. Ηθελα να είμαι καλή. Θυμάμαι ότι ήθελα να κυκλοφορήσω ένα ωραίο τραγούδι και να με παίξουν τα ραδιόφωνα. Την πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή μου στο ράδιο κοκάλωσα, ήταν μια στιγμή πολύ περίεργη και αμήχανη. Την πρώτη φορά που με αναγνώρισε ο περιπτεράς της γειτονιάς μου, μετά από 13 εμφανίσεις στο Γαλάτσι TV, GTV λεγόταν τότε, έπαθα επίσης πλάκα».

Τη διάρκεια τι την καθορίζει; «Παίζουν ρόλο τα πάντα γύρω μας. Ολοι μπορούν να κάνουν κάποια στιγμή μια επιτυχία, λίγοι όμως καταφέρνουν να χτίσουν μια πορεία μέσα στα χρόνια. Τον μεγαλύτερο ρόλο τον παίζει η προσωπικότητα, ποιος είναι αυτός ο άνθρωπος, ποιοι είναι οι φίλοι του, πώς μιλάει, πώς φέρεται, τι τον έχει πλάσει, ποιος είναι ο σύντροφος και οι συνήθειές του. Η διάρκεια είναι μια σύνθεση πολλών πραγμάτων, κατά βάση όμως είναι θέμα επιλογών και οι επιλογές είναι θέμα μυαλού και προσωπικότητας. Το ίδιο και η διαχείριση της επιτυχίας, η οποία μπορεί να σου σηκώσει τα μυαλά –αν και πάντα υπάρχει ένα, ας το πούμε, συγχωροχάρτι περιορισμένης διάρκειας, γιατί δεν ξέρεις τι να κάνεις όταν από εκεί που δεν σε ξέρει κανείς σε φωνάζει μια μέρα όλη η Ελλάδα με το μικρό σου όνομα».
Εσείς πάντως, σε αντίθεση με αρκετούς καλλιτέχνες, δίνατε ανέκαθεν την εντύπωση μιας γυναίκας χωρίς αυτοκαταστροφικές τάσεις… «Οι καλλιτέχνες δεν είμαστε καλά. Δεν θεωρώ ότι τυχαία ένας άνθρωπος μπορεί να γίνει τραγουδιστής μόνο και μόνο επειδή έχει ωραία φωνή. Υπάρχει το θέμα της αποδοχής που παίζει έναν βαθύ
ψυχολογικό ρόλο και, δεν θα ήθελα να βαρύνω το κλίμα πιο πολύ, αλλά νομίζω ότι δεν μπορείς να τραγουδήσεις για τον έρωτα ή για έναν εσωτερικό πόνο αν δεν τον έχεις νιώσει. Αυτός που θα γίνει τραγουδιστής του έρωτα, για παράδειγμα, πρέπει να έχει κλάψει πολύ, να υπάρχει ένα τραύμα, μια πληγή που δεν κλείνει. Υπάρχουν στη ζωή δύο δρόμοι, ο ένας σε οδηγεί στην αυτοβελτίωση και ο άλλος σε καθηλώνει στη στασιμότητα και στη μιζέρια. Εγώ ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που αγωνίζονται πάντα για το καλύτερο, που στοχεύουν πάντα προς την εξέλιξη. Φυσικά το έκανα ενστικτωδώς, διαισθητικά μικρότερη, τώρα πλέον το κάνω συνειδητά, για εμένα και για τα παιδιά μου και για τους ανθρώπους που με αγαπούν. Αυτή είναι η προσωπική μου αναζήτηση».
Τι σας βοηθά σε αυτή σας τη διαδρομή; «Μου αρέσει πολύ να διαβάζω, και τα βιβλία μού έχουν ανοίξει τη σκέψη. Αυτό που σπούδασα, η Φιλοσοφική, δεν ήταν τελικά τυχαία επιλογή. Εκεί επιστρέφω όταν τα βρίσκω σκούρα, ειδικά σε κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Στον Αριστοτέλη ή τον Ηράκλειτο, για παράδειγμα, έχω βρει πολύ ουσιώδη πράγματα. Επίσης, ζω με έναν άνθρωπο που γεννήθηκε με ώριμη σκέψη και πάντα λειτουργούσε ως πυροσβέστης στους δικούς μου υπερβολικούς καμιά φορά ενθουσιασμούς. Ο Ντέμης είναι πολύ πιο γειωμένος και λογικός από εμένα. Ακόμη και σήμερα τον θαυμάζω και χαίρομαι πολύ που είμαστε μαζί».
Αποτελείτε πρότυπο για τα νέα αγόρια και κορίτσια. Τι παράδειγμα θα θέλατε να δίνετε με τη δημόσια παρουσία σας; «Στα νέα παιδιά λέω αυτό που προσπαθώ να καταλάβουν και τα δικά μου παιδιά, ότι για να γίνουν ευτυχισμένοι ενήλικοι καλό θα είναι να μη βιαστούν να αποφασίσουν τι θα κάνουν στη ζωή τους αλλά να βρουν κάτι που αγαπούν πραγματικά. Ολες οι δουλειές έχουν τις δυσκολίες τους, όμως οι αναποδιές αντιμετωπίζονται πιο εύκολα όταν κάνεις αυτό που αγαπάς. Ολοι έχουμε γεννηθεί για κάποιον σκοπό, το πιστεύω αυτό, όλοι έχουμε ταλέντο σε κάτι και το οφείλουμε στον εαυτό μας να το ανακαλύψουμε και να επικεντρωθούμε σε αυτό. Αυτό που προσπαθώ να λέω στις γυναίκες, συνομήλικες, μεγαλύτερες και νεότερες, είναι να μη θεωρούν ότι η ζωή τους τελείωσε επειδή μεγάλωσαν και έκαναν οικογένεια και παιδιά. Θα ήθελα να τις εμπνέω να πηγαίνουν κόντρα στην παραίτηση, να προσέχουν τον εαυτό τους, να παραμένουν υγιείς και ερωτεύσιμες. Δεν μιλάω για την εξωτερική ομορφιά, που είναι κάτι πολύ παροδικό, η ουσιαστική ομορφιά έχει να κάνει με το να γίνεσαι πιο όμορφος άνθρωπος. Γνωρίζω βέβαια πόσο δύσκολη είναι η καθημερινότητα, γιατί έχω δύο παιδιά και, αντίθετα με ό,τι μπορεί να πιστεύει κανείς, εγώ η ίδια τούς μαγειρεύω, τα φροντίζω, τους διαβάζω και τα πηγαίνω στις δραστηριότητές τους».
Η μητρότητα φαίνεται να αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή σας. Τις γυναίκες που δεν κάνουν αυτή την επιλογή τις κατανοείτε; «Σέβομαι και εκτιμώ αφάνταστα εκείνες που λένε ότι δεν θέλουν να κάνουν παιδιά επειδή επιθυμούν, π.χ., να αφοσιωθούν στην καριέρα τους, και είναι χίλιες φορές προτιμότερο γιατί στο τέλος της ημέρας ο ρόλος της μητέρας είναι ο δυσκολότερος ρόλος που θα έχεις στη ζωή σου. Καλά κάνουν και οι γυναίκες και οι άνδρες που συνειδητά δεν αποκτούν παιδιά. Δεν ήρθαμε όλοι σε αυτόν τον κόσμο για να γίνουμε γονείς, δεν είμαστε όλοι πλασμένοι για αυτό».
Οι δικοί σας γονείς σας υπήρξαν οικονομικοί μετανάστες. Στις μέρες μας έχει γιγαντωθεί το brain drain: νέοι, μορφωμένοι Ελληνες εγκαταλείπουν τη χώρα επειδή έχουν λιγοστέψει οι επαγγελματικές επιλογές τους. Σας φοβίζει αυτό το ενδεχόμενο για τα δικά σας παιδιά; «Ανησυχώ πολύ. Το να γίνουν τα παιδιά μου πολίτες του κόσμου θα ήθελα να είναι δική τους επιλογή και όχι μονόδρομος εξαιτίας της έλλειψης ευκαιριών ή προοπτικής στην πατρίδα τους, με στενοχωρεί πολύ αυτή η σκέψη. Και φυσικά οι περισσότεροι διαπρέπουν στο εξωτερικό γιατί εκεί υπάρχει κράτος –εδώ δεν τα έχουμε καταφέρει ακόμη. Συχνά εκτός Ελλάδας υπάρχει αξιοκρατία, αλληλοσεβασμός αλλά και νόμοι που δεν αλλάζουν κάθε έξι μήνες. Είναι κρίμα, γιατί έχουμε ως λαός πολλά προτερήματα, δεν είναι τυχαίο που τόσα σπουδαία πράγματα, η φιλοσοφία, η δημοκρατία, το θέατρο, γεννήθηκαν εδώ».
Πώς νιώθετε που το όνομά σας έχει συνδεθεί με το πιο… διαχρονικό ελληνικό χριστουγεννιάτικο τραγούδι μετά τα κάλαντα; «Διάβασα ένα tweet τις προάλλες που έλεγε ότι με τα «Χριστούγεννα» είναι σαν να μας λέει η Βανδή «θα με ακούτε μέχρι να πεθάνετε», και σκέφτηκα: «Αχ, μην το θέτετε έτσι, δεν είναι ωραίο αυτό». Σηματοδοτεί όμως πλέον την έναρξη της εορταστικής περιόδου αυτό το τραγούδι –όταν το φτιάχναμε με τον Φοίβο δεν φανταζόμασταν ότι θα εξελισσόταν σε τέτοιο φαινόμενο. Για εμένα βέβαια το απόλυτο χριστουγεννιάτικο τραγούδι είναι το «Last Christmas» των Wham!, γιατί με αυτό μεγαλώσαμε. Δεν το βαριέμαι καθόλου. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τα «Χριστούγεννα». Ωραίο είναι».
Την περίοδο που η καριέρα σας έκανε μια καμπή σκεφθήκατε καθόλου να σταματήσετε το τραγούδι; «Οχι, πρόκειται για μια βαθύτερη εσωτερική ανάγκη. Γι’ αυτό και βλέπεις προχωρημένης ηλικίας τραγουδιστές να βγαίνουν στη σκηνή –τους καταλαβαίνω, όπως αναπνέεις, έτσι θέλεις και να τραγουδάς. Ανεβοκατεβάσματα υπάρχουν σε όλες τις καριέρες, στο τέλος το μόνο που μετράει είναι να αντέχεις, και εγώ έχω ακόμη πολλή όρεξη, δεν θέλω να χάσω ποτέ αυτόν τον ενθουσιασμό. Δεν με πειράζει αν έκλεισε κάποιος κύκλος, θα ανοίξει ένας άλλος και πάλι από την αρχή. Εχει τόσα η ζωή να μας δώσει. Σημασία έχει όταν πέσεις να προβληματιστείς για αυτό και να ξανασηκωθείς». l
«Mamma Mia!»
Αθήνα: Θέατρο Ακροπόλ (Ιπποκράτους 9-11, Αθήνα), έως 14 Ιανουαρίου 2018.
Θεσσαλονίκη: Radio City Theater (λεωφ. Βασ. Ολγας 11 – Παρασκευοπούλου 9), από 24 Ιανουαρίου 2018.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Σάββατο 23 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ