Η Ελένη Καραΐνδρου θα μπορούσε άνετα να πρωταγωνιστεί σε καμπάνια κατά της συνταξιοδότησης, κυριολεκτικής ή μεταφορικής, καθώς εύκολα την περνάει κανείς για γυναίκα με τα μισά της χρόνια, έτσι όπως περιφέρεται σαν σίφουνας και αραδιάζει αναμνήσεις, ονόματα και χρονολογίες με την άνεση καλά προετοιμασμένης παίκτριας σε τηλεπαιχνίδι γνώσεων. Σίγουρα έχει ευλογηθεί με αειθαλή γονίδια, όμως το μεγάλο μυστικό της αιώνιας νεότητάς της είναι προφανώς στην περίπτωσή της η έντονη σχέση της με τη δημιουργία, αλλά και μια σπάνια παλικαριά (δεν βρίσκω άλλη λέξη να περιγράψω την αύρα που την περιβάλλει), η οποία γίνεται αντιληπτή αμέσως μόλις βρεθείς στον ίδιο χώρο μαζί της.
Τους τελευταίους μήνες τρέχει σαν τρελή. «Είμαι πολύ ευτυχής» εξηγεί η ίδια. «Είναι μια εποχή που είμαι τρομακτικά γεμάτη, πάρα πολύ περήφανη, και η κούραση που θα έπρεπε να νιώθω δεν με καταβάλλει. Εχω μεγάλη χαρά για τις δύο μουσικές που με πολύ μεράκι και αγάπη έφτιαξα πέρυσι. Η μία ήταν για το «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία της Νικαίτης Κοντούρη –ξανασυνάντησα εκεί τον Τένεσι Γουίλιαμς μετά τον «Γυάλινο κόσμο» του 1988. Η δεύτερη ήταν για την παράσταση «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα στο Εθνικό Θέατρο. Αυτό το έργο του Ευγένιου Ο’ Νιλ με αφορούσε τρομερά γιατί αγγίζει την ψυχοσύνθεση των ιρλανδών μεταναστών στην Αμερική. Το άλλο μιλάει για πολύ διαφορετικά θέματα: τον χρόνο, την τέχνη, τη φθορά, όλα αυτά βέβαια σε ένα πλαίσιο ρατσισμού στην Αμερική του Νότου». Τα αναλύει όλα αυτά πιο διεξοδικά στο σημείωμα της καλαίσθητης έκδοσης που έχει κυκλοφορήσει με την επιμέλεια της Μικρής Αρκτου. Αναφέρεται στην «επιστροφή στο Εθνικό μετά από 29 χρόνια (τελευταία φορά ήταν το 1988 με τον «Γλάρο» του Τσέχοφ σε σκηνοθεσία Ζυλ Ντασσέν)», και επιδίδεται γενναιόδωρα σε τιμητική αναφορά όλων των πολύτιμων συνεργατών της.
Η προετοιμασία για μια κυκλοφορία με τη μουσική από δύο παραστάσεις που έχουν ολοκληρώσει εδώ και μήνες τον κύκλο τους δεν δικαιολογεί φυσικά τη σχεδόν απόλυτη έλλειψη ελεύθερου χρόνου. Εδώ μπαίνουν στο παιχνίδι δύο συνεργασίες που ξεπερνούν τα σύνορα της χώρας μας. «Είχε έρθει και με είχε βρει εδώ στην Αθήνα το 2016, λίγο καιρό αφότου ανέλαβε καθήκοντα ως καλλιτεχνικός διευθυντής του φημισμένου La Colline – Théâtre National στο Παρίσι, ένας νέος άνθρωπος, ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης, ο Ουαζντί Μουαουάντ» θυμάται. Γνωστός από το θεατρικό του «Μέσα στις φλόγες» που έχει μεταφερθεί στον κινηματογράφο και έφτασε στις υποψηφιότητες των ξενόγλωσσων Οσκαρ, ο λιβανέζικης καταγωγής Μουαουάντ έχει ανεβάσει στο Ηρώδειο το καλοκαίρι του 2011 την παράσταση «Γυναίκες: Τραχίνιες, Ηλέκτρα, Αντιγόνη». Ο 49χρονος δημιουργός δεν άφησε πολλά περιθώρια στην Ελένη Καραΐνδρου να αρνηθεί την πρότασή του να δουλέψουν μαζί. «Με συγκίνησε το γεγονός ότι με είχε ανακαλύψει την εποχή που έκανα το «Βλέμμα του Οδυσσέα». Εγραψα τη μουσική για την παράστασή του που λέγεται «Tous des oiseaux», ζήσαμε μια καταπληκτική περιπέτεια, και στις 17 Νοεμβρίου που πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα ήμουν παρούσα σε αυτό που λέμε θρίαμβο».
Την ίδια εντύπωση μεταφέρουν και οι έγκριτες γαλλικές εφημερίδες που κάνουν λόγο στις κριτικές τους για μια παράσταση σημαντική και παθιασμένη: «Το έργο μιλάει για την ταυτότητα, όπως ο Αγγελόπουλος είχε πάθος να μιλάει για τα σύνορα, έτσι κι αυτός εξερευνά την έννοια της ταυτότητας. Με πήρε και ο Κώστας Γαβράς τηλέφωνο όταν είδε την παράσταση ενθουσιασμένος από το αποτέλεσμα. Η μουσική θα κυκλοφορήσει κατά πάσα πιθανότητα του χρόνου. Τώρα τελειώνω το σάουντρακ μιας ταινίας που έχει ως προσωρινό τίτλο τη λέξη «Bomb» και μιλάει για τους βομβαρδισμούς στο Ιράν από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν. Την έχει σκηνοθετήσει ο ιρανός ηθοποιός και σκηνοθέτης Πεϊμάν Μααντί». Ούτε ο Μααντί είναι φυσικά μια τυχαία περίπτωση. Πρωταγωνιστούσε στην αριστουργηματική ταινία του Ασγκάρ Φαραντί «Ενας χωρισμός» και τον είδαμε πρόσφατα στην τηλεοπτική σειρά «A Night Οf».
Θα άξιζε εδώ να σημειώσουμε ότι αν ζούσε ακόμη ο Αγγελόπουλος, ίσως να μην είχαν το θάρρος αυτοί οι καλλιτέχνες να προσεγγίσουν την Καραΐνδρου. Και είναι φυσικό και επόμενο, αφού τη σπουδαία συνθέτρια την έχουμε ταυτίσει οι περισσότεροι με τον κινηματογράφο του. Εχει γράψει όμως μουσικές για περισσότερες από 55 θεατρικές παραστάσεις. Τα τραγούδια από τον «Γλάρο» ή το «Χάθηκα μέσα στη ζωή μου» από το έργο «Διαμάντια και μπλουζ» θεωρούνται κλασικά. Είναι διαφορετική η διαδικασία της σύνθεσης στη μία και στην άλλη περίπτωση; Προτιμά η ίδια κάτι από τα δύο; «Δεν υπάρχει διαφορά, όλα τα απολαμβάνω. Η μουσική είναι μια ιστορία εντελώς ελεύθερη, ανεξέλεγκτη, ποιος μπορεί να την καθοδηγήσει; Oλα γίνονται διαισθητικά. Το θέατρο έχει κάτι πιο γοητευτικό σε σχέση με το σινεμά, γίνονται όλα μπροστά στα μάτια σου. Το σινεμά είναι μια πιο σκοτεινή υπόθεση, με την έννοια ότι δεν ξέρεις πώς θα καταλήξει, πρέπει να μπει ο σκηνοθέτης στην αίθουσα του μοντάζ και να ενώσει τα κομμάτια του παζλ. Μου αρέσει το θέατρο πολύ και το αγαπάω, έχω γράψει τη μουσική για σχεδόν 60 παραστάσεις, είναι μια υπέροχη περιπέτεια, μια περίοδος έντονης δημιουργικότητας με συνεργάτες τους ηθοποιούς, τον σκηνοθέτη και τον συγγραφέα, του οποίου τον κόσμο καλείσαι να αγκαλιάσεις. Υπάρχει κάτι πολύ ανθρώπινο σε αυτή τη διαδικασία. Και το σινεμά έχει μια μεγάλη δική του γοητεία που σου αποκαλύπτεται αργότερα».
Εχοντας συνεργαστεί τόσο στενά με τον Αντώνη Αντύπα και έχοντας την τύχη να δει πολλούς ταλαντούχους ηθοποιούς να καταθέτουν σώμα και ψυχή επάνω στη σκηνή, ποιες στιγμές ξεχωρίζει; «Εχω κάνει πάρα πολλές παραστάσεις με τον Αντώνη στο Απλό Θέατρο και πάντα πιστεύω ότι όταν δουλεύεις με έναν σκηνοθέτη πολύ, βαθαίνει η σχέση και αποκαλύπτονται σπουδαία πράγματα. Πολλές ερμηνείες θα μου μείνουν αξέχαστες: η Αλέκα Παΐζη στη «Διήγηση της υπηρέτριας Τσερλίνε». Ηταν απίστευτη. Ο Αρης Λεμπεσόπουλος που ήταν εκπληκτικός στην παράσταση «Ενας σύζυγος». Ηταν τόσο καλός που όταν ήρθαν και τον είδαν ο Μάνος Χατζιδάκις με τον Δημήτρη Χορν, αυτά τα δύο θηρία, ήταν τόσο συγκινημένοι που πήγαν και του ζήτησαν αυτόγραφο. Η Μάνια Παπαδημητρίου στη «Μόλλυ Σουήνη». Δεν ξεχνιέται, σου σηκώνεται η τρίχα να τη σκέφτεσαι. Η Ράνια Οικονομίδου, η οποία ήταν εκπληκτική σε όλα της, αλλά στο «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» ήταν το κάτι άλλο. Δεν νομίζω να έχει παιχτεί ποτέ ξανά αυτός ο ρόλος με τέτοιον τρόπο. Μια άλλη περίπτωση είναι ο Καταλειφός, έξοχος σε πολλές δουλειές, τον θυμάμαι στον «Επιστάτη» του Πίντερ. Ολοι οι Πίντερ που έχει ανεβάσει ο Αντώνης ήταν πολύ ωραίες δουλειές, γι’ αυτό και γεννήθηκε αυτή η φιλία μεταξύ τους και μας καλούσε κάθε χρόνο στο σπίτι του στο Λονδίνο». Υπενθυμίζουμε πως το 2006, με εισήγηση του νομπελίστα Χάρολντ Πίντερ, ο Αντώνης Αντύπας αντιπροσώπευσε την Ελλάδα στο Συμπόσιο για τη βράβευση του συγγραφέα (Ευρωπαϊκό βραβείο θεάτρου) στο Τορίνο, συμμετέχοντας στο πάνελ μαζί με εξέχοντες σκηνοθέτες άλλων χωρών.
Σε μια τόσο μεγάλη πορεία είναι αναμενόμενο ότι θα υπάρχουν και ορισμένες απογοητεύσεις. Οχι για τις αποτυχίες, αλλά για εκείνα που χάθηκαν χωρίς λόγο. «Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν επτά χρόνια στο Τρίτο Πρόγραμμα κι επειδή μας αγαπούσε και μας εκτιμούσε κάλεσε εμένα, τον Νίκο Κυπουργό, τον Γιώργο Κουρουπό, τον Αντώνη Κοντογεωργίου, τον Δημήτρη Μαραγκόπουλο και διάφορους άλλους και γίναμε η ομάδα του. Εχω κάνει μάλιστα μια συγκλονιστική έρευνα με λαϊκούς οργανοπαίχτες, τον Χαλκιά, τον Στεφανίδη, που δεν είχα χρήματα τότε να την κρατήσω σε αντίγραφα. Oλα αυτά έχουν χαθεί. Εδώ βέβαια δεν έχουν κρατηθεί τα σχόλια του Μάνου. Ελάχιστα διασώθηκαν. Διότι οι επόμενοι δεν πόνεσαν τη δουλειά και τον κόπο μας. Δεν σεβάστηκαν καν την παράδοσή μας, διότι αυτοί οι άνθρωποι έφυγαν από τη ζωή και δεν θα ξανάρθει να παίξει και να αυτοσχεδιάσει ο Τάσος Χαλκιάς, ο Νίκος Στεφανίδης ή ο Γιάννης Σούλης. Με θλίβει αυτό. Πρέπει να γίνουμε πιο πατριώτες και να σεβόμαστε το λιθαράκι που έβαλε ο άλλος». Ποια είναι η ρίζα αυτών των φαινομένων; «Αυτές οι συμπεριφορές είναι αποτέλεσμα μιας διαστρέβλωσης κοινωνικής. Επικρατεί ένας βαθύτατος ανταγωνισμός σε όλους τους τομείς ο οποίος εμφανίζεται με πολλές μορφές. Ο ανταγωνισμός και ο φθόνος προκαλούν ζημιά στον τόπο. Είμαι όμως αισιόδοξη, προχωράω, δημιουργώ, δεν το βάζω κάτω. Χρειάζεται όμως να αναδυθεί κάποιου τύπου αλληλεγγύη, αλλιώς δεν προοδεύουμε. Το γεγονός ότι υπάρχει διχασμός για όλα και μια ανυπομονησία να κατεδαφίσουμε ό,τι βρούμε μπροστά μας με προβληματίζει. Θα έπρεπε τώρα, πιο πολύ από ποτέ, να έχουμε ομοψυχία».
Επί σειρά ετών η Καραΐνδρου κτίζει ένα μετρημένο, «σοβαρό» προφιλ. Τόσο που ξαφνιάζεσαι όταν τη γνωρίζεις από το πόσο επιρρεπής είναι στο πείραγμα. «Η μουσική μου κανονικά, αν την ψάξεις βαθιά, θα έπρεπε να αποκαλύπτει και τον χαρακτήρα μου. Αυτό που δεν φαντάζονται οι πιο πολλοί είναι ότι συχνά είμαι ο μεγαλύτερος κωμικός. Ορισμένοι που δεν με γνωρίζουν το υποψιάζονται ωστόσο. Κάποιος έγραψε στο Facebook: «Αμα είσαι πεσμένος, άκου Ελένη Καραΐνδρου και θα φτιάξει η διάθεσή σου». Αρα η μουσική μου τους ανεβάζει, δεν έχει σημασία που έχει μελαγχολία, η μελαγχολία είναι λυτρωτική. Αν δεν στενοχωρηθείς και λίγο, πώς θα χαρείς όταν δεις ένα ωραίο ηλιοβασίλεμα; Ημουν πάντα θετικός άνθρωπος, δημιουργική μέχρι τρέλας, δίνομαι με μανία σε ό,τι κι αν κάνω και δίνω τη μεγαλύτερη σημασία στις σχέσεις τις ανθρώπινες. Δεν αισθάνομαι ότι είμαι ένας ταγμένος καλλιτέχνης που πατάει επί πτωμάτων για την επιτυχία και την αναγνώριση. Αυτό που με απασχολεί είναι να υπάρχουν άνθρωποι που τους έδωσα κάτι με τη μουσική μου: oμορφιά, παρηγοριά… Γιατί η τέχνη αυτό κάνει, παρηγορεί. Αγαπώ και τη φύση πολύ. Και είναι λογικό, αφού μεγάλωσα σε χωριό έως τα επτά μου χρόνια, ξυπόλυτη, μέσα στο δάσος, και είμαι εξοικειωμένη με το φυσικό περιβάλλον. Και μια καλή υγεία που έχω εκεί τη χρωστάω, νομίζω».
Είναι ωραίο να μιλάς μαζί της για αυτά που την κάνουν να γελάει. «Ο κωμικός που με έκανε να πεθαίνω στα γέλια ήταν ο Ντάνι Κέι, δεν θα αναφέρω τον Χοντρό και τον Λιγνό ή τον Μπάστερ Κίτον –αυτούς εννοείται πως τους είχα για ψωμοτύρι, αλλά ο Κέι μου άρεσε γιατί δεν έκανε πολλά. Για να γελάσω δεν χρειάζομαι κόλπα, δεν θέλω να μου το υπογραμμίζει ο άλλος. Φυσικά είχαμε καταπληκτικούς κωμικούς και στον ελληνικό κινηματογράφο, τον Βασίλη Αυλωνίτη ή τον Ντίνο Ηλιόπουλο, για παράδειγμα. Δεν έχω προκαταλήψεις. Ούτε στη μουσική. Αγαπώ πολλά είδη, την κλασική, την προκλασική, την τζαζ, αλλά και τη σύγχρονη –αρκεί να μη με κοροϊδεύει. Διότι είμαι αρκετά έξυπνη και καλλιεργημένη για να καταλάβω την απάτη».
Της ζητάω να μου αποκαλύψει ένα μεγάλο όνομα που θεωρεί απάτη αλλά αρνείται. «Δεν θέλω να είμαι αρνητική και να εστιάζω στις απάτες. Τα τελευταία χρόνια έχω αγαπήσει έναν εικαστικό, τον Γκέρχαρντ Ρίχτερ. Οι άνθρωποι που έχουν περάσει από μια μεγάλη ταλαιπωρία εμφανίζουν συχνά ιδιαίτερες ευαισθησίες. Αυτός έζησε το φρικτό πρόσωπο του ναζισμού ως παιδί. Είδε την αγαπημένη του θεία, που ήταν σχιζοφρενής, να εξολοθρεύεται από το καθεστώς του Χίτλερ. Τα σκέφτεσαι και απορείς. Η Ιστορία της ανθρωπότητας είναι γεμάτη από τρέλα. Και συνεχίζεται. Βλέπω τον Κιμ Γιονγκ Ουν της Βόρειας Κορέας ή και τον Τραμπ ακόμη και αναρωτιέμαι, πώς φτάσαμε ως εδώ; Και πού θα φτάσουμε ακόμη… Ενας πολιτικός που αγαπούσα πολύ ήταν ο Νέλσον Μαντέλα. Υπήρξε υπόδειγμα η στάση ζωής του. Μόνο έτσι, μόνο ένας ταγμένος στο καθήκον πολιτικός μπορεί να είναι σεβαστό πρόσωπο. Ο Καποδίστριας έδειξε έγνοια για αυτόν τον τόπο, όμως οι φατρίες, τα συμφέροντα, δεν τον άφησαν να ολοκληρώσει το έργο του. Οι άνθρωποι είμαστε περίεργα ζώα και θα ήθελα να αρχίσουμε να βάζουμε λίγο μυαλό, αν και καμιά φορά αμφιβάλλω γι’ αυτό. Ας κρατήσουμε όμως μια αισιόδοξη προοπτική. Υπάρχει άλλωστε πρόοδος στην επιστήμη, στη φιλοσοφία, στην τεχνολογία. Και η τέχνη έχει να δώσει λαμπρά παραδείγματα σήμερα, όμως όλα αυτά γίνονται ερήμην της πολιτικής».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ