H Εμα Ντόναχιου εμπνέεται από αληθινές ιστορίες. Ωστόσο, σπανίως αυτές είναι ευρέως γνωστές, όπως συνέβη στην περίπτωση του «Δωματίου» της, του βιβλίου που την έφερε στις υποψηφιότητες του Booker το 2010 αλλά και των Οσκαρ του 2016 (προτάθηκε στην κατηγορία καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου) για την ομώνυμη ταινία του Λένι Αμπραμσον, με πρωταγωνίστρια την Μπρι Λάρσον. Αυτή ήταν μια ιστορία για ένα παιδί που ζει φυλακισμένο σε ένα υπόγειο δωμάτιο μαζί με τη μητέρα του εξαιτίας μιας αποτρόπαιης υπόθεσης απαγωγής και εγκλεισμού.
Η σπερματική ιδέα για το βιβλίο είχε προέλθει από τη διαβόητη υπόθεση Φριτζλ, την εξωπραγματική ιστορία του Αυστριακού που κρατούσε σε ένα υπόγειο, βίαζε και κακοποιούσε επί 24 χρόνια την κόρη του αποκτώντας μαζί της επτά παιδιά. Ηταν ένα συγκλονιστικό βιβλίο που έδωσε τροφή για μια βαθιά συγκινητική ταινία. Ηταν ωστόσο μια απόκλιση από τη λογοτεχνική πορεία της ιρλανδοκαναδής συγγραφέως. Διότι εκείνη συνήθως ανακαλύπτει παραγνωρισμένα ή απολύτως ξεχασμένα ιστορικά γεγονότα του 19ου αιώνα, «μικρά ακατέργαστα διαμάντια», σύμφωνα με τον «Guardian», και τα μετατρέπει σε λαμπρές αφηγήσεις. Για παράδειγμα, η «Κόκκινη κορδέλα» (στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004) ήταν ένα βιβλίο βασισμένο στην πραγματική ιστορία της Bρετανής Μέρι Σόντερς, μιας υπηρέτριας που δολοφόνησε την κυρία της το 1763, παρακινημένης από την αγάπη της για τα όμορφα ρούχα. Το «Τhe Sealed Letter» (2006) από την άλλη, βασιζόταν σε ένα πολύκροτο διαζύγιο της βικτωριανής εποχής.
Στο πρώτο της βιβλίο μετά την κολοσσιαία επιτυχία του «Δωματίου» η Ντόναχιου επανέρχεται σε γνώριμα μονοπάτια. «Το θαύμα» (εκδόσεις Παπαδόπουλος) είναι η ιστορία μιας εντεκάχρονης η οποία νηστεύει και τρέφεται για μήνες μόνο με νερό, λες και έχει καταληφθεί από το πνιγηρό δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας με το οποίο γαλουχήθηκε. Παρ’ όλα αυτά, όχι μόνο ζει αλλά και βασιλεύει, καθώς δεκάδες προσκυνητές συρρέουν στο μικρό χωριό της στην Ιρλανδία του 19ου αιώνα για να την αγγίξουν, με την ελπίδα να τους μεταγγιστεί λίγη από τη θαυματουργή αύρα της.
Μια νοσοκόμα, μαθήτρια της Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ, προσλαμβάνεται από την Επιτροπή της τοπικής κοινότητας και αναλαμβάνει να την επιτηρεί προκειμένου να διαπιστώσει αν η περίπτωσή της είναι όντως θαυματουργή ή απλώς μια απάτη. Δεν χωράει αμφιβολία, την προσοχή μας την έχει με το «καλημέρα σας». «Η Ντόναχιου επενδύει στην πλοκή, πλοκή, πλοκή, κι ας την έχει ο Θεός καλά γι’ αυτό» έγραφε ο Στίβεν Κινγκ σε κριτική του για το βιβλίο της.
Η Ντόναχιου το καταφέρνει γιατί φέρνει στο φως την ανορεξία παλαιάς κοπής, τότε που η ακραία αφαγία δεν γινόταν με σκοπό την απόκτηση μιας λεπτής σιλουέτας «αλλά για λόγους πειθαρχίας, αγνότητας και θηλυκότητας» όπως θα πει στο BHΜΑgazino. Γιατί, από όταν υπέπεσαν στην προσοχή της, ήταν αδύνατον να της διαφύγουν οι περιπτώσεις των «Νηστευτριών». Ηταν καθολικές ή και διαμαρτυρόμενες γυναίκες, αλλά συνήθως κορίτσια που ισχυρίζονταν ότι μπορούσαν να επιβιώσουν για μεγάλες περιόδους χωρίς τροφή και εμφανίστηκαν μεταξύ 16ου και 20ού αιώνα στη Νότια Αμερική, στη Δυτική Ευρώπη ή στα Βρετανικά Νησιά.
«Συνήθως επικαλούνταν θρησκευτικούς λόγους για αυτή τους την επιλογή και γίνονταν celebrities εξαιτίας της αφαγίας τους. Στο βιβλίο μου το κορίτσι οδηγείται στην απόφασή της από τη βαθιά πίστη στη θρησκεία της και ήταν απαραίτητο για εμένα να κατανοήσω αυτή την ανάγκη της. Οπως και οι υπόλοιπες «Νηστεύτριες», θυμίζει αγίους από τον Μεσαίωνα οι οποίοι υπέβαλλαν τον εαυτό τους σε μαρτύρια εν είδει εξιλέωσης, αλλά η περίπτωσή τους φέρνει στον νου και τη σύγχρονη ανορεξία. Τελικά, δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο ακριβώς. Ορισμένες ιστορίες που ανακάλυψα όταν έκανα την έρευνά μου ήταν δυσβάσταχτα τραγικές, ακόμη και για μια συγγραφέα με σκοτεινά γούστα όπως τα δικά μου».
Οπως η περίπτωση της 12χρονης Ουαλής Σάρα Τζέικομπ, η οποία πέθανε μία εβδομάδα αφότου άρχισαν να την παρακολουθούν νοσοκόμες το 1869. Ή η μάλλον κωμική περίπτωση της Αγγλίδας Αν Μουρ, η οποία, όπως αποκαλύφθηκε, απλώς κορόιδευε τον κόσμο. Η Ντόναχιου αποφάσισε να μην περιμένει να ανακαλύψει την ιστορία με τη σωστή δόση αλήθειας και ενδεχομένως υποφερτής τραγικότητας, αλλά να δημιουργήσει μια δική της. «Από τεχνική άποψη, συχνά είναι δύσκολο να μπλέκεις τη μυθοπλασία με τα γεγονότα, όμως η παραδοξότητα λεπτομερειών από αληθινές ιστορίες πάντα τροφοδοτεί τη φαντασία μου. Επειτα, όταν πρέπει να δημιουργήσω με λέξεις έναν κόσμο που δεν υπάρχει πλέον, όπως η Ιρλανδία του 19ου αιώνα, έχω την αίσθηση ότι βγαίνει ο καλύτερος εαυτός μου. Ισως επειδή με ενδιαφέρει να μάθω περισσότερα για την ποιότητα των υποδόριων δυνάμεων που διαμόρφωσαν τους Ιρλανδούς, ιδίως εκεί στα μέσα του 19ου αιώνα. Οχι μόνο επειδή κατάγομαι και έζησα στη χώρα μέχρι τα 20 χρόνια μου, αλλά και επειδή μετά τη μεγάλη Πείνα της δεκαετίας του 1840 αυτοκαθοριζόμαστε ως ένας λαός που γνωρίζει πολύ καλά τι εστί έλλειψη τροφής».
Ορισμένοι από τους αναγνώστες της Ντόναχιου ερμήνευσαν «Το θαύμα» ως μια επίθεση στον καθολικισμό ή τουλάχιστον ως μια δριμεία κριτική απέναντι στις ακραίες εκδηλώσεις ορισμένων εκφάνσεων της θρησκείας. Ωστόσο, η ενεργά καθολική Ντόναχιου, το όγδοο παιδί μιας οικογένειας με πατέρα τον Ντένις Ντόναχιου, τον ακαδημαϊκό και μελετητή του Τ.Σ. Ελιοτ, απλώς έμαθε να ερευνά και λίγο προτού πιστέψει.

Η συγγραφική ζωή έξω από το «Δωμάτιο»

Συχνά ερωτάται πόσο δύσκολο είναι να γράφει κάποιος έπειτα από μια τέτοια εκδοτική (και κινηματογραφική) επιτυχία. Η Ντόναχιου είχε ανεβάσει σε δυσθεώρητα ύψη τον πήχη των προσδοκιών των αναγνωστών της αλλά και των εκδοτικών οίκων που εκδίδουν τα βιβλία της. Για παράδειγμα, ο Picador στη Μεγάλη Βρετανία είχε αγοράσει τα δικαιώματα του «Δωματίου» για ένα «τρομακτικά μεγάλο ποσό», όπως είχε δηλώσει. Η ίδια ισχυρίζεται ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά. «Οταν κυκλοφόρησε «Το δωμάτιο» ήμουν βετεράνος όχι μόνο στο να γράφω βιβλία διαφορετικών ειδών ήδη από τα 23 μου χρόνια αλλά και στο να τα εκδίδω. Εχω επίγνωση ότι κάποια θα είναι πάντα πιο δημοφιλή από ορισμένα άλλα, όπως και ότι αυτό δεν είναι λόγος για να αποζητάς να γράφεις μόνο εκείνα που έχουν τη δυναμική να γίνουν επιτυχίες.Τι να πω, ίσως πλέον οδηγούμαι πιο εύκολα να γράψω μια πλοκή που συνεπαίρνει και το διακύβευμα είναι υψηλότερο από ό,τι σε παλαιότερα βιβλία μου.Αλλά αυτό δεν το προκάλεσε τόσο η επιτυχία του «Δωματίου» αλλά πιο πολύ η αίσθηση ότι μετά από τόσα χρόνια συγγραφικής δραστηριότητας πρέπει να γνωρίζω πρώτα από όλους εγώ η ίδια γιατί ο αναγνώστης θα πρέπει να μπει στον κόπο να γυρίσει τις σελίδες του βιβλίου μου».
Πάντως, δεν μπορεί να μην προσέξει κανείς ότι το μεγαλύτερο μέρος της πλοκής του «Θαύματος» διαδραματίζεται και πάλι σε ένα μικρό δωμάτιο. Απ’ ό,τι φαίνεται, οι μικροί χώροι τροφοδοτούν τη φαντασία της Ντόναχιου. «Ποιος ξέρει, ίσως δεν είμαι τόσο φιλόδοξη ως συγγραφέας. Ομως μου αρέσει να τοποθετώ την πλοκή των βιβλίων μου μέσα σε έναν περιορισμένο χώρο δράσης. Είναι ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος για να δημιουργήσεις ένταση, όπως ακριβώς σε μια ιστορία μυστηρίου» έλεγε μόλις είχε κυκλοφορήσει «Το θαύμα» στην Αγγλία. «Το βιβλίο αυτό είναι μια αντίστροφη εκδοχή του «Δωματίου», καθώς έχει να κάνει με τον τρόπο που φυλακίζουμε τον εαυτό μας, τους φρικτούς περιορισμούς στους οποίους υποβάλλουμε τους εαυτούς μας».
Ενα άλλο κοινό που μοιράζεται το «Δωμάτιο» με το «Θαύμα» είναι ότι τις αφορμές για τη συγγραφή τους τις έδωσαν ιστορίες παιδιών, σαφώς ή εμμέσως. Στην πρώτη περίπτωση, η εικόνα του πεντάχρονου Φέλιξ, του γιου της έγκλειστης Ελίζαμπεθ Φριτζλ, ήταν εκείνη που παρακίνησε την Ντόναχιου να γράψει μια ιστορία για την περίπλοκη αλλά πολύ δυνατή σχέση μάνας – γιου και τις πολλαπλές διαστάσεις της μητρότητας. Συγκεκριμένα, «τα διάπλατα ανοιχτά μάτια του παιδιού που αντικρίζει για πρώτη φορά έναν κόσμο εκτός του υπογείου όπου έχει γεννηθεί και μεγαλώσει, σαν να ήταν ένας εξωγήινος που προσγειώθηκε στη Γη. Ισως έπαιξε τον ρόλο του και το γεγονός ότι ο γιος μου ήταν περίπου στην ίδια ηλικία με τον Φέλιξ όταν είχε γίνει γνωστή η ιστορία του» δήλωνε όταν είχε κυκλοφορήσει το διεθνές μπεστ σέλερ της. Επ’ αφορμή του «Θαύματος» και των ανορεξικών κοριτσιών, σημειώνει: «Τελικά πιστεύω ότι ένας από τους λόγους που με άγγιξαν τόσο οι ιστορίες των «Νηστευτριών» ήταν η περίπτωση της κόρης ενός φίλου που πάσχει από διατροφική διαταραχή. Επαιξε βέβαια τον ρόλο του και το ότι έχω μια κόρη που πεινάει συνέχεια». Γιατί η Εμα Ντόναχιου εκτός από διάσημη συγγραφέας είναι και μια άσημη αλλά ανήσυχη μάνα.

Η μάνα και το νόημα της ζωής

Δεν έχει ωστόσο καμία σχέση με την τυπική (ελληνίδα και μη) μάνα. Η 48χρονη Ντόναχιου έχει δύο παιδιά με τη σύντροφό της, Κρις Ρούλστον, η οποία είναι καθηγήτρια Γυναικείων Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο. Για χάρη της, εξάλλου, μετακόμισε και ζει στον Καναδά. «Οταν σκέφτομαι πόση ντροπή και αμηχανία αισθάνονταν οι γκέι τη δεκαετία του ’90, δενμπορώ να το πιστέψω ότι εγώ κατέληξα να έχω δύο παιδιά και να είμαι και λεσβία. Οταν ήμουν μικρότερη πίστευα ότι θα μπορούσα να έχω μόνο το ένα ή το άλλο».Η επισήμως Ιρλανδοκαναδή Ντόναχιου, η οποία σπούδασε και έζησε για οκτώ χρόνια στην Αγγλία, μεγαλώνει τα παιδιά της στην προοδευτική κοινωνία του Καναδά, αν και όπως έχει πει, πλέον καμία χώρα δεν μπορεί να την ικανοποιήσει απόλυτα. «Ιδανικά θα ήθελα να ζήσω σε μια χώρα με βρετανικές εφημερίδες, τον καιρό της Νότιας Γαλλίας, αμερικανική τηλεόραση και τους ευγενικούς τρόπους των Καναδών».
Μέχρι να συμβεί αυτό, εκείνη συνεχίζει να γράφει τα βιβλία της και να ζει καθημερινά το «αρχέγονο δράμα» τού να είσαι γονιός, καθώς σκοντάφτει στις πολλές πτυχές της «διπολικής ποιότητας» που διακρίνει αυτή την ιδιότητα. «Η μητρότητα με έκανε να θέσω στον εαυτό μου μεγάλα ερωτήματα για τα οποία καμία εμπειρία δεν με είχε προετοιμάσει. Είμαι ένα άτομο ή δύο; Είμαι μία μονάδα ή μία σχέση; Ποιος είναι ο σκοπός μου σε αυτόν τον πλανήτη; Τι μου ανήκει; Τι είμαι ικανή να κάνω; Τι νόημα έχει η εξάντληση που νιώθω, ο πόνος, οι απογοητεύσεις; Πάντως, το υπέροχο με το να είσαι γονιός είναι ότι περιορίζει τον ελεύθερο χρόνο σου. Σε γεμίζει ενθουσιασμό για τη δουλειά, γιατί τρέχεις στο γραφείο σου για να ξεφύγεις από το καροτσάκι στο χολ του σπιτιού».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ