Περιττό να τον συστήσεις. Ο Γιώργος Κιμούλης, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, παραμένει πρωταγωνιστής, είτε παίζει είτε όχι. Ανθρωπος που δεν κρύβει τις γωνίες και τις αδυναμίες του, καλλιτέχνης που ενόχλησε με τον δημόσιο, υπέρ ΣΥΡΙΖΑ, λόγο του, ο Κιμούλης έχει τον δικό του τρόπο να αντιμετωπίζει φίλους και εχθρούς –αν και τους τελευταίους δείχνει σχεδόν να τους επιζητεί…
Το «Μαυροπούλι» του Ντέιβιντ Χάροουερ, στο οποίο σκηνοθετείτε και πρωταγωνιστείτε, εμπεριέχει θέματα όπως η παιδοφιλία, η ερωτική επιθυμία, η σεξουαλική παρενόχληση. Πού βρίσκεται, κατά τη γνώμη σας, το όριο; «Τα όρια τα βάζει, κάθε φορά, ο κοινωνικός μας χώρος. Ανάλογα με την τάση που επικρατεί, αυξομειώνονται και τα όρια. Αν υπάρχει μια τάση προς το απελεύθερο, τα όρια ανοίγουν. Αν υπάρχει μια ροπή στον συντηρητισμό, τα όρια κλείνουν. Τώρα στον παγκόσμιο χάρτη τα όρια είναι αρκετά κλειστά και κλείνουν όλο και πιο πολύ».
Μπροστά στον κίνδυνο σεξουαλικής παρενόχλησης, αυτοπεριορίζεστε; «Ναι. Είναι φυσικό. Η έννοια της ευγένειας πρέπει να είναι βασικό χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Στην απόρριψη μιας επιθυμίας δεν πιστεύω ότι θίγεται μόνον ο εγωισμός αυτού που απορρίπτεται, αλλά και εκείνου που απορρίπτει. Αν έχεις, λοιπόν, ψήγματα ευγένειας, δεν θα φέρεις τον άλλον σε δύσκολη θέση».
Σας έχουν απορρίψει; «Οπως όλους. Αν και εγώ ίσως και να προοικονομώ κάπως την απόρριψη. Δεν αποκλείεται να είναι μια προσπάθεια αυτοπροστασίας μου, αλλά παίζει μεγάλο ρόλο και η έννοια της ευγένειας που ανέφερα προηγουμένως».
Πώς ορίζετε την ερωτική επιθυμία; «Σκοτεινό τοπίο. Εκεί που ο άνθρωπος αποφεύγει να κοιτάξει, όχι επειδή δεν μπορεί να δει, αλλά επειδή φοβάται να δει. Τυφλά ενδίδει ή τυφλά καταπιέζεται να ενδώσει. Ειδικά όμως η καταπίεση εμφανίζεται μπροστά σου, σχεδόν πάντα, στον μέλλοντα χρόνο, και μάλιστα με βίαιο πρόσωπο. Πολλά μπορούμε να πούμε όταν προσπαθούμε να εξηγήσουμε γιατί μας αρέσει κάποιος. Αλλά ποτέ δεν ξέρουμε με σιγουριά την αιτία. Μια ανάσα, μια συγκεκριμένη αφή, μια μυρωδιά… Υπάρχει κενό ερμηνείας στον χώρο της ερωτικής επιθυμίας».
Σας έχουν εκπλήξει οι δικές σας; «Πολλές φορές. Εχω συχνά προσπαθήσει να βρω ομοιότητες, χωρίς αποτέλεσμα. Ισως κάποιος που βλέπει απ’ έξω μπορεί να δει καλύτερα. Θα υπάρχει κάποιος κοινός παρανομαστής. Εγώ δεν μπορώ να τον δω. Εχω την αίσθηση ότι αυτό που αναμοχλεύει την ερωτική επιθυμία, και στον άνδρα και στη γυναίκα, κινείται στον χώρο ενός είδους τιμωρίας. Ο άνδρας βέβαια κάνει το λάθος να νομίζει πως αυτός ενδύεται το προσωπείο του τιμωρού και η γυναίκα του τιμωρούμενου. Στην πραγματικότητα, όμως, η γυναίκα έχει τη δυνατότητα να ενδύεται και τα δύο προσωπεία».
Εφέτος θα παίξετε για πρώτη φορά στο Εθνικό, στο «Ψηλά από τη γέφυρα» του Αρθουρ Μίλερ. Σας εξέπληξε η πρόσκληση; «Με τον Στάθη Λιβαθινό γνωριζόμασταν, αλλά δεν ήμασταν φίλοι. Με εξέπληξε όμως η γενναιοδωρία του –και το εκτιμώ πολύ αυτό. Είχε ακουστεί, κι ας μην ίσχυε κάτι τέτοιο, ότι θα αναλάμβανα εγώ το Εθνικό. Το να καλείς κάποιον που μπορεί να ήταν στη θέση σου –έστω κι αν κάτι τέτοιο, επαναλαμβάνω, δεν θα γινόταν –είναι στοιχείο γενναιοδωρίας και ανοιχτότητας».

Σημαίνει κάτι για εσάς το συγκεκριμένο θέατρο; «Ναι. Με τιμά η πρόσκληση. Από την άλλη, ανέκαθεν ήμουν εχθρός της αντίληψης που έλεγε πως πάω στο Εθνικό να παίξω έργα που δεν μπορώ να παίξω στο ελεύθερο θέατρο. Οπότε αυτός ο αποκλεισμός μου όλα αυτά τα χρόνια από τέτοιους δημόσιους οργανισμούς, Εθνικό, Φεστιβάλ, μου έδωσε αναγκαστικά τη δυνατότητα να διακινδυνεύσω να τα παίξω στο ελεύθερο θέατρο, ιδίοις εξόδοις. Σε κάποια πέτυχα, σε κάποια απέτυχα. Κάποια μου έδωσαν τη δυνατότητα να επενδύσω στην επόμενη παραγωγή. Κάποια με κατέστρεψαν. Είμαι περήφανος που δεν γονάτισα στην αποτυχία των ονείρων μου».
Νιώθετε αποκλεισμένος; «Χωρίς παράπονο, ναι. Σε όλη την περίοδο του Γιώργου Λούκου, ας πούμε, κάθε χρόνο έκανα αίτηση και την απέρριπταν. Μία φορά έπαιξα σ’ αυτά τα οκτώ χρόνια, στη «Μήδεια», σε σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου, κι αυτό επειδή δόθηκε το πράσινο φως στον παραγωγό αυτής της παράστασης. Το ίδιο έγινε και πέρυσι, όπως και εφέτος απ’ ό,τι βλέπω. Δεν με ενοχλεί. Ειλικρινά. Συνηθισμένος είμαι. Αυτό που θεωρώ απαράδεκτο είναι ο αλαζονικός τρόπος κάποιων καλλιτεχνικών διευθυντών. Ενας τρόπος που εκθέτει πολλούς και πρώτ’ απ’ όλα την ίδια την κυβέρνηση. Ας πούμε, εφέτος παγιδεύεται ένα πρόσωπο σαν τον Γιάννη Μηλιό (σ.σ.: πρόεδρος ΔΣ του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου) και βάζει την υπογραφή του σε μια σύμβαση μεταξύ ενός δημόσιου οργανισμού και μιας ιδιωτικής εταιρείας που ανήκει ουσιαστικά στον καλλιτεχνικό διευθυντή αυτού του οργανισμού».
Αναφέρεστε στις «Θεσμοφοριάζουσες» που θα ανεβάσει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος με το Θέατρο του Νέου Κόσμου, που τώρα διευθύνει ο γιος του… «Ε, ναι. Είναι ιδιαίτερα επηρμένο αυτό το «Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει»».
Πώς το εξηγείτε; «Δείγμα της αυθάδειας αυτής της προνομιακής τάξης κάποιων αξιωματούχων, που λόγω εξουσιολαγνείας εκτροχιάζονται. Πολύ επικίνδυνο».
Πιστεύετε δηλαδή ότι δεν πρέπει να σκηνοθετεί στο Φεστιβάλ που διευθύνει; Γιατί ως προς την παραγωγή, ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος ξεκαθάρισε ότι πρόκειται για συνεργασία του Φεστιβάλ με το ΔΗΠΕΘΕ.
«Το έμαθα και θα το δούμε αυτό. Το θέμα δεν είναι μόνον η σκηνοθεσία. Εγώ μιλάω περί αλαζονείας του κ. Θεοδωρόπουλου και αυτός το επιβεβαιώνει ταυτίζοντας τον εαυτό του με τον Ολιβιέ Πι. Τι να πει κανείς; Του εύχομαι περαστικά. Ελπίζω, όμως, οι προϊστάμενοί του να κοιτάξουν με μεγαλύτερη σοβαρότητα την πράξη του, ελέγχοντας με προσοχή τη σύμβαση, που πολύ φοβάμαι ότι θα εκθέσει μελλοντικά τον πρόεδρο, το ΔΣ του Φεστιβάλ και ίσως και κάποιο ΔΗΠΕΘΕ το οποίο θα θελήσει να συμμετέχει σ’ αυτό το γαϊτανάκι. Εγώ επιμένω και θεωρώ πως είναι υπέρβαση των κανόνων δεοντολογίας η υπογραφή σύμβασης μεταξύ Φεστιβάλ και εταιρείας στην οποία –εμφανώς ή αφανώς – συμμετέχει ο ίδιος ο καλλιτεχνικός διευθυντής ή συγγενικό του πρόσωπο, έστω κι αν παρεισφρέει ενδιάμεσα κάποιο ΔΗΠΕΘΕ. Επίσης, ελπίζω να ελέγξουν και τις περυσινές συμβάσεις του Ελληνικού Φεστιβάλ, μήπως έχει συμβεί το ίδιο και μάλιστα με δυσμενείς όρους για το Δημόσιο. Μακάρι η γνώμη μου να είναι λανθασμένη και η φοβία μου αναίτια. Αν όχι, τότε τα πράγματα θα είναι πολύ πιο σοβαρά».

Γιατί απορρίπτονται οι προτάσεις σας; «Πού να ξέρω; Μπορεί να μην τους αρέσουν, μπορεί επίσης να μην τους αρέσω εγώ, μπορεί να μην τους είμαι και συμπαθής. Την ευθύνη γιατί ένας άνθρωπος δημιουργεί μια αντιπαθητική εικόνα δεν την έχει πάντα μόνον ο ίδιος. Από την πλευρά μου, αυτό που ξέρω είναι πως τις περισσότερες φορές λέω τα πράγματα που σκέφτομαι. Μιλάω. Δεν γίνεται να αρέσουν σε όλους αυτά που λέω. Δημιουργείται λοιπόν μια κάποια δυσφορία. Εχω συνηθίσει όμως να είμαι εκτός. Δεν μ’ ενδιαφέρει. Ειλικρινά. Χαμογελάω τις περισσότερες φορές».
Ακούγεται αλαζονικό… «Λέτε; Δεν νομίζω. Εγώ το θεωρώ ελευθερία. Η αλαζονεία κουβαλάει και κάποιες νίκες. Εγώ δεν εισέπραττα νίκες. Ηττες εισέπραττα με την απόρριψη των προτάσεων που έκανα. Και ως τέτοιες τις αντιλαμβανόμουν. Ηταν μεγαλύτερη όμως η ανάγκη και το αίσθημα ελευθερίας και αυτοεκτίμησης. Ας μη γελιόμαστε, όταν είναι μειωμένη η αυτοεκτίμησή σου, δεν μπορείς να κερδίσεις την εκτίμηση του άλλου».
Η δική σας αυτοεκτίμηση δεν κλονίστηκε από τις αρνήσεις; «Αντιθέτως, την ενδυνάμωναν. Ο άνθρωπος, όσο κοινότοπο κι αν είναι αυτό που λέω, καθορίζεται όχι μόνον από τους φίλους του αλλά και από τους εχθρούς του».

Δίνετε την αίσθηση ότι ξέρετε να καλλιεργείτε εχθρούς. «Μπορεί. Ισως γιατί όταν δεν σταματάς ούτε στην πρώτη ούτε στη δεύτερη ούτε στην τρίτη ήττα, είναι φυσικό να βγει ο μύθος ότι καλλιεργείς εχθρούς. Εγώ δεν πηγαίνω γυρεύοντας. Απλώς ήμουν πιστός στην ανάγκη μου να είμαι ελεύθερος. Τώρα το αν αυτό φαίνεται αλαζονικό ή δημιουργεί εχθρούς, ας το κοιτάξουν αυτοί που το λένε».
Η στάση σας υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ επέδρασε στον καλλιτέχνη Κιμούλη; «Ναι, και ήταν αναμενόμενο. Χρόνια τώρα, πριν εμφανιστεί στον ορίζοντα ο ΣΥΡΙΖΑ, πολλοί από τον χώρο της Αριστεράς ζούσαμε βλακωδώς εσωστρεφώς. Δηλώναμε ότι «εγώ την πολιτική μου θέση θα τη δείχνω μέσω του έργου μου». Ανοησίες. Γιατί αυτή η ουσιαστικά πολιτική αδιαφορία μάς οδήγησε στην κατάρρευση των πάντων, που βιώνουμε έως τώρα. Θεώρησα ότι έκανα λάθος που συνταυτιζόμουν τόσα χρόνια με εκείνους που δεν εκφράζονταν παρά μόνο μέσω του έργου τους. Γι’ αυτό πήρα θέση υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ».
Τι καθόρισε την επιλογή σας; Ο Αλέξης Τσίπρας; «Ναι, αλλά όχι μόνο. Ηταν ο μόνος χώρος ο οποίος είχε δηλώσει ότι ήθελε να αλλάξει τα πράγματα. Τώρα μπορεί κάποιος να πει ότι αυτό είναι παιδικό, γιατί τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν. Εγώ όμως λέω πως αυτή η αντίληψη είναι παιδική. Το γεγονός ότι τώρα έρχονται κάποιοι και λένε «Είδες; Δεν άλλαξαν τελικά τα πράγματα» δεν μου αλλάζει εμένα τη γνώμη ότι τα πράγματα οφείλουν να αλλάζουν και δεν πρέπει οι άνθρωποι να προσαρμόζονται στα πράγματα που πρέπει να αλλάξουν».
Είστε ένας έξυπνος άνθρωπος, πώς δεν καταλάβατε πού πάει το πράγμα; «Δεν πιστεύω ότι είναι θέμα εξυπνάδας –ή μπορεί και να είναι. Τι να σας πω; Για μένα πάντως το θέμα δεν είναι το αν είμαι έξυπνος ή όχι. Είναι στάση ζωής. Οταν επενδύεις σε μια ελπίδα, ακόμη και να πιστεύεις βαθιά μέσα σου ότι αυτή η ελπίδα είναι απέλπιδη, οφείλεις να την υποστηρίζεις, γιατί ουσιαστικά υπερασπίζεσαι την αναγκαιότητα της ίδιας της ελπίδας. Πρώτη φορά μια παράταξη που προερχόταν από τον χώρο της Αριστεράς –εκεί ανήκω και εκεί θα συνεχίσω να ανήκω –δήλωνε ότι ενδιαφέρεται να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας. Παρ’ όλο που ποτέ δεν πίστεψα πως ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί όλη την Αριστερά, όφειλα να σταθώ δίπλα του».
Πώς πείθεται κάποιος σαν εσάς να ανέβει προεκλογικά στο μπαλκόνι; «Δεν χρειάζεται να πεισθεί. Οταν είσαι μέρος ενός πολιτικού συστήματος και βλέπεις ότι πλέον το βασικό χαρακτηριστικό των πολιτών είναι η πολιτική απάθεια, οφείλεις να σταθείς δίπλα σε αυτούς που θέλουν να τους ενεργοποιήσουν. Γιατί το βασικό αίτημα είναι πως η πολιτική δεν ανήκει στους πολιτικούς αλλά στους πολίτες. Οι πολιτικοί είναι απλώς αντιπρόσωποι. Είναι ακριβώς ο ίδιος λόγος που αν στη συνέχεια αυτοί το ξεχάσουν θα σταθείς απέναντί τους. Μου έλεγαν τότε: «Μα δεν βλέπεις τα κενά που υπάρχουν μέσα στην πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ;». Κι εγώ έλεγα: «Ναι, αλλά έχουμε κάποιους πολίτες που περιμένουν στο λιμάνι να περάσουν στο απέναντι νησί. Η μοναδική λύση είναι αυτή η βάρκα. Ναι, έχει τρύπες. Μπορούμε τουλάχιστον εμείς να μη δείχνουμε αυτές τις τρύπες; Μπορούμε να παλέψουμε με ό,τι έχουμε και δεν έχουμε, να τις κλείσουμε, ώστε να περάσουμε απέναντι. Γιατί αν δεν περάσουμε απέναντι, θα πεθάνουμε στο λιμάνι»».
Πότε καταλάβατε ότι η βάρκα δεν θα πάει απέναντι; «Η βάρκα δυστυχώς σχεδόν δεν ξεκίνησε ποτέ απ’ το λιμάνι. Βόλτες μέσα σ’ αυτό κάνει. Και αυτή είναι η μεγάλη παγίδα του αντιπολιτευτικού λόγου. Γιατί το λιμάνι είναι δικό της. Σύνολη η αντιπολίτευση, μαζί με τους έξυπνους διαμεσολαβητές της –τον Τύπο –λέει ότι «είστε ψεύτες που είπατε ότι δεν είστε σαν κι εμάς ενώ είστε σαν κι εμάς». Αυτός δεν είναι αντιπολιτευτικός λόγος. Είναι η πλήρης αυτοακύρωσή της. Γι’ αυτό η ρητορεία της αντιπολίτευσης αναλώνεται σε ανέκδοτα, ύβρεις και όχι σε πολιτική αντιπαράθεση ιδεών και θέσεων και γι’ αυτό πιστεύω ότι ο Τσίπρας θα μείνει για πολύ καιρό ακόμα».
Κι ας έχουν μετανοήσει δημοσίως τόσοι πολλοί, όπως κι εσείς; «Παρακαλώ. Εγώ δεν είπα ποτέ ότι μετάνιωσα που τον στήριξα».
Δεν έχετε μετανιώσει; «Ούτε για αστείο, ούτε για μια στιγμή. Δεν είμαι δίπλα στον ΣΥΡΙΖΑ τώρα. Γιατί τώρα οφείλω να είμαι απέναντί του. Την ώρα που η αντιπολίτευση αυτοακυρώνεται, επικυρώνει τη θέση της κυβέρνησης στο ότι είναι ίδια με αυτούς. Δεν αντιπολιτεύεται λοιπόν. Στην ουσία συμπολιτεύεται. Εκεί εγώ πρέπει να είμαι απέναντι».
Πιστεύετε ακόμη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η μόνη ελπίδα; «Οχι βέβαια. Αν όμως με ρωτήσετε ποια είναι, δεν ξέρω να σας απαντήσω. Εχω αρχίσει να πιστεύω ότι όλο αυτό που μας περιβάλλει, αυτή η ακραία συντηρητική, σχεδόν προτεσταντική, στροφή του κόσμου, που τώρα έχει φορέσει τη μάσκα της political correctness, παράλληλα με την απομάκρυνση των πολιτών από την πολιτική, θα έρθει μια άλλη γενιά να την γκρεμίσει. Ο φόβος, ή η λύπη μου μάλλον, είναι ότι εγώ μπορεί να μην το προλάβω».
Η κυβέρνηση δεν συνέβαλε στον νεοσυντηριτισμό; «Δεν φταίει για όλα ο ΣΥΡΙΖΑ. Στο μέλλον βέβαια δεν αποκλείεται να γίνει αρωγός κι αυτός στον νεοσυντηρητισμό. Αν συνεχίσει να μην προστατεύεται από κάποια πρόσωπα που αποτελούν την κλειστή ομάδα της νομενκλατούρας της κυβέρνησης, το μέλλον της θα έχει σίγουρα πρόσωπο ακραία συντηρητικό. Υπάρχει ένας εμφανής κυνισμός. Μία λατρεία στο πολιτικά εφικτό και στον πολιτικό ρεαλισμό, στον βωμό του οποίου θυσιάζεται το ήθος που πρέπει να έχει κάποιος ο οποίος θέλει να λέει πως ανήκει στον χώρο της Αριστεράς».
Θα ήταν μια εξήγηση για τη στάση σας αν είχατε κάποιο αντάλλαγμα; «Εχει αποδειχθεί ότι δεν με ενδιέφερε κάτι τέτοιο».
Γιατί πήγατε και γιατί φύγατε από το Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος; «Το έχω εξηγήσει αρκετές φορές. Πρώτα απ’ όλα δεν ήταν δημόσια θέση. Ηταν μια κυβερνητική πρόταση να αναλάβω έναν καθαρά ιδιωτικό οργανισμό, από τον οποίο και θα πληρωνόμουν. Εάν δεν γινόταν αποδεκτή η πρόταση από το Ιδρυμα, δεν θα έβλεπα ούτε τον Φλοίσβο. Πήγα γιατί πίστευα ότι θα μπορούσα να βοηθήσω, έστω και ελάχιστα, να περάσει πραγματικά στην πολιτεία το Κέντρο. Είδα όμως πως ο τρόπος που είχε δομηθεί όλο αυτό δεν επέτρεπε με τίποτα κάτι τέτοιο. Αλλά ούτε και η πολιτεία είχε αυτή τη διάθεση. Οπότε έφυγα».
Το κλίμα ήταν εχθρικό; «Καθόλου. Το αντίθετο. Μα, λειτουργεί άψογα το Κέντρο. Χωρίς συναισθηματισμούς ελληνικών χαρακτηριστικών. Είναι επαγγελματίες οι άνθρωποι. Μία καθαρά ιδιωτική πρωτοβουλία με άλλα στάνταρ. Δεν κουβαλάει ίχνος κριτικής ότι είναι αποσυναισθηματικοποιημένη η στάση τους. Ετσι λειτουργεί σχεδόν όλο το σύστημα παγκοσμίως».
Ηταν δύσκολη η παραίτηση; «Ναι. Ηξερα πως εξέθετε κάποιους ανθρώπους. Ειδοποίησα, βέβαια, δεν έφυγα ξαφνικά. Εφυγα όταν κατάλαβα την αδιαφορία που εισέπραξα. Το έκανα χωρίς να έχω απενοχοποιήσει πλήρως τον εαυτό μου. Ηθελα όμως να είμαι συνεπής με αυτά που πιστεύω. Αλλωστε δεν πετάει κανείς εύκολα, και σε αυτή την περίοδο, εξήντα χιλιάδες ευρώ τον χρόνο, και μαζί ταξίδια, σχέσεις με διεθνείς οργανισμούς κ.λπ.».
Μετανιώσατε; «Δεν πιστεύω στη μετάνοια».
Υπάρχει μια γενικότερη αδιαφορία του κράτους προς τον πολιτισμό. Συμφωνείτε; «Είστε ευγενής στον χαρακτηρισμό. Υπάρχει μια αγράμματη, ούτε καν ημιμορφωμένη, στάση των κυβερνώντων προς αυτό που μπορεί να λέγεται πολιτισμός. Δεν τον έχουν ορίσει μέσα στο μυαλό τους. Δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους».
Το θέατρο χρειάζεται το κράτος; «Οσο πιο μακριά είναι η τέχνη από το κράτος όπως είναι τώρα, τόσο πιο καλά για την τέχνη. Κατ’ αρχάς, είμαι ενάντια στις επιχορηγήσεις. Μόνο προστασία των θεσμών. Τίποτ’ άλλο. Γίνεται; Φοβάμαι ούτε αυτό. Το να επιχορηγεί το κράτος, σε ένα φιλελεύθερο σύστημα, έναν θίασο ο οποίος κάνει την ίδια δουλειά με έναν άλλον θίασο ο οποίος δεν επιχορηγείται, απλώς δημιουργεί έναν αθέμιτο ανταγωνισμό. Ο τρόπος που γίνονται τώρα οι επιχορηγήσεις είναι ψηφοθηρικός και θλιβερός».

Πόσο έχει αλλάξει το θέατρο; «Με ενοχλεί αυτή η μοδάτη έκφραση της αφήγησης. Αυτή τη μόδα βλέπω στο θέατρο σήμερα. Στήνονται παραστάσεις και μαθαίνουν οι ηθοποιοί να αφηγούνται μία, κατά τη γνώμη μου, απολιτίκ μετραμπρεχτική λειτουργία. Ο Μπρεχτ τοποθέτησε την έννοια της απόστασης λόγω πολιτικής θέσης και στάσης. Αυτή η περίεργα όμως σύγχρονη αποστασιοποιημένη αφήγηση έχει και ένα άλλο επικίνδυνο στοιχείο: επιβραβεύει την απόσταση από το δράμα που έχουν όλοι οι πολίτες. Και το δράμα είναι ο κοινωνικός μας χώρος. Αφηγούνται. Δεν συμμετέχουν. Είναι σαν να επιβραβεύεται λοιπόν η μη συμμετοχή. Το θέατρο είναι συμμετοχή και ένας από τους στόχους του είναι να δώσει τη δυνατότητα στους θεατές να πιστέψουν ξανά στη σημαντικότητα της συμμετοχής».

Ακολουθεί θεατρικές μόδες η Ελλάδα; «Μεταχρονολογημένες επιταγές είναι οι ιδέες που έρχονται σ’ αυτή τη χώρα».
Τι φταίει; «Το άτοπο αυτού του τόπου. Ανέκαθεν η Ελλάδα ήταν ένα πέρασμα. Περαστικοί άνθρωποι, περαστικές ιδέες. Μοναδικός αυθεντικός μας τόπος η γλώσσα μας, που δυστυχώς κι αυτή χάνεται. Το θέατρο βρίσκεται τώρα σε ένα αδιέξοδο. Πιστεύω ότι η μόνη διέξοδος είναι η επιστροφή. Αν λοιπόν μιλήσουμε με καλλιτεχνικούς όρους, υπάρχει τεράστια ανάγκη επιστροφής στον ρεαλισμό. Ας αφήσουμε τα πειράματα και ας σκύψουμε πάλι στις βάσεις μας».
Εχετε αναμετρηθεί με μια τεράστια γκάμα ρόλων. Σας κατατρέχουν κάποιοι; «Με την έννοια εμπλουτισμού βιογραφικού σημειώματος, όχι».
Η κόρη σας, το θέατρο και οι γυναίκες είναι τα σταθερά στοιχεία στη ζωή σας; «Το τρίτο ίσως να είναι και λίγο υπερβολικό».
Η κόρη του Κιμούλη ηθοποιός. Δύσκολο για εκείνη; «Θα ήταν πιο δύσκολο αν ήταν αγόρι. Το ότι είναι γυναίκα μειώνει τις δυσκολίες. Οτι έχει τον χαρακτήρα που έχει τις μειώνει ακόμη περισσότερο, γιατί κουβαλάει μια ιδιαίτερη αυτονομία. Οπως και το ότι έχουμε μεγάλη διαφορά ηλικίας. Οταν η κόρη μου θα αρχίσει να αναπτύσσεται, ήδη θα έχω πάρει τον δρόμο της αποχώρησης. Νομίζω ότι όλα αυτά τα έχει και η ίδια στο μυαλό της».
Το ταλέντο κληρονομείται; «Ούτε κληρονομείται ούτε κληροδοτείται. Είναι φυσικό, βέβαια, κάποια παιδιά ηθοποιών να γίνονται ηθοποιοί. Είναι γνωστό πως στην αρχή τα παιδιά ετεροπροσδιορίζονται. Από εκεί και πέρα, είναι στο χέρι και των γονιών και του περίγυρου να μάθει το παιδί την αξία του αυτοπροσδιορισμού».
Σκέφτεστε να παίξετε μαζί; «Αν προλάβω, και με θέλει…».
Σας απασχολεί ο χρόνος που περνάει; «Οχι. Δεν με απασχολεί ούτε ο χρόνος που πέρασε ούτε ο χρόνος που περνάει. Με απασχολεί ο χρόνος που μου μένει». l
«Μαυροπούλι»: Θέατρο Αλμα (Αμερικής 9, Αθήνα), έως τις 15 Ιανουαρίου 2018.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ