Σύμφωνα με την αρχή της απροσδιοριστίας, είναι αδύνατον να μετρηθούν ταυτόχρονα και με ακρίβεια, ούτε πρακτικά ούτε θεωρητικά, η θέση και η ταχύτητα, η ορμή, ενός σωματιδίου. Σύμφωνα με την ίδια αρχή (σε αντίθεση με εκείνη της αιτιοκρατίας) υπάρχουν γεγονότα των οποίων η εκδήλωση δεν υπαγορεύεται από κάποια αιτία. Σε αυτό το βασικό αξίωμα της κβαντικής μηχανικής, γνωστό αλλιώς και ως αρχή της αβεβαιότητας, το οποίο διατυπώθηκε για πρώτη φορά το 1927 από τον γερμανό φυσικό Βέρνερ Χάιζενμπεργκ, βασίζεται (ελαφρώς και εμμέσως) το έργο «Heisenberg» του Σάιμον Στίβενς που παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου. Λέμε «ελαφρώς και εμμέσως», διότι μόνο μια περαστική αναφορά γίνεται στη λογική πρόταση του Χάιζενμπεργκ στο κείμενο παρότι ο τίτλος του θα μπορούσε να σε προετοιμάζει ακόμη και για θεατρική βιογραφία. «Είναι βασικά μια ερωτική ιστορία μεταξύ δύο ανθρώπων με διαφορά ηλικίας 33 ετών» εξηγεί η Κόρα Καρβούνη, η πρωταγωνίστρια της παράστασης που έχει σκηνοθετήσει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, ιδρυτής του θεάτρου και καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου.
«Ενας 75χρονος γνωρίζεται με μια 42χρονη και δύο άνθρωποι εκ διαμέτρου αντίθετοι, δύο κόσμοι τελείως διαφορετικοί, έρχονται κοντά» περιγράφει η ταλαντούχα ηθοποιός. «Ο Αλεξ (σ.σ.: τον υποδύεται ο Περικλής Μουστάκης) είναι ένας ιρλανδός χασάπης που του αρέσει να περπατάει, να ακούει μουσική και είναι συμφιλιωμένος με την ιδέα του τέλους –πρόκειται για έναν κατ’ επιλογήν μοναχικό άνθρωπο. Η Τζόρτζι, μια Αμερικανίδα, έχει έναν γιο με τον οποίο δεν κρατά επαφή, εργάζεται ως υπάλληλος σε δημοτικό σχολείο και είναι μόνη, όχι από επιλογή. Πολύ πληθωρική κοπέλα, εξωστρεφής, με πολύ χιούμορ, το εντελώς αντίθετο από τον Αλεξ. Ετσι λοιπόν, εντελώς απροσδιόριστα, συναντιούνται σε έναν σταθμό τρένου –εκείνη τον φιλάει στον λαιμό γιατί θέλει να τον γνωρίσει –και αυτοί οι δύο κόσμοι αρχίζουν να αλληλοεπηρεάζονται, να αλληλοσυμπληρώνονται και να έρχονται κοντά. Είναι μια πολύ απλή ερωτική ιστορία για δύο ανθρώπους που αρχίζουν να ζουν τη στιγμή: σαν να μην έχουν παρελθόν, ούτε μέλλον, έχουν μόνο παρόν –χάνουν τον έλεγχο. Ο συγγραφέας έγραψε, κατά τη γνώμη μου, ένα έργο για το πώς να ζεις το παρόν σου χωρίς να προσπαθείς να το ελέγξεις, για το πώς να απολαμβάνεις τη ζωή χωρίς πολλές δεύτερες σκέψεις. Δεν μπορούμε άλλωστε ούτε την ίδια μας τη συμπεριφορά να ελέγξουμε. Ακόμη και τα πράγματα που κάνουμε κάθε μέρα δεν είναι ποτέ ακριβώς τα ίδια».
Τι συμβαίνει στην περίπτωση των δύο αυτών ηρώων; Τα ετερώνυμα έλκονται; «Για μένα τα ομώνυμα έλκονται, όχι τα ετερώνυμα, είναι λίγο μύθος αυτό. Κάτι ασυνείδητα μας έλκει προς το όμοιό μας, κι αυτοί οι άνθρωποι έχουν τον ίδιο πόνο. Η Τζόρτζι, βέβαια, είναι η χαρά της ζωής. Μιλάει συνέχεια, δεν αντέχει τη σιωπή, γιατί εκεί θα καταλάβει πόσο πολύ έχει πονέσει. Του δίνει του Αλεξ μεγάλη ανάταση ένα τέτοιο πλάσμα, αλλά και αυτή παίρνει από τη δική του ησυχία, κοντά του ηρεμεί. Δεν έχει σημασία η διαφορά της ηλικίας. Στη συγκεκριμένη περίπτωση το ζήτημα βεβαίως είναι ότι δεν έχουν πολύ δρόμο μπροστά τους. Αυτός είναι 75 χρόνων, πόσα χρόνια να περάσει μαζί αυτό το ζευγάρι; Η Τζόρτζι δεν μπορεί να φτιάξει τη ζωή της μαζί του».
Θα μπορούσατε να βρεθείτε σε μια αντίστοιχη σχέση; «Εμένα δεν με ενδιαφέρει η ηλικία, με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, αλλά για να είμαι ειλικρινής, με έναν άνθρωπο 33 χρόνια μεγαλύτερό μου θα ένιωθα σαν να ήμουν με τον μπαμπά μου, θα μου ήταν λίγο δύσκολο αυτό. Νομίζω πως οι γυναίκες που διαλέγουν τέτοιους συντρόφους ψάχνουν για μια πατρική φιγούρα. Προτιμώ να είναι ο σύντροφός μου κοντά στην ηλικία μου, για να πω την αλήθεια. Δεν κρίνω, αλλά θα προτιμούσα να μην είμαι με κάποιον ηλικιωμένο».
Παρότι δεν υπάρχουν στο έργο πολλές αναφορές στην επιστήμη της Φυσικής, μπήκατε στη διαδικασία να μελετήσετε;
«Διαβάσαμε για την αρχή της απροσδιοριστίας, μιλήσαμε με δυο-τρεις φυσικούς για να καταλάβουμε. Ρώτησα και τον συνάδελφο και φίλο Μάκη Παπαδημητρίου που έχει τελειώσει το Φυσικό και μου απάντησε ότι δεν μπορεί να μου την εξηγήσει λεπτομερώς γιατί δεν θα καταλάβω τίποτα, μου τα είπε πιο «μπακαλίστικα». Μια τέτοια έρευνα κάναμε, δεν είναι ότι γίναμε ξαφνικά και ειδήμονες».
Την ηρωίδα που υποδύεστε την έπαιξε με μεγάλη επιτυχία στο Μπρόντγουεϊ η Μέρι-Λουίζ Πάρκερ. Σας ενδιαφέρει να ερευνάτε τις ερμηνείες άλλων στους ρόλους που αναλαμβάνετε ή το αποφεύγετε; «Οχι. Δεν θέλησα να δω ούτε το υλικό που υπάρχει το YouTube. Ακόμη και όταν έκανα το «Λεωφορείον ο Πόθος» δεν κάθισα να δω την ταινία με τη Βίβιαν Λι, όχι γιατί φοβάμαι μήπως επηρεαστώ, αλλά γιατί προτιμώ να εμπιστευτώ τη ματιά τη δική μου και του σκηνοθέτη. Το βρίσκω πιο λυτρωτικό και πιο ενδιαφέρον να ξεκινήσω από εμένα».
Σας μάθαμε οι πιο πολλοί χάρη στις «Σεξουαλικές νευρώσεις των γονιών μας», μια παράσταση σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου που παρουσιάστηκε στο Θέατρο του Νέου Κόσμου, το οποίο συμπληρώνει εφέτος τα 20 χρόνια του… «Μπήκα εκεί από πολύ μικρή, μόλις είχα τελειώσει τη Σχολή, είχα καθηγητή τον Βαγγέλη και με έβαλε κατευθείαν στο θέατρό του. Οχι μόνον εμένα, βέβαια. Αυτό το θέατρο είναι σαν σπίτι, αλήθεια είναι σαν σπίτι. Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικό εδώ, ενώ έχει δημιουργηθεί ένας σταθερός πυρήνας συνεργατών, μια ομάδα, είμαστε πολύ ελεύθεροι να φεύγουμε και να γυρνάμε όποτε θέλουμε. Δεν είμαστε δέσμιοι του Βαγγέλη, ούτε πρέπει υποχρεωτικά να δουλεύουμε μαζί του. Μας έχει δώσει τρομερή ελευθερία αλλά και τεράστιες ευκαιρίες με σπουδαία έργα, και εγώ και ο Μάκης Παπαδημητρίου –τον αναφέρω πάλι –από εκεί βγήκαμε. Αυτό για εμένα είναι τεράστια γενναιοδωρία και αποδεικνύει ότι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος είναι μια καλή, ισχυρή, πατρική φιγούρα. Για εμένα είναι πολύ συγκινητικό ότι το Θέατρο του Νέου Κόσμου κλείνει 20 χρόνια, έχω κάνει πέντε δουλειές εκεί. Είναι μια ωραία γιορτή, μια συγκινητική επέτειος. Μεγαλώνουμε, μεγαλώνουμε καλά ελπίζω, ωριμάζουμε, προχωράμε, εξελισσόμαστε».
Ετσι κάνετε αποτίμηση της επιτυχίας; Πώς ορίζετε αυτό το στοιχείο της δουλειάς σας; «Ολοι νομίζω ότι προετοιμαζόμαστε για την αποτυχία. Τέλος πάντων, εννοώ πως την επιτυχία δεν τη θεωρώ δεδομένη, είναι στη φύση του ανθρώπου πια να περιμένει πιο εύκολα να αποτύχει, και έτσι όταν επιτύχεις είναι μεγάλο θέμα τι θα κάνεις, αν θα καταφέρεις να χωρέσεις την επιτυχία δηλαδή. Γενικά, όταν μας τυχαίνουν πολλά καλά δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Δυσκολεύομαι, δεν είναι απλό. Ενώ μια κακή κριτική ή το να μην πάει καλά μια παράσταση κάπως το αποδέχεσαι και προχωράς παρακάτω».
Με ξαφνιάζει αυτό που λέτε. Τι σας δυσκολεύει τόσο στην επιτυχία; Το ότι δύσκολα επαναλαμβάνεται; «Ούτε φοβάμαι μην καβαλήσω το καλάμι, ούτε ότι θα υπάρξουν άλλες προσδοκίες στις οποίες θα δυσκολευτώ να ανταποκριθώ. Χαίρομαι με την επιτυχία, αλλά τρομάζω».
Φταίει ότι στην Ελλάδα μάς μεγαλώνουν συνήθως με ένα «ναι μεν, αλλά…» όσον αφορά αυτά που καταφέρνουμε; «Δεν έχει να κάνει με την τελειομανία. Δεν υπάρχει τέλειο πουθενά, και δη στην τέχνη, το έχω καταλάβει εδώ και πολύ καιρό αυτό. Θυμάμαι πως έναν μονόλογό μου στα «Παράσιτα» τον βρήκα στην τελευταία μας παράσταση. Δεν υπάρχει το τέλειο, δουλεύουμε συνεχώς. Η επιτυχία είναι μια συνθήκη που δεν την έχω συνηθίσει. Αισθάνομαι ντροπή, με φέρνει σε αμηχανία. Την απολαμβάνω, αλλά ταυτόχρονα αισθάνομαι μια υποτίμηση. Μόνη μου στο σπίτι μου μπορεί να κλάψω επειδή πέτυχα. Χωρίς να απαιτήσω κάτι παραπάνω από τον εαυτό μου. Διότι ο εαυτός σου σού δίνει όσο μπορεί, αρκεί να τον ακούς. Τώρα ήταν να μου δώσει μια επιτυχία και τον ευχαριστώ, δεν τον μαστιγώνω ζητώντας κι άλλα, την απολαμβάνω την επιτυχία αλλά μερικές φορές για να την απολαύσω κλαίω».
Αυτόν τον καιρό ασχολείστε με κάτι άλλο πέραν της παράστασης; «Ετοιμάζουμε μια πολύ ωραία ταινία, με τίτλο «Δεν θέλω να γίνω δυσάρεστος, αλλά πρέπει να μιλήσουμε για κάτι πολύ σοβαρό». Ο Γιώργος Γεωργόπουλος υπογράφει το σενάριο και τη σκηνοθεσία και πρωταγωνιστεί ο Ομηρος Πουλάκης στον ρόλο ενός, ας πούμε, γιάπη, ο οποίος μαθαίνει ότι έχει κολλήσει ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο νόσημα και παίρνει να βρει όλες τις πρώην του για να τις ενημερώσει. Το φιλμ μιλάει για τη δυσκολία της επικοινωνίας σήμερα, και παίζουν επίσης η Ιωάννα Παππά, η Ιωάννα Κολλιοπούλου, η Βίκυ Παπαδοπούλου, η Σίσσυ Τουμάση, ελπίζω να μην ξεχνάω κάποια».
Μιλώντας για συναδέλφους, με ποιο είδωλό σας έχετε καταφέρει να συνεργαστείτε; «Εχω παίξει, έχω κάνει το «Εργαστήριο Διλημμάτων» του Γιώργου Δρίβα για την Μπιενάλε της Βενετίας, με τη Σαρλότ Ράμπλινγκ. Δεν έχω δει ωραιότερο άνθρωπο και πιο συγκλονιστική ηθοποιό. Ηταν ένα αριστουργηματικό δωρεάν μάθημα υποκριτικής η συνεργασία μου μαζί της. Είχα αυτή τη μεγάλη τύχη, είχα χαζέψει. Με κοίταζε στο πλάνο και πάγωνα. Και ήθελα πολλά χρόνια, και συνέβη τελικά –και μάλιστα αρκετές φορές –να δουλέψω με τον Μηνά Χατζησάββα. Ηταν κι αυτός ένα μεγάλο σχολείο για εμένα. Το αν είσαι καλός ηθοποιός έχει να κάνει με το τι άνθρωπος είσαι, και ο Μηνάς ήταν σπουδαίος άνθρωπος, γι’ αυτό και υπήρξε σπουδαίος ηθοποιός. Γενναιόδωρος, απλός, και αυτό έβγαινε πάνω στη σκηνή. Ελαμπε. Κλείνουν και δύο χρόνια τώρα από τον θάνατό του. Πώς περνάει έτσι ο καιρός…».
Διάγετε ήρεμο οικογενειακό βίο… «Είμαι σαν παντρεμένη. Αν δεν έχουμε και έναν σύντροφο και είμαστε όλη μέρα στα θέατρα, θα αποτρελαθούμε. Για να κάνεις τέχνη πρέπει να είσαι νορμάλ, πρέπει να είσαι μέσα στη ζωή, όχι αποκομμένος σε έναν άλλο κόσμο, μόνο τότε θα κάνεις καλό θέατρο. Κατά τη γνώμη μου αυτό, βέβαια. Ο ηθοποιός δεν είναι κάτι από αλλού φερμένο. Πρέπει να ζει μια φυσιολογική καθημερινότητα και οι γυναίκες πρέπει να γίνουμε και μάνες, είναι στη φύση μας αυτό, πώς να το κάνουμε».
Τις γυναίκες που δεν κάνουν αυτή την επιλογή δεν τις καταλαβαίνετε; «Τις καταλαβαίνω και τις σέβομαι. Δεν είναι όλες οι γυναίκες φτιαγμένες να γίνουν μητέρες. Προσωπικά, ως γυναίκα, αισθάνομαι αυτή την ανάγκη, τη νιώθω στο σώμα μου, χτυπάει για εμένα το βιολογικό ρολόι. Οι άνθρωποι χρειάζονται αυτή την ολοκλήρωση. Και οι άνδρες, όχι μόνο οι γυναίκες».
Την επικαιρότητα την παρακολουθείτε; Υπάρχει κάποιο θέμα που σας απασχολεί; «Εχω την αίσθηση ότι όλο ξεπετάγονται διάφορα θέματα τα οποία μας αποπροσανατολίζουν, μας κάνουν να μην ασχολούμαστε με τα σημαντικά, με τα ουσιαστικά. Δεν λέω ότι δεν είναι σοβαρό ζήτημα η σεξουαλική παρενόχληση, για παράδειγμα, αλλά με απασχολεί γενικώς πιο πολύ η απίστευτη κρίση αξιών που ζούμε. Το ότι φοβάμαι να δηλώσω Ελληνίδα, ας πούμε, γιατί θα με πουν φασίστρια. Κάτι τέτοια με τρελαίνουν. Δεν ξέρω αν φταίνε τα media ή τα social media».
Σας ενοχλεί που έχει ενοχοποιηθεί η αγάπη για την πατρίδα; «Αυτό. Από πότε πρέπει να απολογείσαι επειδή αγαπάς ή σέβεσαι τις ρίζες σου, το θρήσκευμά σου, τη σημαία σου, τις παραδόσεις; Πρέπει να τα τιμάμε όλα αυτά. Διότι από πού προέρχεσαι; Και δεν το λέω ξενοφοβικά. Η πατρίδα μας μπορεί άλλωστε να αγκαλιάσει και άλλες πατρίδες. Δεν είναι ή το ένα ή το άλλο. Νομίζω πως συνεχώς καλούμαστε να συνταχθούμε με κάποια ακραία θέση. Πάντα ωστόσο υπάρχει και μια μέση οδός. Μέτρον άριστον. Τα είχαν πει οι αρχαίοι, αλλά ποιος τους άκουσε;». l
«Heisenberg»: Θέατρο του Νέου Κόσμου –Κεντρική Σκηνή (Αντισθένους 7 και Θαρύπου), κάθε Τετάρτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ