Ο Πολ Οστερ μεγαλώνει. Από όταν ήταν μικρότερος, ωστόσο, δεν μπορούσε να βγάλει από το μυαλό του αυτό που του είχε πει ο ποιητής φίλος του Τζορτζ Οπεν για την ενήλικη ζωή. «Τι παράξενο πράγμα να συμβεί σε ένα μικρό αγόρι». Βέβαια, στην περίπτωση του 70χρονου πλέον αμερικανού συγγραφέα τα «παράξενα πράγματα» συνέβησαν όσο ο κόσμος των μεγάλων ήταν μια μακρινή προοπτική, την οποία αντίκριζε από ένα χαμηλό ύψος. Οταν ήταν 14 ετών βίωσε με βίαιο τρόπο τι ακριβώς σημαίνει η φράση «βρέθηκε στο λάθος σημείο τη λάθος στιγμή», όταν ένα παιδί στην κατασκήνωση, μόλις μερικά εκατοστά μακριά του, χτυπήθηκε από κεραυνό και πέθανε μπροστά στα μάτια του. Ποιος μπορεί να τον «κατηγορήσει» που το έργο του διατρέχεται από μια μακρά εμμονή για τα απρόβλεπτα παιχνίδια της τύχης;
Είχε διαφανεί αυτή η πορεία από εκείνο το λάθος τηλεφώνημα που πυροδοτούσε την πλοκή στη «Γυάλινη Πόλη» της «Τριλογίας της Νέας Υόρκης», το βιβλίο με το οποίο χαιρετίστηκε ως ένας μείζων μεταμοντερνιστής των αμερικανικών γραμμάτων τη δεκαετία του ’80. Με το «4321», το πρόσφατο κολοσσιαίο βιβλίο των 900 σελίδων και υποψήφιο για το εφετινό Booker (θα κυκλοφορήσει στα ελληνικά από τις εκδόσεις Μεταίχμιο την άνοιξη), ο Πολ Οστερ αναπτύσσει πλέον απροκάλυπτα αυτόν τον προβληματισμό. Γιατί παρουσιάζει τη ζωή ενός αγοριού, του Αρτσι Φέργκιουσον, σε τέσσερις παράλληλες εκδοχές, στις οποίες ο ήρωας ξεκινά πάντα με τις ίδιες καταβολές αλλά στην πορεία, καθώς στρίβει σε διαφορετικά σταυροδρόμια σε κομβικά σημεία της ζωής του, εξελίσσεται σε τέσσερις εντελώς διαφορετικούς ανθρώπους. Ας σημειωθεί ότι όλοι οι Φέργκιουσον γεννιούνται την ίδια χρονιά με τον Οστερ και μεγαλώνουν, όπως και ο συγγραφέας του, στο Νιου Τζέρσεϊ, δύο μόνο από τα πολλά κοινά που μοιράζονται δημιουργός και δημιούργημα(τα). Οπως επίσης ότι μία εκδοχή του έρχεται αντιμέτωπη με τον κεραυνό μιας καταιγίδας. Αυτή τη φορά, όμως, δεν επιβιώνει…
Δεν θα ρωτήσω αν απογοητευτήκατε για το Booker, το οποίο κέρδισε τελικά ο Τζορτζ Σόντερς και το «Λήθη και Λίνκολν», αλλά πόσο πολύ απογοητευτήκατε… «Στη λίστα με τις ανθρώπινες απογοητεύσεις αυτή είναι μία που βρίσκεται σε πολύ χαμηλή θέση. Πήγαμε με τη Σίρι (σ.σ.: Χούστβεντ, τη σύζυγό του) στο δείπνο που παρατίθεται στο πλαίσιο της ανακοίνωσης του βραβείου Booker, το οποίο ήταν ιδιαίτερα κουραστικό. Μετά όμως μία από τους κριτές με πλησίασε και ήταν πολύ αναστατωμένη. «Ξέρεις, μαλώναμε επί πέντε ώρες για το δικό σου και για το άλλο βιβλίο. Καταλήξαμε ότι θέλαμε να το δώσουμε και στους δυο σας, όμως μετά οι άνθρωποι του Booker μάς διευκρίνισαν ότι πρέπει να υπάρξει ένας νικητής και όχι δύο». Οπότε το έδωσαν στον άλλον. Δεν ξέρω αν αυτό με έκανε να αισθανθώ καλύτερα ή χειρότερα, αλλά δεν πειράζει. Πραγματικά, δεν πειράζει. Τα βραβεία δεν σημαίνουν τίποτα».

Το «4321», με το οποίο ήσασταν υποψήφιος, είναι ένα βιβλίο για το οποίο δουλέψατε πολύ σκληρά, σχεδόν απομονωθήκατε και το γράφατε επτά ημέρες την εβδομάδα. Είναι σαν να δώσατε την ψυχή σας σε αυτό. «Πάντα δουλεύω πολύ σκληρά πάνω σε κάθε βιβλίο μου. Συχνά έχω δουλέψει επτά ημέρες την εβδομάδα, έξι σίγουρα, ό,τι και να γίνει. Εδώ όμως το διακύβευμα ήταν άλλο και θα σας αποκαλύψω κάτι πολύ προσωπικό: Ξεκίνησα το βιβλίο όταν ήμουν 66 χρόνων, στην ηλικία δηλαδή που είχε πεθάνει ο πατέρας μου. Είναι μια πολύ περίεργη, απόκοσμη, τρομακτική αίσθηση να δρασκελίζεις το κατώφλι της ηλικίας που είχε ο πατέρας σου όταν πέθανε. Στα 66 μου, λοιπόν, σκεφτόμουν: «Μπορεί να πεθάνω ανά πάσα στιγμή, όπως ο πατέρας μου». Ηταν υγιής, δυνατός, σε φόρμα, δεν κάπνισε και δεν ήπιε ποτέ του, και παρ’ όλα αυτά πέθανε από καρδιακή προσβολή. Σκέφτηκα ότι το βιβλίο θα μου έπαιρνε πέντε με έξι χρόνια για να το γράψω: «Μμμ, θα ζήσω άραγε τόσο πολύ;». Επρεπε λοιπόν να συγκεντρωθώ. Δεν άλλαξαν συνεπώς οι συνήθειές μου, απλώς σταμάτησα να κάνω οτιδήποτε άλλο».
Το ξέρατε λοιπόν ότι θα ήταν ένα τόσο μεγάλο βιβλίο; Με ποιον τρόπο ξεκινήσατε να το χτίζετε; «Ξέρετε, γράφω σοβαρά εδώ και πενήντα χρόνια. Είναι πολύς καιρός και τα βιβλία βρίσκονται πλέον περισσότερο μέσα στο σώμα μου παρά στο κεφάλι μου. Δεν κάθισα κάτω να κάνω έναν χάρτη του βιβλίου, δεν κράτησα σημειώσεις. Ηξερα ποια μορφή θα έχει και μετά απλώς αυτοσχεδίασα τα πάντα καθώς έγραφα. Δεν ήξερα πού πήγαινα αλλά έβρισκα τον δρόμο. Ηταν πολύ περίεργο, γιατί αισθανόμουν ότι το βιβλίο βρισκόταν ήδη εντός μου και έπρεπε να σκάβω διαρκώς για να το βγάλω έξω. Ξεκινούσα κάθε κεφάλαιο, γύρω στις 50 σελίδες, και ήταν σαν να γράφω ένα μεγάλο διήγημα ή μια νουβέλα και όταν το τελείωνα ήμουν εξαντλημένος, χωρίς ιδέες σχετικά με το πώς θα μπορούσα να συνεχίσω. Διάβαζα όλο το βιβλίο ξανά από την αρχή και έκανα πολλές αλλαγές. Διάβαζα και ξαναδιάβαζα και μετά άρχιζα να σκέφτομαι το επόμενο κεφάλαιο, 25-30 πράγματα που θα μπορούσαν να συμβούν, άρχιζα να γράφω και μετά κρατούσα 5-6 από αυτά. Η ίδια διαδικασία ξεκινούσε από την αρχή με κάθε επόμενο κεφάλαιο».

Λέτε ότι «σκάβατε μέσα σας». Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο ότι έχει χαρακτηριστεί ως το πιο αυτοβιογραφικό βιβλίο σας, ιδίως όσον αφορά τον κεντρικό ήρωα και τα ιδανικά που είχε ως νέος. Είχατε τέτοιον στόχο; «Δεν θα το έλεγα. Μόνο ο ένας από τους τέσσερις γίνεται συγγραφέας, ο οποίος όμως είναι πολύ πιο αφοσιωμένος και αυστηρός με τον εαυτό του απ’ ό,τι ήμουν εγώ. Οπότε όχι, δεν είναι στ’ αλήθεια ένα πορτρέτο μου ως εφήβου. Ναι, έγραφα κι εγώ, αλλά δεν ήμουν μανιακός. Οχι τότε, τουλάχιστον, ίσως είμαι τώρα. Επειτα, είναι τέσσερις οι ήρωές μου και δεν μπορώ να είμαι τέσσερα άτομα ταυτόχρονα, έτσι δεν είναι; Ενας από αυτούς είναι μάλιστα bisexual. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι δεν είχα ποτέ μου τέτοιου είδους εμπειρίες».
Σας δυσκόλεψαν αυτές οι σκηνές; «Οχι, δεν δυσκολεύτηκα καθόλου να γράψω για τον ομοφυλόφιλο Φέργκιουσον. Στο κάτω-κάτω, η επιθυμία είναι επιθυμία… Αυτό που με δυσκόλεψε ήταν κάποιες λεπτομέρειες του πολιτικού σκηνικού όπου εκτυλίσσονται τα γεγονότα, καθώς και πολλές από τις εύθραυστες ισορροπίες της σχέσης του Φέργκιουσον με την κοπέλα του».
«Τι θα γινόταν αν είχα πει «ναι» εκείνη την ημέρα αντί για «όχι», αν είχα στρίψει δεξιά αντί για αριστερά, αν είχα γεννηθεί σε άλλη πόλη ή άλλο σπίτι» κ.ο.κ. είναι μια προβληματική που εμφανίζεται σταθερά στα βιβλία σας. Ποιο είναι το δικό σας «τι θα γινόταν αν»; «Κοιτάξτε, ήμουν παντρεμένος (σ.σ.: με τη συγγραφέα Λίντια Ντέιβις) προτού παντρευτώ τη Σίρι. Ο γάμος δεν πέτυχε και καταλήξαμε στο διαζύγιο. Ορισμένες φορές σκέφτομαι: «Γιατί το έκανα αυτό;». Γιατί μπήκα σε έναν κακό γάμο; Θα μπορούσα να το είχα αποφύγει, αλλά παρ’ όλα αυτά το έκανα. Να ορισμένα πράγματα που σκέφτεσαι στη ζωή σου. Με τη Σίρι είμαστε μαζί σχεδόν 37 χρόνια και το πιο σημαντικό πράγμα που μου συνέβη ποτέ είναι ότι τη συνάντησα. Αυτό συνέβη σε μια ποιητική βραδιά στη Νέα Υόρκη στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Βρέθηκα εκεί γιατί μια πρώην κοπέλα μου διάβαζε τα ποιήματά της και ήθελα να είμαι εκεί να τη στηρίξω. Παραλίγο να μην πάω, γιατί μόλις είχα γυρίσει από ταξίδι, ήμουν κουρασμένος και σκεφτόμουν να μη βγω. Αλλά τελικά πήγα. Εκεί ήταν και η Σίρι και καθόταν μαζί με το μοναδικό άτομο στον κόσμο που γνωρίζαμε και οι δυο μας, έναν συμφοιτητή της από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια ο οποίος μας σύστησε. Εάν δεν είχε έρθει μαζί της, δεν θα την είχα γνωρίσει. Εάν δεν είχα πάει στην εκδήλωση, δεν θα την είχα συναντήσει. Δεν πιστεύω ότι θα είχε παρουσιαστεί άλλη ευκαιρία στη ζωή μου για να τη γνωρίσω. Μόνο εκείνη τη νύχτα που έτυχε να βρεθώ εκεί. Η κόρη μας, η Σόφι, η οποία είναι 30 χρόνων πλέον, δεν θα ήταν ζωντανή. Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται τύχη ή είναι ο τρόπος που λειτουργεί ο κόσμος, αυτό που αποκαλώ οι μηχανισμοί της πραγματικότητας».
Αισθάνεστε τυχερός; Δεν είναι πολλοί άνθρωποι σε θέση να μοιραστούν μια τέτοια ιστορία. «Ναι, είμαι πολύ τυχερός. Αναμφίβολα, αυτό είναι το πιο τυχερό πράγμα που μου συνέβη ποτέ».
Η δική σας συμβολή στην ιστορία της ζωής σας ποια ήταν; «Ισως το ξέρετε κι εσείς ότι ο γάμος είναι μια πολύ περίπλοκη υπόθεση. Πρέπει να τον επαναδημιουργείς, δεν μπορείς να επαναπαύεσαι, πρέπει να μετατοπίζεσαι και να προσαρμόζεσαι. Η Σίρι έχει μια πολύ καλή μεταφορά για να περιγράφει τους επιτυχημένους και αποτυχημένους έρωτες. Λέει ότι οι αποτυχημένοι έρωτες είναι σαν μια μηχανή. Ολες οι μηχανές επαναλαμβάνουν το ίδιο πράγμα και μετά χαλάνε. Η πραγματική αγάπη όμως έχει οργανικό χαρακτήρα. Είναι σαν ένα δέντρο που όλο μεγαλώνει. Κάποιες φορές, ένα κομμάτι του δέντρου μπορεί να αρρωστήσει, οπότε θα χρειαστεί να κόψεις ένα κλαδί. Αυτό όμως κρατάει ζωντανό το δέντρο. Νομίζω ότι μια μεγάλη, μακροχρόνια αγάπη είναι κάπως έτσι. Εάν είσαι αρκετά τυχερός και κάνεις αυτό που πρέπει την κατάλληλη στιγμή, μπορείς να καταφέρεις να νιώθεις σχετικά ευτυχισμένος».
Σχετικά; «Μα δεν υπάρχει η τέλεια, η απόλυτη ευτυχία. Ομως, όσο μεγαλώνω και φτάνω στη δύση της ζωής μου, νιώθω πιο ευτυχισμένος από ποτέ. Αισθάνομαι ότι αυτός ο γάμος, που έχει κρατήσει τόσον καιρό, είναι καλύτερος από ποτέ. Εχει να κάνει με τον χρόνο που περνάει που σε κάνει να εκτιμάς όλα όσα είναι καλά στη ζωή σου. Γιατί κοιτάς γύρω σου και βλέπεις πόσο υποφέρει ο κόσμος, πόσοι άνθρωποι βιώνουν αγωνία με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό όταν είσαι νέος».
Ακόμη και στην εποχή του Τραμπ; Παρεμπιπτόντως, η Σίρι Χούστβεντ είχε πει σε συνέντευξή της κάτι ενδιαφέρον: ότι ο Τραμπ εξελέγη επειδή ο μισογυνισμός ζει και βασιλεύει. «Εν μέρει, δεν είναι αυτός ο μόνος λόγος».
Ποιοι είναι οι άλλοι λόγοι; «Με δυο λόγια: η αμερικανική Ιστορία, ιδίως των τελευταίων πενήντα χρόνων, ξεκινώντας από τον πόλεμο του Βιετνάμ, την εκλογή του Νίξον το 1968 και την απομάκρυνση από αυτό που θα αποκαλούσαμε στις ΗΠΑ «προοδευτικές αξίες». Η κρίσιμη καμπή ήρθε το 1980 όταν εξελέγη ο Ρίγκαν και άρχισε να ασκεί κριτική στις θεμελιώδεις αρχές της δημόσιας διοίκησης. Μίλησε στις καρδιές πολλών ανθρώπων και άλλαξε τον τρόπο σκέψης τους όσον αφορά το τι σημαίνει να ζούμε σε μια χώρα όλοι μαζί. Ο νέος πρόεδρος, δεν μπορώ καν να προφέρω το όνομά του –τον αποκαλώ «Νούμερο 45″ δεδομένου ότι είναι ο 45ος –είναι απόρροια μιας σειράς αλλαγών που συντελέστηκαν μέσα σε δεκαετίες στον πυρήνα της αμερικανικής ψυχής. Εκεί οφείλεται η επικράτησή του εν μέρει. Ο ρατσισμός έπαιξε επίσης πολύ μεγάλο ρόλο. Οταν αναδείχθηκε πρόεδρος ο Ομπάμα, το 2008, δεν είχα συνειδητοποιήσει πόσο βαθιά ρατσιστική είναι ακόμη και σήμερα η αμερικανική κοινωνία, καθώς στα οκτώ χρόνια διακυβέρνησής του ένα τεράστιο ποσοστό Αμερικανών έζησε νιώθοντας θυμό και αηδία».
Στην περίπτωση της Χίλαρι, αντίστοιχα, βγήκε στην επιφάνεια και ένας έντονος σεξισμός; «Η Χίλαρι Κλίντον δεν ήταν απλώς μια γυναίκα, αλλά μία από τις πιο μισητές γυναίκες στις ΗΠΑ από ένα μεγάλο ποσοστό της δεξιάς παράταξης. Δεν ήταν μια πολιτική αντίπαλος, αλλά ο διάβολος προσωποποιημένος. Οι χριστιανοί της δεξιάς παράταξης την αποκαλούν «η πόρνη της Βαβυλωνίας», τη βλέπουν περίπου σαν πράκτορα του Σατανά. Αλήθεια σας λέω, το πιστεύουν πραγματικά. Ενας φίλος μου, πολιτικός ακτιβιστής, ταξίδεψε στη χώρα μετά τις εκλογές και κάποια στιγμή που βρέθηκε σε μια «κόκκινη», ρεπουμπλικανική Πολιτεία, ρώτησε μια γυναίκα γιατί ψήφισε τον Τραμπ. «Κοιτάξτε, μου αρέσει πολύ η Χίλαρι» του είπε, «αλλά δεν μπορώ να την ψηφίσω γιατί έχει δολοφονήσει όλους αυτούς τους ανθρώπους…». «Ποιους ανθρώπους;». «Δεν το ξέρετε ότι έχει δολοφονήσει 25 ανθρώπους, ορισμένους μάλιστα με τα ίδια της τα χέρια;». Αυτού του είδους η προπαγάνδα κυκλοφορεί στο Internet και τη διαβάζουν οι Ρεπουμπλικανοί. Το γεγονός ότι είναι γυναίκα ήταν άλλος ένας καθοριστικός παράγοντας. Φαντάζεστε οκτώ χρόνια με έναν μαύρο και μετά οκτώ χρόνια με μια γυναίκα; Γι’ αυτούς τους ανθρώπους αυτό θα ήταν ανεπίτρεπτο».
Πώς βλέπετε τα πράγματα έναν χρόνο μετά την εκλογή τού Νο 45; «Μόνο χειρότερα. Είμαι απόλυτα απεγνωσμένος, οργισμένος και απογοητευμένος. Θα μπορούσα να μιλάω είκοσι ώρες γι’ αυτό, αλλά δεν θα άλλαζε κάτι. Δεν ξέρω πού θα οδηγηθούμε».
Μα, δεν είναι μόνο οι ΗΠΑ. Είναι και το Brexit στη Βρετανία και η άνοδος της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη. Ο κόσμος μας έχει αρχίσει να παίρνει μια πολύ επικίνδυνη στροφή. «Ναι, όμως η Αμερική ήταν πάντα λίγο διαφορετική από τους υπόλοιπους. Οταν έγινε το Brexit είπα στον εαυτό μου: «Λες να νικήσει τελικά ο Νο 45, λες να μην είναι τελικά γυναίκα η επόμενη πρόεδρος;». Ηταν ένα προειδοποιητικό σημάδι. Γιατί οι Αγγλοι είναι παραδοσιακά μετριοπαθείς, όμως οι υποστηρικτές του Brexit έκαναν μια συστηματική, απεχθή προπαγάνδα η οποία είχε αποτέλεσμα. Στην Ευρώπη το θέμα δεν είναι ο ρατσισμός αλλά η μετανάστευση, η ιδέα ότι «θα εισβάλουν οι ξένοι στις χώρες μας και θα αλλάξουν τις κοινωνίες μας». Η Αμερική, από την άλλη, είναι μια χώρα μεταναστών, δεν είναι αυτό το μεγαλύτερο πρόβλημά μας, αλλά ο ρατσισμός και ο μισογυνισμός που χρησιμοποιούνται για να πειστούν οι ψηφοφόροι να υποστηρίξουν και να ψηφίσουν αντιδραστικές ιδέες».
Νομίζω ότι εδώ προκύπτει το ερώτημα που βάζετε στο στόμα του ήρωά σας, Φέργκιουσον, στο «4321»: «Αν ο κόσμος φλέγεται, σε τι χρησιμεύουν τα έργα μυθοπλασίας»; «Συχνά το διερωτάται κανείς. Ο μόνος τρόπος για να απαντήσει είναι ο εξής: «Πώς θα ήταν ο κόσμος αν δεν είχαμε βιβλία;». Δεν το χωράει ο νους. Από την άλλη, μπορούν τα βιβλία να αλλάξουν μια κοινωνία; Οχι. Τα βιβλία δεν είναι πολιτικά εργαλεία. Είναι περισσότερο εσωτερικές εμπειρίες. Νομίζω ότι οι άνθρωποι τα έχουν ανάγκη. Οχι όλοι, βέβαια. Οι περισσότεροι άνθρωποι στον κόσμο δεν χρειάζονται τα μυθιστορήματα ή όταν τα διαβάζουν έχουν την τάση να προτιμούν τα πολύ δημοφιλή, τη λεγόμενη λογοτεχνία της «απόδρασης». Δεν υπάρχει τίποτε το κακό σε αυτό. Οι άνθρωποι που είναι αφοσιωμένοι σε αυτό που θα αποκαλούσα «αληθινή λογοτεχνία» είναι πολύ, πολύ λίγοι. Μια μικρή ομάδα. Την αγαπούν όμως τόσο πολύ που δεν θα μπορούσαν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς αυτή. Είναι μια δύναμη που τους συντηρεί στη ζωή, η οποία όμως δεν μπορεί να αλλάξει νόμους και χώρες».
Υπάρχει αυτό το κλισέ, αν θέλετε, που ακολουθεί τη δουλειά σας, ότι είστε δηλαδή πιο δημοφιλής εκτός ΗΠΑ και ιδιαίτερα στη Γαλλία, κάτι που μάλλον σας αποδίδεται ως μομφή, λες και η επιτυχία εντός Αμερικής είναι η απόλυτη και μοναδική παράμετρος επιτυχίας για έναν αμερικανό συγγραφέα. Εσείς τι λέτε; «Δεν ξέρω, δεν το σκέφτομαι. Πρόκειται για έναν μύθο, ούτως ή άλλως. Πάντα τα πήγαινα καλά εδώ, πραγματικά. Εξάλλου, η μόνη απόδειξη ότι ένας συγγραφέας υπάρχει και υφίσταται είναι ότι τα βιβλία του ή τα βιβλία της εξακολουθούν να τυπώνονται. Ολα τα βιβλία μου τυπώνονται στις ΗΠΑ. Βιβλία που είχα γράψει είκοσι χρόνια πριν και ο κόσμος τα διαβάζει ακόμη και σήμερα. Ποια άλλη ένδειξη υπάρχει; Ορισμένοι συγγραφείς κάνουν επιτυχία και μετά από πέντε χρόνια εξαφανίζονται γιατί ο κόσμος τούς ξεχνάει καθώς η προσοχή του έχει απορροφηθεί από ένα νέο όνομα που έχει απήχηση. Είναι σπάνιο να μένει κανείς στα πράγματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αισθάνομαι για άλλη μια φορά τυχερός ως προς αυτό. Δεν έχω κανένα παράπονο».
Μα, ακόμη και αν δεν συνέβαινε αυτό, δεν συνιστά μεγάλη επιτυχία να εκδίδεται κανείς στο εξωτερικό και να διαβάζεται από κόσμο με τον οποίο δεν μοιράζεται την ίδια γλώσσα ή την ίδια κουλτούρα; Εσείς μεταφράζεστε σε 45 γλώσσες, αν δεν απατώμαι. «Ναι, έτσι είναι. Είναι παρηγορητικό να ξέρεις ότι διαβάζονται τα βιβλία σου εκτός της χώρας σου. Είσαι στο έλεος των μεταφραστών σου, ελπίζω να κάνουν καλή δουλειά. Δεν μπορώ να το διαπιστώσω εκτός από τις γαλλικές εκδόσεις, γιατί τα γαλλικά μου είναι αρκετά καλά ώστε να διαβάζω τις μεταφράσεις. Δεν έχω ιδέα τι συμβαίνει με τις υπόλοιπες. Πάντως, και ο Τζον Γκρίσαμ δεν μεταφράζεται σε 45 γλώσσες; Ποιος ξέρει, αλήθεια, τι θα λένε στο μέλλον για όλους εμάς;».
Ολοι κάποια στιγμή κρίνονται, λοιπόν, τόσο ως προς το έργο αλλά και ως προς την ηθική τους. Δεδομένου ότι μιλούσαμε και για μισογυνισμό προηγουμένως, ποια ήταν η αντίδρασή σας όταν άρχισαν οι πρώτες αποκαλύψεις για τον Χάρβεϊ Γουάινσταϊν; «Πιστεύω ότι είναι καλό που οι γυναίκες μπορούν πλέον να μιλήσουν και να ακουστούν, καθώς αυτές οι συμπεριφορές συνέβαιναν εδώ και αιώνες, να μην πω χιλιετίες, και κανείς δεν ήθελε ποτέ να δώσει σημασία. Επιτέλους, η κοινωνία μας δίνει την απαραίτητη προσοχή. Αυτό είναι καλό».
Είχατε συνεργαστεί και εσείς μαζί του στις δύο πρώτες ταινίες σας, τα φιλμ «Καπνός» και «Λίγος καπνός ακόμα». «Ναι, έχω πολύ καιρό να τον δω, όμως πριν από είκοσι χρόνια και βάλε τον έβλεπα πολύ συχνά».
Ποια ήταν η εντύπωση που είχατε τότε γι’ αυτόν; «Δεν θέλω να μιλήσω γι’ αυτό, όχι, όχι».
Ακολουθείτε τα social media όπου η τροφοδότηση με ειδήσεις είναι διαρκής και η ενημέρωση πιο πολύπλευρη; «Διαβάζω εφημερίδες και βλέπω ειδήσεις και πολιτικές εκπομπές. Εχω όμως πλέον ένα iPad, μου το έδωσε η Σίρι για τα γενέθλιά μου πριν από τρία χρόνια. Με βοήθησε πολύ στη συγγραφή του βιβλίου, γιατί μπορούσα να βρω ορισμένες πληροφορίες πολύ γρήγορα. Τον παλιό καιρό ήταν πολύ δύσκολο να μάθεις –ξέρω, θα ακουστεί χαζό, αλλά για έναν συγγραφέα είναι πολύ σημαντικό –ποια ημέρα της εβδομάδας ήταν, για παράδειγμα, η 26η Ιανουαρίου του 1862. Επρεπε να πας σε μια βιβλιοθήκη και να βρεις μια παλιά εφημερίδα ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων. Τώρα, απλώς πατάς ένα κουμπί και γράφεις «ημερολόγιο 1862» και μέσα σε δέκα δευτερόλεπτα εμφανίζεται μπροστά σου. Ηταν Τρίτη και όχι Τετάρτη. Είχα όλο το αρχείο των «New York Times» στη διάθεσή μου, το οποίο ήταν πολύ χρήσιμο, γιατί υπάρχει ένα μεγάλο κομμάτι στο βιβλίο για τα γεγονότα στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια το 1968. Μπόρεσα μάλιστα να αποκτήσω πρόσβαση στο αρχείο της φοιτητικής εφημερίδας του Πανεπιστημίου online και διάβασα ό,τι είχε γραφτεί εκείνον τον καιρό. Δεν κακολογώ αυτούς τους νέους τρόπους επικοινωνίας, απλώς δεν θέλω να είμαι συνδεδεμένος μέσω ενός e-mail, ενός κινητού ή μέσω των social media. Δεν μπορώ να ζήσω έτσι, δεν θέλω να αποσπάται η προσοχή μου κατ’ αυτόν τον τρόπο. Αν με χρειάζονται, υπάρχει τρόπος να με βρούνε. Επίσης, αν ο μισός κόσμος τιναχτεί στον αέρα, θα το μάθω».
Τηλεοπτικές σειρές βλέπετε; Ρωτάω γιατί όλοι λένε ότι έχουν υποκαταστήσει τις ταινίες του κινηματογράφου, τον οποίο εσείς αγαπάτε ιδιαίτερα. «Είναι πολλοί και περίπλοκοι οι λόγοι για τους οποίους συμβαίνει αυτό. Στην Αμερική δεν κάνουμε ταινίες για ενηλίκους πλέον. Είναι ντροπή που το αφήσαμε να συμβεί, όταν σκεφτείς τι υπέροχες αμερικανικές ταινίες γυρίζονταν στο παρελθόν. Οχι, δεν παρακολουθώ τις σειρές. Είδαμε ορισμένες, θυμάμαι μια βρετανική που μας άρεσε, το «Foyle’s war» («Ο πόλεμος του Φόιλ»). Eίχαμε πρόσβαση στους οκτώ κύκλους της σειράς και τους παρακολουθήσαμε μέσα σε τρεις ημέρες. Είχε πολύ πλάκα. Το κάναμε όμως αυτή τη μία και μοναδική φορά».
Ενα πάθος το οποίο δεν εγκαταλείπετε ποτέ είναι το κάπνισμα. Δεν καταπιέζεστε με τον ιδιαίτερα αυστηρό αντικαπνιστικό νόμο που εφαρμόζεται στη Νέα Υόρκη; «Εδώ και καιρό χρησιμοποιώ ηλεκτρονικό τσιγάρο και έχει βελτιωθεί πολύ η υγεία μου, δεν βήχω πλέον. Πάντως, ο αντικαπνιστικός νόμος είναι αυστηρός και στην Ευρώπη, όχι μόνο στην Αμερική. Δεν καπνίζω πλέον συμβατικά τσιγάρα, οπότε δεν είναι πρόβλημα, αν και σε εσωτερικούς χώρους δεν επιτρέπεται να καπνίζεις ούτε ηλεκτρονικό τσιγάρο. Κοιτάξτε, δεν θα υπερασπιστώ το κάπνισμα, δεν θα ήταν ιδιαίτερα έξυπνο εκ μέρους μου, αλλά δίνει τεράστια ευχαρίστηση στον καπνιστή, παρότι είναι σίγουρο ότι κάποια στιγμή μετανιώνεις για όλα τα χρόνια που ενέδιδες σε αυτή τη συνήθεια. Κάποτε είχα μια ιδέα η οποία ήξερα ότι ήταν αδύνατον να υλοποιηθεί: ήθελα να κάνω μια ταινία δύο ωρών περίπου, η οποία θα ήταν μια ανθολογία όλων των σπουδαίων σκηνών στην ιστορία του σινεμά με ήρωες που καπνίζουν. Οπως βλέπετε, όμως, δεν το κατάφερα».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ