«Εγώ είμαι!». Το λέει και γελάει. Φοράει μια περούκα που μοιάζει να δημιουργήθηκε με τίτλο εργασίας «Η Πριγκίπισσα Λέια συναντά τον «Δράκουλα» του Κόπολα» και ένα βαρύ φόρεμα (10 κιλά ζυγίζει), όμως τα μάτια και τα χείλη την προδίδουν. Η Χάρις Αλεξίου μας είχε προετοιμάσει από τον δίσκο με τα «Απρόβλεπτα τραγούδια» ότι θα παρεξέκλινε της προσδοκώμενης –για εκείνη –πορείας. Μετά την παράσταση-εξομολόγηση «Χειρόγραφο» (σε σκηνοθεσία Γιώργου Νανούρη), όπου μας αφηγήθηκε τη ζωή της, αναλαμβάνει τώρα το ρίσκο να γίνει μέλος της ομάδας του Νίκου Καραθάνου για την επανάληψη της περσινής μεγάλης επιτυχίας του Εθνικού Θεάτρου «Οπερέττα» που είναι βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Βίτολντ Γκομπρόβιτς. Η σημαντική ερμηνεύτρια έχει επωμιστεί τον ρόλο που κράτησε πριν από μερικούς μήνες η Λυδία Φωτοπούλου. Σε μια δύσκολη στιγμή για εκείνη –έχασε τον αδελφό της πριν από λίγο καιρό -, παραδέχεται ότι στη ζωή υπάρχουν οι αποφάσεις που σε σώζουν και εκείνες που σε κρατάνε πίσω. Η αποδοχή της πρότασης του δημιουργού αυτού του σουρεαλιστικού, γλυκόπικρου θεατρικού σύμπαντος ανήκει στην πρώτη κατηγορία. Μια παράκληση έχει μόνο: «Ας μην πούμε άλλα. Αφήστε με να παίξω σαν μικρό παιδί».
Κυρία Αλεξίου, σε ποια φάση σάς βρήκε η πρόταση να παίξετε στην «Οπερέττα»; «Ημουν αποσυρμένη, εκτός Αθήνας και εκτός Ελλάδας, κάνοντας μια παύση. Δεν ήξερα τι ήταν αυτό που θα μου κέντριζε το ενδιαφέρον μετά το «Χειρόγραφο». Ηθελα να πάρω μια απόσταση από τα πράγματα. Με πήρε λοιπόν ο Νίκος Καραθάνος τηλέφωνο και μου έριξε τη βόμβα. Καθώς με βρήκε άφωνη μπροστά στην ιδέα του, μου είπε: «Mη φοβάσαι, δεν σε θέλω ως ηθοποιό, σε θέλω για αυτό που είσαι». Εννοούσε αυτό που είμαι ως προσωπικότητα, αλλά σάμπως ξέρω κι εγώ ποια είμαι; Γνωρίζω τι μου γίνεται όταν πρέπει να βγω στη σκηνή και να πω τα τραγούδια μου, εκεί έχω τον έλεγχο, τις ισορροπίες μου, τη μουσική, τη μελωδία, ξέρω πού βαδίζω, αυτό κάνω χρόνια. Το «Χειρόγραφο» ήταν πάλι μια πολύ προσωπική ιστορία. Τώρα θα έπρεπε να μπω κάτω από έναν μαέστρο που διευθύνει ένα σύνολο και θα έπρεπε να ενταχθώ σε αυτό το σύνολο. Τον εμπιστεύτηκα –αυτό έκανα».

Τι σας έπεισε τελικά; «Ο τρόπος που μου μίλησε και μου εξήγησε τι θέλει από μένα. Δεν είχα άλλα όπλα από την εμπιστοσύνη που μου ενέπνευσε και τον θαυμασμό μου στο έργο του μέχρι τώρα. «Βλέποντας και κάνοντας», έτσι είπα στον εαυτό μου, όμως είχε και μια κρυφή γοητεία αυτό που μου ζήτησε να κάνω, το να δοκιμαστώ και πάλι. Γιατί, ύστερα από τόσα χρόνια πάνω στη σκηνή, αυτό που μου λείπει είναι η δοκιμασία, να γίνουν τα πράγματα από την αρχή. Εχω αφεθεί και πέρασα –και περνάω ακόμη –όλη τη διαδικασία: να κατανοήσω τι ακριβώς πρέπει να κάνω, να δω την ικανοποίηση στο βλέμμα του, να νιώσω ότι κατάλαβα τι μου ζητεί. Το καλό με τον Καραθάνο είναι ότι έχει μεγάλες απαιτήσεις από μένα, δεν χαρίζεται, και με τιμά λίγο αυτό. Δεν λέει «α, είναι η Χαρούλα, ας μην περιμένω πολλά». Περιμένει το καλύτερο και αυτό με ενεργοποιεί».

Υπάρχει κάτι ενάντια στο οποίο παλεύετε για να μη μένετε αδρανής; «Η λέξη «μύθος». Με βαραίνει πάρα πολύ. Και είναι κάτι που το λένε οι άλλοι, δεν το λέει ποτέ κανείς για τον εαυτό του. Αναζητώ συνεχώς έστω λίγη από την άγνοια και την αθωότητά μου, κομμάτια του άγνωστου κόσμου που έχω μπροστά μου. Ξέρω πολλά στη δουλειά μου ως τραγουδίστριας, όταν φτάνεις σε ένα σημείο που δεν προχωράς πια, κάτι νεκρώνει και θέλεις ένα άγγιγμα καινούργιο να σε ζωντανέψει ξανά. Επειτα από τόσες δεκαετίες που τραγουδάω δεν είναι εύκολο να με ξυπνήσει κάτι, μου φαίνονται κάπως σαν déjà vu όλα. Σε αυτή τη συνθήκη είμαι υποχρεωμένη να ξεκινήσω από την αρχή και να έχω στον νου μου ακόμη και τον νεαρότερο συνάδελφο, αν μου επιτρέπεται η χρήση της λέξης, που και εκείνος με ξέρει ως ονοματεπώνυμο, να μην του κόψω τη δική του τη φόρα, να μην τον εμποδίσω σε τίποτα. Ο Καραθάνος μού μιλάει συνεχώς για τον ρυθμό, για τον ρυθμό της πρόζας, του ελεύθερου λόγου. Εγώ τον ήξερα αλλιώς τον ρυθμό. Υπάρχει φυσικά και η ιδιαιτερότητα του έργου: μια κωμωδία που δεν είναι κωμωδία. O ανθρώπινος πόνος, το ανθρώπινο δράμα μέσα από τη γελοιότητα της ανθρώπινης συνθήκης. Δεν μου είναι εύκολο να τα κατανοήσω όλα αυτά, εγώ ξέρω ότι όταν κάτι μας φαίνεται αστείο γελάμε, όταν πονάμε κάνουμε έτσι. Εχει στηθεί ένας άγνωστος σε μένα καμβάς που πρέπει σε αυτόν κι εγώ να κεντήσω».
Αναρωτηθήκατε προηγουμένως ποια είστε. Ο ποιητής Βασίλης Αμανατίδης γράφει στο πρόγραμμα της παράστασης πως «Ο άνθρωπος δυστυχεί γιατί δεν έχει πρόσβαση στον εαυτό του»… «Μα, ξέρουμε αλήθεια ποιοι είμαστε; Νομίζω πως όλοι μας, πέρα από τις πολύ πηγαίες, ενστικτώδεις, πρωτόγονες αντιδράσεις μας, έχουμε κλειδώσει σε μια συμπεριφορά και δεν είναι εύκολο να σπάσουμε αυτό το καλούπι, να αλλάξουμε τους κώδικες. Εχω βέβαια την αίσθηση ότι η ενασχόληση με το θέατρο σε βοηθάει να γίνεις θεατής του εαυτού σου, σε βάζει σε αυτή τη διαδικασία. Παίζοντας και ξαναπαίζοντας έναν ρόλο παίρνεις –θέλεις, δεν θέλεις –μια απόσταση από τον εαυτό σου και ανακαλύπτεις τις γελοιότητες, τις μικρότητες και τις αναπηρίες σου».
Τέτοιες απρόβλεπτες προτάσεις θα θέλατε να σας κάνουν από εδώ και πέρα; «Θα σας πω το ένα πράγμα που δεν θέλω να μου κάνουν: τιμητικές φιέστες. Γιατί αυτό θα σημαίνει ότι τελειώσαμε».

Βρίσκετε καθόλου απελευθερωτική την ιδέα πως εδώ, σε αντίθεση με τη σκηνή των συναυλιών σας, δεν θα είναι οι προβολείς στραμμένοι συνεχώς επάνω σας; «Απόλυτα απελευθερωτική, α-πό-λυ-τα, το τονίζω αυτό. Το να εμφανίζεσαι ως το μεγάλο αστέρι μοιάζει καμιά φορά σαν μια ισόβια φυλακή. Σε περιορίζει, έχεις συγκεκριμένο πεδίο και όρια που εδώ δεν υπάρχουν. Στο θέατρο ανήκεις σε κάποιον άλλον. Δείτε τη φορεσιά που μου φοράνε, την περούκα –σχεδόν δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου».

Οι ήρωες της «Οπερέττας» μοιάζουν πάντως να μην αντέχουν τον εαυτό τους… «Ολοι μπορούμε να το φανταστούμε αυτό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη παγίδα από την αλλοτρίωση, δεν ξέρεις ποια διαδρομή να ακολουθήσεις, έχεις αλλοιωθεί. Εχεις χάσει την αρχή σου και αυτήν αγωνιζόμαστε όλοι να βρούμε. Δεν ξέρω αν μπορούμε να το καταφέρουμε. Εχουμε φορέσει ξένες γλώσσες και φόβους, έχουμε ζήσει απώλειες. Είναι παράλογη η ζωή. Προσωπικά, αυτή τη στιγμή παίζω σε μια κωμωδία ενώ ζω το πένθος μου (σ.σ. μερικές ημέρες προτού αρχίσουν οι πρόβες έφυγε από τη ζωή ο αδελφός της, ο τραγουδιστής Γιώργος Σαρρής). Μπορεί να το πει κανείς και αλλοφροσύνη αυτό, όμως σε φέρνει πιο κοντά στην καρδιά σου και σε κάνει να αρκείσαι σε λιγότερα πράγματα. Με συγκινεί επίσης πολύ να βλέπω τα παιδιά που ξεκινάνε τώρα με πάθος και με όρεξη να κατακτήσουν τον κόσμο, να ξεχωρίσουν. Μου θυμίζουν τον εαυτό μου όταν ήμουν κι εγώ νέο κορίτσι και χαιρόμουν τα πρώτα επιτυχημένα βήματα, την περίοδο που άρχισα να αποκτώ ευκολίες. Τις μικρές στιγμές ευτυχίας και ουσιαστικής ευχαρίστησης τις βλέπεις πάντως στα ίδια πράγματα, όλα τα άλλα είναι απλώς επιβεβαίωση, είναι η εξουσία που έρχεται στα δικά σου χέρια και νομίζεις ότι θα κινείς εσύ τα νήματα».
Καμιά φορά αυτές τις μικρές χαρές της ζωής φοβόμαστε να τις ονοματίσουμε. «Φοβόμαστε να μη μας πουν κλισέ, φοβόμαστε να μη μας πουν… γενικώς, φοβόμαστε ακόμη να μας κάνουν αυτά που κάναμε εμείς σε κάποιους άλλους. Τόσο ανθρώπινο είναι κι αυτό, γιατί τι είμαστε; Πλάσματα ευάλωτα μπροστά στο άγνωστο. Νομίζω ότι ευτυχία είναι να μπορείς να ζήσεις ένα νέο βίωμα, να νιώσεις κάτι καινούργιο και αληθινό».
Μας προετοιμάζει για τις δυσκολίες της ζωής η ενασχόληση με την τέχνη; «Καμία σημασία δεν έχει. Βρίσκεις ενίοτε μια παρηγοριά στο ωραίο. Η ομορφιά σε εξαγνίζει, γίνεσαι ίσως λίγο καλύτερος άνθρωπος όταν μπορείς να αντιληφθείς την ομορφιά».
Είναι και το χιούμορ παρηγοριά; Και ο αυτοσαρκασμός; Εξεπλάγην –και γέλασα πολύ –όταν σας είδα το καλοκαίρι στο Ιnstagram ξαπλωμένη σε ένα ροζ φλαμίνγκο με τη λεζάντα: «Να ζήσω ή να πεθάνω, σε ένα φλαμίνγκο απάνω». «Δεν θα μπορούσα να ζήσω αν δεν είχα το χιούμορ, θα είχα αρρωστήσει. Δεν μπορώ να φανταστώ τη ζωή μου χωρίς τη δυνατότητα να γελάω, ακόμη και εις βάρος του ίδιου μου του εαυτού».
Υπάρχουν, ωστόσο, φαντάζομαι και εκείνοι που θέλουν να σας βλέπουν μονίμως σοβαρή και μετρημένη. «Ακόμη και αυτοί σου χτυπούν μερικές φορές ένα καμπανάκι. Ορισμένες φορές μπορεί από αυθορμητισμό να γίνεις αφελής, δεν σου συγχωρείται εύκολα αυτό. Προσωπικά, ξέρω ότι έχω και αυτή την πλευρά, δεν με πειράζει να εμφανίζεται πού και πού, όμως υπάρχει και το βάθρο στο οποίο με έχουν ανεβάσει κάποιοι και δεν τους αρέσει να τους το χαλάω».
Το δικό σας εσωτερικό μέτρο το υπακούτε πάντα; «Δεν έχω μέτρο. Είμαι πάρα πολλά πράγματα, έχω πολλές έδρες μέσα μου και μερικές φορές χάνομαι, βλέπω τις ψηφίδες να διαλύονται και να ανασυντίθενται και να ξαναγίνομαι γερή, στέρεη. Δεν είμαι μονοσήμαντος άνθρωπος και δεν θα γίνω ποτέ. Αυτό είμαι, πάντοτε θα παραπαίω και θα στέκομαι όρθια και θα ξέρω τι μου γίνεται και μετά δεν θα έχω ιδέα. Εμένα με νοιάζει να με αγαπάω και ξέρω ότι επειδή οι προθέσεις μου ξεκινούν από καλοσύνη, δεν θα χάσω, απλώς πρέπει να δω με λίγο περισσότερη τρυφερότητα και τις αδυναμίες μου, να με δω όχι ως το ισχυρό πρόσωπο που με έχουν δει πολλοί, αλλά να αποδεχτώ τα τρωτά μου σημεία».
Λέει κάπου ο Γκομπρόβιτς ότι η δουλειά του καλλιτέχνη είναι να συμφιλιώνει αιωνίως τα ασυμβίβαστα. Πώς το αντιλαμβάνεστε αυτό; «Κοιτάξτε, είμαι μια αυτοδίδακτη τραγουδίστρια. Τραγούδησα επειδή μπορούσα να τραγουδάω, επειδή το τραγούδι με ήθελε και το ήθελα και μεγάλωσα μέσα σε αυτό. Δεν γίνεται την ώρα που τραγουδάω να σκέφτομαι ποια ασυμβίβαστα μπορεί να ενώνω, όμως κάτι γίνεται και έρχονται κοντά τα αντίθετα. Εχω ζήσει την ευτυχία να ενώνει η φωνή μου τον αστό και τον μεροκαματιάρη, την τιμή αυτή να μπαίνω στα σπίτια σαν ισότιμο μέλος της οικογένειας».

Σας ενόχλησε ποτέ η ιδέα πως οι ίδιοι άνθρωποι που τη μια μέρα σας αποθέωναν, μπορεί την επομένη να διασκέδαζαν στα μπουζούκια; «Καθόλου. Αντιθέτως, με τιμούσε. Είναι σαν να σε λένε παντός καιρού».
Υπήρξαν φορές που ήσασταν στη σκηνή και θέλατε να κρυφτείτε; «Καμιά φορά αισθάνομαι τρομαγμένη, όσο πιο μεγάλο είναι το κοινό, γίνεται σαν θηρίο που θέλει να σε καταπιεί. Δεν ζεις πάντοτε την έκσταση ή την απελπισία πάνω στη σκηνή. Το μόνο που μπορώ να πω με σιγουριά είναι πως εκεί πρέπει να ανεβαίνεις μόνος σου, χωρίς να κουβαλάς το πρόβλημά σου δηλαδή. Αλλοτε είσαι πιο δυνατός, πιο προστατευμένος και άλλοτε τελείως εκτεθειμένος».
Η μουσική τι ρόλο παίζει στη ζωή σας αυτή την περίοδο; Γράφετε καινούργια τραγούδια; «Οχι, δεν γράφω αυτόν τον καιρό. Ακούω πολλή μουσική, στο ραδιόφωνο ή στο Ιnternet. Θα ήθελα όμως να μιλήσω για τη μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου που έχουμε στην παράσταση. Είναι τόσο ωραία. Κάποιες φορές ανεβάζει την ενέργεια, μετά γίνεται συντροφιά και συνοδεύει τον λόγο. Αλλάζει τόσες φορές, γίνεται συγκινητική και σπαρακτική και μετά αστεία. Είναι στήριγμα και για μένα, πάω μαζί της».
Οφείλω, κλείνοντας, να σας αποκαλύψω ότι ο Νίκος Καραθάνος μού πρότεινε να σας ρωτήσω για το ποίημα του Αγγελου Σικελιανού που ακούγεται στην παράσταση. «Το «Aγραφον», αυτό το ποίημα-προσευχή του Σικελιανού, είναι ό,τι πιο δυνατό θα μπορούσα να τραγουδήσω σήμερα:

«Κύριε, δώσ’ μου,
μες στη φριχτήν οσμήν οπού διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο·
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη του
κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κι ελπίδα»». l
«Οπερέττα»: Θέατρο Rex – Σκηνή Μαρίκα Κοτοπούλη (Πανεπιστημίου 48), από 22 Νοεμβρίου 2017 έως 7 Ιανουαρίου 2018.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ