O Koνσταντίν Μπογκομόλοφ είναι ερωτευμένος. «Αγαπώ αυτή την πόλη, αγαπώ την Αθήνα» θα πει μέσα από ένα διαμέρισμα στην καρδιά του αστικού ιστού της. Εκεί κατοικεί τον τελευταίο καιρό, άλλωστε, καθώς ετοιμάζει πυρετωδώς την πρώτη του παράσταση με έλληνες ηθοποιούς έπειτα από πρόσκληση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Οι ρυθμοί της δουλειάς είναι εξαντλητικοί και η επαφή του με την πόλη αναπόφευκτα φευγαλέα, ενδεχομένως τόση όση χρειάζεται για να γοητευτεί από «την ενέργεια και την ιδιαίτερη ατμόσφαιρά της» προτού προλάβει να την αγαπήσει σε βάθος και να της συγχωρήσει όλη της την ασχήμια. Μέχρι και ποδοσφαιρικό αγώνα παρακολούθησε, το ματς Ολυμπιακός – Μπαρτσελόνα στο «Καραϊσκάκης», έπειτα από προτροπή του φίλου του Αλεξέι Μουράτοφ, εκτελεστικού διευθυντή της Prometheus Gas στην Ελλάδα (θυγατρικής της Gazprom, επίσημου χορηγού του Champions League), προκειμένου να δει πώς πάλλονται οι ελληνικές κερκίδες. «Αν δεν απατώμαι, είχα να μπω σε γήπεδο περίπου τριάντα χρόνια, από όταν ήμουν μικρός και πηγαίναμε με τον πατέρα μου στη Μόσχα» θυμάται.
Τι άλλο πρέπει να κάνει δηλαδή για να αποδείξει τον έρωτά του; «Μου αρέσει να περπατάω στην πόλη, μου αρέσουν οι άνθρωποι. Μιλάω συνέχεια για την Αθήνα στους φίλους μου στη Ρωσία: προσπαθώ να τους εξηγήσω ότι είναι μια πόλη φιλική και άνετη και ότι υπάρχει μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα ευδαιμονίας. Δεν μπορώ να το εξηγήσω με διαφορετικά λόγια».
Ωστόσο, όταν μιλάει για τους «Δαιμονισμένους», την παράσταση που πρόκειται να ανεβάσει από τις 22 Νοεμβρίου στη Στέγη, είναι πολύ επεξηγηματικός. Τουλάχιστον όσον αφορά το πνεύμα που θα τη διαπνέει, γιατί, όπως λέει, δεν θέλει «να πουλήσει καμία στιγμή της» που θα πρόδιδε το κόνσεπτ της.
Γνωρίζουμε λοιπόν ότι όλα άρχισαν πριν από δύο χρόνια, όταν ο καταχωρισμένος ως «τρομερό παιδί του ρωσικού θεάτρου» 42χρονος σήμερα σκηνοθέτης έφερε στην Αθήνα τους περίφημους «Καραμάζοφ» του μαζί με τα σαλόνια των σύγχρονων ρώσων ολιγαρχών, όπου τοποθέτησε την πλοκή του κύκνειου άσματος του Φιόντορ Ντοστογέφσκι. Η επιτυχία ήταν εντυπωσιακή, η αίθουσα της Στέγης ασφυκτικά γεμάτη, και μάλιστα χωρίς απώλειες, παρά την πεντάωρη διάρκεια της παράστασης. Το αποτέλεσμα αυτής της ευτυχούς συνύπαρξης ήταν μια πρόταση συνεργασίας «ενδεχομένως πάνω σε ένα έργο του Ντοστογέφσκι ή κάποιου άλλου συγγραφέα κοντά στο πνεύμα του». Τελικά η επιλογή των «Δαιμονισμένων» (1870-1872) ήταν περίπου μονόδρομος, γιατί ο υπερδραστήριος Μπογκομόλοφ δεν έχει αφήσει έργο του Ντοστογέφσκι που να μην έχει ανεβάσει. Από τους «Καραμάζοφ» και τον «Ηλίθιο» στη Μόσχα έως το «Εγκλημα και τιμωρία» την περασμένη άνοιξη στην Μπολόνια, επιμένει να ανταποκρίνεται στα ερεθίσματα που προσφέρουν τα απαιτητικά βιβλία προσπαθώντας να διαβάζει πίσω ή και πέρα από τις γραμμές τους.

Ερωτευµένοι µε τον θάνατο

«Από τα μεγάλα βιβλία του Ντοστογέφσκι, αυτά που απέμεναν για ανέβασμα ήταν δύο: «Οι Δαιμονισμένοι» ή… «Οι Δαιμονισμένοι». Ηταν αναπόφευκτη η απόφαση, γιατί ποτέ –αν και ποτέ μη λες ποτέ –δεν επαναλαμβάνω τις παραστάσεις μου. Δεν είμαι ο τύπος σκηνοθέτη που θα κάνει μια επιτυχία και μετά θα πάει σε μια άλλη πόλη και θα ανεβάσει την παράστασή του ελαφρώς παραλλαγμένη με άλλους ηθοποιούς».
Ο Μπογκομόλοφ είναι ο τύπος σκηνοθέτη που καλεί τους ηθοποιούς του να διαβάσουν όλα τα έργα του Ντοστογέφκσι για να μπορούν να φέρνουν παραδείγματα από αυτά στις συζητήσεις τους. Μάλιστα, στην παράσταση των «Δαιμονισμένων» θα συμπεριληφθεί ένα ατόφιο κομμάτι από τους «Αδελφούς Καραμάζοφ», συγκεκριμένα η αφήγηση του «Μεγάλου Ιεροεξεταστή», εκείνη όπου «ο εκπρόσωπος της Καθολικής Εκκλησίας λέει στον Χριστό: «Φύγε, ζούμε χωρίς εσένα και είμαστε ευτυχισμένοι χωρίς εσένα»».
Γιατί, τελικά, όλοι όσοι υποθέσαμε ότι ο Μπογκομόλοφ θα εστιάσει στην πολιτική διάσταση του αχανούς μυθιστορηματικού υλικού των «Δαιμονισμένων», κάνοντας ένα σχόλιο για τον μηδενισμό ή τον σοσιαλισμό που υποκινεί τη δράση ενός κύκλου νεαρών μηδενιστών –εξάλλου, στην Αθήνα έχει κληθεί να σκηνοθετήσει -, μάλλον πέσαμε έξω. Οι κατά Μπογκομόλοφ «Δαιμονισμένοι» είναι ένα σχόλιο για τη σαγήνη του θανάτου σε μια παράσταση έξω από συγκεκριμένο τόπο και ενδεχομένως και χρόνο. «Πιστεύω ότι η πολιτική είναι ένα είδος μάσκας που χρησιμοποιεί ο Ντοστογέφσκι για να μας εξαπατήσει. Στους «Δαιμονισμένους» στην ουσία γράφει για άλλα πράγματα, διαχρονικά, που αφορούν τον χριστιανικό πολιτισμό στο σύνολό του. Σήμερα βρίσκεται στο απόγειο μιας κρίσης η οποία δεν είναι οικονομική, πολιτική, αλλά ενός είδους που αφορά τη νοοτροπία μας απέναντι στον θάνατο. Πιστεύω ότι για αυτό έγραψε ο Ντοστογέφσκι. Στους «Δαιμονισμένους» όλοι οι χαρακτήρες αντιμετωπίζουν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τον θάνατο. Αλλος μιλάει για τον θάνατο, άλλος είναι ερωτευμένος με τον θάνατο, άλλος μισεί ή φοβάται τον θάνατο. Εννοείται ότι είναι ένα θρησκευτικό μυθιστόρημα, θα θυμάστε ότι στην αρχή του βιβλίου παραθέτει ένα χωρίο από τη Βίβλο. Πρόκειται λοιπόν για μια παράσταση η οποία δεν είναι για την πολιτική, αλλά υπό μία έννοια είναι για τις μεγάλες ιδέες, ορισμένες από τις οποίες είναι και πολιτικές».
Ο Μπογκομόλοφ επιλέγει να ανατρέψει τη στερεοτυπική εικόνα του Ντοστογέφσκι ως ενός συγγραφέα που έχει ως επίκεντρο της λογοτεχνίας του τη θρησκεία. «Στην ουσία πρόκειται για έναν αδυσώπητα ειλικρινή, τρομακτικό και σκληρό συγγραφέα. Το έργο του διατρέχεται από μεγάλη απόγνωση, τόση όση συγκεντρώνουν όλοι οι καλλιτέχνες του 20ού αιώνα». Χάρη ακριβώς σε αυτές τις πτυχές του έργου του, ο Ντοστογέφσκι είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, πόσω μάλλον όσον αφορά τη δράση ανθρώπων που είναι ερωτευμένοι με τον θάνατο –βλέπε τρομοκράτες νέας κοπής. «Κατά κάποιον τρόπο, είχε προβλέψει αυτή την εποχή του βασιλείου του θανάτου όπου ζούμε σήμερα ως την απόρροια δύο χιλιετιών εξέλιξης του πολιτισμού μας. Οτι θα οδηγηθούμε δηλαδή σε μια εποχή στην οποία θα κάνουν την εμφάνισή τους άνθρωποι ερωτευμένοι με τον θάνατο, άνθρωποι που λένε «θέλουμε να πεθάνουμε και θέλουμε να πάρουμε κι άλλους μαζί μας». Δύο χιλιάδες χρόνια προσευχής που απευθύνεται σε νεκρά σώματα θα τελειώσει με αυτόν τον τρόπο».
Γιατί, σύμφωνα με τον Κονσταντίν Μπογκομόλοφ, «ζούμε σε μια μεταβατική περίοδο όσον αφορά τον πολιτισμό μας. Αυτές οι αλλαγές, όπως έχει αποδείξει και η Ιστορία, δεν συμβαίνουν μέσα σε λίγα χρόνια, αλλά συνήθως απαιτούν εκατοντάδες για να συντελεστούν. Οπως η περίοδος μετάβασης από την αρχαιότητα στον χριστιανισμό, για παράδειγμα. Πιστεύω λοιπόν ότι ζούμε σε μια εποχή μετάβασης από τον χριστιανισμό σε κάτι άλλο που δεν έχει διαμορφωθεί ακόμη. Κοιτάξτε να δείτε τώρα πώς το είχε προβλέψει αυτό ο Ντοστογέφκσι, ο οποίος ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του. Σε πολλά βιβλία του αναφέρεται στην Καθολική Εκκλησία ως «η Εκκλησία του Σατανά» και στην ορθόδοξη ως «την ορθή επιλογή για τον άνθρωπο» γιατί είναι η Εκκλησία του Θεού και αληθινού Σωτήρα. Νομίζω όμως ότι υπάρχουν περισσότερα επίπεδα σε αυτή του την επιλογή. Στην εποχή του δεν μπορούσε να μιλήσει για την κρίση του χριστιανισμού ως όλου. Διαχώριζε τα δόγματα για να αποφύγει τη λογοκρισία και να μην κατηγορηθεί ως ο επαναστάτης κατά του Θεού και του χριστιανισμού. Ομως αυτό ακριβώς έκανε. Επαναστατούσε ενάντια στον Θεό και τον χριστιανισμό. Δεν μπορούσε να πει ευθαρσώς ότι ο χριστιανισμός συνδέεται ως σύνολο με τον διάβολο. Τώρα, βήμα-βήμα, μπορούμε να δούμε τον Ντοστογέφκσι υπό ένα νέο φως και να αρχίσουμε να ανακαλύπτουμε ξανά τα ενδιαφέροντα σημεία στα βιβλία του. Νομίζω ότι έχει έρθει η στιγμή να βρούμε το κουράγιο ώστε να κοιτάξουμε τα βιβλία του και να αντικρίσουμε θέματα τα οποία ως πολιτισμός φοβόμασταν να θίξουμε».

Ελλάς – Ρωσία συµµαχία

Η άλλη, πολύ ενδιαφέρουσα παράμετρος στη νέα παράσταση του Μπογκομόλοφ είναι ότι τους ρόλους θα ενσαρκώσουν έλληνες ηθοποιοί. Οι πρόβες γίνονται με διερμηνέα αλλά και στα αγγλικά, με αποτέλεσμα «μία ώρα πρόβας να ισοδυναμεί με δύο ώρες που θα γίνονταν στα ρωσικά» όπως θα πει χαρακτηριστικά. «Απαιτείται πολύ μεγάλη συγκέντρωση για να έχεις τον έλεγχο του κειμένου. Γνωρίζω όμως τα αποσπάσματα που υποδύονται και, μολονότι δεν καταλαβαίνω ελληνικά, αντιλαμβάνομαι για τι πράγμα μιλάνε. Κάποιες φορές τους σταματάω και τους λέω: «Οχι, αυτή τη φράση πρέπει να την πεις αλλιώς». Ορισμένοι εργαζόμενοι στη διεύθυνση παραγωγής που παρακολουθούν την πρόβα λένε: «Ο Κονσταντίν μάς κοροϊδεύει, μιλάει ελληνικά και δεν το λέει». Το να έχω τον έλεγχο αποτελεί για εμένα ένα είδος επαγγελματικής αναγκαιότητας».
Τώρα, προκειμένου να επιλέξει τους ηθοποιούς, έδωσε κάποιες κατευθυντήριες γραμμές στη Στέγη, «κυρίως ηλικίες και τύπους ανθρώπων» κι εκείνοι κάλεσαν «περίπου 50-60 ηθοποιούς για να περάσουν από ακρόαση». Δέκα λεπτά με τον καθένα ήταν αρκετά για να καταλήξει, μεταξύ άλλων, στον Αντώνη Μυριαγκό, τον Δημήτρη Ξανθόπουλο, τον Αινεία Τσαμάτη, τη Μαρία Πανουργιά, την Ελενα Μεγγρέλη. «Σε κάθε χώρα που δουλεύω δεν προσπαθώ ποτέ να δω παραστάσεις. Κι αυτό γιατί δεν καταλαβαίνω τίποτα για έναν ηθοποιό μέσα από μια ερμηνεία του. Θέλω να συναντήσω ανθρώπους και να διακρίνω σε αυτούς στοιχεία που με ενδιαφέρουν. Είναι ανοιχτοί στο καινούργιο; Είναι έτοιμοι να με ακούσουν, να μελετήσουν; Γιατί εγώ δεν είμαι ο αφέντης, είμαι ένας μαθητής σε αυτό το επάγγελμα και θέλω να βλέπω στην άλλη πλευρά του τραπεζιού ή πάνω στη σκηνή ανθρώπους που είναι στο ίδιο μήκος κύματος με μένα, με την ίδια αίσθηση ειρωνείας, κυνισμού και τις ίδιες επιθυμίες. Νομίζω ότι δέκα λεπτά αρκούν για να καταλάβεις ποιον άνθρωπο έχεις απέναντί σου, αν τον ερωτεύεσαι ή όχι, αν θέλεις να συνεχίσεις να μιλάς μαζί του ή όχι. Πιστέψτε με, είναι πολύ δύσκολο να βρεις 9-10 τύπους ανθρώπων που να έχουν αυτά τα χαρακτηριστικά. Το γεγονός ότι είμαι απόλυτα ικανοποιημένος με τη διαδικασία και με τη συνεργασία μου με τους συγκεκριμένους έλληνες ηθοποιούς αποδεικνύει ότι ορθώς κάνω τις επιλογές που κάνω».
Τον ρόλο του δαιμονικού Νικολάι Σταβρόγκιν θα τον ερμηνεύσει η Ελενα Τοπαλίδου. Πλέον δεν μας εκπλήσσει η ανατροπή, καθώς είναι πάγια τακτική του να αγνοεί το φύλο όταν πρόκειται να κάνει διανομή των ρόλων. «Η Ελένα έχει αυτό το κάτι που την κάνει ιδανική ως Σταβρόγκιν. Μπορείς να περπατάς στον δρόμο και να δεις έναν τύπο ανθρώπου και να σκεφτείς: «Α, αυτός είναι ένας Σταβρόγκιν ή εκείνος είναι ένας Ρασκόλνικοφ». Αυτή η αίσθηση είναι πολύ σημαντική γιατί, όταν αυτός ο ηθοποιός ανέβει στη σκηνή, εσύ ως θεατής πρέπει να σκέφτεσαι προτού καν αρθρώσει μία λέξη ότι «ναι, είναι ο ρόλος του»».
Στην αναμενόμενη ερώτηση αν υπάρχουν θεμελιώδεις διαφορές ανάμεσα στους έλληνες και τους ρώσους ηθοποιούς (θρυλείται ότι ο επαγγελματισμός και η καλλιέργεια των τελευταίων δεν έχει ταίρι σε όλη την Ευρώπη), ο Κονσταντίν Μπογκομόλοφ μειδιά και κουνάει το δάχτυλο αρνητικά. «Είναι μύθος ότι οι ηθοποιοί διαφέρουν από τη μια χώρα στην άλλη. Μπορείς να βρεις πολύ ταλαντούχους ηθοποιούς με μια σύγχρονη κατανόηση του θεάτρου σε όλες τις χώρες. Ταυτόχρονα, σε κάθε χώρα μπορείς να βρεις κακούς ηθοποιούς που παίζουν με στόμφο και υπερβολή, είναι ερωτευμένοι με τον εαυτό τους και δεν σε ακούνε. Οι ηθοποιοί στη Ρωσία έχουν περισσότερη δουλειά γιατί έχουν περισσότερες προτάσεις, οπότε δουλεύουν πιο πολύ και αναμενόμενα συσσωρεύουν εμπειρία. Δεν σημαίνει όμως ότι είναι πιο καλλιεργημένοι ή πιο πειθαρχημένοι. Εγώ δεν έχω κανένα τέτοιο παράπονο από την ομάδα μου, εκτός και αν είναι η μόνη που κάνει τη διαφορά σε όλη την Ελλάδα».
Ποιος ξέρει, ίσως κληθεί ξανά να διαπιστώσει αν ανταποκρίνονται κι άλλοι σε αυτές τις προδιαγραφές. Ο ρώσος δημιουργός υπόσχεται ότι θα επιστρέψει στην Αθήνα, «όχι μόνο για δουλειά, αν και πολύ θα χαιρόμουν αν προέκυπτε κάποια νέα συνεργασία», αλλά και για να χασομερήσει στα καφέ και τα εστιατόρια της πόλης απαλλαγμένος από το άγχος και την ένταση της παράστασης. Ο έρωτας, έρωτας αλλά και η αγάπη, αγάπη. Ο Μπογκομόλοφ είναι γέννημα-θρέμμα Μοσχοβίτης, πλήρως εναρμονισμένος με τους ρυθμούς και την ενέργεια αυτής της μεγάλης πόλης, που είναι «ένα είδος Νέας Υόρκης της Ρωσίας»: «Ποτέ δεν σκέφτηκα να μεταναστεύσω για να δουλέψω στο εξωτερικό. Αποκτάς σίγουρα πολύ σημαντική επαγγελματική εμπειρία και σου δίνεται η ευκαιρία να εξελιχθείς γρηγορότερα ως καλλιτέχνης όταν το αποτολμήσεις. Ομως είναι αδύνατο για έναν καλλιτέχνη να ζήσει χωρίς τη μητρική του γλώσσα. Προσωπικά, όσο έχω τη δυνατότητα να δουλεύω και να κάνω αυτό που θέλω, θα ζω στη Ρωσία».
Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν υπάρχει κάποιος περιορισμός στη δημιουργική του ελευθερία στη Ρωσία του Πούτιν. «Βέβαια είμαι κύριος του εαυτού μου, δεν έχω κάποια θέση εξουσίας, δεν είμαι καλλιτεχνικός διευθυντής κάποιου θεάτρου, ίσως σε αυτή την περίπτωση να πρόεκυπτε κάποιο πρόβλημα, δεν το γνωρίζω. Είμαι απλώς ένας καλλιτέχνης που κάνει τη δουλειά του όπως επιθυμεί, χωρίς περιορισμούς. Οσον αφορά την πολιτική, προσπαθώ να εστιάζω στη δουλειά μου και όχι σε πράγματα τα οποία δεν μπορώ ή δεν θέλω να αλλάξω».
«Δαιμονισμένοι»: Στέγη Ιδρύματος Ωνάση (Λεωφ. Συγγρού 107), από 22/11 έως 10/12. Η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Νοεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ