Δύο θυελλώδεις γυναίκες υποδύεται αυτόν τον καιρό η Μαρία Κίτσου στο σανίδι. Τη μία, τη Μάγκι, τη δημιούργησε η πένα του Τενεσί Ουίλιαμς στο αριστούργημά του «Λυσσασμένη Γάτα», ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας δραματουργίας που ανεβαίνει από τις 18 Οκτωβρίου στο Θέατρο Θησείον, σε μετάφραση και σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη. Η δεύτερη, μια ελληνίδα ηθοποιός που έζησε ένδοξα και πέθανε άδοξα, υπήρξε. Πρόκειται για την Ελένη Παπαδάκη, μια χαρισματική θεατρίνα που συγκαταλεγόταν στα μεγάλα γυναικεία ονόματα της σκηνής του Μεσοπολέμου, κατηγορήθηκε ως ερωμένη του κατοχικού πρωθυπουργού Ιωάννη Ράλλη και εκτελέστηκε από την πολιτοφυλακή στα Δεκεμβριανά. Η Μαρία Κίτσου εξιστορεί τη ζωή της έως τις 4 Δεκεμβρίου στο Θέατρο Σταθμός.
Κυρία Κίτσου, κάθε φορά που σας βλέπω στο θέατρο φεύγω με την αίσθηση ότι μπαίνετε στο πετσί της εκάστοτε ηρωίδας που υποδύεστε. Σας είναι εύκολο να γίνετε ξανά ο εαυτός σας; «Εχω καταλάβει τελικά ότι επηρεάζομαι από τα έργα χωρίς να το θέλω. Μου το λένε και οι άλλοι, αλλά το παρατηρώ κι εγώ η ίδια. Τώρα θα παίξω τη Μάγκι από τη «Λυσσασμένη Γάτα», μια γυναίκα σε υστερία –για να χρησιμοποιήσω έναν όρο της ψυχιατρικής. Ο άνδρας της δεν κάνει έρωτα μαζί της επειδή τη θεωρεί υπεύθυνη για τον θάνατο του καλύτερού του φίλου, με τον οποίο είχαν μια πολύ ιδιαίτερη, στενή σχέση. Πρόκειται για ένα πλάσμα παθιασμένο. Την προσεγγίζω σαν μια γυναίκα που δεν έχει καθόλου ψυχραιμία, κι έτσι τον τελευταίο καιρό ούτε εγώ έχω υπομονή. Η Μάγκι θέλει να μείνει έγκυος. Υπάρχει το πρακτικό ζήτημα της κληρονομιάς μιας μεγάλης περιουσίας, αλλά πέρα από αυτό έχουμε και το θέμα της μητρότητας, το βιολογικό ρολόι της που χτυπάει, και θυμάμαι κάτι που λέει η Γέρμα, η οποία επίσης δεν κάνει παιδιά, γιατί έχει τον άλλον, τον άχρηστο, τον σύζυγό της: «Εχω μέσα μου αίμα για πέντε παιδιά και αν δεν τα κάνω το αίμα θα ανέβει και θα με πνίξει»».
Να υποθέσω πως δεν έχει χτυπήσει και το δικό σας βιολογικό ρολόι εξαιτίας του ρόλου… «Προς το παρόν είμαι χαλαρή. Δεν θέλω να με πιάσει και αυτό το άγχος τώρα, αρκετά έχω ήδη. Θέλω όμως να κάνω οικογένεια, να βρω τον άνδρα που θα με τρελάνει, θα με εμπνεύσει να γεννήσω τα παιδιά του, θα το ήθελα πολύ. Αν έρθει, καλώς, αν πάλι δεν έρθει, για κάποιον λόγο δεν θα έρθει».
Μου αναφέρατε τα άγχη που σας διακατέχουν. Οι αγωνίες σας σε σχέση με τη δουλειά δεν έχουν ατονήσει με το πέρασμα του χρόνου; «Κάθε παράσταση είναι σαν πρεμιέρα για εμένα. Από τη μία αυτό με διαλύει και τρέμω από το άγχος μέχρι να πατήσω στη σκηνή, αλλά από την άλλη δεν θέλω να το χάσω γιατί είναι αυτό που κάνει κάθε παράσταση ζωντανή. Κάθε ημέρα που ξυπνάω είμαι ένας καινούργιος άνθρωπος και θα ήθελα αυτό να περνάει και σε κάθε ερμηνεία μου, δεν θα ήθελα να δουλεύω με φασόν».
Πώς αποφασίζετε ποιες προτάσεις θα αποδεχθείτε; Κυνηγάτε συνεργασίες με συγκεκριμένους ανθρώπους; Εχετε ρόλους τους οποίος θέλετε να παίξετε; Υπάρχει κάποιο σχέδιο πορείας που ακολουθείτε; «Ολα αυτά μαζί. Είναι ευτυχής συγκυρία να μπορούν να συνδυαστούν, μου κάνουν μερικές φορές προτάσεις και νιώθω σαν να είναι καρμικό αυτό το πράγμα, μου φέρνουν έργα και ρόλους που θέλω πολύ να ερμηνεύσω. Σίγουρα έχει σημασία ο σκηνοθέτης και οι συνεργάτες, και είμαι πάρα πολύ τυχερή που μέχρι τώρα δεν έχω αναγκαστεί να κάνω κάτι που δεν ήθελα καθόλου. Οχι ότι θα το έκανα με μισή καρδιά, αντιθέτως θα φερόμουν σαν να ήταν το αγαπημένο μου έργο, αλλά μέσα μου θα υπέφερα, θα ένιωθα άδεια».
Σας έχουμε συνδέσει κάπως με τη Μαρία Πολυδούρη. Φταίει μόνο το ότι την είχατε υποδυθεί σε μια τηλεοπτική σειρά; «Οχι μόνο. Είμαι, πώς να το πω, κάπως ρομαντική, κάπως πεισιθάνατη. Οταν ήμουν μικρή και έβλεπα ταινίες, απογοητευόμουν όταν είχαν happy end, ήθελα κάποιος να αυτοκτονήσει, να σκοτωθεί ή να αρρωστήσει από έρωτα».
Εξ ου και στην παράσταση «Σε θέλω», για την οποία συνεργαστήκατε με την τραγουδοποιό Ευσταθία, αποτίνατε φόρο τιμής σε διάφορες ξεχωριστές γυναίκες που είχαν αυτόν τον ρομαντισμό στο αίμα τους. Ποιες αγαπάτε πιο πολύ; «Οι αγαπημένες μου είναι η Καμίλ Κλοντέλ και η Πηνελόπη Δέλτα, αυτές θα ξεχώριζα. Ειδικά η ιστορία της Κλοντέλ, που ήταν ερωτευμένη με τον Ροντέν –ενώ αυτός είχε τη ζωή του, γυναίκα και παιδιά –και στο τέλος τρελάθηκε. Πολλοί τη θεωρούν ανώτερή του ως γλύπτρια, λένε ότι εκείνος ιδιοποιήθηκε τα έργα της, και ίσως να θεωρήθηκε τρελή με τους όρους της εποχής της –εδώ ακόμη και σήμερα αν κάποιος είναι λίγο εκκεντρικός λέμε εύκολα «αυτός δεν πάει καλά». Η γυναίκα αυτή είχε μια ιδιαιτερότητα, μια εκκεντρικότητα, μια μοναδικότητα, οι οποίες δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές τότε και έμεινε τόσα χρόνια έγκλειστη σε φρενοκομείο».
Πάντως, έχουν περάσει τόσα χρόνια και είμαστε ακόμη καχύποπτοι απέναντι στις ασυνήθιστες προσωπικότητες –ειδικά όταν πρόκειται για γυναίκες. «Μα βλέπεις συχνά να υιοθετούν φαλλοκρατική, αντιφεμινιστική συμπεριφορά οι ίδιες οι γυναίκες. Δεν έχουν αλλάξει πολλά πράγματα δυστυχώς, βλέπω φίλες μου που πρέπει να παλέψουν διπλά για να καταφέρουν πράγματα τα οποία θεωρούνται δεδομένα για τους άνδρες, και αν είναι και όμορφες πρέπει να αγωνιστούν ακόμη πιο πολύ προκειμένου να τις πάρουν στα σοβαρά, ή πρέπει να γίνουν σκληρές και να κρύβουν την ευαισθησία τους. Στην Ελλάδα ειδικά οι γυναίκες φοβούνται να πάνε κόντρα στη νόρμα, υπάρχει μια ομογενοποίηση, βγαίνεις μια βόλτα το βράδυ και βλέπεις κόπιες, να αναπαράγεται παντού το πρότυπο της ξανθιάς που παντρεύτηκε τον επιχειρηματία και βγαίνει το πρωί στην τηλεόραση. Φταίμε και οι ίδιες οι γυναίκες για αυτό, που επιμένουμε να καθρεφτίζουμε την εικόνα που θέλει η κοινωνία να έχουμε».
Στην παράσταση «Για την Ελένη», υποδύεστε άλλη μια χαρισματική γυναίκα που συνεθλίβη στα γρανάζια της Ιστορίας, την ηθοποιό Ελένη Παπαδάκη που εκτελέστηκε από την πολιτοφυλακή στα Δεκεμβριανά. «Τελικά, μόνο η Μαντόνα και η βασίλισσα Ελισάβετ η Α’ της Αγγλίας τούς τσάκισαν όλους. Πάντα με συγκινούσε η ιστορία της Ελένης Παπαδάκη, γι’ αυτό και δέχθηκα αμέσως την πρόταση του Μάνου Καρατζογιάννη να κάνουμε μία παράσταση για τη ζωή της. Οταν διάβασα το λεύκωμα του Πολύβιου Μαρσάν, με αυθεντικές φωτογραφίες, με ιδιόχειρα σημειώματα, με παραπομπές σε αληθινές μαρτυρίες, συγκλονίστηκα. Αδυνατούσα να πιστέψω πως μια γυναίκα τόσο ταλαντούχα και καλλιεργημένη είχε αυτό το τέλος. Δέχθηκε πισώπλατες μαχαιριές από συναδέλφους και αντίζηλές της και οδηγήθηκε σαν πρόβατο στη σφαγή, κανείς δεν την υπερασπίστηκε, έπεσε θύμα μιας βρώμικης εποχής. Είχε γράψει και η ίδια μια παραίνεση στον εαυτό της κάποια χρόνια πριν τη σκοτώσουν: «Φύγε, φύγε μακριά από αυτόν τον απαίσιο κόσμο, τίποτα πια να μην ακούς, τίποτα πια να μη βλέπεις, όλα είναι τόσο απίστευτα άσχημα». Είναι συνταρακτική η ιστορία της και ήθελα να τη μάθει ο κόσμος».
Εσείς μάθατε κάτι που αγνοούσατε χάρη στην παράσταση; «Πέρυσι τον χειμώνα που ήμουν στο Εθνικό, μου είπαν οι ταξιθέτριες ότι με περίμενε μια κυρία για να μου μιλήσει για την Ελένη Παπαδάκη. Ηρθε μια πολύ κομψή, καλοβαλμένη γυναίκα και μου συστήθηκε ως βαφτιστήρα της. Από όσα μου είπε κατάλαβα ότι εμείς γνωρίζουμε την πολύ ελαφριά εκδοχή της ιστορίας. Εμαθα συγκλονιστικά πράγματα. Της τα είχε πει ο πατέρας της που είχε συνοδεύσει τη μάνα της Παπαδάκη για να βρούνε το πτώμα της. Οπως ότι της είχαν κόψει με κονσερβοκούτι το ένα στήθος και της είχαν βάλει στο στόμα ένα κομμένο πέος. Μιλάμε για απίστευτες αγριότητες. Κάθε φορά έχω τρομερή αγωνία να μεταγγίσω το πνεύμα αυτής της γυναίκας. Πόσο μεγάλη υπήρξε ως ηθοποιός και ως άνθρωπος και πόσο αδικημένη. Νιώθω μεγάλη ευθύνη. Ακούγεται βαρύγδουπο, αλλά αυτή είναι η κοσμοθεωρία μου, οι ηθοποιοί δεν είμαστε απλώς διασκεδαστές, έχουμε και την ευθύνη να πούμε κάποια πράγματα».
Εχετε επίσης την ευθύνη να λέτε «όχι» όταν κάτι δεν σας ταιριάζει; Σε αυτό οφείλεται η αποχώρησή σας από την «Αλκηστη» το καλοκαίρι; «Κατ’ αρχάς, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω πως είμαι μαχήτρια. Θα μπορούσα να είχα φύγει από πολλές δουλειές και έχω αντιμετωπίσει δύσκολες συνθήκες στις οποίες έχω αγωνιστεί. Σίγουρα στα τόσα χρόνια θα είχα πει «να είχα τη δύναμη να φύγω» κάποιες φορές, αλλά κάθισα και το πάλεψα μέχρι το τέλος. Δεν τα παρατώ εύκολα. Οσον αφορά το συγκεκριμένο θέμα, η απάντηση είναι ότι βάζω τη ζωή πάνω από το θέατρο. Η ψυχική υγεία, η ευτυχία, ο έρωτας, όλα αυτά μπαίνουν πάνω από τη δουλειά. Δεν χρειάζεται να ταιριάζουμε όλοι με όλους, υπάρχει φυσικά σεβασμός, αλλά κάποιες φορές τα πράγματα δεν λειτουργούν. Με βοήθησε αυτή η ιστορία να καταλάβω ότι πρέπει να εμπιστεύομαι και το ένστικτό μου πια, γιατί η φυσική μου τάση είναι να υποχωρώ αν δεν είμαι 100% σίγουρη για κάτι».
Σας έχω συναντήσει άλλη μια φορά για συνέντευξη και τώρα έχω την αίσθηση ότι τα τελευταία χρόνια έχετε γίνει πιο εξωστρεφής. «Εχω κι εγώ η ίδια διαπιστώσει πως τα τελευταία χρόνια έχω δει, ακούσια, τα πράγματα λίγο αλλιώς. Είμαι φύσει ντροπαλός, συνεσταλμένος άνθρωπος. Απέφευγα παλαιότερα τις πρεμιέρες και τις επισκέψεις στα καμαρίνια και ένιωθα σαν να έχω το μαχαίρι στον λαιμό στις συνεντεύξεις και στις φωτογραφίσεις. Εμαθα ωστόσο να τα διαχειρίζομαι όλα αυτά κάπως καλύτερα. Εφόσον υφίσταμαι αυτή την έκθεση, καλό θα είναι να την εκτιμώ και να χρησιμοποιώ το βήμα που μου δίνεται για να πω πέντε πράγματα που αξίζει να ειπωθούν».

Εχετε βρει το θάρρος να κάνετε και κάτι άλλο που φοβόσασταν; «Εχω πάρει μια απόφαση για την οποία τόσα χρόνια δείλιαζα. Είναι η στροφή μου προς τη σκηνοθεσία. Χαίρομαι μάλιστα τρομερά που θα αποκτήσουμε σύντομα και σχολή σκηνοθεσίας θεάτρου. Δεν με «παίρνει» ηλικιακά να γραφτώ, δυστυχώς, ούτε είχα ποτέ τα χρήματα για να πάω να σπουδάσω στο εξωτερικό αυτό το αντικείμενο, όμως πήρα την απόφαση να το κάνω, και έχω μάλιστα έτοιμο το πλάνο μου για τα επόμενα χρόνια. Το θέατρο με αφορούσε πάντα ολιστικά. Δεν περιοριζόμουν ποτέ αποκλειστικά στο παίξιμο. Σε κάθε παράσταση, αν κάνω μόνο ένα πράγμα νιώθω λειψή».
Μετά από αυτή την αποκάλυψη θα ήθελα να μου πείτε τη γνώμη σας για το ελληνικό θεατρικό τοπίο σήμερα. Σας ενοχλούν, για παράδειγμα, οι άπειρες παραστάσεις κάθε σεζόν; «Εμένα δεν με πειράζει αυτή η πληθωρικότητα. Νιώθω σαν να είμαστε σε ένα συνεχές φεστιβάλ της Αβινιόν. Από το να είναι γεμάτη η Αθήνα σουβλατζίδικα και café, καλύτερα να υπάρχουν παντού θέατρα. Πολλοί λένε πως λόγω έλλειψης χρημάτων οι παραγωγές δεν είναι προσεγμένες, και αυτό, ναι, είναι ένα θέμα. Υπάρχουν διάφορες τάσεις πάντως, και είναι ενδιαφέρουσα η πολυφωνία. Εχουμε όμως πέσει σε μια παγίδα τα τελευταία χρόνια: φοβόμαστε το συναίσθημα –και δεν αναφέρομαι στο μελό. Βλέπω πια μια αποστασιοποίηση στους ηθοποιούς, η τακτική «δεν νιώθω τίποτα, απλώς λέω τα λόγια μου για να νιώσει το κοινό» δεν λειτουργεί. Πρέπει να νιώσει και ο ηθοποιός. Για να γίνει κάτι οικουμενικό, θα πρέπει πρώτα να έχει γίνει προσωπικό». l
° «Λυσσασμένη Γάτα»: Θησείον, Ενα Θέατρο για τις Τέχνες (Τουρναβίτου 7, Ψυρρή), κάθε Τετάρτη, Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή.
° «Για την Ελένη»: Θέατρο Σταθμός (Βίκτωρος Ουγκώ 55, Μεταξουργείο), κάθε Δευτέρα και Τρίτη.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ