Μέντορας, αλλά και πατρική φιγούρα, έχει υπάρξει για τον Μανώλη Μητσιά ο Νίκος Γκάτσος, και μοιάζει απολύτως σαφής και ειλικρινής ο τίτλος «Ο Γκάτσος που αγάπησα» για το αφιέρωμα στον σπουδαίο στιχουργό που ξεκίνησε δειλά για ελάχιστες παραστάσεις στην Αίθουσα του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, γνώρισε απρόσμενα μεγάλη ανταπόκριση, περιόδευσε σε Ελλάδα και Κύπρο, για να κλείσει πανηγυρικά τον κύκλο του με μια συναυλία στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού στις 6 Οκτωβρίου. Πέραν του Μητσιά, δύο γυναίκες έχουν βάλει τη σφραγίδα τους σε αυτή την παράσταση: η συγγραφέας, ποιήτρια και μεταφράστρια Αγαθή Δημητρούκα που έγραψε και κάποια κείμενα ειδικά για την περίσταση –«χωρίς τη συνδρομή της δεν θα είχε πραγματοποιηθεί αυτός ο φόρος τιμής» τονίζει ο δημοφιλής ερμηνευτής –αλλά και η συμπρωταγωνίστριά του, η ηθοποιός Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, που μοιράζεται ισότιμα μαζί του τη σκηνή, απαγγέλλοντας και τραγουδώντας, με τρόπο θεατρικό και ευθύβολο, διαχρονικές δημιουργίες όπως η «Χοντρομπαλού» και «Τ’ όνειρο καπνός», ένα από τα ομορφότερα ελληνικά τραγούδια.
«Η Καρυοφυλλιά ήταν πάντα στο μυαλό μου γιατί είμαστε φίλοι και ψάχναμε μια ευκαιρία να συνεργαστούμε. Στην αρχή ήθελε να απαγγείλει μόνο, αλλά την έπεισα να τραγουδήσει κιόλας. Προσέγγισε αυτή τη δουλειά με τόση υπευθυνότητα και είχε μεγάλο τρακ μέχρι να ξεκινήσουμε. Είναι όμως υπέροχη» εξηγεί ο 71χρονος τραγουδιστής. «Είμαι πολύ χαρούμενος για αυτή την παράσταση, ίσως είναι ό,τι καλύτερο έχω κάνει όσον αφορά τις ζωντανές εμφανίσεις μου. Αναδεικνύεται ο λόγος του Γκάτσου και οι μουσικές μεγάλων δημιουργών που τον μελοποίησαν».
Κύριε Μητσιά, διάβασα το καλοκαίρι μια συνέντευξη που είχατε δώσει στον Πάνο Γεραμάνη το 1998 και μου έκανε εντύπωση ότι και τότε ονειρευόσασταν να κάνετε ένα αφιέρωμα στον Νίκο Γκάτσο… «Πιστεύω ότι στη ζωή πολλά πράγματα είναι θέμα συγχρονισμού. Είχα χρόνια στο μυαλό μου όνειρο και σκέψη να κάνω ένα αφιέρωμα στον Γκάτσο, όμως επειδή γίνονταν διάφορες τέτοιες εκδηλώσεις δεν ήθελα να φανεί ότι προσπαθώ να εκμεταλλευτώ το όνομά του. Εχω πει, βέβαια, γύρω στα 90 τραγούδια του, είχα κερδίσει το δικαίωμα να το κάνω, όμως δεν ήθελα να πει κανείς ότι αποπειρώμαι να καπηλευτώ τη σχέση μου μαζί του».

Μπορεί να κάνω και λάθος, όμως όσες φορές σας έχω δει να μιλάτε για εκείνον αισθάνθηκα σαν να εκθέτετε δημοσίως κάτι πολύτιμο και προσωπικό. Κρατάτε κάτι που σας είπε για αποκλειστικά δική σας χρήση; «Με τον Γκάτσο συνέβαινε το εξής: ό,τι περιέργεια κι αν είχες, ό,τι κι αν ήθελες να μάθεις, εκείνος χρησιμοποιούσε έναν άλλον τρόπο για να σε διδάξει, σου έλεγε πως εσύ θα δεις τι θα κάνεις, ότι είσαι επαγγελματίας, πως εσύ θα αποφασίσεις. Κατάλαβα αργότερα, όταν άκουσα στο «Δίχτυ» τη φράση «μονάχος βρες την άκρη της κλωστής», ότι σε αυτήν συμπυκνώνεται η κοσμοθεωρία του. Σου έλεγε πολλά πράγματα αλλά όχι σαν δάσκαλος, όπως κάνουν κάποιοι για να το παίξουν παλιοί και έμπειροι. Νομίζω πως οι σοφοί άνθρωποι δεν κάνουν επίδειξη γνώσεων, ούτε μοιράζουν νουθεσίες, αλλά σε αφήνουν να χαράξεις εσύ ο ίδιος τον δρόμο σου».

Αντιλαμβανόσαστε τότε πόσο σπουδαίοι ήταν οι στίχοι του; «Βεβαίως, πάντα. Και μου έκανε πάντα εντύπωση όταν του έλεγα καμιά φορά «τι εννοείτε εδώ, πώς θα το απαγγέλλατε αυτό;», και το έκανε απλά, λιτά κι ωραία. Ανήκε στη γενιά των ποιητών που απέφευγαν τον στόμφο και την υπερβολή».

Εχετε χτίσει στα χρόνια που τραγουδάτε ένα εντυπωσιακό ρεπερτόριο. Υπάρχουν τραγούδια που σας έδειξαν τον δρόμο; Πήρατε απαντήσεις για τη ζωή από στίχους που έχετε ερμηνεύσει πρώτος εσείς; «Ναι, το έχω πολλές φορές σκεφτεί και θα καταλήξω πάλι στον Γκάτσο. Θα σας παραπέμψω στον δίσκο «Το Δρομολόγιο», στο τραγούδι «Οι Ρήτορες» που λέει «πότε θα βγει να σκούξει κάποιος: αυτός ο κόσμος είναι σάπιος!». Μεγάλη κουβέντα αυτή. Στο «Μακρινή της αγάπης ώρα» υπάρχουν τα λόγια «Το σκυλί στην πόρτα μας έγινε τσακάλι. Πέφτουν οι καλύτεροι, προχωρούν οι άλλοι». Ολα αυτά με ανάγκασαν να σκεφτώ πιο βαθιά. Το «Δρομολόγιο» υπήρξε γενικώς ένας μεγάλος σταθμός στην πορεία μου. Δεν φανταζόμουν όταν τραγουδούσα το «Σαν τον Τσε Γκεβάρα» –«Χορεύουν οι νέγροι στη Φωκίωνος Νέγρη, ούτ’ εσύ τους ξέρεις αλλά ούτ’ εγώ» –ότι ο Γκάτσος προμήνυε τα μελλούμενα. Και άλλους σπουδαίους στιχουργούς έχω ερμηνεύσει, τον Αλκη Αλκαίο με την «Πιρόγα», ας πούμε. Ο Γκάτσος ήταν ωστόσο και πολύ περιεκτικός, στον «Τσάμικο» μέσα σε τρεις στροφές περιγράφει μια ολόκληρη χώρα. Θα έπρεπε αυτό το τραγούδι να διδάσκεται στα σχολεία, να γίνει ο νέος Εθνικός Υμνος, όπως έχει γράψει και ο Χρήστος Γιανναράς».

Οταν κατεβήκατε από τη Θεσσαλονίκη στην Αθήνα για να ξεκινήσετε την καριέρα σας είχατε επίγνωση της αξίας σας; Ησασταν σίγουρος για τον εαυτό σας; «Οχι, εγώ αυτό που ήθελα τότε ήταν να πάρω μια επιβεβαίωση για το αν αξίζω από τους πιο σημαντικούς. Πήγα επί χούντας να επισκεφθώ τον Μίκη Θεοδωράκη στο Βραχάτι, παρότι ήμουν κι εγώ με αναστολή (σ.σ.: ο Μανώλης Μητσιάς συνελήφθη τον Σεπτέμβριο του ’67 –ως παιδί αριστερής οικογένειας είχε ενταχθεί στην αριστερή οργάνωση ΠΑΜ –και φυλακίστηκε στο Γεντί Κουλέ μέχρι να γίνει η δίκη του τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, οπότε και καταδικάστηκε σε έναν χρόνο φυλάκιση με αναστολή. Πρόκειται για τη γνωστή υπόθεση Χαλκίδη). Ηθελα να ξέρω αν άξιζα να βγω επαγγελματικά στο τραγούδι. Πήγα στον Ξαρχάκο, στον συχωρεμένο τον Μάνο Λοΐζο. Το όνειρό μου ήταν να πάω στην Columbia, γιατί σε αυτή την εταιρεία βρίσκονταν όλοι οι μεγάλοι συνθέτες και τραγουδιστές. Πάντα κυνηγούσα τα δύσκολα. Υστερα με άκουσε ο Δήμος Μούτσης εντελώς τυχαία ένα βράδυ στον Τσιτσάνη –με έβγαλε η φίλη μου η Ελένη Ροδά να πω ένα τραγούδι –και μου είπε: «Ελα αύριο να σε ακούσω»».

Πότε πήρατε συνειδητά την απόφαση να γίνετε τραγουδιστής; «Θα σας πω. Είναι μια σκηνή από το Γεντί Κουλέ. Στην αρχή ήμασταν στην απομόνωση, περάσαμε 41 ημέρες εκεί. Μετά μας έβαλαν όλους τους συγκατηγορούμενους μαζί, άνδρες από όλες τις ηλικίες –εγώ ήμουν τότε 20 χρονών παιδί –δίπλα στα κελιά των τρελών, των φυλακισμένων που είχαν χάσει τα λογικά τους και ούρλιαζαν συνεχώς. Ανάμεσά μας βρισκόταν και ο μπαρμπα-Στέργιος ο λεβέντης, όπως τον λέγαμε, είχε κι έναν γιο ποδοσφαιριστή του ΠΑΟΚ που αργότερα έφτασε και μέχρι την Εθνική. Αυτός είχε μια χρόνια ταλαιπωρία, ένα πρόβλημα στο πόδι του, κούτσαινε. Με είχε ακούσει μια μέρα να ψιλοτραγουδάω και επειδή του άρεσε πολύ, ερχόταν κάθε βράδυ και με σκούνταγε για να ξυπνήσω και να τραγουδήσω. Του έλεγα, θυμάμαι, το «Τι να σου κάνει μια καρδιά» σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Εκείνος με άκουγε και δάκρυζε, ο καημένος. Περιέργως, σιωπούσαν και οι τρελοί όσο τραγουδούσα. Εκεί είπα ότι για να ηρεμούν και οι τρελοί κάτι θα αξίζω. Ετσι πήρα το θάρρος να γίνω τραγουδιστής».

Αυτός, φαντάζομαι, ήταν ο λόγος που όταν αποφυλακιστήκατε βρεθήκατε να παίζετε με τον Ανδρέα Πρέζα σε ένα μικρό μαγαζί της πλατείας Ναυαρίνου… «Ναι, και κάναμε μεγάλη επιτυχία. Φανταστείτε πως ο χώρος ήταν δεν ήταν για τριάντα άτομα κι εμείς είχαμε σύντομα απ’ έξω χίλια άτομα να περιμένουν στην ουρά. Ετσι βρεθήκαμε στην περίφημη μπουάτ της Θεσσαλονίκης «107». Και εκεί ουρές. Επειδή βρισκόμασταν σε δικτατορία ακόμη και μας κυνηγούσαν κάθε βράδυ από την Ασφάλεια τι θα παίξουμε και τι θα πούμε, έλεγα τραγούδια σαν αυτά που έλεγε η Αρλέτα τότε, μπαλάντες και τέτοια. Ενα βράδυ είχε έρθει από την Αθήνα ο Αλέξανδρος Πατσιφάς από τη Lyra για να μας ακούσει, είχε φτάσει μακριά η φήμη μας. Αποφάσισα να πω κι ένα λαϊκό τραγούδι, το «Είχε κι εκείνος μιαν αγάπη» του Μπιθικώτση, και σηκώνεται ο Πατσιφάς και μου λέει ενθουσιασμένος: «Εσύ είσαι λαϊκός τραγουδιστής, άσε τις βλακείες». Επαθα σοκ εγώ εκεί μέσα στον κόσμο».

Απωθημένα έχετε; Σας έχει μείνει μια πικρή γεύση από τότε, για παράδειγμα, που ηχογράφησε τελικά ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης το «Μ’ ένα παράπονο» ή το «Αύριο πάλι» αντί για εσάς; «Οχι. Και χάρηκα που τελικά τα είπε ο Γρηγόρης αυτά τα τραγούδια διότι τα είπε καταπληκτικά. Περίμενα, έκανα υπομονή, ήξερα ότι ήμουν στο ξεκίνημά μου. Δεν είχα τέτοια συμπλέγματα. Μόνο για τον «Αγιο Φεβρουάριο» στενοχωρήθηκα πραγματικά που τον ερμήνευσε τελικά ο Δημήτρης Μητροπάνος, γιατί πρόκειται για ένα σπουδαίο, ολοκληρωμένο έργο το οποίο μου έλεγε τότε ο Δήμος ότι το έγραφε με τη φωνή μου στα αφτιά του».

Ο Δήμος Μούτσης λείπει από το σημερινό ελληνικό μουσικό τοπίο; «Λυπάμαι πάρα πολύ που ο Δήμος δεν είναι παρών στα μουσικά πράγματα του τόπου, πρόκειται για ένα μοναδικό ταλέντο, για έναν πραγματικό μελωδό με καταπληκτική αισθητική. Θα είχε να δώσει πολλά ακόμη στο ελληνικό τραγούδι, ό,τι και να πω για εκείνον θα είναι λίγο, του οφείλω τα πάντα σχεδόν, γιατί μαζί του ξεκίνησα με την «Ελευσίνα». Η σκέψη του προηγούνταν της εποχής του και πολλοί δεν μπορούσαν να τον καταλάβουν. Ημουν κι από τους λίγους που δεν τσακώνονταν μαζί του στο στούντιο. Είναι κρίμα που έχει σιωπήσει. Οι άνθρωποι, βέβαια, που διαθέτουν ταλέντο και ανησυχίες έχουν αυτό το μέτρο που δεν τους επιτρέπει να βγαίνουν μπροστά άμα δεν έχουν κάτι πραγματικά σημαντικό να πουν».

Ποιο ήταν το πρώτο τραγούδι του Γκάτσου που μπήκε σε δίσκο με τη φωνή σας; «Νομίζω το «Μη ρωτάς», είχα κάνει μια σειρά από σαρανταπεντάρια –το «Δρόμο το δρόμο ξεκινήσαμε», «Τα φανταράκια» -, ήμουν τότε φαντάρος στην Κόρινθο και έπαιρνα κάτι 24ωρες άδειες, ερχόμουν στην Αθήνα και τα ηχογραφούσα. Την ίδια εποχή είπα και το «Κάποια νύχτα», ένα κομμάτι βασισμένο στη βυζαντινή μουσική που άρεσε πολύ στον Μούτση. Εκείνη την περίοδο ο Δήμος ήταν πολύ παραγωγικός».

Πριν από μερικές ημέρες ήταν η επέτειος του θανάτου του Σεφέρη. Εχετε ερμηνεύσει μελοποιημένα ποιήματά του, αλλά έχετε πει και ένα τραγούδι σε στίχους Γκάτσου που αναφέρεται σε αυτόν. «Ναι, το «Τραγούδι του παλιού καιρού», ένα αριστούργημα. Εχει κάνει καταπληκτική δουλειά και ο Ηλίας Ανδριόπουλος με τη μουσική του. Θα σας πω κάτι για αυτό το κομμάτι. Το είπα στο στούντιο μια κι έξω, ενώ το είχα ακούσει μόνο μία φορά. Εκεί κατάλαβα ότι η δύναμη του ανθρώπου είναι τεράστια. Δεν ξέρω τι με επηρέασε. Ισως η αγάπη μου για τον Γκάτσο, ίσως το ότι γνώριζα πόσο εκτιμούσε τον Σεφέρη. Τον θαύμαζε πάρα πολύ και ας ήταν ο ίδιος φίλος με τον Ελύτη. Είχα την τύχη να περάσω από το «σχολείο» του Φλόκα, και του GB Corner αργότερα, όπου σύχναζαν. Μου αρέσει πολύ η φράση «πήρα κι εγώ το δάκρυ μιας ροδιάς», σκέφτηκα αυτή την εικόνα, πόσο δυσεύρετο είναι το δάκρυ της ροδιάς… Νομίζω πως δεν μπορώ να εκφράσω με λόγια την ευγνωμοσύνη μου στον Γκάτσο, όχι μόνο για τα τραγούδια, αλλά πρώτα απ’ όλα γιατί με έμαθε, εμένα ένα παιδί από την επαρχία, να βρω τη θέση μου στον κόσμο, πώς να συμπεριφέρομαι μέσα στην κοινωνία. Επεσα σε μια δουλειά που είχε χίλιες δυο επιρροές, η νύχτα ήταν πάντα η γνωστή νύχτα και ο Γκάτσος χωρίς να το ξέρει με προστάτευε. Θυμάμαι επίσης πάντα τη φράση του Μάνου Χατζιδάκι: «Ο,τι κάνεις να το κάνεις επειδή σου αρέσει και να μην ντρέπεσαι όταν βλέπεις τον εαυτό σου στον καθρέφτη»».

Ας πάμε στο σήμερα. Εχετε δηλώσει πως πλέον βγαίνουν μεμονωμένα καλά τραγούδια, άλλα όχι ολοκληρωμένα έργα. «Ετσι είναι. Μετά τη γενιά του Θάνου Μικρούτσικου, κάποιες δουλειές του Ανδριόπουλου και του Κραουνάκη, δεν βλέπω συνθέτες που να μπορούν να δημιουργήσουν έναν καλό κύκλο τραγουδιών. Ο Χατζιδάκις και ο Θεοδωράκης υπήρξαν μεγάλοι γιατί μας έμαθαν την ελληνική ποίηση. Υπάρχουν ταλέντα που γράφουν ωραία τραγούδια, αλλά θα τους έλεγα τραγουδοποιούς. Ορισμένοι από τους νεότερους από εμένα, ο Μάλαμας, ο Μαχαιρίτσας, ο Περίδης, οι Κατσιμιχαίοι, όλοι αυτοί μου αρέσουν πολύ. Μπορεί όμως να κάνω λάθος κι εγώ. Ή ίσως να ευθύνονται και οι δισκογραφικές εταιρείες που επί χρόνια κυνηγούσαν μόνο την επιτυχία».
Φωνές; «Φωνές υπάρχουν. Υπάρχουν και τραγουδιστές μεταγενέστεροι από εμένα σαν τον Μανώλη Λιδάκη, τον Κώστα Μακεδόνα και τον Δημήτρη Μπάση που ο χρόνος έχει ήδη δείξει ότι άντεξαν. Στη δουλειά αυτή, όμως, πάνω απ’ όλα ήθος χρειάζεται».

Υπάρχουν δικές σας δουλειές που έχουν αδικηθεί από τον κόσμο; «Φυσικά και υπάρχουν. Στον δίσκο «Στο δρόμο με τα χάλκινα» υπάρχουν τραγούδια καταπληκτικά που δεν τα πήρε χαμπάρι ο κόσμος. Τα «Ισόβια» με τον Κραουνάκη και τη Νικολακοπούλου. Μπορεί να μη φταίει ο κόσμος και να είμαι εγώ υπερβολικός και να μην είναι τόσο σπουδαία όσο τα θεωρώ εγώ. Πάντως και η «Πιρόγα» άργησε να βρει τον δρόμο της. Τέσσερα χρόνια μετά την κυκλοφορία της την ανακάλυψαν. Είναι τόσα τα πράγματα που παίζουν ρόλο. Καμιά φορά αυτό που σιγοβράζει μπορεί να διαγράψει μεγαλύτερη πορεία».

Καινούργια τραγούδια ψάχνετε; «Δεν σας κρύβω ότι είμαι στο στούντιο και γράφω τραγούδια με έναν νέο, ταλαντούχο συνθέτη, τον Σταύρο Σιόλα. Μου αρέσει πολύ όπως γράφει, έχει δικό του ήχο και σημερινή άποψη, τον εκτιμώ και πιστεύω ότι φτιάχνουμε ωραία πράγματα».

Κάνατε πρόσφατα μια επέμβαση στον θυρεοειδή που θα μπορούσε να είχε κάνει ζημιά στις φωνητικές χορδές σας… «Ναι, αν είχαν πάει στραβά τα πράγματα δεν θα μπορούσα να τραγουδήσω τώρα. Βρήκα το θάρρος να αποδεχθώ ότι θα μπορούσε αυτή η ιστορία να είχε τελειώσει εκεί. Δεν πηγαίνει κανείς κόντρα στην υγεία του και στο γραμμένο. Ο,τι είναι να γίνει, θα γίνει».

Θα τραγουδάτε μέχρι να μην μπορείτε πια; «Πολύ λίγα, αυστηρώς επιλεγμένα πράγματα. Δεν έχω λόγο να ξενυχτάω πια. Είμαι χορτάτος από τη ζωή, και από επιτυχία και από τραγούδια και από χειροκρότημα. Αυτό που κάνω το κάνω γιατί με εκφράζει, από μικρό παιδί αυτό είχα ανάγκη και στα χωράφια και με τη μάνα μου που λιάζαμε τον καπνό και στη χορωδία που πήγα μετά. Και στον ύπνο μου ακόμη με το ραδιόφωνο κοιμάμαι, μου αρέσει τόσο η μουσική. Δεν ξέρω αν θα έκανα κάτι άλλο στη ζωή μου αν αποτύγχανα στο τραγούδι». l
«Ο Γκάτσος που αγάπησα»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Παρασκευή 6 Οκτωβρίου.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 1 Οκτωβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ