Οταν ήταν μικρός ήθελε να επιδεικνύει τις δεξιότητές του και τον θαυμάζουν γι’ αυτές. «Φορούσα panache» λέει ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης καθώς κάνει την κίνηση πάνω από το κεφάλι του για να σχεδιάσει στον αέρα το λοφίο που συνδέθηκε με την πληθωρική αλλά και ηγετική προσωπικότητα του Ερρίκου Δ’ της Γαλλίας. Τώρα που μεγάλωσε δεν το έχει πετάξει αλλά πλέον το κρατάει «υπό μάλης», όπως θα πει, με τη φωνή του να καλύπτεται συχνά-πυκνά από τους οξείς θορύβους του συνεργείου που ετοιμάζει τα σκηνικά για τη νέα του παράσταση στο θέατρο Αθηνών. Εφέτος λοιπόν ανεβάζει, μεταφράζει και συμπρωταγωνιστεί στον «Φάρο» του Κόνορ Μακφέρσον. Μια παραμονή Χριστουγέννων στη ζωή πέντε Ιρλανδών που «δεν έχουν καταφέρει να φανούν αντάξιοι σε καμία πλευρά της ζωής τους» ή αλλιώς είναι «losers α λα Big Lebowski», η οποία θα καταλήξει σε μια χαρτοπαιξία μεταφυσικών διαστάσεων χάρη στην παρουσία ενός απρόσκλητου επισκέπτη.
Παράλληλα, θα «τρέξει» η επανάληψη του περυσινού «Αυγούστου» στο θέατρο Δημήτρης Χορν, ενώ από τα τέλη Ιανουαρίου ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης θα σκηνοθετήσει τον Δημήτρη Καταλειφό και τη Λουκία Μιχαλοπούλου στο έργο «Skylight». Πού χρόνος για να ασχοληθείς με αξεσουάρ όταν δουλεύεις ασταμάτητα, αναρωτιέται κανείς, αν και απ’ ό,τι φαίνεται μέσα στο (οργανωμένο) χάος των διαδοχικών επαγγελματικών υποχρεώσεων ο Μαρκουλάκης βρίσκει χρόνο για πολλά. Οπως για να είναι πλήρως ενημερωμένος για την τρέχουσα επικαιρότητα. «Με ενδιαφέρει πάρα πολύ ο κόσμος μέσα στον οποίο ζω» θα πει.
Πώς υπεισέρχεται αυτή η περιέργεια στη δουλειά σας; «Οχι με κάποιον συγκεκριμένο, καθαρό, απτό τρόπο. Η τέχνη δεν χρειάζεται να ασχολείται αντικειμενικά και πραγματικά με κάτι που συμβαίνει αυτή τη στιγμή. Γελάω σχεδόν πάντα όταν λέμε για ένα έργο «είναι πολύ επίκαιρο», λες και αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό που πρέπει να έχει μια παράσταση. Οταν έκανα τον «Πουπουλένιο» έρχονταν πολλοί θεατές στα καμαρίνια και έλεγαν: «Παιδιά, ήταν μια γροθιά στο στομάχι, ένα πολιτικό έργο για τη βία της εξουσίας» επειδή διαδραματιζόταν σε ένα δικτατορικό καθεστώς. Και τους λέγαμε: «Ισα-ίσα, ο συγγραφέας είναι ξεκάθαρος ότι δεν είναι ένα πολιτικό έργο, είναι περισσότερο ένα έργο για την ψευδαίσθηση της ενηλικίωσης». Είχαν όμως την ανάγκη να το διαβάσουν σαν επίκαιρο. Εγώ δεν την έχω αυτή την ανάγκη, ούτε στα έργα που κάνω ούτε στα έργα που βλέπω».
Ποια ανάγκη έχετε; Εχετε διακρίνει κάποια κοινά χαρακτηριστικά, κάποιο pattern, στα έργα που επιλέγετε να σκηνοθετήσετε; «Κατόπιν εορτής παρατηρώ ότι ενώ έχω όλη αυτή τη δεξαμενή ρεπερτορίου από τους τραγικούς μέχρι τον Πίντερ, η φυσική μου τάση είναι να προτιμήσω κάτι που είναι της εποχής μου και έχει γραφτεί από συνομηλίκους μου συγγραφείς, κατά κύριο λόγο, με μια γλώσσα και μια ματιά κοντά στις δικές μου. Επειτα, ότι δοκιμάζω να επικοινωνήσω επί περιεχομένου. Δεν έχω να αντιμετωπίσω το πολύ ευγενικό ζητούμενο το οποίο πολύ συχνά παρουσιάζεται όταν έχουμε να κάνουμε με ένα κλασικό έργο: Τι διαφορετικό-πρωτότυπο-ρηξικέλευθο σκηνοθετικό μπορώ να κάνω για να δώσω μια νέα ματιά στο «Κουκλόσπιτο» ή στον «Οιδίποδα Τύραννο»; Οταν κάνεις ένα έργο όπως ο «Φάρος» που δεν έχει παιχτεί στην Ελλάδα, αν έχεις πραγματικά κάτι να πεις, κάτι που σε συνδέει με το κείμενο, έχεις μια πιθανότητα να βρεις τον στόχο. Κάτι άλλο ενδιαφέρον που διαπίστωσα είναι ότι στα έργα που επιλέγω συναντώ ανθρώπους οι οποίοι είναι μεν ντυμένοι ενήλικοι αλλά η συναισθηματική τους νοημοσύνη, τα συμπλέγματά τους, οι επιδιώξεις τους, κρύβονται σε κάτι που είναι κατασκευασμένο πάρα πολύ νωρίς. Θέλω πολύ να δικαιώνω αυτούς τους ρόλους».
Σας ακούω να μιλάτε συχνά για τα πράγματα που κάνετε «λόγω ιδιοσυγκρασίας». Πώς θα την περιγράφατε; «Ετσι κι αλλιώς ο τρόπος με τον οποίο θα πούμε αυτά που θέλουμε να πούμε, είτε σε μια παράσταση είτε όταν μιλάμε κατ’ ιδίαν, αντικατοπτρίζει κάτι από τον εαυτό μας. Οπως το ότι εγώ διαβάζω τους ρόλους σαν εγγενώς καλούς, αγαπητικά. Η Θέμις Μπαζάκα στον «Αύγουστο» παίζει έναν πολύ αρνητικό χαρακτήρα. Δουλέψαμε πολύ στις πρόβες πάνω στο ότι αυτή η γυναίκα δικαιολογεί πολύ τον εαυτό της για όσα έχει κάνει και βλέπει τον εαυτό της σαν θύμα. Σπανίως κάποιος άνθρωπος δεν θα έχει καμία δικαιολογία για τον τρόπο με τον οποίο στάθηκε στα πράγματα. Εμένα αυτό με ησυχάζει, με βοηθάει το να μπορώ να δικαιολογήσω τους ήρωες και να τους αγαπήσω».
Τα έργα που επιλέγετε είναι επίσης πολυβραβευμένα ή γνωστά σαν τίτλοι από τις κινηματογραφικές τους μεταφορές. Η αποδεδειγμένη εμπορικότητά τους δεν είναι μια παράμετρος για την επιλογή τους; «Συνήθως τα πάρα πολύ καλά έργα τα έχουν βραβεύσει. Πάντως, ξέρετε πόσο δύσκολο είναι να βρεις ένα καλό έργο; Η επιλογή είναι μια πολύ δύσκολη διαδικασία, ίσως δυσκολότερη από το να το ανεβάσεις το έργο. Οταν είσαι σε ένα θέατρο στο κέντρο της Αθήνας και όταν οι παραστάσεις που κάνεις γενικώς έχουν την τάση να «απευθύνονται», αυτό θα σε απομακρύνει από κάποιου είδους έργα που θα ανέβαιναν στον εξώστη του Αμόρε ή στη Στέγη, όπως αντίστοιχα κάποια πράγματα που θα ανέβαιναν στο Αθηνών μπορεί να μην μπορούσες να τα κάνεις κάπου αλλού. Αλλά αυτό είναι μέρος της συνθήκης. Με έναν τρόπο, όμως, έφερα τον εξώστη του Αμόρε στο Αθηνών με τον «Πουπουλένιο». Ηταν ένα έργο πολυβραβευμένο μεν, αλλά όχι ό,τι πιο αυτονόητο για το κέντρο της Αθήνας. Μου έλεγαν τότε οι φίλοι μου: «Μην το κάνεις, θα είναι καταστροφικό. Βρες ένα θέατρο περιφερειακό». Η δική μου η αίσθηση ήταν ότι αξίζει να το κάνω και μάλιστα στο κέντρο. Με παρρησία. Οσον αφορά τον «Θεό της Σφαγής» και τον «Αύγουστο», σε πολλούς δεν άρεσαν οι ταινίες. Η δημοσιότητα μπορεί να λειτουργήσει και ανάποδα».
Εχετε αισθανθεί ποτέ ότι προσπαθείτε να φέρετε τη δουλειά σας στα μέτρα του κόσμου που πρέπει να γεμίσει ένα μεγάλο θέατρο σαν το Αθηνών; «Οχι. Ολες οι παραστάσεις που έχω κάνει είναι ακριβώς εκείνες που ήθελα να κάνω στους συγκεκριμένους χώρους που τις ανέβασα και τη στιγμή που τις έκανα. Δεν θα έκανα αλλιώς τον «Θεό της Σφαγής», για παράδειγμα. Σε αυτή την παράσταση η πολύ θετική κριτική ήταν ομόθυμη, αλλά κάποιος άνθρωπος του χώρου, αρκετά μεγαλύτερος από εμένα και φίλος, μου είπε: «Το έχεις κάνει πολύ κωμικό». «Είναι πολύ κωμικό. Διαβάστε τα έργα» τού είπα. Αυτό είναι κάτι που είχα ακούσει και με τον «Πουπουλένιο». Λόγω ιδιοσυγκρασίας ευχαριστιέμαι πάρα πολύ το σημείο εκείνο όπου κάτι μαύρο είναι ταυτοχρόνως και αστείο. Αισθάνομαι ότι το χιούμορ, η ενδιαφέρουσα λοξή ματιά στη ζωή, προκύπτει από κάτι απελπισμένο».
Στον «Φάρο» τι ήταν εκείνο που σας γοήτευσε; Λοιπόν, εγώ είμαι άθεος. Ούτε καν αγνωστικιστής. Μερικές φορές, μάλιστα, λέω ότι είμαι άθεος χριστιανός ορθόδοξος. Με την έννοια ότι έχω μεγαλώσει στην Ελλάδα, σε ένα σπίτι όχι ιδιαίτερα χριστιανικό, αλλά έχω μια σύνδεση με το αποτύπωμα της θρησκευτικότητας της κοινωνίας μέσα στην οποία μεγάλωσα επάνω μου. Ε, με άγγιξε αυτό το έργο που έχει πολύ να κάνει με την πίστη, αλλά όχι μόνο τη θρησκευτική. Το κυρίαρχο θέμα σχετίζεται με το ότι όσο είσαι ζωντανός, όσες αποτυχίες και αν έχουμε σημειώσει σε όλα τα πεδία, και έχουμε αλλά και αξίζουμε άλλη μία ευκαιρία. Ολοι μα όλοι οι άνθρωποι. Απλό, μεστό και αισιόδοξο. Ωστόσο, σε αυτό το σημείο κάτι πρέπει να σε οδηγήσει με τον τρόπο που ο φάρος οδηγεί τους ναυτικούς μέσα στην καταιγίδα. Μπορεί να είναι η θρησκευτική πίστη που είναι ένα κλασικό, αρχετυπικό σύμβολο, αλλά μπορεί να είναι και ένα οποιοδήποτε πλαίσιο ιδεών ή σημείο πνευματικό. Το έργο στα αγγλικά λέγεται «Ο Ναυτικός» («The Seafarer»), αλλά το έκανα «Ο Φάρος» γιατί εμπνεύστηκα από το ποίημα του Εμπειρίκου «Πυρσός λαμπρός του υπερτάτου φαροδείκτου», στο οποίο μιλάει γι’ αυτό το φως που σε οδηγεί».
Πώς προσεγγίζετε κάτι το οποίο δεν γνωρίζετε καθόλου από πρώτο χέρι προκειμένου να του προσδώσετε την απαραίτητη αλήθεια που θα αγγίξει το κοινό; «Οι επινοημένες ιστορίες λένε κάτι για εμάς. Δεν έχω κοινά με τον τυφλό, αλκοολικό, φτωχό, κατεστραμμένο Ρίτσαρντ που θα παίξω. Τι με ενδιαφέρει σ’ αυτόν; Αυτός ο άνθρωπος σχεδόν περιγράφει τον εαυτό του και τους άλλους ήρωες σαν μια αλογόμυγα που είδε στο όνειρό του και αισθάνθηκε παρηγοριά γιατί η ύπαρξη ενός τόσο μικρού, ασήμαντου αλλά και περίτεχνου πλάσματος στην πραγματικότητα είναι η αποκάλυψη του Θεού. Ενας άνθρωπος που έχει αυτήν τη εικόνα για τον εαυτό του, όπως λέει και ο συγγραφέας Κόνορ Μακφέρσον «he keeps going on», είναι ένας άνθρωπος με φοβερή αισιοδοξία και άνοιγμα για τη ζωή, ενώ όλα τα δεδομένα του είναι αρνητικά. Δεν συναντιέμαι στις πραγματικές περιστάσεις του ήρωα. Αγαπώ τα επινοημένα πράγματα αλλά ό,τι με έχει συγκινήσει στην τέχνη ήταν κάτι προσωπικό που φορούσε τη μάσκα της επινόησης».
Εκ πρώτης όψεως αυτοί οι ήρωες μοιάζουν να θέλουν να ξεφύγουν από τους εαυτούς τους μέσα από το ποτό. Υπό μια ευρεία έννοια, δεν κάνετε κάτι παρόμοιο με την εργασιομανία σας; «Η αλήθεια είναι ότι δουλεύω πολύ. Οπως λένε οι στίχοι της Νικολακοπούλου: «Μ’ αυτό που μ’ αγαπάς ποιο άλλο όνειρο ζωής έχεις ξεγράψει…». Καθώς αφοσιώνεται κανείς σε κάτι το οποίο τον γεμίζει και τον αφορά κάποια πράγματα μπορεί να τα αφήνει λίγο στην άκρη. Ομως η ίδια η φύση αυτής της δουλειάς της τέχνης σε βάζει να συνδεθείς με τον εαυτό σου αν σε ενδιαφέρουν οι ιστορίες που θέλεις να πεις. Εχω υπάρξει τυχερός και στο κομμάτι των φίλων, είμαι πολύ στενά συνδεδεμένος μαζί τους και νιώθω ότι αγαπώ και αγαπιέμαι και είμαι πάρα πολύ τυχερός στο κομμάτι της οικογένειας. Γιατί έχω μια πλήρη, γερή, διευρυμένη οικογένεια».

Η φυγή στην οποία αναφέρομαι έχει περισσότερο υπαρξιακές διαστάσεις και πηγάζει από την αδυναμία να απαντήσει κανείς στο ερώτημα που αφορά το νόημα της ζωής. «Ο κάθε άνθρωπος ανάλογα με την πνευματικότητά του, την ιδιοσυγκρασία του, απαντάει σε αυτό το ερώτημα που είναι κοινό για όλους, με διαφορετικό τρόπο. Πάρα πολλοί άνθρωποι το απαντούν νοηματοδοτώντας την ύπαρξή τους με την οικογένεια και τα παιδιά. Ευτυχώς κιόλας που το κάνουν, γιατί έτσι συνεχίζεται το ανθρώπινο είδος. Επίσης, πολλοί άνθρωποι νοηματοδοτούν τη ζωή τους με το να αφήσουν ένα σημάδι, είναι κι αυτός ένας θεμιτός τρόπος. Οταν δημιουργείς κάτι, ειδικά στον χώρο της τέχνης, όταν φτιάχνεις έστω και ένα μικρό ποιηματάκι, είναι μια μικρή μίμηση του θείου, λέω εγώ ο άθεος. Είναι μια σύνδεση με κάτι που είναι πέρα από το σαρκίο σου. Οχι επειδή θα μείνει, γιατί στο θέατρο δεν μένει και τίποτα, αλλά επειδή βάζει τον κόσμο σε τάξη. Ναι, το καταλαβαίνω το κενό για το οποίο μιλάτε και μάλιστα μετά τα σαράντα καταλαβαίνω πόσο το χρειάζεται ειδικά ο παραστατικός καλλιτέχνης για να ανέβει στη σκηνή, αν και ούτως ή άλλως ανεβαίνουμε στη σκηνή από ένα έλλειμμα. Το ερωτηματικό για το νόημα των πραγμάτων υπάρχει και είναι πάντα μπροστά μας: είναι ο θάνατος. Απαντάται με τον έρωτα, με τη δημιουργία, παντός τύπου, με την τεκνοποιία και την καλογερική».
Οσον αφορά την υποκριτική, έπειτα από 26 χρόνια στο θέατρο είστε ικανοποιημένος με την εξέλιξή σας ως ηθοποιού; «Δεν αυτοσκηνοθετούμαι πάντα, μου αρέσει να με σκηνοθετεί και κάποιος άλλος, κάποιος που μπορεί να με βάλει σε δύσκολες συνθήκες, όπως ας πούμε πέρυσι στην «Ορέστεια» ο Χουβαρδάς. Μπορεί να με πάρει ένας σκηνοθέτης και να με προχωρήσει προς έναν δρόμο που δεν φανταζόμουν. Αλλά αυτό δεν με ενδιαφέρει τόσο πολύ σαν πρότζεκτ, σαν στόχος. Πάντα μου φαινόταν αστείο όταν διάβαζα συνεντεύξεις ηθοποιών που έλεγαν: «Χαίρομαι γιατί μου δίνεται η ευκαιρία να αποδείξω την γκάμα μου». Αυτό είναι ένα φοβερά αυτοαναφορικό σχόλιο. Εχεις κάτι να μας πεις; Δεν έχει και τόση σημασία για εμάς τους υπόλοιπους αν εσύ διεύρυνες την γκάμα σου».
Τι έχει τελικά σημασία; «Ειλικρινά, πιστεύω ότι μέχρι τα σαράντα αποκτάς τεχνικά εφόδια, οξύνεις το ταλέντο σου, αλλά αυτό που έχει τελικά κυρίαρχη σημασία είναι ποιος άνθρωπος φροντίζεις να είσαι. Ποιος είναι αυτός που έχει το ταλέντο, ποιος είναι αυτός που έχει την μπάλα στα χέρια του; Επειδή οι ηθοποιοί παίζουμε με το σώμα μας και άρα με τον εαυτό μας, είμαστε ταυτοχρόνως καλλιτέχνης και δημιούργημα. Το βασικό πράγμα που πρέπει να προστατέψει ο ηθοποιός είναι το πνεύμα του και την καλλιέργειά του. Γιατί αυτό είναι που μένει. Στην ελληνική έκδοση του βιβλίου «Το παράδοξο με τον ηθοποιό» του Ντιντερό, ο Βασίλης Παπαβασιλείου γράφει στον πρόλογο ότι θαυμάζουμε τους ηθοποιούς για τις δεξιότητές τους αλλά τους αγαπάμε γι’ αυτό που είναι ερήμην τους, γι’ αυτό που φέρουν φυσικά. Με επηρέασε πολύ αυτό. Μετά συνειδητοποίησα ότι βλέπεις μεγάλους ηθοποιούς οι οποίοι αφότου έχουν κάνει τις φιγούρες τους στα νεανικά τους χρόνια, παίζουν τρομερά απλά. Γιατί υπάρχει κάτι στην προσωπικότητα που έχει ανθίσει και το οποίο παραμένει πολύ ενδιαφέρον».
Σε τελείως διαφορετικό κλίμα, ποια είναι η άποψή σας για το φαινόμενο «Survivor»;
Υπήρξατε παρουσιαστής του το 2006 και μολονότι έχουν αλλάξει πολλά από τότε, έχω την αίσθηση ότι ανέκαθεν αναδείκνυε πρόσωπα που δεν χρήζουν προσοχής. «Τότε ήταν ένα προϊόν τηλεοπτικό πολύ επιτυχημένο σε μια τηλεόραση που είχε πολλές εκπομπές και σε μια χώρα που ζούσε σε άλλους γαλαξίες. Πρέπει να πω ότι είναι από τα πράγματα που έχω χαρεί περισσότερο στη ζωή μου. Δεν είχα κανέναν ιδεολογικού ή ηθικού τύπου ενδοιασμό απέναντι σε αυτό, με την έννοια ότι με ενδιέφερε πολύ και ως ένα αταξινόμητο προϊόν που έφερνε τους ανθρώπους σε επαφή με τα στοιχεία της φύσης και με τους άλλους ανθρώπους ώστε να μπορέσουν να συμβιώσουν και να ανταγωνιστούν. Δεν είμαι της άποψης ότι όλη η τηλεόραση είναι κακή και όλος ο νέος ελληνικός κινηματογράφος είναι καλός. Ή ότι τα μυθιστορήματα είναι καλά, τα περιοδικά είναι κακά. Εφέτος εμφανίστηκε ως τελείως διαφορετικό προϊόν και μόνο του σε ένα τηλεοπτικό τοπίο άνυδρο. Δεν είναι κακό να μας αρέσει ένα τέτοιο τηλεοπτικό προϊόν. Οι ειδήσεις στα κανάλια ή οι πληροφορίες που αναρτώνται στα ενημερωτικά sites μπορεί να είναι πολύ πιο προβληματικές από κάτι που ανήκει στη ζώνη entertainment».

Toν Νοέμβριο πρόκειται να βγει στις αίθουσες και η νέα ταινία του Νίκου Περάκη, «Success Story», στην οποία πρωταγωνιστείτε. Πώς ήταν αυτή η συνεργασία; «Αγάπησα πάρα πολύ τον Νίκο. Είναι καταπληκτικός, είναι ένας γλύκας και ξέρει πάρα πολύ σινεμά. Τι ωραία φάση… Να δουλεύεις με ανθρώπους που ξέρουν πολύ καλά τη δουλειά τους και να φροντίζεις να κάνεις κι εσύ όσο καλύτερα μπορείς τη δική σου. Σ’ αυτόν τον τρελό κόσμο που ζούμε ίσως είναι το τελευταίο μας καταφύγιο. Η ταινία επικεντρώνεται στη σχέση ενός ζευγαριού, φαινομενικά αταίριαστου αλλά ταυτοχρόνως ταιριαστού, με την έννοια ότι έχουν την ίδια φιλοδοξία και την ίδια έλλειψη πατήματος. Είναι πολύ αναγνωρίσιμοι τύποι μιας χώρας όπως η Ελλάδα».

Αλήθεια, δεν είναι υπερβολή που τέτοιου είδους σχέσεις έχουμε την τάση να τις βαφτίζουμε έρωτα; Μια φαινομενικά ρομαντική παρόρμηση η οποία ωστόσο αποβλέπει σε πολύ πρακτικά οφέλη; «Ξέρετε, οι άνθρωποι ερωτεύονται ανάλογα με την ποιότητα του χαρακτήρα τους. Γιατί αυτό που είσαι σαν άνθρωπος καθορίζει σε πολύ μεγάλο βαθμό όλα τα υπόλοιπα που κάνεις. Μεταξύ άλλων και το ποιες ή ποιους ερωτεύεσαι και με ποιον τρόπο το κάνεις. Μου έλεγε ένας φίλος μου δικηγόρος ποινικολόγος: «Το μίσος που έχω δει στα διαζύγια δεν το έχω δει σε κανενός άλλου είδους δικαστική διένεξη. Ούτε στα εγκλήματα». Μου φαίνεται αδιανόητο. Δεν πιστεύω όμως στο «πο πο, παιδιά, τι μου έτυχε». Ο Πάνδωρας και η Τζορτζίνα, οι δύο ήρωες της ταινίας, είναι αταίριαστοι αλλά αξίζουν ο ένας τον άλλον».
Το γεγονός ότι δεν έχετε ξαναπαντρευτεί είναι μια έμμεση τοποθέτησή σας απέναντι στον θεσμό του γάμου; «Δεν θα έλεγα τίποτε αξιωματικά. Δεν είμαι παντρεμένος, αλλά νιώθω ότι είμαι μέρος μιας πολύ αγαπημένης οικογένειας που έχει τρία αδέλφια, εκ των οποίων μόνο το ένα είναι παιδί μου. Τα αδέλφια του γιου μου τη μητέρα μου τη φωνάζουν γιαγιά και εγώ τον πρώην πεθερό μου τον φωνάζω πεθερό. Είμαι μέρος μιας πλήρους οικογένειας ενώ είμαι εργένης. (σ.σ.: ψιθυριστά) Ασε που αυτό έχει και τα καλά του…».
-«Ο Φάρος»: Θέατρο Αθηνών (Βουκουρεστίου 10), από 4/10.
«Αύγουστος»: Θέατρο «Δημήτρης Χορν» (Αμερικής 10), από 4/10.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ