Η φωτογραφία που ανέβασε στις 2 Σεπτεμβρίου στον προσωπικό της λογαριασμό στο Facebook έμοιαζε σημαδιακή. Η ίδια στο στάδιο δίπλα στον πήχη έμοιαζε να αποχαιρετά μία ακόμη αθλητική χρονιά γεμάτη επιτυχίες. «Waving the 2017 season goodbye» έγραφε η λεζάντα, ενώ το προηγούμενο βράδυ, στις Βρυξέλλες, με άλμα στα 4,85 μ., η ελληνίδα αθλήτρια κατακτούσε το πολυπόθητο διαμάντι και της εφετινής διοργάνωσης «Diamond League», όπως ακριβώς και πέρυσι. Μια προδιαγεγραμμένη πορεία, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, μετά το χρυσό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου στο Λονδίνο στις 6 Αυγούστου, σε μια τρελή κούρσα που είχε ξεκινήσει έναν χρόνο νωρίτερα με το χρυσό μετάλλιο στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Παρά το ασφυκτικό πρόγραμμά της και την εγγενή «καχυποψία» της απέναντι στους δημοσιογράφους εν γένει, η ελληνίδα αθλήτρια-φαινόμενο δέχτηκε να παραχωρήσει στο BHMAgazino μια αποκαλυπτική συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης.

Είστε η πρώτη ελληνίδα αθλήτρια που έχει καταφέρει να κατακτήσει χρυσό μετάλλιο στις τρεις μεγαλύτερες αθλητικές διοργανώσεις: στους Ολυμπιακούς Αγώνες, στο Παγκόσμιο και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου. Αναρωτιέμαι, πλέον, ποιο είναι το κίνητρό σας. «Ναι, η πρώτη γυναίκα. Γιατί το έχει καταφέρει αυτό και ο Κώστας Κεντέρης, πριν από εμένα. Κοιτάξτε, πάντα λέω ότι η επιτυχία είναι μεγαλύτερο κίνητρο από την αποτυχία. Τουλάχιστον για εμένα (γέλια). Το να είμαι μία από τις καλύτερες αθλήτριες στον κόσμο και να προσπαθώ να παραμείνω σε αυτό το επίπεδο μου φαίνεται πιο ενδιαφέρον και πιθανότατα πιο εύκολο από το τι πέρασα για να φτάσω εδώ. Το κίνητρό μου είναι η αγάπη μου για το άθλημα. Μου αρέσει ο στίβος, μου αρέσει το επί κοντώ, μου αρέσει η προπόνηση –κάποιες ημέρες, όχι όλες -, αλλά πάνω από όλα μου αρέσει να αγωνίζομαι και μου αρέσει ιδιαίτερα να αγωνίζομαι για μετάλλια. Πιστεύω ότι αυτά με κρατούν ακόμη στον αθλητισμό. Το ότι έχω κερδίσει τις συγκεκριμένες διοργανώσεις δεν σημαίνει ότι έχω μικρότερο κίνητρο να τις ξανακερδίσω. Το αντίθετο, θα έλεγα».

Αλήθεια, ποια είναι τα πρώτα πράγματα που κάνατε μετά την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Στίβου στο Λονδίνο; «Εκείνο το βράδυ φτάσαμε στο ξενοδοχείο κατά τη 1 μετά τα μεσάνυχτα. Βρήκαμε τυχαία ένα μέρος που ήταν ανοιχτό ως τις 2 π.μ. και προλάβαμε να τσιμπήσουμε κάτι. Τρεις ήμερες μετά τον αγώνα επιστρέψαμε σε κανονικούς ρυθμούς προπόνησης. Βρεθήκαμε στην Ελλάδα για περίπου μία εβδομάδα προτού φύγουμε για τους επόμενους αγώνες και προλάβαμε να πάμε στην παραλία μια-δυο φορές, αλλά μόνο για λίγη ώρα, γιατί είχαμε και έχουμε ακόμη μπροστά μας σημαντικούς αγώνες. Η σεζόν δεν έχει τελειώσει».

Νιώθετε ότι η Κατερίνα Στεφανίδη πριν από τις μεγάλες επιτυχίες είναι διαφορετική από την Κατερίνα Στεφανίδη τού σήμερα; «Θα έλεγα πως όχι. Σαφώς έχω μάθει πώς να ελέγχω κάποια πράγματα καλύτερα, όπως οι δημοσιογράφοι, για παράδειγμα (γέλια). Αλλά όχι, ως χαρακτήρας δεν έχω αλλάξει. Κάποιος θα μπορούσε να πει ότι μετά τις επιτυχίες έχω μια μεγαλύτερη σιγουριά για τον εαυτό μου ως αθλήτρια –και αυτό ισχύει. Σίγουρα μπαίνω στους αγώνες με άλλον αέρα. Αλλά γνωρίζω πολύ καλά ότι στον αθλητισμό αυτή τη σιγουριά μπορείς να τη χάσεις από τη μία ημέρα στην άλλη. Για αυτό κάθε αγώνας είναι σημαντικός και μετράει για εμένα. Εχει σημασία να μπορείς να αποδεικνύεις ξανά και ξανά στον εαυτό σου γιατί και πώς βρίσκεσαι σε αυτό το επίπεδο. Αλλά νομίζω για εμένα έχει μετρήσει πολύ το ότι μένουμε με τον σύζυγό μου σε μια μικρή πόλη στο Οχάιο, όπου δεν μας ξέρει κανείς και ζούμε μια ήρεμη και νορμάλ ζωή, το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου».

Το ατομικό σας ρεκόρ είναι στα 4,91 μ. Πόσο κοντά αισθάνεστε ότι βρίσκεστε στην κατάρριψη του παγκοσμίου ρεκόρ της Ισινμπάγεβα στα 5,06 μ.; «Δεν είναι κάτι που το σκέφτομαι παρά πολύ, είναι η αλήθεια. Σαφώς από πλευράς επιδόσεων είμαι κοντά και πιστεύω ότι μπορεί να έρθει από στιγμή σε στιγμή, αν έχω τις κατάλληλες συνθήκες και συναγωνισμό. Αλλά δεν είναι κάτι που με απασχολεί πολύ. Ασχολούμαστε με το να γίνω εγώ καλύτερη αθλήτρια και καλύτερη επικοντίστρια, να ανεβάσω το δικό μου ρεκόρ. Σαφώς, από τη στιγμή που είναι μια επίδοση στην οποία βρίσκομαι κοντά, ίσως να έρθει και ένα παγκόσμιο ρεκόρ. Τα ρεκόρ ποτέ δεν μου έδιναν μεγάλο κίνητρο, γιατί τα ρεκόρ σπάνε. Τα μετάλλια μένουν για πάντα. Αν κάνω παγκόσμιο ρεκόρ και μετά από λίγο καιρό το σπάσει κάποια άλλη αθλήτρια, θα λέγομαι η πρώην κάτοχος του παγκοσμίου ρεκόρ. Ενώ για πάντα θα λέγομαι η ολυμπιονίκης του 2016 και η παγκόσμια πρωταθλήτρια του 2017».

Η Γελένα Ισινμπάγεβα είχε δηλώσει πέρυσι ότι όποια πάρει την πρώτη θέση στον τελικό των Ολυμπιακών Αγώνων θα είναι ουσιαστικά δεύτερη (επειδή η ίδια δεν θα συμμετείχε λόγω του αποκλεισμού της ρωσικής ομάδας). Σήμερα, αν τη συναντούσατε, με όλα αυτά που έχετε κατακτήσει, τι θα της λέγατε; «Δεν με ενδιαφέρει πολύ αυτό που είχε πει (γέλια). Για να πω την αλήθεια, ακόμη και όταν το είπε, προτού κερδίσω το οτιδήποτε, πάλι δεν με είχε πειράξει τόσο. Βέβαια, μου είχε φανεί πολύ αστείο αρχικά, καθώς η ίδια δεν είχε κερδίσει στους προηγούμενους Ολυμπιακούς Αγώνες –στο Λονδίνο ήταν τρίτη. Αλλά δεν με είχε πειράξει γιατί, πρώτον, ήταν πάντα ιδιαίτερα αντιπαθητική σε όλους τους συναθλητές και τις συναθλήτριές της, οπότε δεν μου έκανε εντύπωση. Και, δεύτερον, γιατί πάντα έβγαινε και έκανε τέτοια προκλητικά σχόλια για να ασχολούνται μαζί της. Δεν έχω αυτή την ανάγκη και πραγματικά δεν καταλαβαίνω γιατί την έχει η ίδια με όσα έχει καταφέρει. Παρ’ όλα αυτά, μου άρεσε που είπε κάτι τέτοιο, γιατί έδειξε ακόμη παραπάνω τον χαρακτήρα της και έκανε ακόμη περισσότερους φιλάθλους και αθλητές να την αντιπαθήσουν».

Λόγω των αθλητικών σας επιδόσεων κερδίσατε στα 18 σας χρόνια μια υποτροφία και φύγατε για σπουδές στις ΗΠΑ. Αν μένατε στην Ελλάδα, θα ήσασταν σήμερα η αθλήτρια που είστε; «Οχι. Εγώ προσωπικά πιστεύω ότι δεν θα είχα φτάσει σε αυτό το επίπεδο. Πιθανότατα να μην έκανα καν αθλητισμό. Και όχι λόγω έλλειψης εγκαταστάσεων, γιατί θα σας πω κάτι που έχω πει και παλαιότερα. Το 2014 πήρα το πρώτο μου μετάλλιο σε κατηγορία γυναικών στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Ζυρίχης. Τα δύο χρόνια πριν από αυτόν τον αγώνα έκανα προπόνηση στην αυλή του προπονητή μου, βάρη στο γκαράζ του, και όταν είχα να τρέξω πάνω από 30 μέτρα για προπόνηση πηδούσαμε φράχτες σχολείων. Αλλά τα δεδομένα και οι συγκυρίες είναι διαφορετικές για τον καθένα μας. Λέω πάντα ότι πιστεύω πως δεν θα είχα φτάσει σε αυτό το επίπεδο, αλλά άλλοι αθλητές, όπως η Αννα Κορακάκη και ο Λευτέρης Πετρούνιας, κατάφεραν να φτάσουν, παραμένοντας στην Ελλάδα. Ο κάθε αθλητής είναι διαφορετικός, χρειάζεται διαφορετική καθοδήγηση και βέβαια μετράει πάντα και η τύχη. Εχω υπάρξει πολύ τυχερή που γνώρισα τον σωστό προπονητή τη σωστή στιγμή της καριέρας μου, με αποκορύφωμα βέβαια τον άνδρα μου, χωρίς τον οποίο είμαι σίγουρη ότι δεν θα είχα φτάσει σε αυτό το επίπεδο».

Η ζωή στις ΗΠΑ πόσο σας άλλαξε; «Η Αμερική μού έδωσε την ευκαιρία να κάνω επί κοντώ ως χόμπι και όχι ως δουλειά, ενώ συνέχιζα τις σπουδές μου. Και τελικά μού επέτρεψε να ξαναγυρίσω στον στίβο και στο επί κοντώ. Γι’ αυτό πιστεύω ότι δεν θα τα είχα καταφέρει αν δεν είχα φύγει. Ταυτόχρονα, άνοιξα τους ορίζοντές μου σε όλους τους τομείς, είδα διαφορετικούς τρόπους προπόνησης, διαφορετικές τεχνικές, και μπόρεσα να κάνω τις επιλογές που θα ήταν καλύτερες για εμένα και ως αθλήτρια και ως άνθρωπος».

Σήμερα οι συνθήκες προπόνησής σας έχουν βελτιωθεί; «Ναι. Το φθινόπωρο του 2015 αποφασίσαμε με τον άνδρα μου να μετακομίσουμε κάπου όπου θα υπάρχει κλειστό προπονητήριο. Μάλιστα, τότε είχαμε σκεφτεί να επιστρέψουμε και στην Ελλάδα. Μετά από πολύ ψάξιμο βρήκαμε μια ιδιωτική εγκατάσταση σε μια πολύ μικρή πόλη στο Οχάιο. Το πρόβλημα στην Αμερική είναι ότι επειδή ο αθλητισμός γίνεται κυρίως σε πανεπιστημιακό επίπεδο, οι καλύτερες εγκαταστάσεις ανήκουν σε πανεπιστήμια. Το κακό είναι όμως ότι το λεγόμενο ΝCAA, η Ομοσπονδία Πανεπιστημιακού Αθλητισμού ας πούμε, έχει πολύ περίεργους κανόνες. Ενας από αυτούς είναι ότι δεν επιτρέπουν σε πολλούς επαγγελματίες αθλητές να κάνουν προπόνηση εκεί. Για την ακρίβεια, το πιο αστείο για εμένα ήταν ότι μολονότι ήμουν φοιτήτρια στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, δεν μου επέτρεπαν να κάνω προπόνηση στον στίβο, γιατί δεν ήμουν μέλος της ομάδας. Τέλος πάντων, το 2015 βρήκαμε μια ιδιωτική εγκατάσταση. Εχει κλειστό και ανοιχτό στίβο –που βέβαια στο Οχάιο δεν χρησιμοποιούμε ποτέ. Εχει ένα πολύ ωραίο γυμναστήριο για βάρη και εγκαταστάσεις για άλλα αθλήματα, όπως κολύμβηση, μπάσκετ κ.τ.λ.
Βέβαια, επειδή ποτέ τίποτε καλό δεν έρχεται δωρεάν, πληρώνουμε 25 δολάρια την ημέρα για να χρησιμοποιούμε τις εγκαταστάσεις. Με πολύ απλά μαθηματικά, μπορείτε να υπολογίσετε ότι δεν μας βγαίνει φθηνά τον μήνα να κάνουμε προπόνηση εκεί. Αλλά αυτό που πιστεύουμε και εγώ και ο σύζυγός μου είναι ότι για να πετύχεις σε κάτι, πρώτα πρέπει να επενδύσεις στον εαυτό σου. Οταν μετακομίσαμε στο Οχάιο δεν ήξερα ότι θα κερδίσω στους Ολυμπιακούς Αγώνες. Αλλά πίστεψα ότι πρέπει να επενδύσω στον εαυτό μου και να του δώσω την ευκαιρία να φτάσει σε αυτό το επίπεδο».

Η Ελλάδα προσφέρει κίνητρα στους νέους να ασχοληθούν με τον αθλητισμό; «Παρ’ όλο που μου κάνετε μια πολιτική ερώτηση κατά τη γνώμη μου, θα απαντήσω πολύ ξεκάθαρα. Για να φτάσει κάποιος σε αυτό το επίπεδο –που μου έχει πάρει 17 χρόνια για να φτάσω –το μόνο και πιο σημαντικό κίνητρο που χρειάζεται βρίσκεται μέσα του. Το μεγαλύτερο λάθος που μπορεί να κάνει ένας αθλητής είναι να πιστεύει πως κάποιος του χρωστάει κάτι. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, και παρ’ όλο που έχουμε φοβερά ταλέντα στην Ελλάδα και σε πολλά αθλήματα, δεν φτάνουν σε αυτό το επίπεδο. Σαφώς θα μπορούσαν να υπάρχουν καλύτερες παροχές, σαφώς τα πράγματα είναι χειρότερα από την προ 2004 εποχή, αλλά τα πράγματα τελικά δεν είναι εύκολα πουθενά όταν θέλεις να κάνεις πρωταθλητισμό».

Θα συμβουλεύατε, φαντάζομαι, λοιπόν έναν νέο αθλητή να φύγει από την Ελλάδα αν του δινόταν η ευκαιρία… «Να φύγει, 100%. Δεν υπάρχει τίποτε καλύτερο από το να ανοίγεις τους ορίζοντές σου. Ακούω πολλούς αθλητές να λένε πράγματα όπως «εγώ έμεινα στην Ελλάδα για να βοηθήσω τη χώρα μου και τους νέους». Μόνο να γελάω μπορώ διαβάζοντας τέτοια πράγματα από αθλητές που δεν έχουν κάνει τίποτε για τη χώρα τους ή για τους νέους. Για να μπορείς να βοηθήσεις τη χώρα σου πρέπει πρώτα να βελτιωθείς εσύ ως άνθρωπος. Να δεις άλλες κουλτούρες, άλλους τρόπους σκέψης. Μένοντας στην Ελλάδα δεν βοηθάς κανέναν. Φεύγοντας από την Ελλάδα και παίρνοντας την ευκαιρία να γίνεις καλύτερος άνθρωπος, αθλητής ή οτιδήποτε άλλο θέλει να γίνει κάποιος, επιστρέφοντας τελικά βοηθάς τη χώρα σου. Αλλά, βέβαια, αυτά τα πράγματα λέγονται από αθλητές που οι ίδιοι φοβήθηκαν να φύγουν στο εξωτερικό. Γνωρίζω προσωπικά πολλούς που έχουν μετανιώσει που δεν δέχτηκαν μία από τις υποτροφίες που τους δόθηκαν και αυτό λέει πολλά για το αν ένας αθλητής πρέπει να μείνει ή να φύγει».

Ο σύζυγός σας, Μίτσελ Κρίερ, είναι και ο προπονητής σας. Μπορείτε εύκολα να διατηρείτε τους ρόλους σας; «Ναι, δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Οταν φτάνουμε στο στάδιο είναι ο προπονητής μου και όταν μπαίνουμε στο αυτοκίνητο για να γυρίσουμε σπίτι είναι πάλι ο άνδρας μου. Είναι κάτι που δεν μας δυσκόλεψε ποτέ».

Αλήθεια, πώς γνωριστήκατε; «Οταν πήγα στο Φοίνιξ για το διδακτορικό μου εκείνος έκανε προπόνηση με τον ίδιο προπονητή που σκόπευα να κάνω και εγώ. Μάλιστα, όταν μετακόμισα για πρώτη φορά εκεί, έμεινα κατευθείαν στο ίδιο σπίτι με τον Μίτσελ, καθώς είχε ένα άδειο δωμάτιο».

Είναι στα άμεσα σχέδιά σας να αποκτήσετε παιδί; «Σίγουρα όχι (γέλια). Δεν είμαστε έτοιμοι. Νομίζω ότι όταν θα είμαστε θα το ξέρουμε και οι δύο».

Η ισορροπημένη προσωπική ζωή πόσο σημαντική είναι για έναν αθλητή; «Ο κάθε αθλητής είναι διαφορετικός. Προφανώς και μια ισορροπημένη ζωή γενικότερα, και όχι μόνο προσωπική, είναι σημαντική».

Εχετε κατακτήσει κάθε διάκριση που μπορεί να επιτύχει μια αθλήτρια και γνωρίζω ότι το πρόγραμμά σας παραμένει πολύ σκληρό. Νιώθετε ποτέ ανεπαρκής λόγω του περιορισμένου χρόνου σας απέναντι στους δικούς σας ανθρώπους; «Οχι. Δεν έχω καθόλου περιορισμένο χρόνο απέναντι στους δικούς μου ανθρώπους».

Είστε ιδιαίτερα αγαπητή στην Ελλάδα. Ποια είναι η πιο συγκινητική κίνηση που έχετε δεχτεί ή τα πιο όμορφα λόγια που έχετε ακούσει; «Δεν μπορώ να διαλέξω ένα πράγμα. Δέχομαι αρκετά μηνύματα και ακούω ιστορίες που σημαίνουν πολλά για εμένα και με συγκινούν».

Σήμερα σκέφτεστε μια μόνιμη επιστροφή στην Ελλάδα; «Ναι, το σκεφτόμαστε συχνά, και σχεδόν φτάσαμε να το κάνουμε τη χρονιά πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Παρ’ όλα αυτά, ζούμε στην Ελλάδα 4 με 5 μήνες τον χρόνο κατά τη διάρκεια της χειμερινής και της θερινής σεζόν, οπότε νιώθω ότι σχεδόν τον μισό χρόνο είμαστε εκεί. Ο άνδρας μου μαθαίνει και ελληνικά για να του είναι πιο εύκολη η διαβίωση όταν ερχόμαστε. Το σκεφτόμαστε συχνά, αλλά την ίδια στιγμή έχουμε και σχέδια να μετακομίσουμε στο Κολοράντο από όπου κατάγεται ο Μίτσελ. Εχουμε πολλές ιδέες για το μέλλον, αλλά αφήνουμε τη ζωή να μας καθοδηγήσει».

Θα ήθελα να σας ρωτήσω αν σας στενοχώρησε το θέμα που είχε προκύψει πέρυσι με την εφημερίδα «Η Αυγή», όταν έπειτα από δημοσίευμά της υπερασπιστήκατε την προσπάθεια των ελλήνων αθλητών λέγοντας: «Δεν πηδάμε μόνο κάθε τέσσερα χρόνια». «Πρώτα από όλα, να πω ότι εγώ ποτέ (μέχρι και σήμερα) δεν έχω διαβάσει το συγκεκριμένο άρθρο της συγκεκριμένης εφημερίδας. Εγώ απλώς έδινα μια συνέντευξη, αν θυμάμαι καλά, σε ένα κανάλι και είπα ότι καλό θα ήταν να μη μας θυμάστε κάθε τέσσερα χρόνια γιατί αγωνιζόμαστε κάθε εβδομάδα από τον Ιανουάριο έως τον Σεπτέμβριο (στον στίβο τουλάχιστον). Αυτοί, βέβαια, πολύ έξυπνα σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν το όνομά μου και τη δημοσιότητα που είχα εκείνη την περίοδο και να το συσχετίσουν με το άρθρο τους. Μάλιστα, μου είχαν δώσει την ευφυέστατη απάντηση «να διαβάζεις καλύτερα, Κατερίνα». Oταν ένας από τους δικούς μου πήρε τηλέφωνο στην εφημερίδα να τους ρωτήσει τι ακριβώς σκέπτονταν όταν το έγραψαν αυτό, η απάντηση που πήρε ήταν: «Παντού υπάρχει ένας ηλίθιος». Τουλάχιστον το αναγνωρίζουν και οι ίδιοι. Αυτό που έμαθα από την εμπειρία, παρ’ όλα αυτά, είναι ότι όταν βρίσκεσαι στα φώτα της δημοσιότητας θα προσπαθήσει ο οποιοσδήποτε να πάρει λίγο από αυτό με οποιονδήποτε τρόπο. Και ξαναλέω, δεν έχω διαβάσει μέχρι και σήμερα αυτό το άρθρο, γιατί δεν θέλω για κανέναν λόγο να προκαλέσω εκνευρισμό στον εαυτό μου και χαίρομαι που πήραν το σχόλιό μου προσωπικά».
Επειτα από αυτό το περιστατικό λέγεται ότι γίνατε πιο αμυντική απέναντι στους δημοσιογράφους. Υπήρξαν συμπεριφορές που σας πλήγωσαν; «Oχι, δεν είχε καμία σχέση με αυτό. Μετά το Ρίο έγινε ένας χαμός από δημοσιογράφους, κανάλια, σταθμούς. Τους περισσότερους δεν τους είχα ξανακούσει ποτέ μου και βέβαια δεν τους ξανάκουσα και ποτέ μου μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ελάχιστοι από αυτούς σεβάστηκαν τον χρόνο μου, το γεγονός ότι βρήκαν το τηλέφωνό μου με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, και όχι μόνο το χρησιμοποιούσαν, αλλά το έδιναν στους πάντες. Γενικώς, υπήρχε μια μεγάλη έλλειψη σεβασμού τις εβδομάδες που ακολούθησαν και βέβαια να θυμίσω –γιατί πολλοί δεν θα το ξέρουν –ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες δεν ήταν οι τελευταίοι αγώνες μου για τη σεζόν. Είχα επιπλέον αγώνες και έπρεπε να κάνω προπόνηση τις λίγες ημέρες που βρέθηκα στην Ελλάδα».

Ενα δείγμα αυτού του υπερβάλλοντος δημοσιογραφικού ζήλου; «Θα σας αναφέρω ένα ενδεικτικό περιστατικό. Απάντησα στο τηλέφωνο ενώ οδηγούσαμε προς το ΟΑΚΑ για προπόνηση και ο δημοσιογράφος με τον οποίο μίλησα μου ζήτησε να κάνουμε μια μικρή, όπως την ονόμασε, συνέντευξη. Τον ρώτησα λοιπόν και εγώ πόση ώρα θα διαρκέσει αυτή η μικρή συνέντευξη και μου απάντησε «μία ώρα». Βέβαια, εγώ ξεκαρδίστηκα στα γέλια, γιατί τις 4 ημέρες που βρεθήκαμε στην Ελλάδα μετά το Ριο όχι μία ώρα δεν είχα, αλλά ούτε τρία λεπτά. Του εξήγησα λοιπόν ότι θα ξεκινούσα προπόνηση σε 10 λεπτά και ότι δεν υπήρχε αυτός ο χρόνος, και ο συγκεκριμένος δημοσιογράφος συνέχισε με πολύ άσχημο τρόπο να μου μιλάει και να μου λέει πως δεν είναι δυνατόν να μην έχω μία ώρα –όταν στην πραγματικότητα δεν είχα ούτε ένα λεπτό –και να μου χαλάει έτσι τη διάθεση πριν από την προπόνησή μου. Από τότε έχω βάλει ως βασικό μου κανόνα να απαντάω μόνο σε μέσα που ασχολούνται με τον στίβο καθ’ όλη τη διάρκεια της σεζόν, σε δημοσιογράφους που γνωρίζω, και στις λίγες περιπτώσεις που δέχομαι κάποιο αίτημα από κάποιον που δεν γνωρίζω, μόνο όταν μου το ζητάει με πολύ ωραίο τρόπο και φαίνεται να σέβεται τη δουλειά μου και τον περιορισμένο χρόνο μου».

Ο ελληνικός αθλητισμός βίωσε μεγάλη απαξίωση μετά τα σκάνδαλα ντόπινγκ το 2004. Ηταν κάτι που σας πλήγωσε; «Οχι. Ημουν 14 χρόνων και από αθλητική οικογένεια που ήταν πάντα ενάντια στο ντόπινγκ. Η απαξίωση και το να τους βάζουμε όλους στο ίδιο σακί έρχεται μόνο από ανθρώπους που δεν έχουν ιδέα τι συμβαίνει στον αθλητισμό. Λέω πάντα: «Μπες σε ένα στάδιο, δες τα σώματα των αθλητών, και κυρίως των αθλητριών». Ενα παιδάκι πέντε χρόνων μπορεί να δει τις σωματικές διαφορές μεταξύ των καθαρών και μη αθλητών».
«Εχω χάσει πολλά μετάλλια και πολλά χρόνια από αθλητές που ξέρω 100% ότι ήταν ντοπέ» έχετε δηλώσει. Ποια είναι η προσωπική σας θέση για το ντόπινγκ; «Ε, καλά, δεν το είχα πει ακριβώς έτσι, αλλά τέλος πάντων. Η προσωπική μου θέση είναι ότι όταν ένας αθλητής πιαστεί ντοπαρισμένος δεν πρέπει να του επιτραπεί η επιστροφή στο άθλημα. Για όσους δεν το γνωρίζουν, αυτή τη στιγμή την πρώτη φορά που πιαστεί κάποιος συνήθως έχει ποινή δύο χρόνια και αν πιαστεί δεύτερη φορά αποκλείεται ισόβια. Κατά τη γνώμη μου, πρέπει η ποινή να είναι ισόβια από την αρχή. Μία ή δύο φορές δεν έχει διαφορά. Αν κάποιος κλέψει μία, θα κλέψει και δεύτερη. Για την ακρίβεια, πιστεύω ότι δεν πρέπει να του επιτραπεί η επιστροφή στο άθλημα ούτε από τη θέση του προπονητή. Και βέβαια πρέπει να υπάρχει ποινή και για τους προπονητές αθλητών που πιάνονται ντοπαρισμένοι.
Δυστυχώς, υπάρχει μια λανθασμένη νοοτροπία στην Ελλάδα σχετικά με το ντόπινγκ στα περισσότερα αθλήματα. Πλέον έχω καταλάβει ότι προέρχεται από ανθρώπους που ήταν αθλητές και δεν κατάφεραν να φτάσουν ποτέ σε υψηλό επίπεδο, οπότε η μόνη τους δικαιολογία ήταν το ντόπινγκ. Εχω ταξιδέψει σε όλον τον κόσμο, έχω κάνει προπόνηση με εκπληκτικούς αθλητές και αθλήτριες στο πανεπιστήμιό μου. Η μία από αυτές κιόλας κέρδισε εφέτος στο Λονδίνο στο παγκόσμιο πρωτάθλημα τα 400 μ. εμπόδια. Υπάρχουν φοβερά ταλέντα στον κόσμο και είναι πεντακάθαροι αθλητές. Δυστυχώς, πολλοί δεν το πιστεύουν και γι’ αυτό έχει δημιουργηθεί αυτή η κακή νοοτροπία».
Πιστεύετε ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο που κάποια στιγμή θα εξαλειφθεί από τον αθλητισμό; «Οχι, πιστεύω ότι δεν θα αλλάξει ποτέ. Βέβαια, καλό θα ήταν να μη λέμε αθλητισμό, και να λέμε στίβο, γιατί για παράδειγμα στα ομαδικά αθλήματα –εγώ θα μιλήσω για την Αμερική που γνωρίζω, για να μην εκνευρίσω κάποιον στην Ελλάδα –στα επαγγελματικά, ομαδικά αθλήματα στην Αμερική, το ντόπινγκ είναι εντελώς διαδεδομένο. Το κάνουν όλοι, το ξέρουν ότι το κάνουν όλοι και το δέχονται όλοι. Το αντιντόπινγκ που γίνεται εκεί είναι αστείο. Εναν μήνα προτού τους κάνουν έλεγχο (οι οποίοι έλεγχοι γίνονται μόνο δύο μήνες του χρόνου, αν δεν κάνω λάθος το φθινόπωρο) τους λένε ότι την τάδε ημέρα, σε έναν μήνα, θα σου κάνουμε έλεγχο, να το ξέρεις. Μπορεί ο στίβος, λοιπόν, να έχει κακό όνομα σε σχέση με το ντόπινγκ, αλλά αυτό συμβαίνει γιατί γίνονται πολύ πιο σοβαροί έλεγχοι αντιντόπινγκ. Τουλάχιστον μία φορά τον μήνα, και εννοείται χωρίς προειδοποίηση, έρχονται στο σπίτι μας ξημερώματα και μας χτυπάνε τα κουδούνια. Και βέβαια το ίδιο πριν και μετά τους περισσότερους αγώνες. Γι’ αυτό βλέπουμε τόσους αθλητές να πιάνονται θετικοί στον στίβο, γιατί υπάρχει όντως έλεγχος αντιντόπινγκ και δεν είναι τελείως κοροϊδία, όπως στα αθλήματα που ανέφερα παραπάνω».

Υπάρχει τρόπος να καταπολεμηθεί; «Δυστυχώς, δεν πιστεύω ότι υπάρχει τρόπος να καταπολεμηθεί τελείως. Αυτό που μπορεί να γίνει, όμως, είναι μεγαλύτερος έλεγχος σε προπονητές. Οπως είπα νωρίτερα, οι προπονητές πρέπει επίσης να έχουν ποινές. Κατά τη γνώμη μου σε προπονητή μπλεγμένο με οποιονδήποτε τρόπο σε σκάνδαλο ντόπινγκ δεν θα πρέπει να επιτρέπεται η είσοδος στα στάδια. Και βέβαια το πιο σημαντικό, που καλώς ή κακώς γίνεται μέσω των προπονητών όσο και των γονέων, είναι η ανάγκη μας για παιδεία σε σχέση με το ντόπινγκ. Πρέπει από μικρή ηλικία να υπάρχει καλύτερη ενημέρωση σε σχέση με τα δεινά που φέρνει το ντόπινγκ. Δεν μιλάω για το ηθικό επίπεδο μόνο αλλά για τα προβλήματα που μπορεί να δημιουργήσει. Για κανένα μετάλλιο ή ρεκόρ δεν αξίζει να ρισκάρεις τη ζωή και την υγεία σου. Πρέπει αυτό να το κατανοήσουν οι αθλητές από μικρή ηλικία».
Αλήθεια, θυμάστε την πρώτη φορά που βρεθήκατε στο στάδιο; «Είναι δύσκολη ερώτηση αυτή (γέλια). Σίγουρα δεν θυμάμαι την πρώτη φορά που μπήκα σε στάδιο. Και οι δύο γονείς μου ήταν αθλητές του στίβου και ξεκίνησα να ασχολούμαι από πολύ μικρή ηλικία, τόσο μικρή που πραγματικά δεν θυμάμαι. Στο δημοτικό πηγαίναμε σε πολλούς αγώνες που ονομάζονται mini και απευθύνονται σε μικρά παιδιά. Εκανα κυρίως μήκος και σπριντ σε εκείνες τις ηλικίες, 50 μ. και 60 μ. Σίγουρα θυμάμαι κάποιους από τους αγώνες αυτούς, αλλά όχι σε χρονολογική σειρά και σαφώς όχι με πολλές λεπτομέρειες. Αλλά τολμώ να πω ότι θυμάμαι την πρώτη φορά που με πήγε ο μπαμπάς μου στο κλειστό προπονητήριο του ΟΑΚΑ για να δοκιμάσω το άλμα επί κοντώ».
Και πώς ήταν η εμπειρία; «Θυμάμαι τους άλλους επικοντιστές –οι οποίοι αργότερα έγιναν συναθλητές μου –να κάνουν διάφορες ασκήσεις με το κοντάρι. Θυμάμαι κυρίως τη Γωγώ Τσιλιγκίρη που κατείχε για πολλά χρόνια τότε το πανελλήνιο ρεκόρ. Θυμάμαι να μου δείχνουν πώς να πιάνω το κοντάρι, όπως θυμάμαι και να προσπαθώ να κρεμαστώ σε αυτό και να κινηθώ προς το στρώμα. Γενικότερα, όπως σας είπα, ήμουν ήδη μέσα στον στίβο για μερικά χρόνια προτού ξεκινήσω το επί κοντώ. Είχα δοκιμάσει πολλά αθλήματα και δυστυχώς βαριόμουν εύκολα. Ακόμη και με τον στίβο δηλαδή, όταν με έστειλαν οι γονείς μου στον τοπικό σύλλογο να κάνω προπόνηση, βαρέθηκα μετά από δυο-τρεις εβδομάδες. Νομίζω ότι ήμουν και λίγο άτυχη τότε και έπεσα σε κακό προπονητή. Αλλά με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2000, που ήταν οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες στους οποίους συμπεριελήφθη το επί κοντώ γυναικών, σκέφτηκε ο πατέρας μου ότι θα μπορούσε να ήταν ένα καλό αγώνισμα για εμένα, καθώς είχα πολλά από τα «ταλέντα» που απαιτεί το άθλημα. Ετσι, μίλησε στον τότε εθνικό προπονητή τού επί κοντώ και βρέθηκα στο ΟΑΚΑ να το δοκιμάσω στα δέκα μου χρόνια».
Εχετε δηλώσει ότι έχετε υψοφοβία. Πώς λειτούργησε αυτό επάνω σας, αποτρεπτικά ή ως μία ακόμη πρόκληση; «Εχω υψοφοβία όταν βρίσκομαι κάπου από όπου μπορώ να πέσω, δηλαδή αν είμαι σε μια σκάλα, σε ένα μπαλκόνι που δεν έχει κάγκελα. Ζαλίζομαι και νιώθω ότι θα πέσω, αυτό είναι που με τρομάζει και με αυτόν τον τρόπο μπορεί να χάσω την ισορροπία μου. Δεν με επηρέασε ποτέ αυτό στο επί κοντώ. Ξεκίνησα από πολύ μικρή και τα ύψη μου ανέβηκαν πολύ σταδιακά, έτσι το ύψος δεν ήταν ποτέ κάτι που με τρόμαζε. Νιώθω ότι έχω φοβερό έλεγχο πάνω στο άλμα και για αυτό δεν φοβάμαι. Βέβαια, τα άλματά μας είναι τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνεις να φοβηθείς έτσι και αλλιώς».
Αλήθεια, έχετε νιώσει ποτέ φόβο πριν από ένα άλμα; «Δεν θα το έλεγα. Το επί κοντώ είναι ένα από τα αγωνίσματα που το κοινό δεν τα κατανοεί σωστά. Ο κόσμος νομίζει ότι φοβόμαστε το ύψος ή το άλμα. Αυτό δεν είναι αλήθεια για κανέναν επικοντιστή. Οι περισσότεροι αθλητές περνούν διαστήματα που φοβούνται τα κοντάρια. Δηλαδή μπορεί να φοβηθείς να περάσεις στο πιο σκληρό ή να το πιάσεις από πιο ψηλά. Είναι ιδιαίτερα παράλογος φόβος, καθώς αλλάζουμε κοντάρι μόνο όταν είναι μικρό ή μαλακό, οπότε προφανώς το επόμενο δεν θα είναι επικίνδυνο. Αυτό που το καθιστά επικίνδυνο είναι όταν ένας αθλητής από τον φόβο του σφίγγεται ή κάνει κάτι διαφορετικό από αυτό που έκανε μέχρι εκείνη την ώρα. Συμβαίνει σε όλους τους επικοντιστές αυτό. Δεν τη γλιτώνει κανείς (γέλια). Απλά κάποιοι το χειρίζονται καλύτερα από άλλους. Εχω περάσει κι εγώ κάποιες χρονιές που αντιμετώπιζα παρόμοια προβλήματα, βέβαια ήμουν τυχερή και με επηρέαζε μόνο στην προπόνηση και όχι στους αγώνες. Αλλά έχω μάθει πλέον να το χειρίζομαι καλά».

Εχετε πτυχίο στη Βιολογία από το Πανεπιστήμιο Στάνφορντ, ολοκληρώσατε το μεταπτυχιακό σας στη Νευροψυχολογία και κάνετε ένα διάλειμμα από το διδακτορικό σας για χάρη του αθλητισμού. Νιώθετε ότι ανατρέπετε το πρότυπο της κλασικής αθλήτριας; «Νομίζω πως όχι. Ισως για την Ελλάδα, αλλά όχι για τον κόσμο. Είναι γεγονός ότι το σύστημά μας κάνει τον συνδυασμό σπουδών και αθλητισμού πιο δύσκολο. Βέβαια, για να λέμε την αλήθεια, πουθενά δεν είναι εύκολα. Γνωρίζω πολλούς αθλητές που συνεχίζουν τις σπουδές τους με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Ταξιδεύουμε πολύ κατά τη διάρκεια του χρόνου και σίγουρα αυτό το κάνει πιο δύσκολο, αλλά νομίζω πως όταν κάποιος θέλει όλα γίνονται. Πρέπει να ξεχάσουμε ότι ένας αθλητής είναι απλά ένας αθλητής. Οσο καλός και να είναι στο αντικείμενό του, μπορεί να είναι εξίσου ταλαντούχος σε πολλά άλλα πράγματα. Το θεωρώ σημαντικό να προσπαθεί να βελτιώσει τον εαυτό του σε όλους τους τομείς που τον εμπνέουν».
Αρκετοί αθλητές μετά το τέλος της αθλητικής καριέρας τους έχουν ασχοληθεί με την πολιτική. Φυσικά είστε πολύ νέα, αλλά έχει περάσει αυτό ποτέ ως ιδέα από το μυαλό σας; «Εγώ ελπίζω να τη γλιτώσω (γέλια). Η αλήθεια είναι ότι επειδή ζω στην Αμερική αυτή τη στιγμή πιστεύω ότι θα ήταν πολύ δύσκολο για εμένα κάτι τέτοιο. Ξέρετε, αυτό που οι αθλητές αφού σταματήσουν τον αθλητισμό ασχολούνται με την πολιτική γίνεται μόνο σε μικρές χώρες όπως η Ελλάδα. Σε άλλες χώρες πολλοί συνεχίζουν να ασχολούνται με τον αθλητισμό ως δημοσιογράφοι. Πολλοί παλιοί αθλητές είναι αυτοί που μας παίρνουν τις συνεντεύξεις έπειτα από τους μεγάλους αγώνες, για παράδειγμα ο Τζόναθαν Εντουαρντς κάνει μεταδόσεις για το Eurosport. Νομίζω θα προτιμούσα κάτι τέτοιο από την πολιτική. Αλλά πάντα γελάω όταν διαβάζω σχόλια για τη μελλοντική πολιτική καριέρα μου».
Πώς φαντάζεστε τον εαυτό σας έπειτα από 10 χρόνια; «Δεν συνηθίζω να σκέφτομαι τόσο μακριά στο μέλλον».
Σας αρέσει ποτέ να κοιτάζετε τα μετάλλιά σας; «Περίεργη ερώτηση (γέλια). Οχι, δεν το κάνω ποτέ. Μέχρι τον Φεβρουάριο τα είχαμε σε ένα συρτάρι και δεν τα βλέπαμε ποτέ. Τον Φεβρουάριο, για τα γενέθλιά μου, ο Μίτσελ μού έφτιαξε μια θήκη για τα μετάλλια. Τώρα τα έχουμε στον τοίχο, μέσα στη θήκη, αλλά δεν ασχολούμαστε ποτέ μαζί τους».
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ