Σαράντα χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Μιχαήλ Λαβρόφσκι επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα με τα Μπαλσόι και χόρεψε στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού συναρπάζοντας τους θεατές. Γιος του σπουδαίου ρώσου χορογράφου Λεονίντ Λαβρόφσκι και της γεωργιανής μπαλαρίνας Γελένα Τσικβάιτζε, ο 75χρονος σήμερα θρύλος του χορού επιστρέφει στην Ελλάδα και σηματοδοτεί την επέτειο με ένα αφιέρωμα στην πλούσια, εντυπωσιακή καριέρα του. Ενα αφιέρωμα που περιλαμβάνειδύο μονόπρακτα μπαλέτα τα οποία έχει χορογραφήσει ο ίδιος (το «Φαντασία σ’ ένα θέμα του Καζανόβα», σε μουσική Μότσαρτ, και τον «Νιζίνσκι», σε μουσική Ραχμάνινοφ, με τον Ιβάν Βασίλιεφ, τον οποίο απολαύσαμε πρόσφατα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στον ομώνυμο ρόλο), τη «Ρωσίδα μπαλαρίνα» –απόσπασμα από άλλη χορογραφία του -, μια γεύση από την όπερα-μπαλέτο «Αμόκ», βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα του Στέφαν Τσβάιχ, που o Λαβρόφσκι ήδη ετοιμάζει για το 2018 σε μουσική Σιμονένκο, και δύο ακόμη αποσπάσματα: ένα από τον κλασικό «Δον Κιχώτη» του Αλεξάντερ Γκόρσκι κατά Μάριους Πετιπά και ένα από τον «Σπάρτακο» του Γιούρι Γκριγκορόβιτς, μπαλέτα στα οποία μεγαλούργησε στην εποχή της μεγάλης ακμής του (για το δεύτερο μάλιστα είχε τιμηθεί με το Βραβείο Λένιν). Ολα αυτά την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου στο Θέατρο Δάσους, την Τρίτη 19 και την Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου στο Ηρώδειο.

Κύριε Λαβρόφσκι, πότε καταλάβατε ότι είχατε ταλέντο στον χορό; «Τις δικές μου ικανότητες σαφώς τις αισθάνθηκα κάποια στιγμή, όμως το αν είχα ταλέντο το έκρινε μετά το κοινό. Οταν ξεκίνησα εγώ, η τέχνη του χορού ήταν έντονα αρσενική και οι γονείς μου, ως άνθρωποι του θεάτρου, αποφάσισαν να με γράψουν σε μια σχολή. Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για τη γενιά μετά τον Πόλεμο, όλοι μεγαλώναμε στους δρόμους, και μας έβρισκαν μια απασχόληση για να μην πάρουμε το κακό το μονοπάτι».
Τι θεωρείτε ότι έκανε τη διαφορά στα μπαλέτα Μπαλσόι; «Νομίζω πως αυτό που επηρέασε τις παλαιότερες γενιές ήταν η πεποίθηση πως δεν είχε μεγάλη σημασία μόνο η τεχνική αρτιότητα αλλά και το να υπάρχει πάνω στη σκηνή ένας άνθρωπος ο οποίος προκαλεί τη συμπάθεια και το ενδιαφέρον του κοινού. Η τεχνική ορολογία που χρησιμοποιείται είναι περίπου η ίδια σε όλες τις χώρες, όμως στα Μπαλσόι δεν ξεχνούσαν ποτέ ότι η εκτέλεση ενός ρόλου όφειλε να αναδεικνύει την ουσία του ήρωα. Εχω δει πολλούς καταπληκτικούς τεχνικά χορευτές που τους έλειπε η ψυχή. Η Γκαλίνα Ουλάνοβα αυτό έφερε στη Μόσχα: το νόημα στην ερμηνεία. Είναι πάρα πολύ σημαντικό αυτό, μόνο τότε γίνεται σοβαρή η τέχνη και μπορεί να αγγίξει τους πάντες».
Ηταν μια φυσική εξέλιξη για εσάς η μετάβαση από τον χορό στη χορογραφία; «Οι χορογράφοι και οι σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργαζόμουν όταν ήμουν νέος έδιναν σε όλους μας την ευκαιρία να είμαστε συνδημιουργοί και όχι απλώς ερμηνευτές. Οταν λοιπόν είδα τις δυνάμεις μου να με εγκαταλείπουν, αποφάσισα ότι ήταν ώρα για το επόμενο βήμα, ότι έφτασε η στιγμή να γίνω κανονικός δημιουργός».
Τη δική σας πορεία τι την καθόρισε; «Το ότι οι γονείς μου δεν συγχωρούσαν τα λάθη. Ούτε οι συνεργάτες μου ή οι συμμαθητές μου τα συγχωρούσαν γιατί ήμουν για αυτούς ο γιος των γονιών μου. Μια απόφαση που άλλαξε την καριέρα μου ήταν αυτή της πολύ γνωστής χορεύτριας ΡαΐσαΣτρουτσκόβα να με πάρει μαζί της στο Λονδίνο το 1963 για να χορέψω τον πρίγκιπα στη «Σταχτοπούτα» –ύστερα από αυτό ήρθαν η καταξίωση και η δόξα. Δίπλα στη Στρουτσκόβα έμαθα ότι δεν πρέπει να υπάρχουν παραχωρήσεις ή εκπτώσεις στην τέχνη. Είχαμε δυνατό και υγιή ανταγωνισμό, με όλα αυτά τα ονόματα δεν μπορείς παρά να είσαι συνεχώς σε ετοιμότητα».

Πώς σας φάνηκε η Δύση τότε; «Σήμερα οι νέοι ταξιδεύουν τόσο εύκολα. Για εμάς ήταν πολύ δύσκολο τότε. Εκείνη την εποχή οι Δυτικοί μάς αντιμετώπιζαν σαν εξωγήινους, το ίδιο κι εμείς. Δεν χορεύαμε για τα χρήματα αλλά από καθήκον. Θεωρούσαμε ότι κουβαλάμε μεγάλη ευθύνη, δίναμε τα πάντα για τη Ρωσία. Αυτά δεν μπορείς να τα εξηγήσεις στους νεότερους. Οταν κάποιος τρώει συνεχώς νόστιμη τούρτα, κάποια στιγμή βαριέται, δεν του κάνει πια εντύπωση. Οταν όμως κάποιος που έχει φάει μόνο μαύρο ψωμί βρίσκεται μπροστά σε μια ωραία τούρτα, εντυπωσιάζεται. Κάπως έτσι ήταν τα ταξίδια στη Δύση για εμένα».
Τι δεν έχει αλλάξει στον χορό όσα χρόνια είστε ενεργός και πιστεύετε ότι δεν θα αλλάξει ποτέ; «Οσες αποκλίσεις και πρωτοπορίες κι αν προκύψουν, ο λαός καταλαβαίνει τι είναι καλό, δεν μπορείς να κοροιδέψεις το κοινό. Ούτε φυσικά τον εαυτό σου. Είναι αλλιώς να σε χειροκροτούν δύο άτομα, κι αλλιώς όταν ζητωκραυγάζει ένα γεμάτο θέατρο. Αυτό δεν θα αλλάξει ποτέ».

Θεσσαλονίκη, Θέατρο Δάσους, 17/09. Αθήνα, Ωδείο Ηρώδου Αττικού, 19-20/09.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ