«Have a good life».

Αυτό απάντησε ο Γουίλιαμ Φορσάιθ στον Γιάννη Μανταφούνη όταν ο δεύτερος αποφάσισε έπειτα από πέντε χρόνια να αφήσει την ομάδα και να ξεκινήσει την δική του, ανεξάρτητη πορεία. Και αυτό φρόντισε να κάνει μέσα από την έρευνα, τους συνεργάτες και τις αναζητήσεις του.

Άλλωστε, όπως δηλώνει ο 36χρονος χορευτής – χορογράφος, η ζωή είναι απλή και οι επιλογές μας έχουν να κάνουν με τα δεδομένα μας. Άνετος, φιλικός, άμεσος, με ήρεμη φωνή, χιουμοριστική διάθεση και μια δόση επαναστατικού σνομπισμού στο εύκολο και χειροπιαστό, μας υποδέχθηκε σε ένα διάλειμμά του στο στούντιο όπου κάνει πρόβες, λίγες ημέρες προτού βρεθεί στο Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας με το έργο «One One One» (στις 23 Ιουλίου) με την Ιφα ΜακΑτάμνεϊ.

«Είναι ιδιαίτερο έργο. Υπάρχει άμεση επικοινωνία. Μεταφέρουμε την ενέργεια ενός θεάτρου σε εξωτερικό χώρο. Ξαφνικά κοιτά κάποιος τον χορευτή στα μάτια και συνειδητοποιεί ότι ποτέ δεν είχε υπάρξει τόσο συγκεντρωμένος περνώντας από αυτό το σημείο, ότι αυτό το πεζοδρόμιο της καθημερινότητάς του ξαφνικά αλλάζει. Το έχουμε παρουσιάσει πάνω από 50 φορές σε όλον τον κόσμο και έχει την ίδια ανταπόκριση παντού. Νομίζω ότι αυτό το έργο θα μπορεί να παίζεται για πάντα. Απλώς κοιτάς κάποιον στα μάτια, χωρίς να παίζει ρόλο κανένα πολιτιστικό υπόβαθρο. Πολλοί δακρύζουν».


Δεν είναι δύσκολο να «κερδίσεις» έναν περαστικό;
«Γενικά, αν πέσεις στην παγίδα να θέλεις να κερδίσεις το κοινό, το έχεις χάσει εξαρχής. Το σημαντικό είναι να κάνεις τη δουλειά σου. Αν κάτι είναι να πάει, θα πάει. Αν όχι, μπορείς και να αλλάξεις επάγγελμα. Τόσο απλά. Δεν υπάρχει «θέλω να σωθεί η ομάδα» ή «θέλω να σωθώ εγώ».Ας μη σωθεί κανένας. Πρέπει να ακολουθείς αυτό που πιστεύεις και να παλεύεις για την υλοποίησή του. Όχι για να κερδίσεις το κοινό».
Το λέτε τώρα πλέον από θέση ισχύος;
«Για πολλά χρόνια τα πράγματα ήταν δύσκολα. Το κοινό δεν καταλάβαινε τίποτε και εγώ μάλλον δεν ήμουν καλός. Κατανοούσα το γιατί δεν τους άρεσε, αλλά δεν με ενδιέφερε. Με παρακινούσε η έρευνα που έκανα, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμουν τον χορό, αυτό που θα ήθελα ο ίδιος ως κοινό να δω.Και αυτό συνεχίζω να κάνω».
Είστε, λοιπόν, από τους καλλιτέχνες που εμμένουν στα πιστεύω τους;
«Δεν είναι «πιστεύω», είναι ανάγκες. Η ζωή είναι μικρή. Γιατί να χάνω χρόνο με πράγματα που δεν με γεμίζουν; Γι’ αυτό και έχω κλείσει πολλές πόρτες. Αλλά φαίνεται πως αν δουλέψεις πολύ συνειδητά και με μακροπρόθεσμο πλάνο, μπορεί να κλείσουν κάποιες πόρτες αλλά θα ανοίξουν άλλες. Υπάρχουν κύκλοι στη ζωή. Δεν χρειάζεται μόνο ο καλλιτέχνης χρόνο. Χρειάζεται και το κοινό. Πέρυσι κάναμε συνολικά 85 παραστάσεις και αυτήν τη στιγμή περιοδεύω με εννέα διαφορετικά έργα. Κάτι δείχνει αυτό. Είναι όλα έργα που έχουμε ξαναπαρουσιάσει και εξακολουθούν να έχουν αποδοχή».
Αυτή η επιμονή έχει να κάνει με τη σιγουριά στο ταλέντο σας;
«Το ότι είμαι καλός μπορεί και να το ξέρω. Το δύσκολο είναι να είσαι κακός. Τότε είναι που πρέπει να επιμείνεις, να βρεις τη λύση, να εξελιχθείς. Την πρόοδο την κάνεις όταν ψάχνεις τα στοιχεία εκείνα που σε κάνουν καλό. Όταν ανακαλύπτεις τρόπους να δουλεύεις και να ανταποκρίνεσαι τις μη αποδοτικές ημέρες. Έτσι χτίζεται και η αυτοπεποίθηση, όταν έχεις δουλέψει σκληρά και έχεις αναζητήσει τις σχισμές για να αποφύγεις τον τοίχο. Αν τα παρατήσεις στα δύσκολα, θα είσαι πάντα δέσμιος της έμπνευσης. Δεν υπάρχει έμπνευση. Αυτά είναι βλακείες. Σηκώνεσαι το πρωί και πιάνεις δουλειά».
Μα η τέχνη δεν ξεκινά από μια ιδέα;
«Οι ιδέες για μένα δεν είναι σημαντικές. Η εμπειρία έχει σημασία. Η ανταλλαγή. Με το κοινό και τους συνεργάτες. Έχουμε πάει στο Μπουένος Αϊρες με οκτώ άτομα κοινό και ακόμη και εκεί βγάλαμε τον καλύτερό μας εαυτό. Διατηρήσαμε μια ψυχολογία σαν να είχαμε απέναντί μας 2.000 ανθρώπους. Έτσι χτίζω εγώ το όνομα και την καριέρα μου. Είναι μια ολόκληρη λειτουργία, βήμα βήμα. Δεν έχει να κάνει με το όνομά σου ή με αυτό «το κάτι άλλο». Αυτά είναι αυταπάτες».
Κουβαλάτε ένα ήδη βαρύ όνομα. Σας απασχολεί να αφήσετε τo δικό σας στίγμα;
«Δεν έχω καμία τέτοια αγωνία. Με νοιάζει να έχω καλές σχέσεις με τους συνεργάτες μου, να κάνω την έρευνά μου».
Πώς την ορίζετε αυτήν την έρευνα;
«Αρχικά χορεύεις με έναν τρόπο και ξαφνικά αυτό δεν σου φτάνει. Έτσι ένιωσα και όταν έφυγα από την ομάδα του Φορσάιθ. Δεν είχα τίποτε άλλο να δώσω ή να πάρω. Όταν κάτι δεν σου φτάνει, αρχίζει η αναζήτηση. Και η μια ερώτηση και η μια απάντηση – αν υπάρξουν – σε οδηγούν παρακάτω. Αρχικά δεν έκανα καν χορό, απλώς περπατούσα. Είχα χορέψει τόσο πολύ τόσα χρόνια και ήταν όλα τόσο τεχνικά, πονούσε το σώμα μου και είπα στον εαυτό μου: «Άραξε».Και ίσως έπρεπε να περάσω αυτό το στάδιο για να ξαναβρώ την κίνησή μου. Με έναν δικό μου τρόπο, με ένα δικό μου στυλ».
Και η μουσική, γιατί απουσιάζει από τα έργα σας;
«Δεν βρήκα ποτέ μια «σχέση» που να με καλύπτει. Συνήθως αυτό που βλέπουμε είναι μουσική πάνω σε χορό ή χορό πάνω σε μουσική, με μικρές παραλλαγές ενίοτε. Όταν κάνεις έρευνα, μπαίνεις σε μια διαδικασία να σκεφτείς τι σχέση έχεις με ό,τι σε περιβάλλει, τι έχει να σου δώσει το καθετί. Η μουσική θέλω να με παρακινεί να χορέψω, όχι να τη χορέψω. Να μην μπω στην εικόνα της. Το ντουέτο που ετοιμάζουμε τώρα με τη Μανόν Παράντ είναι μικρή συναυλία, έχει πολλή μουσική, την οποία όμως παράγουμε εμείς. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούμε για να χορέψουμε είναι τα ίδια που παράγουν και τη μουσική».
Νιώθετε τελικά τυχερός που αυτό το οποίο επιλέξατε ως επάγγελμα είναι αυτό που σας τροφοδοτεί με τόση ενέργεια και πάθος;
«Θα μπορούσα να είμαι μάγειρας, που έχω δουλέψει κιόλας. Έχει το ίδιο άγχος. Η προετοιμασία των πιάτων μοιάζει με την πρόβα και έπειτα είναι η στιγμή που έρχεται ο κόσμος, που πρέπει να σερβίρεις, να βγεις στη σκηνή. Σταμάτησα δύο φορές τον χορό. Και τις δύο φορές ένιωσα την έλλειψή του. Τον έχω ανάγκη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Ιουλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ