Η Κατερίνα Γρέγου δεν ονειρεύτηκε ποτέ να γίνει καλλιτέχνις. «Δεν είχα ούτε το όνειρο ούτε τα προσόντα» θα πει εμφατικά. Επέλεξε, ωστόσο, έναν προσανατολισμό που την έφερε σε τρομερή εγγύτητα με τους καλλιτέχνες. Η Κατερίνα Γρέγου είναι επιμελήτρια εικαστικών εκθέσεων, φέρει δηλαδή έναν επαγγελματικό προσδιορισμό που συχνά περιβάλλεται από ένα σύννεφο δημιουργικής ασάφειας, τουλάχιστον στα μάτια των μη μυημένων. «Επιμέλεια έκθεσης δεν είναι μια ατομική έκθεση που έχεις κρεμάσει τρία έργα και γράφεις από κάτω το όνομά σου. Αυτό δεν είναι επιμέλεια, είναι υποστήριξη.

Επιμέλεια είναι μια δημιουργική διαδικασία η οποία παράγει έννοιες, συσχετισμούς και ανοίγει πεδία ανάγνωσης σε πολλαπλά επίπεδα. Σημαίνει ότι έχεις πρωτότυπες ιδέες, προτείνεις concepts, τοποθετείσαι απέναντι στα πράγματα, ότι ψάχνεις και είσαι πάντα περίεργος για τους καλλιτέχνες, ότι έχεις πάντα τα μάτια σου ανοιχτά» διευκρινίζει.

Ο τρόπος της, η γραφή της, αν θέλετε, προκύπτει από την προσπάθειά της να ανταποκρίνεται στις επείγουσες συζητήσεις της εποχής. Πέρυσι, επιμελήθηκε φέρ’ ειπείν στη Σάμο την έκθεση «A World Νot Οurs», η οποία ήταν άμεσα συνυφασμένη με το Προσφυγικό.

Αυτήν τη χρονιά, επιστρέφοντας στο Art Space Pythagorion του Ιδρύματος Schwarz, καταπιάνεται με την αγάπη. Οχι και τόσο απρόσμενα, καθώς υπάρχει μια εξαιρετική αφορμή φέτος που συμπληρώνονται 50 χρόνια από το περίφημο «Summer of Love» του ’67. Οταν δηλαδή 100.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στην περιοχή Χέιτ – Ασμπουρι στο Σαν Φρανσίσκο φορώντας λουλούδια στα μαλλιά και την αμφισβήτηση στο μανίκι.

Για την εξουσία και τον πόλεμο στο Βιετνάμ, για τον καταναλωτισμό, για τον συμβατικό τρόπο ζωής που εξελισσόταν μακριά από την κοινοκτημοσύνη.

Η Γρέγου χρησιμοποιεί ως αφορμή αυτό το σαρωτικό όσο και βραχύβιο κίνημα για να συνδέσει τη γένεση και την 50ή επέτειό του ως νέα αφετηρία προβληματισμού σχετικά με τη δυνατότητα «για συνέργεια μεταξύ αγάπης και πολιτικής».

Για να ενισχύσει το υπόβαθρο της ιδέας της ανατρέχει στις αντιλήψεις του 57χρονου θεωρητικού της λογοτεχνίας και πολιτικού φιλοσόφου Μάικλ Χαρντ, o οποίος «μιλάει για το πώς η αγάπη μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο κοινωνικό σύνολο μεταμορφωτικά, ως μια πράξη που αλλάζει τους ανθρώπους και ως αποτέλεσμα μπορεί να μεταμορφώσει και πολιτικές καταστάσεις». Ξεπεράστε την αγάπη του ζευγαριού και της πυρηνικής οικογένειας, προτρέπει ο Χαρντ, δείτε την αγάπη ως μια δημιουργία αστερισμών από κοινωνικές διαφορές οι οποίες συνήθως μας απομακρύνουν και μας διχάζουν. Αυτό κι αν είναι «επείγον».

«Νομίζω ότι η έννοια της αγάπης έχει παραγκωνιστεί σαν κάτι που είναι πολύ ρομαντικό και αφελές, ενώ είναι στην πραγματικότητα μια δύναμη που μεταμορφώνει» θα πει η Γρέγου. «Οταν αγαπάμε πραγματικά, και εμείς οι ίδιοι γινόμαστε άλλοι άνθρωποι και μπορούμε να κάνουμε πράγματα που ούτε καν φανταζόμασταν. Είναι μια ισχυρή κινητήριος δύναμη» εξηγεί.

«Για εμένα έχει χαθεί η αγάπη –εκείνο το «αγαπάω αυτό που κάνω» –στην πολιτική. Οι πολιτικοί έχουν καταλήξει να είναι περισσότερο τεχνοκράτες, να εξασκούν την πολιτική διαδικαστικά, χωρίς να έχουν καμία ενσυναίσθηση, είναι αποκομμένοι από το κοινωνικό σύνολο και οι περισσότεροι ασχολούνται με τα κοινά για κάθε άλλο λόγο εκτός από την αγάπη ή το συμφέρον του συνόλου. Βρίσκω αρκετά ριζοσπαστική ιδέα το ότι πρέπει να εισαγάγουμε την αγάπη στην πρακτική της πολιτικής, κοινοβουλευτικής και όχι μόνο. Από αυτούς που κατέχουν πολιτικές θέσεις, ποιος αγαπάει πραγματικά αυτό που κάνει; Εάν μιλήσεις με τη γενιά των γονιών ή των παππούδων μας, υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι καταπιάνονταν με την πολιτική και είχαν το κοινό συμφέρον και το δημόσιο καλό κατά νου. Υποθέτω όχι όλοι, αλλά έχοντας μιλήσει με ανθρώπους παλαιότερης γενιάς, κάτι που με ενδιαφέρει πάντα, καταλαβαίνω πως δεν υπήρχαν ο σημερινός κυνισμός και η σύγχρονη υποβάθμιση της πολιτικής. Στην Ελλάδα, η πολιτική έχει φτάσει στο χαμηλότερο επίπεδο που βρέθηκε ποτέ και αυτό δεν είναι υπαινιγμός προς το κόμμα που βρίσκεται αυτήν τη στιγμή στην κυβέρνηση, μιλάω γενικά».

Στην έκθεση στη Σάμο, η «τολμηρή» σύνδεση μεταξύ αγάπης και πολιτικής θέλει να κάνει τον θεατή να αναλογιστεί πώς θα μπορούσαμε να ζήσουμε τη ζωή μας σήμερα, επανεξετάζοντας ένα κίνημα το οποίο τελικά δεν αποδείχτηκε ανθεκτικό.

«Καλύτερα θα ήταν να το δούμε σαν ένα ανολοκλήρωτο έργο. Μέσα από την έκθεση θα ήθελα ο θεατής να μπορεί να αναλογιστεί αυτό το φαινόμενο και τα παράγωγά του. Το «μοιράζομαι», την ανοιχτή κοινωνία, τη συλλογικότητα, που είναι αυτά τα οποία νομίζω ότι με τον άκρατο καταναλωτισμό και με τον ανταγωνισμό τείνουν να εκλείψουν σήμερα. Θεωρώ πως είναι οι μόνες αξίες που –μαζί με τη γενναιοδωρία –μπορούν να κρατήσουν μια κοινωνία δεμένη» εξηγεί η Γρέγου.

Το φαινόμενο λοιπόν θα διερευνηθεί μέσα από μια σειρά έργων οκτώ καλλιτεχνών, καθώς και από μια σειρά από ιστορικές αφίσες από τη συλλογή του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνικής Ιστορίας (IISH) στην Ολλανδία. Στα έργα συγκαταλέγεται η τετραλογία βίντεο (σε παγκόσμια πρεμιέρα) του Νικόλα Κοζάκη σε συνεργασία με τον βέλγο φιλόσοφο Ραούλ Βανεγκέμ, ο οποίος μάλιστα κατά τη διάρκεια της τόσο πληθωρικής χρονιάς τού «Καλοκαιριού της αγάπης», όταν ο θεωρητικός Γκι Ντεμπόρ δημοσίευε την «Κοινωνία του θεάματος», παρουσίαζε την «Επανάσταση της καθημερινής ζωής» ως μέλος της Καταστασιακής Διεθνούς, του καλλιτεχνικού κινήματος που επηρέασε, μεταξύ άλλων, και τα γεγονότα του Μάη του ’68 στη Γαλλία.
Κοζάκης και Βανεγκέμ αποπειρώνται λοιπόν μια περιήγηση στα ελληνικά τοπία, με στόχο την αναθεώρηση των σύγχρονων δυτικών αξιών. Ολα αυτά σε συνύπαρξη με το μουσικό και αναγνωστικό σαλόνι, με δίσκους βινυλίου από το 1967, ένα γλυπτικό περιβάλλον από τον Μιχαήλ Καρίκη, εν είδει κοινόχρηστου καθιστικού με φόντο το Αιγαίο, όπου οι επισκέπτες μπορούν να περιεργαστούν το περιεχόμενό του, να ξεφυλλίσουν βιβλία ή να επιλέξουν αρχεία για να συνθέσουν τη μουσική ατμόσφαιρα που προτιμούν.

Αλλωστε, «Καλοκαίρι της αγάπης» δεν νοείται χωρίς την ψυχεδέλεια των χίπηδων και τα τραγούδια πολιτικής διαμαρτυρίας. μΟπως εξάλλου και χωρίς αναφορές στη σεξουαλική απελευθέρωση, οι οποίες είναι παρούσες στην έκθεση, με έργα όπως αυτό της Ολλανδής Μέλανι Μπονάγιο, η οποία παρουσιάζει προσωπικές αφηγήσεις επαγγελματιών του σεξ που θεωρούν εαυτόν θεραπευτή και δείχνουν τον δρόμο για την αναθεώρηση του τρόπου αντιμετώπισής τους.

Η Σάμος και το audience engagement
Τουλάχιστον στα χαρτιά και από μακριά, το νέο «Summer of Love» της Σάμου μάλλον θα προσφέρει και ευχαρίστηση πέρα από προβληματισμό σε όποιον επισκεφθεί το Art Space Pythagorion, μια ανάταση ανάλογη με εκείνη που αναδύεται συχνά από τις εκθέσεις της Γρέγου, χωρίς να επισκιάζει τα ριζικά υπό διερεύνηση ερωτήματα. «Πολλές φορές παρατηρούμε στη σύγχρονη τέχνη μια αντιμετώπιση πραγματιστική –μια καχυποψία σε σχέση με τη φαντασία, το συναίσθημα και την ποίηση, και την απουσία ενός οράματος για το μέλλον.

Νομίζω αν έχει έναν ρόλο να παίξει η τέχνη, εκτός από την κριτική της διάσταση, είναι να μας κάνει να οραματιστούμε τα πράγματα λίγο διαφορετικά» τονίζει η Γρέγου, με τη ζωτικότητα που τη χαρακτηρίζει αναπόφευκτα και ως άνθρωπο εκτός από επαγγελματία.

Το χρειάζεται αυτό η σύγχρονη τέχνη για να διευρύνει το κοινό της. Οπως συνέβη στη Σάμο, όπου ο κόσμος είχε αρχίσει ούτως ή άλλως να εξοικειώνεται μαζί της, από όταν ξεκίνησε να δραστηριοποιείται το Ιδρυμα Schwarz στο νησί. Ομως η εναργής παρουσία της Γρέγου άλλαξε το τοπίο όσον αφορά την ανθρωπογεωγραφία των επισκεπτών. Πέρυσι, στο πλαίσιο της έκθεσης «A World Not Ours», η οποία, παρεμπιπτόντως, στη συνέχεια ταξίδεψε στην Kunsthalle της γαλλικής πόλης Μιλούζ και συμπεριελήφθη στο επίσημο πρόγραμμα της Art Basel, πάνω από 1.000 παιδιά επισκέφθηκαν το Art Space, μαζί και προσφυγόπουλα, τα οποία μάλιστα βρέθηκαν για πρώτη φορά εκτός του hot spot όπου φιλοξενούνται.
Η αλήθεια είναι ότι η Κατερίνα Γρέγου αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση στο σύμπαν των επιμελητών, σαφέστατα όχι αδιάφορη στην ανταπόκριση των ειδημόνων και των μυημένων, αλλά και με ένα ειλικρινές ενδιαφέρον να προσεγγίσει ανθρώπους εκτός αυτού του κλειστού κύκλου.

Αρκεί να την ακούσεις να μιλάει με το πάθος που τη χαρακτηρίζει, με μια γλώσσα ραφιναρισμένη, αλλά πάντα λιτή, προσιτή, απότοκο μιας προσωπικότητας που επιθυμεί να επικοινωνήσει τη δουλειά της σε όποιον έχει τη διάθεση:

«Δεν με ενδιαφέρει να εντυπωσιάσω τους άλλους επιμελητές ή τους συναδέλφους μου. Κάνω εκθέσεις για να προσεγγίσω και να διευρύνω το κοινό και να το εισαγάγω σε μια γλώσσα η οποία μπορεί να του απελευθερώσει τη φαντασία και τα πράγματα που ξέρει να τα δει από διαφορετική οπτική γωνία. Αυτό που με ενδιαφέρει πάρα πολύ είναι το λεγόμενο «audience engagement» και ένας λόγος για τον οποίο η Σάμος ήταν μια πρόκληση για εμένα ήταν ακριβώς αυτός, ότι έπρεπε να μιλήσω σε ένα κοινό που δεν είναι πολύ εξοικειωμένο με την τέχνη. Ηταν μια τεράστια ικανοποίηση ότι ήρθαν άνθρωποι που δεν έχουν ξαναδεί σύγχρονη τέχνη και βρέθηκαν αντιμέτωποι με καινούργιες εικόνες, με καινούργια ερεθίσματα, όχι μόνο όσον αφορά την τέχνη, αλλά και σε σχέση με το πώς αντιλαμβάνονται τον κόσμο. Θεωρώ ότι το Ιδρυμα έχει κάνει ένα τεράστιο έργο και η Κατερίνα Ζαχαροπούλου ένα εξαιρετικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Για εμένα αυτή ήταν η επιτυχία της έκθεσης και όχι το ότι είχαμε μια ολόκληρη σελίδα στους «Financial Times», στο κυριακάτικο φύλλο».



Μακριά από την Ελλάδα, κοντά στην τέχνη
Ο διεθνής Τύπος, εξάλλου, βρίθει από αναφορές στο όνομα και τη δουλειά της, ενώ οι αναθέσεις διαδέχονται η μία την άλλη από όταν, πριν από έντεκα χρόνια, άφησε την Ελλάδα πίσω της για το Βέλγιο, προκειμένου να αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του Argos – Centre for Art and Media, του δημόσιου δηλαδή φλαμανδικού Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης και Νέων Μέσων. Είχε ήδη διαπιστώσει ότι δεν υπήρχε μέλλον για εκείνη στη χώρα μετά τη λήξη της συνεργασίας της με το ΔΕΣΤΕ, όπου διετέλεσε ιδρυτική διευθύντρια και επιμελήτρια. Εκτοτε εργάζεται ασταμάτητα. Από την επιμέλεια των εθνικών περιπτέρων της Δανίας και του Βελγίου στην 54η και την 56η Μπιενάλε Βενετίας αντίστοιχα, έως την 1η Μπιενάλε της Ρίγας στη Λετονία, την οποία μάλιστα επιμελείται και στήνει η ίδια από το μηδέν, η «Katerina Gregos» είναι περιζήτητη και αεικίνητη.
Σχετικά πρόσφατα, άρχισε να έχει κάποιες προτάσεις και από την Ελλάδα, από την Κατερίνα Κοσκινά όταν ήταν πρόεδρος του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, προκειμένου να επιμεληθεί την 5η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης Θεσσαλονίκης, από το Ιδρυμα Schwarz και από τον πολιτιστικό οργανισμό ΝΕΟΝ, αλλά η αλήθεια είναι ότι στη χώρα της δεν έχει αξιοποιηθεί όσο θα περίμενε κανείς βάσει του βιογραφικού της. Η ερώτηση της γίνεται επανειλημμένα και αναπόφευκτα. Θα γυρνούσε πίσω, θα αναλάμβανε μια θεσμική θέση στην Ελλάδα;

«Αυτήν τη στιγμή δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα γυρίσω στην Ελλάδα. Mελλοντικά, πολύ μελλοντικά, θα δεχόμουν έναν θεσμικό ρόλο, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά οπουδήποτε θα μου επιτρεπόταν να κάνω τα πράγματα που κάνω χωρίς εκπτώσεις, όπως έχω μάθει μέχρι στιγμής. Αυτό είναι το προτέρημα του να είσαι ανεξάρτητος επιμελητής και ο λόγος για τον οποίο έχω παραμείνει μέχρι στιγμής ηθελημένα ανεξάρτητη επιμελήτρια είναι ότι γενικώς οι θεσμικοί ρόλοι έρχονται… «with strings attached». Δεν έχεις την ίδια ελευθερία κινήσεων. Στην Ελλάδα, αν είσαι σε κάποιο δημόσιο ίδρυμα, η τροχοπέδη θα είναι πάντα το ελληνικό δημόσιο και η πολιτεία. Στην Αμερική ή στην Αγγλία, αν είσαι σε κάποιο ιδιωτικό ίδρυμα, η τροχοπέδη θα είναι τα εμπορικά κριτήρια. Δεν είμαι αρνητική σε συνεργασίες ιδιωτικής φύσης, αρκεί να μπορούμε να τα βρούμε στο περιεχόμενο. Γιατί για να μπορέσεις να λειτουργήσεις σε οποιοδήποτε πλαίσιο πρέπει να σου δίνουν τα εργαλεία, και τα εργαλεία δεν είναι μόνο οικονομικά».

Ωσπου να συμβεί αυτό, η Κατερίνα Γρέγου παραμένει ανεξάρτητη και θα προσπαθεί να ικανοποιεί τη φιλοδοξία της:

«Η φιλοδοξία μου είναι να εξακολουθήσω να είμαι δημιουργική. Δεν θέλω ούτε σύνταξη να πάρω, ούτε να με πετάξει η κοινωνία στην άκρη, θέλω να προσφέρω για όσο μπορώ» εξομολογείται. «Αυτήν τη στιγμή με ενδιαφέρει ιδιαίτερα πώς οι καλλιτέχνες μπορούν να φωτίσουν με τη γλώσσα της τέχνης πράγματα που είναι πολύ σκοτεινά στη γλώσσα της επιστήμης και της τεχνολογίας. Συμβαίνουν τόσο πολλά κάτω από τη μύτη μας και εμείς στον χώρο της τέχνης κοιτάμε πολλές φορές μόνο στο παρελθόν και στις περασμένες αβανγκάρντ. Υπάρχει μια τρομερή παρελθοντολαγνεία και μια νοσταλγία σε πολλές από τις μεγάλες εκθέσεις που έχουν γίνει πρόσφατα, μια εμμονή να ανακαλούμε τα φαντάσματα του παρελθόντος. Δεν είναι κακό πράγμα, γιατί το παρελθόν πάντα κάτι μας μαθαίνει, αλλά υπάρχει μια έλλειψη σύνδεσης με το παρόν. Αν παρατηρήσει κάποιος τι συνέβαινε, στην επιστήμη, στην τεχνολογία, στη βιοτεχνολογία, θα τρελαθεί. Είναι πράγματα που δεν τα συζητάμε και θεωρώ ότι είναι σημαντικό να έχουμε γνώση τους». l

«Summer of Love»: Art Space Pythagorion, Σάμος, από 04/08 έως 15/10.



Το μακρύ, καυτό καλοκαίρι της αγάπης
Στις 30 Απριλίου του 1967, γύρω στα 100.000 άτομα από όλη την Αμερική συγκεντρώθηκαν στην περιοχή του Χέιτ –
Ασμπουρι στο Σαν Φρανσίσκο. Κήρυτταν την πολιτική ανυπακοή αλλά και εναλλακτικούς τρόπους διαβίωσης, οι οποίοι περιελάμβαναν την κοινοβιακή ζωή και τη σεξουαλική ελευθερία. Στην ουσία, η συσπείρωσή τους ήταν η συλλογική έκφραση μιας νεανικής αντικουλτούρας που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στις αρχές της δεκαετίας του ’60, υπό την «επήρεια» του πνεύματος των μπίτνικ, και είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της εξαιτίας της οργής για τον συνεχιζόμενο πόλεμο στο Βιετνάμ.

Οι νέοι φορούσαν λουλούδια στα μαλλιά και είχαν ύμνο τους το τραγούδι «San Francisco (Be Sure to Wear Flowers in Your Hair)» του Σκοτ Μακένζι, που τους προέτρεψε να το πράξουν καθώς είχε γραφτεί για να προωθήσει το Monterey International Pop Music Festival τον Ιούνιο του ίδιου καλοκαιριού, ένα μεγάλο υπαίθριο φεστιβάλ στο Μοντερέι, το κοινό του οποίου, γύρω στα 50.000 άτομα, συνέρρευσε στο Χέιτ – Ασμπουρι και τα παιδιά των λουλουδιών έζησαν τρεις μήνες γεμάτους έρωτα, αλλά και ελπίδα. Την ίδια εποχή είχαμε τον Πόλεμο των Εξι Ημερών που άλλαξε το τοπίο στη Μέση Ανατολή και βεβαίως την απαρχή της επταετίας στην Ελλάδα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Ιουλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ