Η Κυβέλη Καστοριάδη –κόρη του Κορνήλιου Καστοριάδη, ενός από τους μεγαλύτερους στοχαστές του 20ού αιώνα –μεγάλωσε και ζει στο Παρίσι. Αισθαντική τραγουδίστρια (αλλά και ηθοποιός ενίοτε), κυκλοφόρησε το 2015 το πρώτο άλμπουμ της, με τίτλο «Sous le Ciel de Paris», ένα αφιέρωμα στη χρυσή εποχή του γαλλικού τραγουδιού, με τον Ηρακλή Βαβάτσικα στο ακορντεόν και την Ντόρα Μπακοπούλου στο πιάνο. Πριν από μερικές ημέρες παρουσίασε τη δεύτερη δισκογραφική δουλειά της, το «Songs for a Blue Cloud», με συνοδοιπόρο τον Ορέστη Καλαμπαλίκη στην ενορχήστρωση και στη συνοδεία στην κιθάρα. Σε αυτόν τον δίσκο δίνει τη δική της ερμηνεία σε διάφορα αγαπημένα της κομμάτια, από το «Θέλω να είμαι η μουσική» των Βελιώτη/Αγγελάκα, έως το «All I Want» της Τζόνι Μίτσελ.
Στο προηγούμενο άλμπουμ σας ερμηνεύσατε μόνο κλασικά γαλλικά τραγούδια. Στο «Songs for a Blue Cloud» δοκιμάζεστε και σε άλλες γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης και της ελληνικής. Τι άλλαξε;
«Στην ουσία τίποτα δεν άλλαξε, διότι από μικρή ακούω και ερμηνεύω τραγούδια σε διάφορες γλώσσες. Η ιδέα του πρώτου δίσκου ανήκει στην Ντόρα Μπακοπούλου, με άξονα τη χρυσή εποχή του γαλλικού τραγουδιού. Στη συνέχεια, όταν αρχίσαμε τη συνεργασία μας με τον Ορέστη, μας άρεσε η ιδέα να πούμε τραγούδια από διάφορες χώρες, τα οποία, εκ πρώτης όψεως, μοιάζουν διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά τα διατρέχει κάτι κοινό. Οπότε, ίσως και να άλλαξαν όλα».
Τι ενώνει αυτά τα τραγούδια; Aυτό το «μπλε σύννεφο» για το οποίο τραγουδάτε;
«Το όνομα αυτό προέκυψε μια μέρα που καθόμασταν με τον Ορέστη στο σπίτι του στο Παρίσι και ψάχναμε για τίτλο –ενώ είχε προηγηθεί η ηχογράφηση των τραγουδιών. Οπως συμβαίνει συχνά, ο παρισινός ουρανός ήταν απελπιστικά συννεφιασμένος. Ξαφνικά, όμως, άνοιξε σε ένα σημείο και ο Ορέστης μού λέει: «Κοίτα, ένα μπλε σύννεφο!». Τον κοιτάω και του λέω: «Αυτός είναι ο τίτλος του δίσκου!». Μας άρεσε η διπλή σημασία της λέξης στα αγγλικά –blue είναι το μπλε χρώμα, αλλά και ο θλιμμένος -, και μας φάνηκε ότι ταίριαζε με τα τραγούδια που διαλέξαμε, γιατί και αυτά είναι, όπως ένα μπλε σύννεφο, γεμάτα χαρμολύπη. Τα αφιερώσαμε, λοιπόν, σε αυτό, ελπίζοντας ότι, ακούγοντάς τα, θα αισθανθεί λίγο καλύτερα».
Υπάρχει κάποιο ελληνικό τραγούδι που θα θέλατε πολύ να πείτε, αλλά για κάποιον λόγο φοβάστε; «Γενικώς, όλα τα ελληνικά τραγούδια μού προκαλούν μια μικρή ανασφάλεια, επειδή έχω μια ελαφριά προφορά και ξέρω πως η απόσταση ανάμεσα στο χαριτωμένο και στο αστείο είναι κάποιες φορές μικρή. Αλλά, αν έπρεπε να διαλέξω ένα, θα ήταν το «Με αεροπλάνα και βαπόρια», όχι να το τραγουδήσω τώρα, αλλά ίσως κάποια μέρα στο μέλλον. Κατ’ αρχάς επειδή είναι ένα από τα ωραιότερα ελληνικά τραγούδια, και ίσως ένα από τα ωραιότερα τραγούδια για την Ελλάδα. Επιπλέον, το είχα τραγουδήσει πριν από κάποια χρόνια και δεν ήμουν ικανοποιημένη με την ερμηνεία μου. Πιστεύω πως για να πεις αυτό το τραγούδι –και πώς να το τραγουδήσεις, άραγε, μετά την Μπέλλου; –χρειάζεται μεγαλύτερη ωριμότητα. Ελπίζω σε μια δεύτερη ευκαιρία».
Ποια είναι η πιο έντονη μουσική ανάμνησή σας από τα παιδικά σας χρόνια; «Θα διάλεγα δύο: η σκηνή με τους γονείς μου να λένε παρέα κάποια κλασικά τραγούδια της τζαζ όπως το «The Man I Love» ή το «Summertime», κι εγώ να τους ακούω, να τους θαυμάζω και να γελάω κουλουριασμένη σε μια πολυθρόνα, ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο απόγευμα. Η δεύτερη έντονη ανάμνησή μου είναι να βρίσκομαι μόνη στην τραπεζαρία του σπιτιού, να παίζει ο δίσκος της Ρεμπέτικης Κομπανίας, «Τα μπλε παράθυρα», να έχει αρχίσει να νυχτώνει –πρέπει να ήταν γύρω στις 6 το απόγευμα και οι γονείς μου εργάζονταν ακόμη –κι εγώ να χορεύω μόνη μου το «Μυστήριο ζεϊμπέκικο»».
Να περιμένουμε ορίτζιναλ υλικό από εσάς κάποια στιγμή; Ποια γοητεία σάς ασκεί το να δίνετε νέα πνοή σε τραγούδια άλλων δημιουργών και ερμηνευτών; «Ναι, οπωσδήποτε, αυτό είναι το επόμενο βήμα. Δεν μπορώ να συνεχίσω δισκογραφικά με διασκευές, πρέπει να παρουσιάσω πρωτότυπο υλικό. Τώρα, πώς θα γίνει αυτό, είναι μια άλλη ιστορία. Γοητεύομαι να προσεγγίζω τραγούδια που αγαπώ πολύ, όπως αυτά που διαλέξαμε για τον δίσκο. Συγκεκριμένα, με τον Ορέστη επιλέξαμε τραγούδια που μας άγγιζαν βαθιά και ξέραμε ότι θα θέλαμε να τα υποστηρίξουμε με όλη μας την καρδιά. Επίσης, πιστεύω ότι η προσέγγιση του Ορέστη, όπως εκφράζεται με την εξαιρετική διασκευή τους μόνο για κιθάρα, τα αναδεικνύει και τα φωτίζει με έναν ιδιαίτερο και πρωτότυπο τρόπο».
Ποια φράση του πατέρα σας κρατάτε μέσα σας σαν φυλαχτό; «»Il n’est pas nécessaire d’espérer pour entreprendre ni de réussir pour persévérer», μια φράση του Γκιγιόμ ντ’Οράνζ που μου έλεγε όταν ήμουν μικρή και σημαίνει: «Δεν είναι αναγκαίο να ελπίζει κανείς για να προσπαθήσει, ούτε να πετύχει για να επιμείνει». Επίσης, κρατάω μια δική του φράση που λέει πως η τέχνη είναι «το τέλος της επιθυμίας». Οταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα πραγματικό έργο τέχνης, είτε είναι πίνακας, μουσική ή μυθιστόρημα, σταματάμε να θέλουμε κάτι άλλο, πέρα από το ίδιο το έργο, θέλουμε μόνο να συνεχιστεί αυτή η στιγμή».
Σε τι είστε υπερβολικά Γαλλίδα και σε τι υπερβολικά Ελληνίδα; «Πάντα με πειράζει λίγο στην Ελλάδα όταν κάποιος άγνωστος μου μιλάει στον ενικό, ακόμα κι αν έχει ευγενείς προθέσεις. Το χειρότερο είναι όταν απευθύνεται σε ηλικιωμένους, λέγοντας για παράδειγμα: «Ε, προχώρα, γιαγιά». Το βρίσκω εξοργιστικό. Τώρα, σε σχέση με το ελληνικό μου στοιχείο, μου αρέσει να χορεύω με ιδιαίτερη χαρά τα θλιμμένα τραγούδια: «Τούτη η γης που την πατούμε, όλοι μέσα θε να μπούμε»».
Γνωρίζετε έλληνες καλλιτέχνες της νεότερης γενιάς; Υπάρχουν κάποιοι που σας αρέσουν ιδιαιτέρως; «Ομολογώ με ντροπή ότι δεν τους ξέρω καλά και δεν μπορώ να εκφράσω γνώμη».
Αυτοπροσδιορίζεστε ως άθεη. Τι σας δίνει δύναμη όταν έρχεστε αντιμέτωπη με υπαρξιακές ανησυχίες; Θα μπορούσατε να μου εξηγήσετε, κάπως συνοπτικά, τη φιλοσοφία σας για τη ζωή; «Το πρώτο πράγμα που με βοηθάει σε πρακτικό επίπεδο (πέρα από ένα καλό ουίσκι) είναι να διαβάζω ποίηση ή να παίζω λίγο Μπαχ στο πιάνο. Πάντα με ηρεμούν. Τώρα, σε ένα γενικότερο πλαίσιο, προσπαθώ όσο μπορώ να κρατάω άθικτη την ελπίδα μου στο ανθρώπινο γένος, που είναι ικανό για τα χειρότερα, αλλά και για τα ομορφότερα πράγματα. Προσπαθώ, όσο μπορώ, να βρω μια ισορροπία, επειδή έχω καταλάβει έπειτα από πολύ καιρό πως μόνο όταν είσαι εσύ καλά μπορείς να είσαι ωφέλιμος στον κόσμο γύρω σου. Επίσης ξέρω ότι μου είναι αναγκαία η επαφή με τη φύση, επειδή αλλιώς, ύστερα από λίγο, κάτι χαλάει μέσα μου».
Πώς κρίνετε την πολιτική κατάσταση στη Γαλλία στην παρούσα φάση; Σας είναι συμπαθής ο Μακρόν; «Αρκετά ανησυχητική. Νιώθω ότι συνεχώς στενεύουν τα πλαίσια και ότι ο κόσμος δεν ξέρει πλέον τι να πιστέψει, όπως, εξάλλου, και στον υπόλοιπο πλανήτη. Για να πω την αλήθεια, δεν συμπαθώ τον Μακρόν ιδιαιτέρως. Δεν του έχω εμπιστοσύνη και δεν πιστεύω ότι έχει σχέση με την πραγματικότητα της χώρας, και ιδιαίτερα με τους πιο φτωχούς πολίτες της. Εχει δείξει επανειλημμένως κάτι που θα μπορούσα να ονομάσω ταξική περιφρόνηση προς τους φτωχότερους, κάτι που με ταράζει και με εξοργίζει. Και η υποδοχή του Πούτιν στις Βερσαλλίες, καθώς και του Τραμπ για την εθνική εορτή, που ίσως θεωρηθεί από κάποιους Realpolitik, εμένα δεν μου φαίνεται καθόλου καλός οιωνός».
Σας κουράζει ποτέ το ειδικό βάρος που φέρει το επώνυμό σας; Ηθελα να σας ρωτήσω, επίσης, αν ο κόσμος δίνει περισσότερη σημασία σε αυτό στην Ελλάδα ή στη Γαλλία. «Κάποιες φορές, ναι, αν και ξέρω ότι είναι κάπως αναπόφευκτο να με ρωτούν για τον πατέρα μου, τη ζωή μαζί του, και όλα αυτά. Θεωρώ, όμως, ότι φέρω μια ευθύνη απέναντί του. Από την άλλη, ελάχιστοι είναι αυτοί που με ρωτάνε για τη μητέρα μου, ενώ το μισό DNA μου είναι δικό της! Ο κόσμος δίνει περισσότερη σημασία σε αυτό στην Ελλάδα, διότι είναι πιο γνωστός εδώ –θα έλεγα μάλιστα σε ένα ευρύτερο μέρος της κοινωνίας, ενώ στη Γαλλία τον ξέρουν κυρίως οι πανεπιστημιακοί, οι μορφωμένοι και όσοι ασχολούνται με τη φιλοσοφία ή την πολιτική φιλοσοφία».
Θα ήθελα να αναφερθούμε και στη δουλειά σας στο θέατρο. Πείτε μας μερικά λόγια για τη συμμετοχή σας στην παράσταση «Υπόθεση Φαρμακονήσι», με θέμα τον πνιγμό 12 ανθρώπων τον Ιανουάριο του 2014 κοντά στο μικρό ελληνικό νησί. «Ηταν τεράστια χαρά και συγκίνηση που συμμετείχα στην ανάγνωση του έργου, η οποία έγινε στο Théâtre de la Ville, και που χάρη σε αυτήν γνώρισα τη Μάρθα Μπουζιούρη και τον Ανέστη Αζά. Το έργο αυτό με συγκίνησε πολύ, πρώτον, διότι αγγίζει, με πολύ έξυπνο τρόπο, το ζήτημα των προσφύγων. Δεν είναι δημαγωγικό ούτε απλοϊκό και πιστεύω πως προσεγγίζει το θέμα όσο πιο καθαρά και αντικειμενικά γίνεται. Επίσης, δίνει πολύ έντονα στον θεατή την αίσθηση του τι σημαίνει να έχεις δραπετεύσει από τη χώρα σου, και, ξαφνικά, ενώ μπορεί να μην έχεις δει ποτέ πριν τη θάλασσα στη ζωή σου, να βρίσκεσαι χαμένος, νύχτα, στη μέση του πελάγου και επιπλέον, να ανάβουν τους προβολείς επάνω σου οι Αρχές.
Σε πιο προσωπικό επίπεδο, επειδή προβληματίστηκα αρκετά πάνω σε αυτό, στο πώς μπορούμε να βοηθήσουμε κ.τ.λ., υπήρξε στο έργο μια φράση του χαρακτήρα που υποδύθηκα η οποία εκφράζει απολύτως αυτό που νιώθω: ότι σημασία έχει να κάνει ο καθένας μας κάτι, ό,τι μπορεί. Και αν δεν κινείται τίποτα, τουλάχιστον «κάτι να κινείται μέσα μας». Και αυτό το πιστεύω βαθιά. Γιατί αν κάτι κινηθεί μέσα σε όλους μας, τότε, ποιος ξέρει, ίσως κινηθεί το όλον, γενικά.

Το ότι πριν από λίγο μάθαμε πως θα απαλλαχθεί το παιδί που έλιωνε στη φυλακή ήταν μια απίστευτη χαρά (σ.σ.: αναφέρεται στην πρόσφατη απόφαση του Πενταμελούς Εφετείου Δωδεκανήσου αναφορικά με την υπόθεση του ναυαγίου στο Φαρμακονήσι τον Ιανουάριο του 2014, η οποία απάλλαξε τον πρωτόδικα καταδικασμένο –με 145 χρόνια κάθειρξης –νεαρό Σύρο από την ευθύνη για τον θάνατο των 12 αφγανών προσφύγων, καθώς και για την κατηγορία της παράνομης και επικίνδυνης μεταφοράς ανθρώπων με σκοπό το κέρδος)».

Και κάτι τελευταίο. Ποια ονόματα από αυτά που διαβάζουμε στα credits του δίσκου σας αγαπάτε πιο πολύ και γιατί; «Ολα τα τραγούδια που διαλέξαμε με τον Ορέστη τα λατρεύω. Θα ξεχώριζα τον Λέοναρντ Κοέν για την απίστευτη ομορφιά του, τόσο εξωτερική όσο και εσωτερική. Εχει γράψει ορισμένα από τα ωραιότερα τραγούδια και θα ήθελα μια μέρα να πω το «I’m Your Man» –και ας είμαι γυναίκα. Δεν θα μπορούσα να μην αναφερθώ στον Κουρτ Βάιλ, διότι έχει γράψει ορισμένα από τα πρώτα μου ακούσματα –μικρή είχα ένα μουσικό κουτί που έπαιζε το «September Song». Τέλος, αγαπάω πολύ τον Τζέι Μπι Λενόρ, που έγραψε το τελευταίο τραγούδι του δίσκου, το «God’s Word». Πρώτα από όλα, επειδή είναι το πρώτο τραγούδι που παίξαμε με τον Ορέστη και έτσι άρχισε η συνεργασία μας. Αλλά και επειδή πάντα προτού το ερμηνεύσω επί σκηνής σκέφτομαι πως αυτός ο άνθρωπος πέθανε νέος γιατί δεν τον φρόντισαν σωστά στο νοσοκομείο, μόνο και μόνο επειδή ήταν μαύρος». l
«Songs for a Blue Cloud»: 60ό Φεστιβάλ Φιλίππων, Οικόπεδο Κρέη (Καβάλα), την Τρίτη 1η Αυγούστου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 30 Ιουλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ