Πολλά μπορεί να γράψει κάποιος για τους κύκλους και τις ευτυχείς, παράξενες συμπτώσεις της ζωής με αφορμή την παρουσία του Γιάννη Φέρτη στην Επίδαυρο εφέτος.

Οχι επειδή ξαναπαίζει κάποιον εμβληματικό του ρόλο ή γιατί συμπληρώνεται κάποια σημαντική επέτειος, αλλά γιατί συγκινείσαι αν σκεφτείς πως ο 79χρονος ηθοποιός εμφανίστηκε πρώτη φορά στο αρχαίο αργολικό θέατρο στις αρχές της δεκαετίας του ’90 με σκηνοθέτη τον Σπύρο Ευαγγελάτο και τώρα, μερικούς μήνες μετά τον θάνατο του σημαντικού θεατρανθρώπου, ο Φέρτης θα παίξει, στις 28 και 29 του μήνα, τον Φέρη στην «Αλκηστη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου (μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου).

Τον γιο του Αδμητο θα υποδυθεί ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, ο οποίος –όλα μπερδεύονται γλυκά –πρωταγωνίστησε πέρυσι στον «Αμύντα», την τελευταία παράσταση που σκηνοθέτησε ο Σπύρος Ευαγγελάτος (θα επαναληφθεί στις 26 Σεπτεμβρίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού). Μιλήσαμε με τους δύο ηθοποιούς για τη συνεργασία μεταξύ διαφορετικών γενεών και τα παιχνίδια της μοίρας. Ξεκινάμε, για λόγους ευγενείας, από τον πρεσβύτερο της παρέας.

«Με τον Ευαγγελάτο γνωριζόμασταν από τον ραδιοφωνικό σταθμό των Ενόπλων Δυνάμεων, όπου έπαιρναν κάποιους φαντάρους που είχαν σχέση με το θέατρο για να κάνουν εκφωνήσεις» θυμάται σήμερα ο αειθαλής πρωταγωνιστής. «Βρεθήκαμε ξανά μετά όταν σκηνοθέτησε το «Φτωχέ φονιά» του Πάβελ Κόχουτ, μια καταπληκτική παράσταση, ο Σπύρος πέταγε τότε. Την πρώτη φορά που έπαιξα στην Επίδαυρο έπαθα σοκ. Ελεγα: «Τι το ήθελα και είπα ‘ναι’, πώς θα τα βγάλω τώρα πέρα;». Η Επίδαυρος σου δημιουργεί μια περίεργη αίσθηση, είναι μαγευτικό το θέατρο, αλλά και το τοπίο. Την ημέρα της πρεμιέρας έβγαλα έρπη και ρωτούσα τι να βάλω για να μη φαίνεται. Τις επόμενες φορές ήμουν πιο ψύχραιμος». Σήμερα; «Επειδή θέλω να τα λέω όλα, να πω ότι έχω ένα άγχος τα τελευταία χρόνια, μεγάλωσα και μαθαίνω πιο αργά τα λόγια. Δυσκολεύομαι και έχω ενοχές απέναντι στους συνεργάτες, μήπως τους καθυστερώ. Προτού ολοκληρώσω τον ρόλο, είχα αγωνία. Τώρα πια όμως δεν έχω, αισθάνομαι έτοιμος».
Τη σκηνοθέτριά του την ξέρει από παιδί. «Μάθαινα και από τους γονείς της, βέβαια, πως είχε καλλιτεχνικές ανησυχίες, έβλεπε πολύ θέατρο, ασχολιόταν με τη μουσική, ήταν καλή μαθήτρια, σπούδασε και ηθοποιός, την είχα δει μάλιστα και σε μια παράσταση. Καλά έκανε και πέρασε και από εκεί, όπως καλά είχε κάνει και ο πατέρας της που ξεκίνησε ως ηθοποιός, χρειάζεται να ξέρεις και την άλλη πλευρά. Η Κατερίνα πήγε στη Γερμανία, στο Λονδίνο, στη Ρωσία και είναι μια κοπέλα που διαβάζει πολύ και σκίζεται στη δουλειά. Οταν με πήρε τηλέφωνο να μου προτείνει τον ρόλο, της ζήτησα μια δυο μέρες περιθώριο για να της απαντήσω. Ανοιξα το έργο και διάβασα τη σκηνή μου –μου άρεσε. Εχω δει παράσταση της Κατερίνας, μου είχε αρέσει, έχω ακούσει και πολύ καλά λόγια για τις άλλες δουλειές και σκεπτόμενος όλα αυτά τής τηλεφώνησα και της είπα: «Θα το κάνω, γιατί είσαι εσύ και γιατί μου άρεσε η σκηνή»».
Αναρωτιέται μοιραία κάποιος με ποια κριτήρια εκτιμά μια σκηνή ένας τόσο έμπειρος ηθοποιός. «Μου άρεσε ο τρόπος που είναι γραμμένη» εξηγεί ο Γιάννης Φέρτης. «Είμαι πάρα πολύ ευχαριστημένος για την παρουσία μου σε αυτήν την παράσταση. Αλλά δεν θέλω να λέω μεγάλα λόγια, γιατί έχει τύχει στο θέατρο να λέμε «τι ωραία παράσταση που ετοιμάζουμε» και να μην είναι τελικά, όπως έχει συμβεί και το αντίθετο: να νομίζουμε ότι δεν λειτουργεί τίποτα και δυο τρεις μέρες πριν από το ανέβασμα να ξεπετάγεται κάτι που δεν το περιμέναμε. Νομίζω, ωστόσο, ότι αυτή η παράσταση θα έχει ενδιαφέρον, υπάρχουν σκηνές που με συγκινούν, έχω δακρύσει βλέποντας πρόβα».
Η νοσταλγική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζουν κάποιοι θεατρόφιλοι το παρελθόν τον ενοχλεί.

«Κάποιοι θεατές λένε σε εμένα αλλά και σε άλλους συναδέλφους της γενιάς μου: «Αχ, εσείς οι παλιοί». Δεν μπορώ, εκνευρίζομαι. Υπάρχουν και σήμερα πάρα πολύ καλοί ηθοποιοί. Και παλιά υπήρχαν. Οπως υπήρχαν, και υπάρχουν, μέτριοι και κακοί ηθοποιοί. Κάθομαι και χαζεύω στις πρόβες τους νεότερους συναδέλφους μου, αλλά και τα παιδιά του Χορού, πόσο δοσμένα είναι στη δουλειά, πόσες ασκήσεις κάνουν για το ζέσταμα. Η Κίττυ Παϊταζόγλου επίσης, που παίζει την Αλκηστη, έχει κάτι το ασύλληπτο στην κίνησή της, ειδικά από τη στιγμή του θανάτου της ηρωίδας. Είπε μάλιστα μια συνεργάτις μας ότι θα τη βλέπουν από τις κερκίδες να παριστάνει τη νεκρή και θα νομίζουν ότι έχουμε βάλει κούκλα. Αυτό, για παράδειγμα, το θαυμάζω».

Ανατρέχοντας στην καριέρα του έχει πολλά να θυμηθεί. «Τόσα χρόνια έχω δουλέψει και με μέτριους και με πάρα πολύ καλούς έλληνες και ξένους σκηνοθέτες. Η Κατερίνα, ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει, η μέθοδός της, μου θυμίζει αρκετά τους καλούς ξένους σκηνοθέτες με τους οποίους έχω συνεργαστεί. Προσωπικά, από άποψη, ακολουθώ τον σκηνοθέτη. Μπορεί να διαφωνώ και να το εκφράσω, αλλά στο τέλος θα κάνω αυτό που θα μου πει. Εχει συμβεί το εξής σε μία από τις παραστάσεις που κάναμε με τον Γιούρι Λιουμπίμοφ (σ.σ.: σπουδαίος ρώσος σκηνοθέτης που έγραψε ιστορία στο παγκόσμιο θέατρο): ένας από τους ηθοποιούς –δεν ζει πια –έκανε τα δικά του. Τον πιάνω μια μέρα και του λέω ότι θα ήταν πρέπον να ακολουθήσει τις οδηγίες ενός τόσο μεγάλου σκηνοθέτη κι εκείνος μού απάντησε: «Σιγά που θα μου πει ο Λιουμπίμοφ πώς παίζεται ο Τσέχοφ». Την επομένη της πρεμιέρας, ο 78χρονος αλλά θαλερός τότε σκηνοθέτης ήρθε να μας μιλήσει, να μας πει συγχαρητήρια, ότι χάρηκε που συνεργαστήκαμε. Στο τέλος γονάτισε μπροστά στον ηθοποιό που δεν τον άκουγε και του είπε: «Είμαι σίγουρος ότι αυτό που σου ζητάω είναι το σωστό. Είμαι ένας μεγάλος άνθρωπος και σ’ το ζητάω γονατιστός, κάν’ το». Δεν ακολούθησε ποτέ τη συμβουλή του. Βέβαια, επειδή έκανε υπερβολές, άρεσε στον κόσμο η ερμηνεία του. Η δική μου άποψη είναι διαφορετική».
Οταν τον ρωτάω για τις προσωπικότητες που γνώρισε και δεν έχει ξεθωριάσει καθόλου ο μύθος τους μέσα του, ένα είναι το όνομα που αναφέρει, αυτομάτως σχεδόν: «Ο Μάνος Χατζιδάκις. Τον γνώρισα στους «Ορνιθες» του Κουν. Είχε συμπαθήσει τον Διαγόρα Χρονόπουλο, τον Γιώργο Μιχαλακόπουλο κι εμένα. Μας είχε ξεχωρίσει ως χαρακτήρες. Ηταν φοβερός ξενύχτης, όπως κι εγώ, και κάναμε για ένα διάστημα παρέα. Στο στούντιο πήγαινε μετά τις δώδεκα το βράδυ και καθόταν μέχρι το πρωί. Ο,τι είχε να πει, το έλεγε. Ακόμη και στο Τρίτο Πρόγραμμα που ήταν, συγκρούστηκε όταν χρειάστηκε με τον Τσαλδάρη –υφυπουργό Προεδρίας τότε. Ηταν γλυκός άνθρωπος, αλλά και πολύ ευθύς. Παλικάρι».
Ο Γιάννης Φέρτης στην εφηβεία του ζούσε για το θέατρο. «Αυτό που έχω νιώσει ως θεατής δεν το έχω αισθανθεί, νομίζω, ως ηθοποιός. Οχι ότι δεν έχω ευχαριστηθεί και δεν ευχαριστιέμαι, αλλά θυμάμαι που έβλεπα τις παραστάσεις του Κουν και του Εθνικού και μαγευόμουν. Το Εθνικό, παρεμπιπτόντως, είχε σπουδαίους ηθοποιούς, συνολικά ανώτερους από του Κουν. Υπήρχαν και εκεί, βέβαια, ταλέντα σαν τη Βέρα Ζαβιτσιάνου. Δεκατεσσάρων χρόνων με πήρε ο αδελφός μου και με πήγε στο Θέατρο Κοτοπούλη, το σημερινό Rex, όπου έπαιζε η Συνοδινού με τον Ηλιόπουλο μια γαλλική κωμωδία, και εντυπωσιάστηκα. Και με τους δύο, αλλά κυρίως με τον Ηλιόπουλο. Μέχρι τότε μόνο μια δυο επιθεωρήσεις είχα δει. Αρχισα να πηγαίνω και να βλέπω παραστάσεις μόνος μου στον τελευταίο εξώστη του Εθνικού, ξέρετε, με το πιο φθηνό εισιτήριο. Χανόμουν στον κόσμο αυτόν. Σκεφτόμουν το θέατρο κάθε βράδυ προτού κοιμηθώ, έκοβα τις κριτικές και τις κολλούσα στα προγράμματα –δεν το έχω κάνει ποτέ ως ηθοποιός αυτό».
Αυτό το αρχικό πάθος φαίνεται πως δεν έχει σβήσει. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος το έχει εντοπίσει: «Το τρομερό με τον κ. Φέρτη, το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα, είναι πως δεν αισθάνεσαι στιγμή ότι έρχεται από μια άλλη γενιά, και αυτό είναι πραγματικά πολύτιμο για το πώς πρέπει να σταθεί κανείς απέναντι σε αυτήν τη δουλειά στα χρόνια που περνούν. Αποτελεί παράδειγμα. Ο τρόπος με τον οποίο προσέρχεται στην πρόβα, ο τρόπος με τον οποίο είναι διαθέσιμος, η απόσταση που παίρνει από την πείρα του, από όλα αυτά τα χρόνια στο θέατρο, όλα αυτά πραγματικά με αφήνουν άφωνο. Η συνάντησή μου μαζί του είναι πολύτιμη και βαθιά συγκινητική. Είναι ένας πολύ νέος άνθρωπος ο Γιάννης Φέρτης, και αυτό είναι σπουδαίο. Η δουλειά μας έχει ανάγκη την εμπειρία και οι ηθοποιοί ίσως μεγαλώνοντας να γινόμαστε καλύτεροι στην τέχνη μας σε σχέση με άλλους καλλιτέχνες, όταν όμως συνοδεύεται από μια τέτοια αθωότητα και πίστη, νιώθεις ότι μιλάμε για κάτι σπάνιο».
Για τον πρωταγωνιστή της «Αλκηστης» η παράσταση έρχεται σε μια φορτισμένη συναισθηματικά συγκυρία: «Η αλήθεια είναι πως δεν πίστεψα ποτέ ότι ο «Αμύντας» θα ήταν η τελευταία παράσταση του Σπύρου Ευαγγελάτου. To γεγονός ότι «έφυγε» στις αρχές της χρονιάς ήταν για εμένα πολύ δυσάρεστο· νομίζω ότι είχαμε μια σύνδεση που δεν δημιουργείται συχνά ανάμεσα στους ηθοποιούς και τους σκηνοθέτες, μας είχε ενώσει ένας πιο δυνατός δεσμός. Η σκέψη πως θα βρεθώ στην Επίδαυρο, σε έναν χώρο στον οποίο είχε διαπρέψει εκείνος για καιρό, με έκανε να αισθανθώ σαν να συνεχίζεται κάτι, αλλά είναι πολύ προσωπικά όλα αυτά. Να πω όμως πως μαζί με τη θλίψη υπάρχει και μεγάλη χαρά, γιατί η Κατερίνα συνεχίζει με πολύ ουσιαστικό τρόπο αυτό που για τόσα χρόνια έκανε ο πατέρας της».
Το πρώτο από τα σωζόμενα έργα του Ευριπίδη (438 π.Χ.) προκάλεσε ατελέσφορες συζητήσεις για το είδος στο οποίο ανήκει, εξαιτίας της συνύπαρξης τραγικών και κωμικών στοιχείων. «Το έργο αυτό φυσικά και προσφέρεται για πολλές αναγνώσεις» εξηγεί ο 38χρονος ηθοποιός, «όμως, κατά τη γνώμη μου, οποιαδήποτε ανάγνωση δεν περιέχει το σύνολο των αντιφατικών στοιχείων του, είναι μια ανάγνωση που αποφαίνεται κάτι για το έργο ίσως και λίγο αυθαίρετα. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κόσμος των φιλολόγων και των μελετητών δεν μπορεί να το κατατάξει κάπου, είναι με έναν τρόπο σύγχρονο –πολλοί συγγραφείς σήμερα δεν αποφασίζουν σε ποια κατηγορία ανήκουν τα έργα τους. Θα κάνω μια αναφορά στον «Πουπουλένιο» του Μάρτιν Μακ Ντόνα, επειδή τον έχω πολύ πρόσφατο. Κάποιοι λένε ότι είναι μια μαύρη κωμωδία, αυτός όμως είναι ένας όρος που χρησιμοποιούμε επειδή δεν ξέρουμε τι ετικέτα να βάλουμε. Αυτό το χαρακτηριστικό ίσως να το εισάγει για πρώτη φορά στον κόσμο του θεάτρου ο Ευριπίδης με την «Αλκηστη», η οποία συνομιλεί με αυτά τα έργα που γράφτηκαν πολλά, πολλά χρόνια μετά».
Ο Παπασπηλιόπουλος στην παράσταση υποδύεται τον Αδμητο. «Ο ρόλος μου διατρέχει όλο το έργο και έρχεται περισσότερο αντιμέτωπος με όλη την αντίφαση του κειμένου. Εχουμε εδώ έναν ήρωα που δεν σου επιτρέπει ο συγγραφέας να αποφασίσεις τι είναι: είναι ένας δραματικός ήρωας; Ενα αντιπαθητικό άτομο; Ενας άνθρωπος που φλερτάρει με τη γελοιότητα; Είναι ένα κωμικό πρόσωπο; Ενα τραγικό πρόσωπο; Αυτό που μπορώ να πω με βεβαιότητα είναι ότι είναι τόσο ανθρώπινος που σου δημιουργεί τρομερή αμηχανία. Ούτε στιγμή δεν μπορεί να σταθεί με έναν ηρωικό τρόπο στο ύψος των περιστάσεων, αυτό με συγκινεί πολύ. Μου θυμίζει όσο κανένας άλλος ήρωας του αρχαίου δράματος την ανθρώπινη αδυναμία». Για να τελειώσουμε όμως όπως αρχίσαμε, πόσο τον αγχώνει η εμφάνιση στην Επίδαυρο; «Νομίζω ότι αυτή είναι μια ερώτηση στην οποία, όπως λένε στις ταινίες οι αμερικανοί αστυνομικοί, ό,τι και να πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου. Οπότε, θα κάνω χρήση του δικαιώματός μου να παραμείνω σιωπηλός. Είναι σύνθετο θέμα αυτό για εμένα και θα χρειαζόμασταν ολόκληρη κουβέντα για να το αναλύσουμε».
«Αλκηστη»: Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, στις 28 και 29 Ιουλίου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 23 Ιουλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ