Το 1966, λίγο πριν η Ελλάδα «μπει στον γύψο» για επτά χρόνια, ο Μάνος Χατζιδάκις βρίσκεται στην Αμερική με τους Μερκούρη και Ντασσέν, προετοιμάζοντας την παράσταση «Ιλια Ντάρλινγκ», θεατρική μεταφορά του «Ποτέ την Κυριακή» που θα ανέβαινε στο Μπρόντγουεϊ. Εκεί ανακατεύεται με την ποπ και ροκ κουλτούρα της χώρας μένοντας πάντα ανοιχτός σε νεωτερισμούς, κάτι που τον παρακινεί να προσεγγίσει τους New York Rock & Roll Ensemble. Πρόκειται για ένα νέο συγκρότημα της εποχής που καινοτομεί παίζοντας ροκ μουσική με κλασικά όργανα και το αντίστροφο, ενώ στις συναυλίες τους εμφανίζονται φορώντας κοστούμια μπαρόκ εποχής. Το 1970 ο Χατζιδάκις κάνει μαζί τους το άλμπουμ «Reflections» με στίχους και φωνητικά του γκρουπ. Ο δίσκος κυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1993 με τον ελληνικό τίτλο «Αντικατοπτρισμοί», σε ποίηση του Νίκου Γκάτσου και ερμηνεία της Αλίκης Καγιαλόγλου, αν και αρκετά χρόνια νωρίτερα είχαν ήδη κυκλοφορήσει η «Περιμπανού» («Noble Dame») από τη Δήμητρα Γαλάνη και το «Πού το πήγαν το παιδί» («The Day») από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Επίσης, το 2005 επανακυκλοφόρησε το άλμπουμ σε αγγλόφωνη εκτέλεση από τους Raining Pleasure.
Παρ’ όλα αυτά, το συγκρότημα που συνεργάστηκε με τον Χατζιδάκι δημιουργώντας κομμάτια που –έπειτα από 47 χρόνια – εξακολουθούν να ακούγονται στα ραδιόφωνά μας δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, ενώ ουδέποτε έγινε ένα πλήρες αφιέρωμα για την ιστορία αυτής της συνεργασίας. Πώς δημιουργήθηκαν οι New York Rock & Roll Ensemble; Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Μάνο; Τι θυμούνται από τότε; Πότε διαλύθηκε το γκρουπ και τι έκαναν όλα αυτά τα χρόνια; Αυτά είναι μερικά από τα ερωτήματα που γεννήθηκαν ακούγοντας μια μέρα το «Noble Dame» στο ραδιόφωνο, κι έτσι προχώρησα στην αναζήτηση των μελών του συγκροτήματος.
Δεν ήταν εύκολο να προσεγγίσω ένα γκρουπ που έχει διαλυθεί εδώ και τεσσερισήμισι δεκαετίες, πολύ δε περισσότερο να πραγματοποιήσω ένα δημοσιογραφικό reunion όλων των εν ζωή μελών για πρώτη φορά. Κάθε προσπάθεια για επικοινωνία από μέλος σε μέλος γινόταν όλο και δυσκολότερη. Ο Ντόριαν Ραντνίτσκι (τσελίστας και μπασίστας) απάντησε με καθυστέρηση σε διαδικτυακό μήνυμά μου, καθώς βρισκόταν σε μικρό χωριό της Ισπανίας για τις ημέρες του Πάσχα. Για να προσεγγίσω τον Μάρτιν (Μάρτι) Φούλτερμαν, σήμερα γνωστό ως Μαρκ Σνόου –συνθέτη του μουσικού θέματος των «X-Files» –(στους New York Rock & Roll Ensemble έπαιζε ντραμς και όμποε), επικοινώνησα πρώτα με πολλά σωματεία συνθετών της Αμερικής. Αργησε να δει τα μηνύματά μου, αλλά άξιζε τον κόπο η αναμονή, δεδομένου ότι η συνέντευξη έγινε όσο βρισκόταν στο στούντιο και είχα τη δυνατότητα να τον ακούσω να παίζει στο πιάνο του τον «Κεμάλ». O Κλιφ Νάιβισον (κιθαρίστας) δεν είχε καν e-mail. Επειτα από αρκετά τηλεφωνήματα τόσο του Μάρτι όσο και του Ντόριαν, καταφέραμε να τον βρούμε και να κάνουμε τη συνέντευξη μέσω ενός ξεχασμένου λογαριασμού Skype της συζύγου του, αν και ο ίδιος δεν ήταν πολύ εξοικειωμένος με τον χειρισμό του. Οσο για τον Μπράιαν Κόριγκαν (κιθαρίστας), ήταν ο τελευταίος που εντόπισα, καθώς για πολλές ημέρες δεν απαντούσε καν στο τηλέφωνο. Skype ή e-mail δεν είχε ούτε για αστείο. Μόνο με τη βοήθεια του γιου του, Ντέβιν, καταφέραμε να κάνουμε τη συνέντευξη, στις 3 τα ξημερώματα (ώρα Ελλάδας) μερικές Τετάρτες πίσω.
Ετσι, λοιπόν, οι εναπομείναντες New York Rock & Roll Ensemble ενώθηκαν ξανά για να μιλήσουν στο BHMAgazino, σε ένα ιδιότυπο reunion που μάλλον θα έπρεπε να έχει γίνει πολύ νωρίτερα, όταν ζούσε και ο πέμπτος της παρέας, ο Μάικλ Κέιμεν (κίμπορντς και όμποε). Ορίστε λοιπόν η ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκαν οι ίδιοι.
Βουτιά στα 60s
Ηταν καλοκαίρι του 1965 όταν ο κλασικός τσελίστας και μπασίστας Ντόριαν Ραντνίτσκι έπιασε δουλειά σε κάποια κατασκήνωση του Μέιν, ενώ τα βράδια έδινε παραστάσεις με άλλους μουσικούς. Εκεί γνώρισε τον Πολ Κέιμεν, και μια μέρα, επάνω στην κουβέντα, του ανέφερε ότι στο τέλος της σεζόν θα πήγαινε στο Τζούλιαρντ της Νέας Υόρκης (φημισμένη σχολή μουσικής, χορού και υποκριτικής) όπου σπούδαζε. Εκείνος τον προέτρεψε να βρει τον αδελφό του, τον Μάικλ, που επίσης θα σπούδαζε εκεί και έπαιζε όμποε. Ετσι κι έγινε, μόνο που για μεγάλο διάστημα δεν προέκυψε φιλία, παρά μόνο μια απλή γνωριμία.
Με την είσοδό του στη σχολή, ο Ντόριαν ασχολούνταν με τα κοινά διοργανώνοντας, ανάμεσα σε όλα τα άλλα, και φοιτητικούς χορούς. Ετσι, μια μέρα ο Μάικλ τον ενημέρωσε ότι είχαν μια μπάντα και θα ήθελαν να παίξουν σε κάποιους από τους χορούς αυτούς. Του φάνηκε ενδιαφέρουσα πρόταση και συμφώνησαν για τρεις εμφανίσεις. Μαζί με τον Μάικλ, στο γκρουπ έπαιζε και ο ντράμερ Μάρτι Φούλτερμαν.
Τον επόμενο χρόνο τούς πλησίασε ο Ντόριαν και τους ενημέρωσε ότι παίζει μπάσο και τσέλο λέγοντας ότι ήταν διαθέσιμος αν τον χρειάζονταν, μαζί με τον κατάλληλο εξοπλισμό που είχε από παλιά. Μέχρι εκείνη τη στιγμή οι Μάικλ και Μάρτι νόμιζαν ότι δουλειά του Ντόριαν ήταν απλά να προσλαμβάνει μουσικούς για εκδηλώσεις. Ολα έγιναν γρήγορα. Ηταν ο πρώτος χορός της σχολής και θα έπαιζε η μπάντα, αλλά δεν μπορούσε να έρθει ο μπασίστας. Ο Ντόριαν έμαθε τα κομμάτια για να τον αντικαταστήσει. Τελικά, όμως, ήρθε και εκείνος και μοιράστηκαν τη βραδιά.
Οταν τελείωσαν, ένας μεγαλύτερος άνδρας πλησίασε τους Μάρτιν, Μάικλ και Ντόριαν λέγοντας ότι πρέπει να κάνουν μια κανονική μπάντα γιατί έχουν κάτι ξεχωριστό. Πρόκειται για έναν από τους παραγωγούς της επιτυχίας «Hang on Sloopy» των McCoys του οποίου, παραδόξως, κανείς από την μπάντα δεν θυμάται το όνομα.
Τα μέλη ενθουσιάστηκαν. Ο Ντόριαν γνώριζε δύο καλούς κιθαρίστες, τους Μπράιαν Κόριγκαν και Κλιφ Νάιβισον, εκ των οποίων ο ένας ήταν και αξιοπρεπής και εμφανίσιμος τραγουδιστής. Παράλληλα, ο Μάρτι είπε ότι έπαιζε σε μια μπάντα που πρόσφατα είχε περάσει οντισιόν στην Atlantic Records και είχε διασυνδέσεις με έναν τεχνικό της εταιρείας. Μάλιστα, του είχαν πει ότι μόλις θα ήταν έτοιμοι, μπορούσαν να κάνουν και δεύτερο ντέμο. Οταν όμως βρέθηκαν όλοι μαζί σαν νέος συνδυασμός (Μάρτι, Μάικλ, Ντόριαν, Μπράιαν και Κλιφ) κατάλαβαν αμέσως ότι είχαν κάτι ιδιαίτερο. Ετσι, ο Μάρτι είπε ότι έπρεπε να πάνε εκείνοι στην Atlantic Records.
Εφτασαν στην εταιρεία αργά το βράδυ γιατί τέτοιες ώρες δούλευαν οι τεχνικοί, ενώ στον ελεύθερο χρόνο τους έφερναν νέους καλλιτέχνες για δοκιμές. Συνήθως έκαναν εγγραφή για καμιά ώρα και μετά πήγαιναν τις ταινίες στον Αχμέτ Ερτεγκούν (ιδρυτή και πρόεδρο της Atlantic Records) για να τις ακούσει.
Οταν το νεοσύστατο γκρουπ ξεκίνησε να παίζει, ο τεχνικός τούς σταμάτησε για να φέρει έναν φίλο του και συνάδελφο από τη διπλανή αίθουσα. Τους άρεσαν πολύ και αντί για ντέμο έκαναν μια κανονική ηχογράφηση φεύγοντας από το στούντιο κατά τις 6-7 το πρωί για να πάνε στη σχολή τους. Ηταν ακόμη σπουδαστές.
Μία εβδομάδα αργότερα ήρθαν μαντάτα ότι η Atlantic Records τούς προσέφερε συμβόλαιο για ηχογράφηση. Τότε ήταν που σκέφτηκαν ότι χρειάζονταν ένα όνομα και κατέληξαν στο New York Rock & Roll Ensemble, ενώ παράλληλα ξεκίνησαν να παίρνουν δουλειές σε συναυλίες. Οσο για τους δύο τεχνικούς της Atlantic Records, πλέον είχαν γίνει οι μάνατζέρ τους.
H πρόταση από τον Ελληνα
Είχαν ολοκληρώσει το πρώτο τους άλμπουμ με τίτλο το όνομα του γκρουπ και ετοιμάζονταν για το δεύτερο όταν οι μάνατζέρ τους τούς πληροφόρησαν ότι είχαν ένα ιδιαίτερο πρότζεκτ που θα τους ενδιέφερε. Ενας τούρκος παραγωγός ταινιών, ο Ουλβί Ντογκάν, θα έκανε ένα φιλμ με τον αγγλικό τίτλο «Dry Summer» (1963). Συνθέτης θα ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Παρόλο που το γκρουπ δεν ήξερε το όνομά του, όλοι γνώριζαν τη μουσική του που πήρε το Οσκαρ το 1961 για την ταινία «Ποτέ την Κυριακή».
Ο Μάνος θα έκανε τη μουσική και ο Ντογκάν ήθελε να φέρει στην Αμερική την ταινία που ήδη είχε κάνει επιτυχία στην Τουρκία. Ο συνθέτης συμφώνησε αλλά τόσο εκείνος όσο και άλλοι θεωρούσαν ότι η αρχική μουσική είχε πολλά τουρκικά φολκλορικά στοιχεία και έπρεπε να διαφοροποιηθεί για να ταιριάζει στο αμερικανικό κοινό. Ο Χατζιδάκις είχε ακούσει το γκρουπ σε μια συναυλία και πρόσεξε ότι έπαιζαν ροκ-εν-ρόλ με κλασικά όργανα, κάτι που του άρεσε πολύ. Ετσι, τους πλησίασε για να τους βάλει στο πρότζεκτ. Οι Μάρτι, Μάικλ και Ντόριαν ήταν εκείνοι που ενδιαφέρθηκαν πρώτα, ίσως λόγω του κλασικού τους υπόβαθρου από το Τζούλιαρντ. Μόλις συμφώνησαν όλοι, ο Μάνος τούς έδωσε μια ταινία με την ασυνήθιστη μουσική του. Η συμφωνία θα προχωρούσε υπό τον όρο ότι θα τραγουδούσαν εκείνοι, θα συμμετείχαν στην ενορχήστρωση και θα έγραφαν τους στίχους.
Επίσης, ο Μάνος είχε την ιδέα να κάνουν σχεδόν όλοι φωνητικά, θέλοντας να δώσει διαφορετικό χρώμα σε κάθε κομμάτι. «Αν προσέξεις, κάθε κομμάτι είναι μοναδικό, όπως και ο Μάνος» λέει σήμερα ο Κλιφ Νάιβισον.
Μετά άρχισε η διαδικασία της επιλογής των κομματιών, κατά την οποία υπήρχαν αρκετές διαφωνίες και έντονος ανταγωνισμός γιατί συνέβαινε να θέλουν κάποιοι να γράψουν στίχους για το ίδιο κομμάτι με άλλους. Σύμφωνα με τον Ντόριαν, κανείς δεν ήθελε να πάρει το κομμάτι που αργότερα εκείνος ονόμασε «Orpheus» («Το τραγούδι της χαμένης Κυριακής»). Του φάνηκε ωραία η μελωδία και είπε: «Ας δούμε τι μπορούμε να κάνουμε μ’ αυτό».
Αφού το άκουσε, το μετέφερε στην κιθάρα του, σκεπτόμενος πώς επιδρά επάνω του. «Σε κάποιο σημείο είπα ότι αυτή η μουσική ακούγεται σαν κάτι βαθύτερο και δυνατό, και όχι σαν ακόμη ένα ερωτικό ή ανοιξιάτικο τραγούδι» θυμάται ο Ντόριαν Ραντνίτσκι. Οσο για το πώς προέκυψαν οι στίχοι για τον μύθο του Ορφέα, ήταν αποτέλεσμα συζητήσεων που έκανε τότε με την πρώην πεθερά του, την ποιήτρια Μαρί Πόνσοτ.


Αλήθειες και ψέματα πίσω από τον «Κεμάλ»
Το «Noble Dame» («Η Περιμπανού») ήρθε αλλιώς. Αρεσε η μελωδία στον Ντόριαν και αμέσως δήλωσε ότι ήθελε να γράψει εκείνος τους στίχους για αυτό το κομμάτι. «Ηταν εύκολο να σκεφτώ στίχους γιατί το ακριβώς προηγούμενο καλοκαίρι είχα γνωρίσει μια βαρόνη από τη Γερμανία. Ηταν μια κοπέλα που αγάπησα πολύ και είχα την εικόνα της κατά νου όταν έγραφα το κομμάτι. Τη γνώρισα προτού παντρευτώ, μετά ήρθε ο γάμος με την πρώην σύζυγό μου, αλλά μου είχε μείνει η εικόνα της. Η ιστορία, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Πολλά χρόνια αργότερα, ο γάμος μου διαλύθηκε και συνάντησα ξανά την Μπριγκίτε (σ.σ.: τη βαρόνη), που σήμερα είναι η σύζυγός μου και πλέον ζούμε μαζί στη Γερμανία» διηγείται ο Ντόριαν, διευκρινίζοντας όμως ότι είχαν ήδη περάσει πολλά χρόνια από την κυκλοφορία του κομματιού όταν της αποκάλυψε για ποια μιλούν οι στίχοι.
Στη μέση του συγκεκριμένου κομματιού είναι ο Μάρτι Φούλτερμαν που παίζει το εκπληκτικό όμποε δίνοντας κλασικό χρώμα στον ήχο του. Ο ίδιος είχε υποστηρίξει στιχουργικά τον θρυλικό «Κεμάλ». Σε αντίθεση με όσα γνωρίζουμε για το κομμάτι, ότι δηλαδή ο Μάνος είχε γνωρίσει έναν νεαρό Αραβα στη Νέα Υόρκη που λεγόταν Κεμάλ και τον ενέπνευσε για το τραγούδι, ο Μάρτι λέει: «Δεν ξέρω τι είχε ο Μάνος στο μυαλό του όταν έγραφε τη μουσική, αλλά στιχουργικά δεν υπάρχει κάποια ιστορία πίσω από το τραγούδι. Ηταν δημιούργημα της φαντασίας μου οι στίχοι, ίσως και λίγο κωμικοί, από όσο θυμάμαι». Φωνητικά στο κομμάτι έκανε ο Κλιφ Νάιβισον. Φανερά επηρεασμένος από τον Τζον Λένον, ερμηνεύει το κομμάτι με παρόμοιο ύφος και με το χαρακτηριστικό «echo» που έβαζε κι εκείνος στα φωνητικά του. «Εκείνο το διάστημα μου άρεσε πολύ ο ήχος της φωνής του Λένον που είχε ένα μικρό «echo», κάτι που έκανα και στον «Κεμάλ». Ο Μάρτι έγραψε τους στίχους. Απλώς έβγαλε τις λέξεις από το κεφάλι του. Δεν ακούγονταν σαν να βγάζουν νόημα, αλλά έδεναν μεταξύ τους. Βλέπεις, ο Μάρτι ήταν ο κωμικός της μπάντας. Μας έκανε συνεχώς να γελάμε, χωρίς να μας αφήνει να παίξουμε μουσική. Ετσι βγήκε και το τραγούδι. Ηθελε να πιστεύουμε ότι περιέγραφε κάποια σημαντική ιστορία, αλλά πίσω από όλο αυτό δεν ήταν παρά ένα αστείο» θυμάται ο Νάιβισον.
Για το «Dedication» («Ο κόσμος σου να είμαι εγώ») έπρεπε να επιλέξουν ανάμεσα σε τρεις διαφορετικούς στίχους των Μπράιαν, Μάικλ και Κλιφ. Ακουσαν και τους τρεις και όλοι μαζί αποφάσισαν να κρατήσουν αυτούς του Κλιφ. Αυτή η διαδικασία επιλογής γινόταν με όλα τα κομμάτια. Ηταν φιλικός ανταγωνισμός. Ο Κλιφ εμπνεύστηκε τους στίχους από την αισιοδοξία που πήγαζε από τα νιάτα τους. Μάλιστα, όπως λέει χαρακτηριστικά: «Ημασταν πολύ νέοι και σε μια υπέροχη μουσική περίοδο όταν έγραψα το «Dedication». Αυτό με ενέπνευσε. Νιώθαμε ότι είχαμε τη ζωή μπροστά μας, ενώ το μήνυμα του κομματιού ήταν ότι τα πράγματα θα πήγαιναν πάντα καλύτερα. Τώρα που ξανακοιτάζω τους στίχους εύχομαι να ήταν καλύτεροι. Κανείς δεν είναι ευχαριστημένος με ό,τι έχει κάνει. Ξέρω ότι το «Dedication», όπως και άλλα κομμάτια του δίσκου, είναι πολύ επιτυχημένα στην Ελλάδα και μου φαίνεται απίστευτο ότι ύστερα από τόσα χρόνια υπάρχουν άνθρωποι που εξακολουθούν να τα ακούν. Οι μελωδίες του Μάνου είναι διαχρονικές, σε αντίθεση με πολλές ροκ μελωδίες των 60s που πλέον ηχούν αναχρονιστικές. Γι’ αυτό νομίζω ότι αρέσει στον κόσμο το «Reflections»».
Μνήμες από τον Μάνο
Ολα τα μέλη αναπολούν τη δουλειά με τον Μάνο Χατζιδάκι λέγοντας ότι κυλούσε υπέροχα και τους χαλάρωνε. Τόσο εκείνοι όσο και ο συνθέτης που πάντα ήταν ανοιχτός σε νεωτερισμούς είχαν τις δικές τους ιδέες για ενορχηστρώσεις. Τα αγγλικά του δεν ήταν αρκετά καλά και γι’ αυτό δεν μιλούσε πολύ, παρά μόνο όταν κάτι δεν του άρεσε, κάτι που θεωρείται αστείο από τους υπόλοιπους γιατί συνήθως δεν του άρεσαν αυτά που έγραφε ο Μάικλ, ο μοναδικός από το γκρουπ που είχε πιο φιλικές σχέσεις μαζί του και που αργότερα έκανε μια εκπληκτική καριέρα ως συνθέτης. Επίσης, όλοι κάνουν λόγο για την ιδιαίτερη άρθρωσή του. «Θυμάμαι ότι ο Μάνος ψεύδιζε κάνοντας το «Σ» να ακούγεται πολύ λεπτό στις λέξεις του. Επίσης, δεν μπορούσε να προφέρει το «Ρ». Ακουγόταν λίγο αστείος όταν μας μιλούσε» περιγράφει ο Κλιφ.
«Γενικά, όμως, μιλούσε με τη μουσική του και αν ήθελε να κάνει κάτι το έκανε μουσικά δίνοντάς μας να καταλαβαίνουμε πολύ εύκολα τι ήθελε να πει» λέει ο Ντόριαν και μαζί του συμφωνούν και τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ, χαρακτηρίζοντάς τον λαμπερό, ευφυή και γλυκομίλητο. Το μουσικό μέρος του άλμπουμ ήταν άψογο, ενώ του άρεσαν πολύ και οι στίχοι. Εξαιρετική συνεργασία, ακόμη και για τους δύο κιθαρίστες που δεν διέθεταν μουσικές σπουδές. Δεν μπορούσαν να διαβάσουν μουσική, αλλά μάθαιναν γρήγορα κατά τη διαδικασία.
Ως εξαιρετικός συνθέτης που ήταν, ο Χατζιδάκις δίδαξε πολλά στο γκρουπ για τους ρυθμούς της ελληνικής μουσικής. «Μην ανησυχείτε για τους ρυθμούς. Απλά ακούστε τη μελωδία και θα σας βοηθήσει να νιώσετε άνετα μαζί τους» είναι τα λόγια που ανακαλεί ο Μάρτι, ο οποίος σημειώνει ότι όταν ο Μάνος περπατούσε στον χώρο, όλοι τους ένιωθαν ότι κάποιος ξεχωριστός βρισκόταν εκεί.
Ενα από τα πιο χαρακτηριστικά κομμάτια του άλμπουμ είναι το «The Day», με τον εξαιρετικό progressive ροκ ήχο να «παντρεύεται» με μπουζούκι, ενώ οι στίχοι και η εφηβική φωνή που το ερμηνεύει είναι του Μπράιαν. Ο ίδιος έγραψε στίχους και για τα κομμάτια «Love Her», «Street Song», καθώς και για το «Bitter Way», που επίσης ερμήνευσε. Ο Μπράιαν Κόριγκαν θυμάται ότι δεν δυσκολεύτηκε καθόλου με τους ελληνικούς ήχους που ακούγονται μέσω του μπουζουκιού λέγοντας: «Τα έμαθα εύκολα γιατί πάντα μου άρεσαν οι ιδιωματισμοί αυτών των ήχων, παρόλο που ήμουν μόλις 19 χρόνων και δεν τα είχα διδαχθεί σε κάποια σχολή. Ημουν πολύ ευαισθητοποιημένος πάνω στη μουσική και αγαπούσα τα ιδιαίτερα όργανα, όπως η μπαλαλάικα και το μπουζούκι». Οσο για τους στίχους που έγραψε, πηγή έμπνευσής του ήταν μόνο οι μελωδίες του Χατζιδάκι: «Ηταν πολύ εύκολο να δουλέψεις παραγωγικά μαζί του εξαιτίας της αγάπης του για τη μουσική. Ενιωθες να μιλάει με τη γλώσσα της μελωδίας του. Αγαπούσα τον τρόπο με τον οποίο έγραφε και ένιωθα ότι ήταν πολύ κοντά σε μένα αυτό το μεσογειακό ύφος».


Αναταράξεις στο πρότζεκτ
Οταν τελείωσε η δουλειά και είχαν ηχογραφηθεί όλα τα κομμάτια, ο Μάνος και ο Ντογκάν είχαν έναν έντονο καβγά στην Atlantic Records ουρλιάζοντας ο ένας στον άλλον, σε τουρκικά και ελληνικά. Ετσι, ανακοινώθηκε ότι το πρότζεκτ δεν θα έβγαινε. Οι New York Rock & Roll Ensemble θα πληρώνονταν κανονικά, αλλά τα κομμάτια θα κατέληγαν σε κάποια ντουλάπα. Ο Μάνος και ο Ντογκάν διέλυσαν τη συνεργασία τους, ενώ ο Ντόριαν ακόμη θυμάται τον Μάικλ να τους ακούει καπνίζοντας μαριχουάνα –κάπνιζε πολλή μαριχουάνα –και να επεμβαίνει στον καβγά υπερασπιζόμενος τον Μάνο.
Σήμερα, έπειτα από 47 χρόνια, ο Ντόριαν, γνωρίζοντας τη διορατικότητα του Χατζιδάκι, θεωρεί ότι ίσως ήξερε πως αν έβαζε στίχους στα κομμάτια δεν θα είχαν καμία σχέση με την ταινία, αλλά θα του έδιναν ένα πολύ καλό άλμπουμ.
Μιας και το soundtrack δεν θα κυκλοφορούσε, το γκρουπ ηχογράφησε το δεύτερο άλμπουμ του, με τίτλο «Faithful Friends», που όμως δεν άρεσε στην Atlantic Records. Η εταιρεία δήλωσε ότι, παρόλο που είχαν συμβόλαιο για τρία άλμπουμ, δεν επιθυμούσε να συνεχίσουν τη συνεργασία. Ούτε και το γκρουπ, όμως, ήταν ευχαριστημένο με τη δισκογραφική. Παρ’ όλα αυτά, έπρεπε να βγάλουν έναν νέο δίσκο και η Atlantic Records πρότεινε να βγάλουν σε κυκλοφορία, με τη μορφή άλμπουμ, το soundtrack που είχαν ηχογραφήσει με τον Μάνο.
Ετσι, το «Reflections» αποτέλεσε τον τρίτο δίσκο του συγκροτήματος, αλλά χωρίς να ικανοποιήσει το κοινό τους που δεν καταλάβαινε το –διαφορετικό σε σχέση με τα προηγούμενα –ύφος του. Δεν ήταν ροκ-εν-ρόλ, είχε ελληνικά στοιχεία και ήταν παράξενο. Παρ’ όλα αυτά, στο πέρασμα του χρόνου, αποδείχθηκε μακράν το άλμπουμ με τις περισσότερες πωλήσεις των New York Rock & Roll Ensemble. «Πάντα παιζόταν και πάντα πουλούσε, όχι όμως στην Αμερική. Εκείνα τα χρόνια δεν ξέραμε πώς πήγαινε στις άλλες χώρες. Δεν υπήρχαν διεθνείς συμφωνίες και έτσι δεν μπορούσαμε να δούμε την πορεία του. Λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί θα μπορούσαμε να κανονίσουμε περιοδείες αν το γνωρίζαμε. Μεγάλο λάθος, τόσο δικό μας όσο και των ανθρώπων από αυτές τις χώρες που δεν μας ενημέρωσαν ποτέ για την επιτυχία» είναι τα λόγια του Ντόριαν.
Επειτα από την κυκλοφορία του «Reflections» ο Μπράιαν έφυγε από το γκρουπ. Εκείνο το διάστημα ήταν έντονα φορτισμένος από τον θάνατο του πατέρα του και είχε χάσει το ενδιαφέρον του για τη μουσική. Οι υπόλοιποι, όμως, συνέχισαν, βγάζοντας δύο ακόμη δίσκους, με την Columbia Records. Ο πρώτος πήγε καλά, αλλά ο δεύτερος όχι. Ετσι, η μπάντα διαλύθηκε κάπου στο 1972-1973, αν και ανά διαστήματα κάποια από τα μέλη της έπαιζαν μαζί σε πιο τοπικό επίπεδο, ενώ οι Μάρτι και Κλιφ δημιούργησαν μια εταιρεία παραγωγής και έβγαλαν κάποια δικά τους κομμάτια, που όμως δεν πήγαν καλά.
Δεν ξέρω αν είναι τυχαίο, αλλά, με την πάροδο του χρόνου, μόνο τα τρία μέλη με τις κλασικές σπουδές του Τζούλιαρντ παρέμειναν ενεργά στη μουσική. Ο Μάρτι, αλλάζοντας το όνομά του σε Μαρκ Σνόου, στράφηκε στη σύνθεση soundtracks για τηλεοπτικές δουλειές, αντικείμενο με το οποίο ασχολείται μέχρι σήμερα. Κορυφαία δουλειά του είναι το μουσικό θέμα της σειράς «The X-Files». Ο Μάικλ διαγνώστηκε με πολλαπλή σκλήρυνση το 1997 και το 2003 πέθανε από καρδιακή προσβολή. Ηταν μόλις 55 χρόνων. Μέχρι τότε, έκανε μια εξαιρετική πορεία δημιουργώντας soundtracks για ταινίες όπως οι «Χαϊλάντερ: Ο Αθάνατος», «Φονικό όπλο», «Ρομπέν των δασών», «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», «Τα 101 σκυλιά της Δαλματίας», «Don Juan De Marco» κ.ά. Στην πορεία του συνεργάστηκε με καλλιτέχνες όπως oι Μπράιαν Ανταμς, Ερικ Κλάπτον, Metallica κ.ά. Ο Ντόριαν παντρεύτηκε τη δική του «Noble Dame» και από τότε μένουν μαζί στη Γερμανία όπου γράφει και παίζει μουσική για θέατρο.
Ο Κλιφ άλλαξε πορεία και για πολλά χρόνια υπήρξε έμπορος αυτοκινήτων, ενώ σήμερα είναι συνταξιούχος και απολαμβάνει την καθημερινότητά του στη Φλόριντα. Οσο για τον Μπράιαν, όταν επανήλθε έπειτα από ένα σοβαρό τροχαίο που είχε το ’76, ξεκίνησε να γράφει μικρά μουσικά κομμάτια για διαφημιστικά σποτάκια, κάτι που κάνει μέχρι σήμερα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιουνίου 2017.