Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι των οποίων το όνομα και μόνο δημιουργεί ένα συναισθηματικό πλέγμα, καθώς ξαναζωντανεύει χρόνους του παρελθόντος, χαραγμένους από κραδασμούς συλλογικούς. Ενα από αυτά είναι της Μαρίας Φαραντούρη, μίας από τις σημαντικότερες ελληνίδες τραγουδίστριες, που αποσπούσε πάντα όπου κι αν εμφανιζόταν διθυραμβικές κριτικές, που οι ξένοι την αποκαλούσαν «Μαρία Κάλλας του λαού» και που με τη βαθιά, βελούδινη, αισθαντική φωνή της και τα επαναστατικά μηνύματα των τραγουδιών της γνωστοποιούσε, κατά τη διάρκεια της χούντας, σε όλες τις ηπείρους, τι συνέβαινε στη δέσμια Ελλάδα.
Και ποιος από τους μεγαλύτερους σε ηλικία αναγνώστες μπορεί να ξεχάσει την κυριολεκτικά συγκλονιστική συναυλία στο γήπεδο Καραϊσκάκη, με την πτώση της χούντας, κατά την οποία 125.000 Ελληνες τραγουδούσαν όρθιοι μαζί της και με τον Πέτρο Πανδή, πνιγμένοι στα δάκρυα, βλέποντας ξανά και τον λιονταρίσιο Μίκη Θεοδωράκη να διευθύνει ορχήστρα και τραγουδιστές; Η Μαρία Φαραντούρη θα μείνει στην Ιστορία. Εχει τιμήσει την Ελλάδα. Ο περιορισμένος χώρος του περιοδικού δεν επιτρέπει να γράψουμε για όσα θα της έπρεπαν. Στις 22 Ιουνίου, όμως, θα βρίσκεται ξανά στο Ηρώδειο, σε μια συναυλία, παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών, η οποία θα ηχογραφηθεί live από τη γερμανική δισκογραφική εταιρεία ECM. Και θα πάμε να την ακούσουμε.
Κυρία Φαραντούρη, η καινούργια δουλειά σας, η σουίτα «Πέρα από τα σύνορα», προϊδεάζει για συνεργασία με ξένους καλλιτέχνες, όπως έχετε κάνει και στο παρελθόν. «Ετσι είναι. Πριν από έναν χρόνο, ένας νεαρός Τούρκος, ο βιολοντσελίστας Τζιχάν Τούρκογλου που ζει στην Αθήνα, ζήτησε να μου παρουσιάσει τη δουλειά του και βρέθηκα μπροστά σε μια καταπληκτική δημιουργία με μίνιμαλ στοιχεία τζαζ, μεσαιωνικής και παραδοσιακής μουσικής, μια σύλληψη η οποία πραγματικά με μάγεψε».
Και μια συνάντηση έγινε το έναυσμα για ολόκληρη συναυλία; «Ναι. Ανοιξε πανιά για ένα μουσικό ταξίδι, όπου συναντώνται οι παραδόσεις της Ανατολής με τα ρεύματα της Δύσης. Προσθέσαμε τραγούδια, η Αγαθή Δημητρούκα ανέλαβε να γράψει στίχους, και δέσαμε με εκλεκτούς σολίστ: τη βιολοντσελίστρια Ανια Λέχνερ, τη Μέρι Βαρντανιάν στο κανονάκι, τον Χρήστο Μπάρμπα στο νέι, τον Ιζέτ Κιζίλ στα κρουστά. Στην παράσταση εμφανίζεται και η διάσημη Καταλανή Μαρία ντελ Μαρ Μπονέτ με μπαλάντες και με άλλους μουσικούς. Φυσικά, θα τραγουδήσουμε και Θεοδωράκη και Χατζιδάκι».
Θα μας πείτε κάποιους στίχους –μια που η μουσική δεν μεταφέρεται –για να μπούμε περισσότερο στο πνεύμα της παράστασης; «»Μέσα στην ερημιά του πλήθους / στου κόσμου τον πανικό / τις ιστορίες και τους μύθους / που με πονάν τραγουδώ». Επίσης, «κι οι καημοί της ξενιτιάς / να γίνονται μεμιάς / λαχτάρα για ζωή». Στίχοι που χαρακτηρίζουν την εποχή μας πολιτικά και κοινωνικά. Κι εμείς οι καλλιτέχνες, καθώς απευθυνόμαστε στην ψυχή και στο συναίσθημα των ανθρώπων, οφείλουμε να τους ενθαρρύνουμε να συνεχίσουν το κυνήγι των ονείρων τους. Τραγουδάμε την αισιοδοξία».

Με αναφορές, από ό,τι καταλαβαίνω, και στην πολύτιμη και πολύπαθη θάλασσά μας; «Ναι. Στις μετακινήσεις και στα περάσματά της, αλλά και στους έρωτες. Γιατί η Μεσόγειος δεν είναι μάρτυρας μόνο του καημού, των πολέμων και του ξεριζωμού, αλλά και της ομορφιάς, και της αγάπης, και του πολιτισμού, και της διασταύρωσης των τεχνών. Γιατί τι έχουν να χωρίσουν οι λαοί μας; Ο εβραίος μαέστρος Ντάνιελ Μπάρενμποϊμ, λόγου χάρη, που με συμφωνική ορχήστρα και με τον Εντουαρντ Σαΐντ, τον μεγάλο παλαιστίνιο συγγραφέα, έπαιζαν σε όλον τον κόσμο; Κι εμείς με τους Τούρκους; Η θάλασσα είναι στοιχείο μας, είναι μέσα μας. «Τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» αναρωτιέται ο Σεφέρης. Σήμερα, όμως, παρά το ότι είμαστε ένας λαός αλληλέγγυος, η συγκυρία της ανθρώπινης κρίσης με τη δική μας κρίση δημιουργεί μια πάρα πολύ επικίνδυνη κατάσταση».
Πώς την εννοείτε; «Οι οικονομικές δυσκολίες καθηλώνουν τον άνθρωπο μπροστά στην τηλεόραση, η οποία του επιβάλλει συγκεκριμένες εικόνες για να τον κάνει να ξεχάσει. Γίνεται νωθρός, δεν βγαίνει στους δρόμους να διαμαρτυρηθεί και προτιμά να κάνει τον αγώνα του μέσα από τα social media. Και η τρομερή αβεβαιότητα για το αύριο τον απομονώνει, τον κάνει εσωστρεφή και, κατά συνέπεια, μισεί τον διπλανό του και, επομένως, και τον ξένο. Στο βιβλίο «Το μειλίχιο τέρας», ο συγγραφέας του Ραφαέλε Σιμόνε μιλάει για τον πολιτισμό της εικόνας, του θεάματος, που επιτάσσει το πολιτικό σύστημα για να μην αποκτούμε γνώσεις και αυτογνωσία. Αλλά μόνο με αυτογνωσία και Παιδεία μπορούμε να αναλύσουμε σωστά τα πράγματα».
Είμαστε θύματα, δηλαδή; «Ναι. Ολων των κυβερνήσεων, οι οποίες σαφώς έχουν μεγάλες ευθύνες, αφού δεν είχαν διαβλέψει την οικονομική κρίση για να λάβουν μέτρα. Και οι προοδευτικές και αριστερές δυνάμεις, τα ίδια. Αν, όμως, αυτές οι τελευταίες μάς είχαν προετοιμάσει, θα μπορούσαμε να αντισταθούμε και να μη γίνουμε θύματα. Παγιδευτήκαμε αριστεροί και δεξιοί. Και στις μέρες μας, οι παρενέργειες όσων συμβαίνουν είναι ισχυρές: χάνονται οι αξίες, το ηθικό είναι σε πτώση. Τι θα γίνουν οι επόμενες γενιές; Η σημερινή κυβέρνηση δεν έχει τρόπο να βρει λύση, προσπαθεί όπως κάθε προηγούμενη, θέλω να πιστεύω ότι οι προθέσεις της είναι καλές –αλλά δεν μπαίνω σε κομματολογίες».

Κι εσείς είχατε εμπλακεί με την πολιτική. «Ηταν καλό σχολείο σε μια περίοδο, μάλιστα, πόλωσης και δυσκολιών. Ηταν τότε η αντίθεση των μεγάλων πολιτικών Παπανδρέου – Μητσοτάκη και η Αριστερά που έμπαινε στο παιχνίδι. Εγώ ήμουν κοντά στη Μελίνα και στον Σταύρο Μπένο. Ασχολιόμασταν με πολιτιστικά προγράμματα. Η πολιτική, όμως, είναι πολύ δύσκολη και είναι, επίσης, απίστευτη φθορά για έναν καλλιτέχνη. Δεν είναι αυτό που ονειρευόμασταν. Χωρίς να το έχω μετανιώσει, δεν θα ήθελα ποτέ ξανά να ασχοληθώ μαζί της».
Τι ονειρευόμασταν; «Οτι θα κάναμε καλύτερο τον κόσμο. Οτι θα κτίζαμε την ιδανική κοινωνία. Στην ουτοπία είχαμε πιστέψει, εμείς οι αριστεροί –γιατί ήμασταν αριστεροί, εγώ ζούσα σε ένα περιβάλλον της ευρύτερης Αριστεράς, αλλά όχι κομματικό, ποτέ. Και τώρα, όταν μιλάμε για εκείνο το όνειρο, όλοι σχεδόν γελούν. Δηλαδή, ενοχοποίησαν και το όνειρο. Η πραγματικότητα τα σάρωσε όλα».

Γιατί οι πολιτικοί δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε για τα στοιχειώδη;
«Επειδή έχουμε έλλειψη πολιτικού πολιτισμού. Δεν θα έπρεπε σε τεράστια θέματα, όπως η Υγεία και η Παιδεία, να συνεργάζονται τα κόμματα; Γιατί στην Πορτογαλία ή στη Γερμανία τα δύο μεγάλα κόμματα το καταφέρνουν; Εδώ γιατί δεν μπορούμε; Ονειρευτήκαμε και μια Ευρώπη ουμανιστική. Λάθος. Μας βλέπουν τώρα αδύναμους, ότι δεν μπορούμε να συνεννοηθούμε, να εξυγιάνουμε το κράτος, και μας εκμεταλλεύονται».

Εσείς, πάντως, μεγαλώσατε και ανθίσατε καλλιτεχνικά σε μια εποχή εξόχως ενδιαφέρουσα. «Ναι, είχα την τύχη με τους δύο μεγάλους μουσικούς μας, τον Μίκη και τον Μάνο, να τραγουδήσω αυτήν την υψηλή ελληνική ποίηση την οποία έκαναν καθημερινό τραγούδι. Αυτό που έκαναν ήταν κατόρθωμα. Κάτι που συνέχισαν και οι επίγονοί τους. Ο Μίκης εξάντλησε όλους τους ποιητές, μείζονες και ελάσσονες. Τραγουδούσαμε Σεφέρη, και ακόμη κι αν δεν μπορούσε να εμβαθύνει κάποιος, ήταν σημαντικό που μάθαινε τους στίχους και ακόνιζε έτσι την ευαισθησία του. Αυτοί οι δύο σπουδαίοι μουσικοί έφτιαξαν έναν ποιητικό κόσμο, έναν κόσμο μαγείας και ονείρου. Ο Μάνος, όταν συναντούσε έναν νέο, του αποκάλυπτε αμέσως την ερωτική αλήθεια του, ανοίγοντας έναν ουσιαστικό διάλογο για το τραγούδι, την ποίηση, τον έρωτα, την ευθύνη της δουλειάς. Επίσης, οι μεγάλοι λογοτέχνες έγραφαν στίχους που σηματοδοτούσαν πράγματα και άλλαζε ο κόσμος. Οπως ο Σεφέρης, μέσα στη χούντα, με το «Επί ασπαλάθων»».

Αυτήν την ενατένιση των πραγμάτων και τη σιγουριά ότι όλα θα πάνε καλά τη βλέπατε μόνο στον ελληνικό χώρο; «Οχι. Η Κούβα, ο Τσε, τα απελευθερωτικά κινήματα, η Παλαιστίνη –πληγή μόνιμη -, από την άλλη ο αγώνας ενάντια στον ρατσισμό, η Αντζελα Ντέιβις, όλοι ήταν στο πόδι… Και είχαν πάντα και το ένα μάτι προς την Ευρώπη, γιατί εδώ ήταν τα μεγάλα πνεύματα, το μεγάλο «boom», ο Μάης του ’68. Ολα μαζί συνέθεταν μια ανατροπή δημιουργική, μπαίναμε σε μια καινούργια εποχή. Η φαντασία στην εξουσία, δικαιώματα πολιτικά και κοινωνικά, που τα υιοθέτησαν τα αστικά κόμματα και η αστική κουλτούρα, παίρνοντάς τα από τους αριστερούς –να μην το ξεχνάμε αυτό».
Κι εσείς, πώς ήσασταν μέσα σε όλη αυτήν την αναταραχή; «Ημουν πολύ τυχερή γιατί κατά τη διάρκεια της χούντας τραγουδούσα έξω, και μέσα στο καλλιτεχνικό μετερίζι μου είχα επικοινωνία με ξένους, και είδα πώς ενστερνίζονταν το δικό μας τραγούδι. Ηρθε και η Μελίνα από την Αμερική και μιλούσε παντού για την Ελλάδα και κάναμε μαζί, σε όλη την Ευρώπη, συναυλίες και μας σκηνοθετούσε ο Ντασσέν. Εγώ με το τραγούδι μου έδωσα τη μάχη μου. Με ό,τι υψίστης πνευματικής αξίας εξέπεμπαν οι έλληνες ποιητές και μελοποιούσαν οι μεγάλοι μουσικοί μας».

Πολλά τραγούδια συνέγειραν τον κόσμο. «Ασφαλώς. Είχαν πολιτικό μήνυμα. Μήπως δεν έδινε και μήνυμα οικολογικό «Ο εφιάλτης της Περσεφόνης», το καταγγελτικό τραγούδι του Μάνου σε στίχους του Γκάτσου τότε που έφτιαχναν τα διυλιστήρια στην Ελευσίνα; Είχα την τύχη να το ερμηνεύσω και ξέρω ότι με το που το έμαθαν αυτοί οι δύο δημιουργοί, αισθάνθηκαν την ανάγκη να γράψουν αμέσως το τραγούδι. Μαζί και δεμένοι».
Η Αριστερά, όμως, έβαζε και πλαίσια στον πολιτισμό. Κάποιους πρόβαλλε χωρίς να το αξίζουν επειδή βρίσκονταν κοντά της, και άλλους άξιους τους αγνόησε επιδεικτικά. «Βεβαίως, αλλά υπήρχε μια αρωγή, εμείς οι καλλιτέχνες ξέραμε ότι κάπου θα μας στηρίξει. Το ουμανιστικό στοιχείο υπάρχει και σήμερα στον χώρο της Αριστεράς, όμως τι να κάνει μέσα σε αυτήν την απελπισία; Το μόνο που μπορεί να επιτύχει είναι κάποιες πρακτικές για τον πολιτισμό, για το περιβάλλον και λίγο για τις μειοψηφίες και για τα δικαιώματα, όπως το τέμενος ή το Σύμφωνο Συμβίωσης. Αν ήταν άλλη περίοδος, ίσως να τολμούσε τομές εξυγίανσης του συστήματος».

Από όσες πολιτικές προσωπικότητες γνωρίσατε, ποιες σας έκαναν ισχυρότερη εντύπωση; «Ημουν πολύ νέα, σχεδόν παιδί, και το να συναντάς τον Μιτεράν λίγο προτού γίνει πρόεδρος και να βλέπεις τον αγώνα του για να κερδίσει και να μιλάει για την Αρχαία Ελληνική Γραμματεία και τους σύγχρονους συγγραφείς και την τέχνη, για εμένα δεν ήταν μόνον έκπληξη, μου δημιουργούσε δέος. Ή τον Κάστρο, που ήταν ένας μύθος και που τον γνώρισα το ’78, όταν τον επισκέφθηκαν νεολαίες από όλα τα ελληνικά κόμματα, κι εγώ ως καλλιτέχνις».

Εμφανιστήκατε ξανά στην Κούβα. «Ναι, με διευθυντή ορχήστρας τον Λέο Μπράουερ, τον οποίο έφερα στο Μέγαρο Μουσικής το 1996, όταν ο Χρήστος Λαμπράκης άνοιγε τις θύρες του στην ποιότητα, και κάναμε τον Λόρκα με τη Συμφωνική της Κόρντομπα, σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου και σκηνογραφία Γιώργου Πάτσα. Από πολύ νέα, εκτός από τις μεγάλες συναυλίες του Μίκη, είχα την ανάγκη να κάνω και άλλα. Οι πολύ ωραίες συναντήσεις μου με σπουδαίους καλλιτέχνες, όπως ο Λιβανελί, ο Τζον Ουίλιαμς, ο Λούτσιο Ντάλα –που κάναμε μαζί και δίσκο –και άλλοι, μου άνοιξαν παράλληλους δρόμους. Και με τον Μίκη γυρίσαμε αρκετές χώρες της Νότιας Αμερικής. Σταματήσαμε, όμως, αναγκαστικά στο Μεξικό, γιατί στη Χιλή, όπου ήταν προγραμματισμένη η επόμενη συναυλία, εκτυλισσόταν το πραξικόπημα».

Του άνδρα σας (σ.σ.: Τηλέμαχος Χυτήρης), έχετε τραγουδήσει στίχους; «Οχι, και δεν θα ήθελα. Ούτε ο Τηλέμαχος. Είναι πολύ σεμνός και δεν του αρέσει να μπλέκει τα πράγματα. Εχει και αυτός τις δικές του ασχολίες, διαβάζει πολύ, το σπίτι είναι γεμάτο βιβλία –δεν ξέρουμε πού να τα βάλουμε. Είμαστε όμως εκεί μαζί όταν τελειώνει η ημέρα και επιστρέφουμε, και κουβεντιάζουμε…».
Πώς νιώθετε που μεγαλώνετε; «Λόγω ψυχοσύνθεσης, δεν με επηρεάζει πολύ. Δεν είχα ποτέ τέτοιου είδους ανασφάλειες. Ισως επειδή είμαστε έτσι κοντά με τον Τηλέμαχο και φιλοσοφούμε. Εκείνο που με προδίνει είναι οι σωματικές αλλαγές. Υπάρχει μια κόπωση και οι αντοχές είναι λιγότερες. Παρ’ όλα αυτά, όταν μπαίνω στο τραγούδι, ξεχνιέμαι».
Οσα ονειρευόσασταν τα έχετε πραγματοποιήσει; «Οχι, παρότι αισθάνομαι χορτασμένη. Εζησα στιγμές κοσμογονικές με τον Μίκη –όμως ήταν και η συγκυρία τέτοια -, το οδοιπορικό μας ήταν πάρα πολύ έντονο και πλούσιο σε εμπειρίες. Αλλά ο άνθρωπος πάντα θέλει και το παραπέρα. Οταν ακούω μουσικές που τις ζηλεύω και λέω μήπως αυτό μου δώσει μια ιδέα… Αυτά μας κρατούν στη ζωή, κι εγώ δεν έχω άλλο εκτός από την οικογένειά μου, το παιδί μου, την τέχνη μου».

Πώς τα καταφέρατε; Καλλιτέχνις υπερδραστήρια και μάνα; «Μέχρι τα δύο του, έπαιρνα μαζί το παιδί μου, το θήλαζα κιόλας, είχα μια γυναίκα που με βοηθούσε. Υπήρξαν και δυσκολίες, αλλά εντάξει, τώρα ο Στέφανος βρήκε τη ζωή του στη Νέα Υόρκη, είναι 31 χρόνων, ασχολείται με την experimental progressive jazz, αφού προηγουμένως σπούδασε curator στην Aγγλία».
Κυρία Φαραντούρη, υπήρξε κάποιος στόχος στη ζωή σας που δεν πετύχατε; «Στη ζωή καθενός πάντα υπάρχουν σχέδια απραγματοποίητα. Πάντα. Κοιτάζοντας τώρα το παρελθόν, το βλέπω ως πολύ συμπαγές και πυκνό. Πολλά τα έχω ξεχάσει, ίσως ήθελα να τα ξεχάσω. Ο Τηλέμαχος μου τα θυμίζει, με βάζει σε μια διεργασία, πολλοί μου λένε να κάτσω να γράψω, αλλά δεν θέλω, είναι σαν να τελειώνω με τη ζωή. Ενώ ξεκινώντας μια καινούργια δουλειά είναι σαν να πιάνω το νήμα από την αρχή, κάτι που μου δίνει την αίσθηση της συνέχειας στον χρόνο. Σταματώ να τον μετρώ και κάπου ξεχνιέμαι».
Σας ευχαριστώ πολύ, κυρία Φαραντούρη, και σας εύχομαι πολλές ακόμη λαμπρές επιτυχίες. «Αντεύχομαι και σας ευχαριστώ κι εγώ». l
«Πέρα από τα σύνορα»: Ωδείο Ηρώδου Αττικού, στις 22 Ιουνίου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιουνίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ