Hπρόταση στην Αμαλία Μουτούση από τον Δημήτρη Καμαρωτό ήρθε μετά την πρόσκληση που δέχτηκε ο μουσικός από τη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Οι δυο τους, παλιοί γνώριμοι, φίλοι από τα πρώτα βήματα της καλλιτεχνικής τους ζωής, ξεκίνησαν να δουλεύουν ήδη στα τέλη της δεκαετίας του ’80, μαζί και με τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. Ηταν η εποχή της ομάδας «Διπλούς Ερως». Εχοντας κρατήσει το νήμα της επικοινωνίας τους και αφού έψαξαν στο υλικό της αρχαίας τραγωδίας, οδηγήθηκαν στην επιλογή του «Ιππόλυτου». Οι δυο τους, σε έναν διάλογο λόγου και ήχων, συναντώνται στον ιδιαίτερο χώρο του Φιλολογικού Συλλόγου Παρνασσός, στην πλατεία Καρύτση. Μια συνειδητή επιλογή, με πολλαπλές σημασίες.
Η Αμαλία Μουτούση, που ολοκλήρωσε με επιτυχία τη δεύτερη σεζόν στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, συνεχίζει τη διαδρομή της. Μια διαδρομή που καθορίστηκε από τη συνάντησή της με τον Λευτέρη Βογιατζή
–μόνιμο συνοδοιπόρο στην ψυχή της…
Κυρία Μουτούση, πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία; «Ηταν μια ιδέα που είχε ξεκινήσει πριν από λίγα χρόνια με τον Δημήτρη Μαρωνίτη, στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων. Τότε, μαζί και με τον Δημήτρη Καμαρωτό και τον Γιώργο Γάλλο, δουλέψαμε, επί ένα τετραήμερο, πάνω στην αρχαία τραγωδία, με τα δικά μας υλικά, τη μουσική και την ερμηνεία. Στόχος μας ήταν να δούμε πώς όλα αυτά μπορούν να είναι σε μια κοινή λειτουργία, ώστε να τροφοδοτεί το ένα το άλλο».
Μοιάζει σαν να είναι κάτι καινούργιο, ενώ με τον Δημήτρη Καμαρωτό δουλεύετε πολλά χρόνια μαζί… «Είναι κάτι που ξεκινήσαμε να κάνουμε από τις πρώτες παραστάσεις των αρχών του ’90 και έκτοτε δεν υπάρχει ρόλος που να έχω κάνει και να μην οφείλεται στον οργανικό τρόπο που η μουσική υπήρχε στη δουλειά. Εχουμε περπατήσει πολύ μέσα στο θέατρο μαζί. Από το 2000 που ξεκίνησα με τη «Μήδεια», είτε παίζοντας είτε διδάσκοντας, είμαι συνέχεια σε σχέση με αυτό το υλικό. Είναι οι αποσκευές μου. Δεν το έχω αφήσει ποτέ. Το αρχαίο δράμα συμπυκνώνει τις πιο βασικές και ουσιώδεις αρχές της υποκριτικής λειτουργίας και τέχνης. Είναι η αποθέωση της υποκριτικής λειτουργίας».
Γιατί ο «Ιππόλυτος»; «Ξέρετε, έχω και μια παιδική σχέση με τον «Ιππόλυτο». Γιατί ο Αλέκος Αλεξανδράκης μού μίλαγε πολύ για αυτήν την παράσταση, που την είχε κάνει πολύ νέος, όταν ξεκινούσε. Ηταν κορυφαία για εκείνον. Αγαπούσε πολύ τον Ροντήρη και του έδινε μεγάλη δύναμη αυτή η πρώτη του πενταετία στον Ροντήρη με τους μεγάλους ρόλους. Και από εκεί πήγε μετά στην Ελλη Λαμπέτη και ύστερα εκτοξεύθηκε. Τον κουβαλάω πολύ τον Αλέκο σ’ αυτόν τον «Ιππόλυτο»».
Ερμηνεύετε όλους τους ρόλους; «Είναι μια αφήγηση αυτός ο «Ιππόλυτος». Θα αφηγηθώ όλο το έργο, μπαίνοντας και βγαίνοντας σε όλους τους ρόλους. Είναι πολύ αισθητό το πρόσωπο της αφηγήτριας. Και αυτή η αφηγήτρια έρχεται σε αυτόν τον ιστορικό χώρο που διαλέξαμε συνειδητά, τον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός, ώστε μέσα από αυτόν τον χώρο να υπάρξει μνήμη. Γιατί είναι ένα κομμάτι της Ιστορίας μας. Και ο Ιππόλυτος είναι μνήμη, που σαν παραμύθι έρχεται στο παρόν. Σαν να διηγείσαι αυτήν την ιστορία σε ένα παιδί προτού πέσει για ύπνο, αλλά να μπορεί να την ακούσει ολόκληρη πριν κοιμηθεί. Μια ενέργεια που δεν είναι εκρηκτική αλλά διεισδυτική. Δεν έχει σκληρότητα. Και αυτός είναι ο στόχος. Να μη χάσει τη δύναμή του αλλά να αυξηθούν οι αιχμές του. Κι εδώ είναι ο διάλογος με τη μουσική, ο συνδυασμός και η συνύπαρξη».
Μήπως βάζετε δύσκολα στο κοινό; «Για το κοινό πρέπει να είναι το πιο εύκολο πράγμα, όχι όμως και το πιο συνηθισμένο. Η πρόσληψή του να γίνεται απνευστί. Σαν ένα μακροβούτι μέσα στη θάλασσα, που μπαίνεις και βγαίνεις. Αυτό είναι το όνειρό μου, στο θέατρο γενικότερα. Πώς βλέπεις τα ζευγάρια στην παγοδρομία και γλιστράνε πάνω στον πάγο και αναρωτιέσαι αν είναι τόσο απλό όσο εκείνοι το κάνουν να φαίνεται. Που γίνεται σαν να είναι αέρας. Με τροφοδοτεί και με εξελίσσει η επαφή με το υλικό του θεάτρου. Σαν αποτέλεσμα έρχεται η παράσταση».
Επηρεάζεστε από τις αντιδράσεις του κόσμου; «Μαθαίνω πολλά από το κοινό. Δεν σκέφτομαι ότι να, τώρα, θα μπει το κοινό. Αλλά σαν να άνοιξε ο αέρας την πόρτα. Εγώ είμαι πάντα εκεί. Και αυτό μού δημιουργεί μια σχέση ησυχίας με τους ανθρώπους. Οσο μεγαλώνω μου συμβαίνει όλο και πιο πολύ. Παλαιότερα είχα την αγωνία της σχέσης με τον κόσμο. Τώρα επιδιώκω μια πιο ήσυχη σχέση».
Τελικά το θέατρο είναι τι κάνεις ή με ποιους το κάνεις; «Πάντα είναι πολύ σημαντικό με ποιους το κάνεις. Νιώθω τυχερή γιατί μέσα στα χρόνια έχω πραγματικά την πολυτέλεια να διαλέγω. Να μπορείς να διαλέξεις. Το θέατρο είναι μόνο σχέσεις, όπως και η ζωή. Γι’ αυτό πιστεύω ότι έχει συμπύκνωση ζωής μέσα του, έχει ουσία ζωής συμπυκνωμένη».
Σας καθορίζει ο άλλος επί σκηνής; «Στο θέατρο είναι πάντα ο άλλος: Ο άλλος στο κοινό, ο άλλος ο συμπαίκτης σου, ο άλλος ο ρόλος σου. Γιατί και ο ρόλος είναι ένας άλλος. Η συνάντηση θα δώσει το αποτέλεσμα. Σαν την αγάπη. Οπως όταν ερωτεύονται δύο άνθρωποι, ο καρπός τους δεν είναι ούτε του ενός ούτε του άλλου αλλά είναι κάτι που βγαίνει από το μαζί. Ενα τρίτο πράγμα, αυτόνομο τελικά. Αυτό που με κάνει να επιθυμώ να ζω με κάνει και να επιθυμώ το θέατρο. Ο άλλος, η συνύπαρξη, το μοίρασμα, ο αποδέκτης. Αλλιώς θα ήταν κάτι κλειστό. Κι αυτό δεν με ενδιαφέρει».
Σας καθόρισαν, λοιπόν, οι συναντήσεις… «Νομίζω ότι αν δεν συναντούσα τον Μιχαήλ Μαρμαρινό…».
Τυχαία; «Δεν μπορεί να ήταν τυχαίο ότι εκείνη την εποχή, από όλους τους ανθρώπους, συναντηθήκαμε θεατρικά με τον Μιχαήλ. Σε ένα πιο φαινομενικό πλαίσιο δεν είχαμε κοινά πράγματα. Οταν τον ρώτησα «Πώς τη λένε την ομάδα σου» και μου είπε «Διπλούς Ερως»… Αν είχα μείνει στο Θέατρο Τέχνης, αν είχα πάει να παίξω με τη μητέρα μου (σ. σ. Νόνικα Γαληνέα) που τότε ανέβαζε παραστάσεις με σημαντικούς σκηνοθέτες, όπως ο Κακογιάννης και ο Βολανάκης, καλά έργα, θα μπορούσα να μείνω εκεί. Επαιξα με τη μητέρα μου στη «Βεντάλια της λαίδης Γουίντερμιρ» κι αυτό ήταν… Μετά, στον «Γάμο της Αντιγόνης», στη Στοά με τον Θανάση Παπαγεωργίου… Ημουν κι ένα παιδί της εποχής μου».
Πώς συναντηθήκατε με τον Μαρμαρινό; «Ηρθε και με είδε σε μια παράσταση, στο Θέατρο της Ανοιξης. Επαιζα την Ανια στον «Βυσσινόκηπο» –το πρώην θέατρο Νέο Ριάλτο, που έχει μετονομαστεί σε Αλέκος Αλεξανδράκης. Και μου είπε να πάω στην ομάδα που είχε ήδη φτιαχθεί με την Αντζελα Μπρούσκου, τη Μαρία Σταύρακα και τον Μιχάλη Βιρβιδάκη. Είχαν κάνει Πίντερ, τον «Εραστή»».
Ποιες ήταν οι πρώτες εντυπώσεις σας; «Φαινομενικά όλο αυτό που έκανε ο Μιχαήλ δεν το καταλάβαινα. Δεν μιλούσαμε τότε την ίδια γλώσσα. Και σιγά σιγά άρχισα να ανακαλύπτω μέσα εκεί ένα κομμάτι του εαυτού μου, το οποίο δεν το ήξερα. Είχε να κάνει με την αγάπη, σαν το υλικό του Σεφέρη που ενώ γράφει έχει κάτι σωματικό. Εκεί αισθάνθηκα πολύ την καλλιτεχνική μου φύση, εκεί τη βρήκα. Από τις πρόβες καταλάβαινα ότι είμαι ένα όργανο που θέλει κούρδισμα και άρχισα να συνειδητοποιώ ότι εγώ είμαι το όργανο που πρέπει να ηχήσει, να μιλήσει, τα τρέξει, να γελάσει… Και ξαφνικά θέατρο και ζωή έγιναν ένα. Ενιωσα ότι με τον εαυτό μου πρέπει να εργαστώ. Στη σχολή το είχα καταλάβει ως ψυχολογία, αλλά εμπεριείχε νευρικότητα, φόβο, αγωνία. Δεν είχε αυτό το καθαρό που δεν επεμβαίνεις μέσα του».
Ενα είδος θεατρικής μεθόδου; «Μαθαίνεις έτσι σε μια σχέση με τον εαυτό σου και αφού αγαπάς τόσο πολύ αυτό που κάνεις μπορείς να το κάνεις και όταν δεν είσαι καλά, γιατί παίρνεις τόση χαρά που σε κάνει καλά. Στη ζωή μου πιο εύκολα θα αφεθώ. Είμαι νευρική, έχω νεύρα, χωρίς να θυμώνω. Αυτό το στοιχείο στη ζωή μου το ελέγχω πολύ πιο δύσκολα. Το θέατρο το υπερβαίνει και έτσι είμαι λιγότερο νευρική από τη ζωή».
Ποια ήταν η πρώτη σας δουλειά με την ομάδα «Διπλούς Ερως»; «Ηταν στο Εργοστάσιο των αδελφών Μελετόπουλου, στη Βουλιαγμένης, το «Σαν γουρούνια» του Τζον Αρντεν, Μάνος Σταλάκης, Αντζελα Μπρούσκου, ο Μιχαήλ, εγώ, και άλλα παιδιά. Παίχτηκε για δέκα παραστάσεις και μετά έκλεισε το Εργοστάσιο. Εχουμε φάει πολύ δρόμο σ’ αυτούς τους χώρους. Τότε, στα 21-22, δεν ήταν ανατρεπτικό αυτό. Το να περπατάω στην Πειραιώς και να ψάχνουμε μέσα στις αποθήκες των βαρελιών τα βαρέλια που θα ήταν σκηνικό στην παράσταση, τότε δεν ήταν ανατρεπτικό».
Πώς εσείς, ένα κορίτσι μεγαλωμένο με αυστηρή ανατροφή, ψάχνατε βαρέλια στους δρόμους; «Ημουν πάντα αλητάμπουρας. Ναι, υπήρχε η αυστηρή ανατροφή από το σπίτι μου, αλλά συγχρόνως ήμουν ένα παιδί πολύ ελεύθερο για να κάνει αυτά που ήθελε να κάνει. Οι γονείς μου έλειπαν. Η μητέρα μου είχε το θέατρο. Δεν είχα την κλασική μαμά να με προσέχει πού θα πάω και τι κάνω… Είχα την ελευθερία μου».
Σας γοητεύει πάντα το ίδιο θέατρο; «Θα βαριόμουν πολύ να κάνω ένα θέατρο που δεν αφυπνίζει την ψυχή μου. Πώς αφυπνίζεται η ψυχή; Αυτό είναι για τον καθένα ξεχωριστό. Η δική μου σχέση ήταν πάντα αυτή. Να τρυπώνουμε για να βρούμε τη ζωή που είναι κρυμμένη. Κι αυτό δεν έχει πάψει ποτέ να με ακολουθεί».
Και μετά; «Από το Εργοστάσιο πήγαμε στην Κλεομένους, όπου ανεβάσαμε το έργο του Ζαν Ζενέ «Κλίμαξ» (ή «Υψηλή εποπτεία»). Ηταν σε έναν χώρο μέσα σε μια πολυκατοικία. Και αμέσως μετά, το ’87, πήγαμε στο υπόγειο του Ιλίσια, στο στούντιο. Από εκεί άρχισε να μας βλέπει η μητέρα μου. Το πρώτο έργο ήταν «Οι Μικροαστοί» του Μπρεχτ, μετά ο Χάινερ Μίλερ, «Η ελευθερία της Βρέμης»…».
Τότε σκεφτόσασταν το μέλλον, τη δική σας πορεία; «Οταν ξεκινάς δεν σκέφτεσαι καθόλου την πορεία σου. Ούτε τώρα τη σκέφτομαι. Απλώς έχω μια πιο σφαιρική αντίληψη. Δεν έχω να αναπολώ, γιατί νιώθω ότι τίποτα μα τίποτα από το αληθινό κομμάτι της πορείας μου στο θέατρο, η αγάπη μου, δεν έχει σταματήσει».
Ούτε λοξοδρομήσατε; «Ναι, έμεινα πιστή σε αυτό το θέατρο, όχι με την έννοια της πίστης σε μια ιδεολογία, αλλά σε σχέση με τον προσωπικό μου βηματισμό. Το πώς μορφώνομαι από το θέατρο, από τους ρόλους, τα έργα, τον άλλο, τους γύρω μου, πώς με αλλάζουν και με επηρεάζουν, πώς με τον τρόπο με τον οποίο συνδέομαι μαζί τους επανέρχομαι στο κέντρο μου. Αναζητώ το όλο και πιο απλά. Δεν χρειάζεται να το κάνουμε και θέμα».
Η απλότητα είναι ο στόχος; «Ναι, θα ήθελα να υπάρχει μια απλότητα. Για αυτήν προσπαθώ, όσο δύσκολο κι αν είναι. Αλλά, αλήθεια, τι είναι εύκολο;».
Η νέα παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών «»Ιππόλυτος» του Ευριπίδη –Ολη η τραγωδία σε μια μουσική για λέξεις» παρουσιάζεται στον Φιλολογικό Σύλλογο Παρνασσός (πλατεία Καρύτση 8) από τις 07 έως τις 11/06.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 3 Ιουνίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ