Το ασανσέρ οδηγούσε σε μια μίνιμαλ τραπεζαρία. Εκεί, προγραμματιστές γύρω στα 25, ντυμένοι με Τ-shirt και αθλητικά παπούτσια, έπαιρναν το μεσημεριανό τους και αστειεύονταν προτού συνεχίσουν τη δουλειά στα αντίστοιχης μετα-βιομηχανικής αισθητικής γραφεία τους με τα γυάλινα χωρίσματα. Η αίσθηση ήταν ότι βρίσκεσαι σε κάποιο από τα διάσημα για το design και για τις παροχές τους Googleplex ανά τον κόσμο, όμως όλα αυτά συνέβαιναν στο Μαρούσι. Στα γραφεία της Workable, μιας online πλατφόρμας αναζήτησης προγραμματιστών που έχει απορροφήσει επενδύσεις ύψους 34 εκατομμυρίων δολαρίων και διαθέτει 3.500 πελάτες σε 50 χώρες, είχε οριστεί το ραντεβού με τον Γιώργο Τζιραλή.
Ο 35χρονος συνιδρυτής –μαζί με τον Πάνο Παπαδόπουλο –του venture capital fund Marathon, το οποίο παρουσιάστηκε τον προηγούμενο μήνα και συγκεντρώνει ιδιωτικά και ευρωπαϊκά κεφάλαια ύψους 8 εκατομμυρίων ευρώ προς επένδυση σε ελληνικές startups, «φιλοξενείται» μαζί με την υπόλοιπη ομάδα στα γραφεία της Workable. Η Workable, προτού καθιερωθεί και μεγαλώσει, είχε λάβει χρηματοδότηση από το προηγούμενο επενδυτικό σχήμα το οποίο είχε (συν)ιδρύσει ο Γιώργος Τζιραλής, το Openfund. Το δημοφιλές Τaxibeat, που επίσης πριν από έξι χρόνια άρχισε με κεφάλαια του Openfund, εξαγοράστηκε πριν από λίγους μήνες από τον γερμανικό κολοσσό Daimler προς, σύμφωνα με δημοσιεύματα, 7,5 εκατομμύρια ευρώ.
Οι λεπτομέρειες της εξαγοράς αυτής, όπως και η ίδρυση του Marathon, παρουσιάστηκαν στο κατάμεστο αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς την τελευταία Παρασκευή του Μαρτίου, στο πλαίσιο της 86ης διοργάνωσης Open Coffee. Οι συγκεντρώσεις Open Coffee είναι ακόμη ένα εγχείρημα του νεαρού μηχανολόγου. Πρόκειται για έναν ανοιχτό καφέ μεταξύ ανθρώπων της τεχνολογίας και της επιχειρηματικότητας. Οι συναντήσεις άρχισαν τον Μάιο του 2007 σε μια διαφορετική Ελλάδα και συγκεκριμένα σε έναν χώρο που δεν υπάρχει πλέον, στο café του βιβλιοπωλείου Ελευθερουδάκης στην οδό Πανεπιστημίου. Τότε εμφανίστηκαν περί τα 25 άτομα.
Οι ελληνικές startup επιχειρήσεις, παρά τη μεγάλη προβολή τους (συνήθως για τους λάθος λόγους), αποτελούν ένα αθόρυβο success story που, αν δεν ταυτίστηκε, σίγουρα συνέπεσε με την Ελλάδα της κρίσης. Πρόκειται για την ελληνική αντανάκλαση ενός παγκόσμιου boom. Συνδέεται με τους τρόπους με τους οποίους η τεχνολογία ορίζει πλέον τη ζωή μας και με την αξία που αυτοί μπορεί να έχουν. Πώς είναι, όμως, η άλλη πλευρά; Πώς είναι να επιχειρείς, να ζεις και να υποστηρίζεις οικονομικά τέτοιες ιδέες στην πολυμνημονιακή Ελλάδα; Ο Γιώργος Τζιραλής είναι ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος να απαντήσει σε αυτές τις ερωτήσεις.

Γιατί ονομάσατε Marathon το fund; Είναι, αλήθεια, η επιχειρηματικότητα στην Ελλάδα ένας μαραθώνιος; «Δεν είναι μόνο στην Ελλάδα. Γενικώς, το να κάνεις μια startup είναι κάτι εκ φύσεως πάρα πολύ δύσκολο. Ο μαραθώνιος, όμως, έχει κάποιες ποιότητες που ξεχωρίζουμε. Προσωπικά, τον έχω τρέξει κιόλας, όπως και ακόμη ένα μέλος της ομάδας μας, ελπίζουμε και οι υπόλοιποι δύο κάποια στιγμή».
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του μαραθωνίου που ξεχωρίζετε εσείς; «Είναι μια δοκιμασία που σε κάνει να ανακαλύψεις εκ νέου τον εαυτό σου. Λειτουργεί και ως φίλτρο. Στο τέλος της ημέρας απολαμβάνεις τόσο τη διαδρομή όσο και τον τερματισμό. Οταν τερματίζεις αισθάνεσαι ότι έχεις κάνει το μεγαλύτερο πράγμα στον κόσμο».
Πότε «τερματίζει» ένας startupper; «Σε πολλές περιπτώσεις, αλλά σίγουρα όχι άμεσα. Αναζητούμε τους ανθρώπους εκείνους που έχουν αντίστοιχα ιδανικά και κίνητρα και κυρίως εκείνους που είναι διατεθειμένοι να περάσουν από μια τέτοια διαδικασία. Θα βάλουν δουλειά, προπόνηση, ιδρώτα, με την προσδοκία ότι αργότερα όλα αυτά θα αποδώσουν. Ενα venture capital fund, όπως και μια startup, δεν είναι μια επένδυση που θα αποδώσει αύριο το πρωί».
Ασχολείστε με την επιχειρηματικότητα εδώ και περίπου μία δεκαετία. Παρ’ όλα αυτά, δεν έχετε επιχειρήσει ποτέ ο ίδιος, με την παραδοσιακή μορφή μιας επιχείρησης. Είναι μια αντίφαση. «Εχω ιδρύσει στο παρελθόν δύο startups οι οποίες δεν πήγαν πολύ μακριά. Ωστόσο, ακριβώς για αυτόν τον λόγο είμαι ευτυχής που συνεργάζομαι με τον Πάνο Παπαδόπουλο, ιδρυτή του BugSense. Είναι μια εταιρεία που με ελάχιστη αρχικά χρηματοδότηση κατάφερε να γίνει μία από τις πιο δημοφιλείς πλατφόρμες για Android developers και τελικά να εξαγοραστεί από εισηγμένη εταιρεία στις ΗΠΑ. Φέρνουμε στο τραπέζι συμπληρωματικές δεξιότητες».
Οι επιχειρήσεις που κάνουν αιτήσεις για χρηματοδότηση στην Ελλάδα της ύφεσης πώς μοιάζουν; «Είναι πολύ χρήσιμο να δει κάποιος την πραγματικότητα, όχι με βάση κάποια σύγκριση με το χωράφι του απέναντι που είναι πάντα πιο πράσινο, αλλά με βάση το από πού αρχίζει κάποιος και πού έχει φτάσει. Αυτός είναι και ο καλύτερος τρόπος να προβλέψεις το πού θα πας».
Πού ήμασταν και πού φτάσαμε; «Ολα αυτά τα χρόνια έχει δημιουργηθεί κάτι που δεν υπήρχε καθόλου: μια κοινότητα ανθρώπων οι οποίοι ζουν και αναπνέουν για τη σχέση τους με την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογία. Είναι η μαγιά για πολλά ενδιαφέροντα πράγματα, κάποια από τα οποία έχουν ήδη αποκτήσει σάρκα και οστά και μπορεί να δει κανείς τα αποτελέσματα».

Το Taxibeat, μια εταιρεία στην αρχική χρηματοδότηση της οποίας έχετε εμπλακεί μέσα από το Openfund, πουλήθηκε στην Daimler προς 7,5 εκατομμύρια ευρώ. Αποτελούν τα success stories ένα κίνητρο για κάποιον να επιχειρήσει;
«Σίγουρα το ότι μπορεί κάποιος να είδε ανθρώπους της διπλανής πόρτας οι οποίοι έκαναν κάτι που ίσως πριν από λίγα χρόνια να έμοιαζε τρελό ή αδύνατο παίζει ρόλο. Αλλά σιγά σιγά φαίνεται ότι αυτό δεν είναι τόσο αδύνατο. Προφανώς δεν είναι εύκολο. Προφανώς το πιο πιθανό σενάριο είναι η αποτυχία. Oμως έτσι αντλεί κάποιος γνώση από τις εμπειρίες του. Σε συνδυασμό με την έλλειψη πολλών άλλων ελκυστικών επιλογών στην Ελλάδα, όλο και περισσότεροι άνθρωποι έχουν αντίστοιχες παραστάσεις».

Πώς είναι για έναν Ελληνα η «κοιλάδα του θανάτου», όπως αποκαλείται η αρχική περίοδος όταν ένας startupper δεν βρίσκει επενδυτές και πόρους; Είναι περισσότερο άνυδρη και ζοφερή εδώ από ό,τι οπουδήποτε αλλού στον κόσμο;
«Νομίζω ότι ο θάνατος είναι παντού ίδιος».
Δεν υπάρχει μια ελληνική ιδιαιτερότητα που να έχετε παρατηρήσει; «Η πρόκληση που ισχύει ίσως λίγο περισσότερο για την Ελλάδα είναι ότι κανείς δεν ήταν συμφιλιωμένος με την αποτυχία. Μέχρι πριν από λίγα χρόνια όλοι γνωρίζαμε ότι υπάρχουν επιλογές που «σου εξασφαλίζουν το μέλλον». Για να εξασφαλίσει το μέλλον του κάποιος θα έπρεπε να εργαστεί στο Δημόσιο ή σε μια αργοκίνητη μεγάλη επιχείρηση που σπανίως κάνει απολύσεις. Στην πράξη φάνηκε ότι τέτοιες επιλογές δεν υπάρχουν. Ομως το στίγμα της αποτυχίας πλέον δεν υπάρχει και αυτό είναι κάτι που έχει βοηθήσει πολύ».
Δεν έχει, όμως, δημιουργηθεί και ένα λάιφσταϊλ γύρω από τις startups; Μια τάση με όχι αμιγώς επιχειρηματικά χαρακτηριστικά; «Προφανώς η λέξη startup χρησιμοποιείται σήμερα πολλές φορές καταχρηστικά».
Τι είναι startup; «Μια εταιρεία που παράγει κάτι καινούργιο και δεν ακολουθεί ένα δεδομένο επιχειρηματικό μοντέλο. Προσπαθεί να δημιουργήσει αξία από το μηδέν συχνά κάνοντας πράγματα που δεν έχουν ξαναγίνει. Ωστόσο, για να επιστρέψω στο προηγούμενο, ακόμη και αν κάποιος το βλέπει επιφανειακά, είναι και αυτό χρήσιμο. Ξεκινώντας από το μηδέν, μοιραία έρχεται κάποια στιγμή το buzz. Αυτό φέρνει κόσμο που δεν είναι απαραίτητα συμβατός. Αυτοί σύντομα θα απογοητευτούν και θα προχωρήσουν στην επόμενη μόδα. Αλλά είναι το ίδιο buzz που φέρνει και άλλους οι οποίοι θα δημιουργήσουν αξία».
Στο Ισραήλ, στο πολυσυζητημένο «startup nation», έχουν ξεπηδήσει πολλές startups που αναπτύσσουν τεχνολογίες στον αγροτικό τομέα, π.χ. στην άρδευση. Στην Ελλάδα, παρά τον μεγάλο αγροτικό τομέα, ελάχιστοι νέοι επιχειρηματίες διατηρούν αντίστοιχες επιχειρήσεις, παρόλο που προφανώς υπάρχει εκεί μια μεγάλη ευκαιρία. Μήπως είναι και η ενασχόληση με την τεχνολογία ένας τρόπος να φύγεις από την οικογένεια και τα επαγγέλματα των γονιών και των παππούδων; «Σίγουρα, κάνοντας μια startup μπαίνεις σε μια άλλη πραγματικότητα. Ωστόσο, δεν το πιστεύω τόσο αυτό που λέτε. Το να κάνεις μια startup προϋποθέτει κυρίως τεχνολογικό υπόβαθρο. Είναι εκ των πραγμάτων αρκετά δύσκολο να καταλάβει ένας τεχνολόγος πώς λειτουργεί η γεωργία. Είναι δύσκολο να δημιουργηθούν ομάδες που να τα συνδυάζουν όλα. Για να είμαι ειλικρινής, θεωρώ ότι διεθνώς δεν υπάρχουν όσες αγροτικές startups θα έπρεπε. Δεν είναι, όμως, μόνο ο αγροτικός τομέας. Υπάρχουν πολλοί τομείς που είναι πιο παραδοσιακοί και ακόμη δεν έχει μπει πολύ η τεχνολογία, όπως η ναυτιλία. Πλέον η τεχνολογία επεκτείνεται σε κλάδους που μέχρι πρότινος δεν είχε αγγίξει και εκεί θα δούμε πραγματικά μεγάλα πράγματα τα επόμενα χρόνια. Αυτές είναι και οι ιδέες και εταιρείες που αναζητούμε».
Ζητάτε από τις επιχειρήσεις που θα κάνουν αίτηση να έχουν κάποια βάση στην Ελλάδα. Τι προσφέρει η χώρα ως έχει σήμερα; «Το πιο σημαντικό είναι η διαθεσιμότητα του ταλέντου. Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες τεχνολογίας ανά τον κόσμο είναι ότι δεν βρίσκουν όσο ταλέντο χρειάζονται με την παράλληλη ποιότητα και αφοσίωση που απαιτείται. Μια εταιρεία στην Καλιφόρνια κατά κανόνα δεν βρίσκει να προσλάβει μηχανικούς. Αν μια μεγάλη αμερικανική εταιρεία εξαγοράσει μια ελληνική, ένας από τους σημαντικότερους λόγους θα είναι γιατί είναι πολύ εύκολο να αυξηθεί ο αριθμός των εργαζομένων σε όρους κόστους και επειδή αυτοί δεν θα φεύγουν προς την επόμενη hot εταιρεία κάθε έξι μήνες, όπως συμβαίνει εκεί. Υπάρχουν πολύ καλά εκπαιδευμένοι άνθρωποι εδώ. Ταυτόχρονα είναι κοσμοπολίτες που πραγματικά κατανοούν τον δυτικό κόσμο, καθώς είναι κομμάτι του. Μέχρι πρότινος υπήρχαν μόνο ακαδημαϊκά εχέγγυα. Πλέον αποκτούν παραστάσεις και από το επιχειρείν».
Δεν βρίσκονται όλοι αυτοί ανάμεσα στους 400.000 που έφυγαν με το κύμα του brain drain; «Ακόμη και αυτοί που έφυγαν είναι ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Το βλέπουμε συνδυαστικά. Οι άνθρωποι που έφυγαν συνομιλούν με αυτούς που έμειναν. Ενίοτε έχουν και κοινές επιχειρηματικές ιδέες. Ούτως ή άλλως, πλέον οι ομάδες δεν χρειάζεται να βρίσκονται όλη μέρα στο ίδιο δωμάτιο. Μπορούν να εργαστούν και εξ αποστάσεως».
Καθώς αναφερθήκατε στην κατάσταση που επικρατεί στην Αμερική, κάποιοι ακόμη μιλούν για φούσκα. Πώς γίνεται το Snapchat, μια ζημιογόνα επιχείρηση, να έχει τέτοια δυσθεώρητη κεφαλαιοποίηση με την είσοδό της στο χρηματιστήριο; Τι στο καλό βλέπουν οι επενδυτές; «Η αγορά είναι πιο σοφή από εμάς. Αν υπάρχει μια εφαρμογή που την έχουν στο τηλέφωνό τους 100 εκατομμύρια νέοι άνθρωποι, οι οποίοι θα οδηγήσουν την αγορά τα επόμενα χρόνια, και αυτοί περνούν μισή ώρα την ημέρα κατά μέσο όρο στην εφαρμογή, αυτό, αργά ή γρήγορα, θα γίνει κέρδος. Από έναν βαθμό ωριμότητας των μεγεθών και έπειτα είναι λίγο πολύ δεδομένο το τι θα ακολουθήσει».
Ετσι αναζητείτε κι εσείς το «Snapchat» σας; «Οταν βλέπουμε μια πολύ καλή ομάδα η οποία κάνει κάτι καινοτόμο που βγάζει νόημα σε μια αγορά που αναμένεται να αναπτυχθεί ραγδαία στο άμεσο μέλλον, παίρνουμε ένα ρίσκο. Κάνουμε μια αποτίμηση που δεν σχετίζεται απαραιτήτως με τα έσοδα της επιχείρησης αυτής. Πολλές φορές αποτυγχάνουμε. Αλλες φορές, όμως, αυτό λειτουργεί».
Τι είναι εκείνο που σκέφτεστε ακριβώς προτού πείτε το «ναι» ή το «όχι» σε εταιρείες οι οποίες ζητούν χρηματοδότηση; «Στο τέλος της ημέρας κοιτάμε τρία βασικά πράγματα. Το πρώτο είναι η ομάδα. Αναζητούμε ανθρώπους που καταλαβαίνουν ταυτόχρονα από τεχνολογία, από επιχειρήσεις και από την αγορά τους. Που έχουν πρώτοι πάρει το ρίσκο να αφοσιωθούν σε αυτό που κάνουν προτού τους ακολουθήσει οποιοσδήποτε άλλος. Και που δεν θεωρούν ότι σε δύο χρόνια θα είναι πλούσιοι. Πιστεύω ότι το κέρδος λειτουργεί μόνο όταν είναι παραπροϊόν μιας αξίας κατά πολύ μεγαλύτερης. Δεύτερο κριτήριο είναι η αγορά. Μας ενδιαφέρει να ασχοληθούμε με αγορές που συνεχώς αναπτύσσονται. Τελευταίο έρχεται το προϊόν, γιατί είναι αυτό που μπορεί να αλλάξει. Μια startup έχει την ευκαιρία να προσαρμόζει το προϊόν της πολύ γρήγορα».
Ανάμεσα στα αγαπημένα σας βιβλία είναι η «Σοφία του πλήθους», του αμερικανού οικονομολόγου Τζέιμς Σουροβίτσκι. Στην Ελλάδα των τελευταίων χρόνων το πλήθος κλήθηκε πολλές φορές να αποφασίσει. Πιστεύετε ακόμη στη σοφία του; «Το πλήθος στην περίπτωση του βιβλίου είναι οι άνθρωποι της κοινότητάς μας. Η δική μας κοινότητα στην Ελλάδα είναι πολύ δραστήρια. Αυτό είναι το πλήθος που μας εκπροσωπεί. Ο καθένας, κάθε ημέρα που περνάει, ψηφίζει με τον χρόνο του το τι είναι σημαντικό ή όχι. Αν έχουμε έρθει μέχρις εδώ από μια κοινότητα που δημιουργήθηκε από το μηδέν, οφείλουμε να την επεκτείνουμε, ακριβώς επειδή δεν παίζουμε κάποιο παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος (σ.σ.: όρος της θεωρίας των παιγνίων που αναφέρεται σε καταστάσεις με απόλυτα και μετρήσιμα αποτελέσματα). Είναι μια διαδρομή που θέλουμε να τη φτάσουμε μέχρι το τέλος».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 29 Απριλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ