«Είναι ένας τραγουδιστής που έρχεται από το μέλλον», μου είπε για τον Θοδωρή Βουτσικάκη ένας από τους διάσημους συνθέτες μας έπειτα από μια συναυλία στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης τον Μάιο του 2015. Παρότι δεν διαφωνούσα, θεώρησα ότι η φράση αυτή ίσως ήταν κάπως υπερβολική. Ωστόσο, δύο χρόνια μετά, το μέλλον έρχεται σιγά σιγά. Ο Θοδωρής Βουτσικάκης, μόλις 29 ετών, είναι ο πρωταγωνιστής στο τόλμημα του Δημήτρη Μαραμή να διασκευάσει τον «Ερωτόκριτο» σε μιούζικαλ με στοιχεία τζαζ και μπλουζ συνδυασμένα με την κρητική παράδοση και το ιδιαίτερο μουσικό ύφος του συνθέτη, ενώ διατηρείται ο έμμετρος λόγος του Βιτσέντζου Κορνάρου. Πρόκειται για ένα έργο που είναι παραγγελία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για να σηματοδοτήσει την επανεκκίνηση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Σε μια χώρα που τα περισσότερα νέα ταλέντα σε όλους τους τομείς (από τα μαθηματικά έως τη ζωγραφική) έχουν αναγκαστεί να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό, είναι όμορφο να παρακολουθείς και να συνομιλείς με τους λίγους που επιμένουν για να πετύχουν την εξαίρεση στον κανόνα της περιρρέουσας ευτέλειας.
Η Ελλάδα έχει πλεόνασμα τραγουδιστών. Πρέπει να υπάρχει ένας τραγουδιστής σε κάθε σπίτι, όπως υπάρχει και ένας πρωθυπουργός, ή και περισσότεροι, ανά οικογένεια. Εσείς είστε άλλος ένας τραγουδιστής ή ένας τραγουδιστής που ξεχωρίζει; «Δεν ξέρω πόσο δόκιμο είναι να το απαντήσω αυτό εγώ. Θέλω να πιστεύω ότι είμαι ένας τραγουδιστής που ξεχωρίζει. Ωστόσο, πολλοί είναι αυτοί που μπορούν και θέλουν να γίνουν καλοί τραγουδιστές».
Τι σημαίνει «καλός τραγουδιστής»; «Δεν εννοώ προφανώς το να αποδίδεις σωστά τη μελωδία, αλλά το να φτάνεις στην ουσία. Καλός τραγουδιστής σημαίνει ότι είσαι παραγωγικός, έχεις γνώση, πειθαρχία, ήθος και σταθερότητα και με την τέχνη σου μεταδίδεις στο κοινό τη δική σου αλήθεια».
Γιατί έχουμε τόσο πάθος στην Ελλάδα να γίνουμε τραγουδιστές; Μέχρι και εγώ τραγουδάω μέσα στο σπίτι. «Γιατί δεν γίνατε τραγουδιστής για να τραγουδάτε και έξω από το σπίτι;».
Μάλλον γιατί ντρέπομαι λίγο. Δεν είναι λίγοι, όμως, όσοι δεν ντρέπονται καθόλου. Γιατί όλη αυτή η πρεμούρα με το τραγούδι; «Σε ό,τι αφορά το συναισθηματικό κομμάτι, το τραγούδι καλύπτει την ανάγκη της έκφρασης. Θεωρείται μια εύκολη οδός έκφρασης και μάλλον γι’ αυτό υπάρχει αυτή η εμμονή πολλών να γίνουν τραγουδιστές. Ισως συμβαίνει κάτι αντίστοιχο στην υποκριτική, ενώ στη γλυπτική και στη ζωγραφική, καθώς αποτελούν πιο μοναχικές μορφές έκφρασης, δεν βλέπουμε την ίδια συμμετοχή».
Εσείς πώς φτάσατε κοντά στο τραγούδι; Τραγουδούσατε από μικρός; «Ναι, τραγουδάω από πολύ μικρός».
Πόσο μικρός; «Γύρω στα πέντε μου. Τότε άρχισε να μου κινεί το ενδιαφέρον το τραγούδι».
Ποια ήταν τα πρώτα σας ερεθίσματα; Τα προσέφερε η οικογένειά σας; «Και η μητέρα και η γιαγιά και ο πατέρας. Και οι τρεις με ωραία φωνή –και μάλλον ωραιότερη αυτή της γιαγιάς μου. Στην οικογένεια λένε ότι από τη γιαγιά μου πήρα το ταλέντο. Με παρότρυναν να τραγουδώ καθώς έβλεπαν ότι άκουγα κάτι που μου άρεσε και προσπαθούσα να το πω».
Η καταγωγή της γιαγιάς; «Από την Αδριανούπολη της Ανατολικής Θράκης. Γενικά το προσφυγικό στοιχείο είναι έντονο στην οικογένειά μου. Εχω καταγωγή από τη Μικρά Ασία και από τον πατέρα μου».
Είστε νεότατος. Ησασταν πέντε ετών το 1993. Τι ακούγατε τότε στο σπίτι σας; «Αυτά που ακούγαμε δεν είχαν απαραίτητα σχέση με την εποχή. Η γιαγιά μου η Θεοδώρα είχε αδυναμία στον Γιάννη Βογιατζή και στα τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου. Η μητέρα μου αγαπούσε το Νέο Κύμα. Επιανε την κιθάρα τα καλοκαίρια και τραγουδούσε. Ο πατέρας, λόγω και των σπουδών του στην Κεντρική Ευρώπη, είχε αγαπήσει την κλασική μουσική. Θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια ότι του άρεσε η Μονσερά Καμπαγιέ, αλλά ξεχώριζε τον Ενρίκο Καρούζο με τον Λουτσιάνο Παβαρότι. Θυμάμαι ότι έβαζε Καρούζο στη διαπασών και άνοιγε την πόρτα του διαμερίσματος για να ακούσουν όλοι στην πολυκατοικία».
Ερμηνεύσατε Καρούζο εξαιρετικά στην τηλεοπτική εκπομπή του Σπύρου Παπαδόπουλου την Πρωτοχρονιά του 2016. Το βιντεοκλίπ υπάρχει στο YouTube. «Οφείλω στον πατέρα μου τη βιωματική γνώση που έχω αποκτήσει επάνω στο τραγούδι αυτό. Αν το είπα καλά, αυτό οφείλεται στο ότι σχεδόν με μεγάλωσε με αυτό το τραγούδι».
Ποιο είναι το πρώτο ελληνικό τραγούδι που αγαπήσατε; «Το ομώνυμο από το «Ανθρώπων έργα» του Σταμάτη Κραουνάκη και της Λίνας Νικολακοπούλου που κυκλοφόρησε το 1994. Και συγκινήθηκα πολύ όταν πολλά χρόνια μετά γνώρισα τη Λίνα Νικολακοπούλου και μου εξήγησε τι εννοεί ο στίχος: «Πώς κοπήκανε στα δάχτυλα οι σταυροί γι’ ανθρώπων έργα»».
Τι εννοεί; «Ρωτήστε την ίδια. Δεν θα σας αποκαλύψω τα πάντα».
Πότε ξεκινήσατε να σπουδάζετε μουσική; «Περίπου στα επτά μου. Εκανε μαθήματα πιάνου η αδελφή μου η Ολγα και μου φαινόταν αδιανόητο να κάνει μαθήματα εκείνη και όχι εγώ. Απαίτησα, λοιπόν, να κάνω κι εγώ. Κάπως έτσι ξεκίνησα και στη συνέχεια ήρθε η συμμετοχή σε χορωδίες».
Γράφετε μουσική; «Γράφω, αλλά όχι ως συνθέτης. Απλώς μπορεί να γράψω μελωδίες για κάποια τραγούδια».
Εχετε πει τραγούδια δικά σας; «Οχι, δεν το έχω κάνει αυτό. Συνειδητά».
Θα το κάνετε; «Οχι τώρα, ίσως σε πέντε χρόνια νιώσω το δέλεαρ να το δοκιμάσω».
Στίχους γράφετε; «Οχι, δεν το έχω δοκιμάσει. Επιμένω να δίνω όλη μου την αφοσίωση στην ερμηνεία. Η ερμηνεία είναι αυτό που αγαπώ. Αρχισα να σπουδάζω το τραγούδι στα 19 μου με καθηγήτρια τη Θάλεια Μαυρίδου. Η σχέση με τη Θάλεια ήταν καθοριστική για την εξέλιξή μου γιατί πέρα από τα τεχνικά ζητήματα υπήρχε και μια πολύ ουσιαστική στήριξη σε ανθρώπινο επίπεδο. Τότε πίστεψα ότι μπορώ να τραγουδήσω καλά».
Πότε βρεθήκατε πρώτη φορά στη σκηνή; Στο σχολείο; «Στη Γ Δημοτικού. Θυμάμαι μια παράσταση όπου εγώ ήμουν ο καλικάντζαρος. Θυμάμαι τη δασκάλα μου που εξήρε την υποκριτική μου δεινότητα. Ισως είχα πάντα έφεση για τη σκηνή».
Σας έλκει η σκηνή περισσότερο από το στούντιο; «Το στούντιο δεν το αγαπάω τόσο πολύ. Αυτό που αγαπάω είναι το σημείο της επαφής, της ζωντανής αλληλεπίδρασης με το κοινό σε συναισθηματικό επίπεδο».
Στο τραγούδι δεν μπήκατε, λοιπόν, για τη φήμη και το χρήμα αλλά για τη μυσταγωγία. «Σίγουρα δεν είναι το χρήμα το βασικό κίνητρο. Είναι το τι αφήνεις πίσω σου. Είναι το να δημιουργείς δομές, όπως είναι ένας κύκλος τραγουδιών που το μήνυμά τους παραμένει άθικτο και ταξιδεύει στον χρόνο».
Γιατί το τραγούδι μαγεύει τους ανθρώπους; «Το τραγούδι είναι ένα κομμάτι αλήθειας. Είναι ένα κομμάτι αλήθειας που συμπυκνώνει και συνδυάζει την αλήθεια των δημιουργών με την αλήθεια του κοινού. Είναι η σύμπτωση της αλήθειας».
Αυτό το κάνει καταλυτικό; «Καταλυτικό και λυτρωτικό. Γιατί σε κάνει να αισθανθείς ότι δεν είσαι μόνος».
Αντιλαμβάνεσαι ότι και άλλοι έχουν σκεφθεί και νιώσει τα ίδια πράγματα. «Ακριβώς».
Ενας μαγικός κώδικας τριών λεπτών λοιπόν… «Αυτός ο κώδικας μπορεί να απευθυνθεί σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων και να διαμορφώσει αμέσως μια σύνδεση του ερμηνευτή, του στιχουργού ή του συνθέτη με αμέτρητους ανθρώπους που το ακούνε. Μια σύνδεση η οποία χωρίς το τραγούδι θα απαιτούσε άπειρο χρόνο για να επιτευχθεί με τον καθένα ξεχωριστά».
Ενα μεγάλο τραγούδι μοιάζει σαν να έχει γραφτεί για εμάς προσωπικά, ωστόσο το ίδιο αισθάνονται εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι που το ακούνε. Πώς εξηγείται αυτό; «Η μαγεία με το καλό ή το μεγάλο τραγούδι είναι ότι μπορεί να τοποθετείται στο τώρα, αλλά αναφέρεται σε συναισθήματα αρχέγονα και κοινά για όλους που δεν έχουν πάψει να υπάρχουν από το απώτατο χθες μέχρι και το σήμερα».
Ποια είναι η αλχημεία της καλής ερμηνείας; Ποιο είναι το κλειδί; «Δεν μπορώ να κάνω μάθημα, αλλά για εμένα το μοναδικό κλειδί είναι να αποφασίσεις να είσαι ειλικρινής. Και τότε σταματάει η σκέψη σου γιατί άθελά σου σταματάει και ο χρόνος».
Εκτός από τραγουδιστής είστε και πτυχιούχος της Νομικής. Οι γονείς σας θα προτιμούσαν έναν τραγουδιστή ή έναν δικηγόρο; «Παρότι με ενέπνευσαν, μου μετέδωσαν την αγάπη τους, με στήριξαν και με παρότρυναν να ασχοληθώ με το τραγούδι, νομίζω ότι θα προτιμούσαν έναν δικηγόρο. Με την έννοια ότι θα ήθελαν να είναι σίγουροι πως θα έχω μια μεγαλύτερη οικονομική εξασφάλιση».
Τι λένε, όμως, τώρα που τα δικηγορικά γραφεία κλείνουν λόγω της υπερβολικής επιβάρυνσης στις ασφαλιστικές εισφορές; «Είναι αλήθεια ότι δεν το έχουμε συζητήσει τελευταία…».
Ποιο θα είναι το δημόσιο προφίλ σας στο μέλλον; Θα μας προκαλείτε διαρκώς με τις πολιτικές απόψεις σας, όπως κάνουν άλλοι συνάδελφοί σας, ή θα μας δίνετε τη χαρά να σας κατηγορούμε ότι είστε «απολιτίκ» επειδή θα αποφεύγετε να μιλάτε για την πολιτική; Ποια από τις δύο μομφές θα προτιμήσετε για να συνοδεύσουν την καριέρα σας; «Νομίζω ότι πρέπει να λαμβάνουμε θέση απέναντι σε όσα γίνονται στην κοινωνία μας. Θέση με την αρχαιοελληνική έννοια σε όσα συμβαίνουν μέσα στην πόλη. Κάτι που έκαναν όλοι στην αρχαία κοινωνία, εκτός βεβαίως από τις γυναίκες –και αυτό είναι ένα ζήτημα. Ωστόσο, δεν θα έλεγα ότι πρέπει να λαμβάνουμε θέση με την έννοια την κομματική. Δεν θα πάρω κομματική θέση, λοιπόν, και γι’ αυτό θα προτιμήσω να με κατηγορείτε ως «απολιτίκ». Πρέπει, όμως, να μιλάμε και να έχουμε γνώμη για το πού πάνε τα πράγματα».
Πού πάνε τα πράγματα; «Θέλω να είμαι αισιόδοξος».
Συμφωνείτε με όσα γίνονται στην Ελλάδα αυτή την εποχή; «Δεν θα έλεγα αυτό, αλλά θεωρώ ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί. Πιστεύω ότι υπάρχουν αφορμές για αισιοδοξία».
Τονίσατε προηγουμένως ότι «οι γυναίκες δεν συμμετείχαν» στα κοινά στις αρχαίες ελληνικές πόλεις. Σας ενοχλεί που οι γυναίκες δεν συμμετείχαν στα κοινά στην αρχαία Ελλάδα; «Ναι, αλλά με μια επιφύλαξη που έχει να κάνει με μια προσέγγιση στη φιλοσοφία του δικαίου. Σαφώς δεν πρέπει να επικροτήσουμε ή να αντιγράψουμε αυτή την αρχαία θεσμική επιλογή αποκλεισμού των γυναικών και εννοείται πως πρόκειται για κάτι εντελώς αναχρονιστικό για τη σημερινή εποχή. Ωστόσο, το δίκαιο εξελίσσεται και αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Πράγματι, θα ήθελα να συμμετείχαν στα κοινά οι γυναίκες στην αρχαία Ελλάδα αλλά το γεγονός ότι δεν συμμετείχαν δεν μπορεί να αποδοκιμαστεί με τον ίδιο τρόπο που θα αποδοκιμάζαμε σήμερα μια κοινωνία που απαγορεύει στις γυναίκες να συμμετέχουν στα κοινά».
Αξιοπρόσεκτο επιχείρημα και πολύ ζυγισμένο… «Η αρχαία κοινωνία θα μπορούσε να είχε πετύχει την υπέρβαση και να είχε κατακτήσει την ισότητα των δύο φύλων χιλιάδες χρόνια προτού την επιτύχουν οι σύγχρονες κοινωνίες, ωστόσο το γεγονός ότι δεν την πέτυχε δεν την καθιστά υποδεέστερη της σημερινής. Είναι λεπτές οι διαφορές και χρειάζεται προσοχή στις κρίσεις».
Μέχρι πού φτάνουν οι φιλοδοξίες σας; «Φτάνουν αρκετά πέρα…».
Τι θυσιάζετε γι’ αυτές; «Εχω κάνει αρκετές θυσίες μέχρι τώρα για να προχωρήσω στους στόχους μου. Θυσίες σε ζητήματα χρόνου, παρέας, προσωπικής ζωής».
Θα θυσιάζατε ακόμη και έναν μεγάλο έρωτα σαν αυτόν του Ερωτόκριτου για την Αρετούσα; «Πολύ μεγάλη δεν είναι αυτή η θυσία;».
Τότε θα ρισκάρατε τα πάντα για μια Αρετούσα όπως έκανε ο Ερωτόκριτος; «Μπορεί και να το έκανα. Μπορεί και να ρίσκαρα για έναν έρωτα. Θα ήταν οριακό το σημείο της τελικής απόφασης».
Μήπως τελικά όλα αυτά για τους έρωτες είναι λόγια και μύθοι και η ζωή είναι πολύ πιο πεζή; «Οχι, η ζωή δεν είναι πεζή».
Δεν είμαι και τόσο σίγουρος ότι δεν είναι πεζή. Εν πάση περιπτώσει, πιστεύετε ότι μπορεί η επιστήμη να κατασκευάσει την τέλεια φωνή με την οποία να προικίσει έναν τραγουδιστή-ρομπότ που θα μαγέψει τόσο πολύ την ανθρωπότητα όσο δεν τη μάγεψε ποτέ κανένας άνθρωπος; «Δεν πιστεύω ότι μια μηχανή θα κατακτήσει ποτέ την τόσο ιδιαίτερη επαφή με την πραγματικότητα, με τις εμπειρίες και τα ανθρώπινα συναισθήματα για να κατορθώσει να αποδώσει το άπιαστο με έναν μοναδικό τρόπο, όπως μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος».
Αρα πιστεύετε ότι δεν θα μείνετε χωρίς δουλειά. «Ναι».
Ενώ αν ήσασταν δικηγόρος; «Ενώ αν ήμουν δικηγόρος μπορεί να είχα πρόβλημα και από την άνοδο της τεχνητής νοημοσύνης. Ωστόσο, και πάλι, ποια τεχνητή νοημοσύνη θα μπορούσε να συνθέσει μια πραγματική υπεράσπιση;».
Εμφανιστήκατε στη δισκογραφία με την «Αισθηματική ηλικία» του Δημήτρη Μαραμή το 2014. «Είναι μεγάλη τύχη, τιμή και χαρά που με εμπιστεύτηκε ο Δημήτρης, τον οποίο θαύμαζα και επιδίωξα να τον γνωρίσω πολύ προτού υπάρξει οποιαδήποτε σκέψη για την «Αισθηματική ηλικία». Ο Δημήτρης Μαραμής είναι ένας κορυφαίος συνθέτης και αυτό θα φανεί και στις μοναδικές συνθέσεις του για τον «Ερωτόκριτο», οι οποίες συνδυάζουν το δικό του αναγνωρίσιμο και πολύ χαρακτηριστικό έντεχνο ύφος με το μπλουζ, την τζαζ και την κρητική παράδοση. Είναι μια πρωτοποριακή δουλειά».
Στη συνέχεια, το 2016, συμμετείχατε με τρία τραγούδια σε μουσική του Χάρη Γκατζόφλια και στίχους του Λάζαρου Αντωνιάδη στο CD «Στων άγιων τα νερά». Τι σημαίνει ο στίχος «η ομορφιά που καίγεται δεν αποσύρεται μες στον ψυχρό καιρό» που ερμηνεύετε και μάλιστα με τρεις επαναλήψεις, στο ρεφρέν του τραγουδιού «Ο γάμος»; «Σημαίνει αυτό που δεν χάνεται όταν κάτι τελειώνει. Σημαίνει την ομορφιά που θα αντιστέκεται στις συνθήκες και δεν θα υποκύψει. Σημαίνει την ομορφιά που πάντα θα υπάρχει. Είναι ένα διαφορετικό τραγούδι, ένα τραγούδι με μια ποιητική διάσταση στη μουσική και στον στίχο, όπως και τα υπόλοιπα της συνεργασίας αυτής».
Κυκλοφορεί τώρα και το CD σας «Φλόγα που καίει», με νέα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή. «Είμαι πολύ περήφανος γι’ αυτή τη συνεργασία με δύο σπουδαίους δημιουργούς. Συμμετέχω στο έργο «Φλόγα που καίει» του Χρήστου Λεοντή σε στίχους του Δημήτρη Λέντζου που κυκλοφορεί από τον «Μετρονόμο»».
Πολλές δουλειές, πολλές συμμετοχές, πολλές εμφανίσεις. Πέρυσι το καλοκαίρι ήσασταν σε περιοδεία με τον Σταύρο Ξαρχάκο και την Ηρώ Σαΐα. Φέτος; «Ηταν μεγάλο σχολείο για εμένα η περιοδεία με τον Σταύρο Ξαρχάκο και την Ηρώ Σαΐα. Ο Ξαρχάκος είναι ένας μεγάλος συνθέτης και η Ηρώ μια σπάνια ερμηνεύτρια. Φέτος θα είμαστε σε περιοδεία με τον Μάριο Φραγκούλη. Είναι ένας κορυφαίος τραγουδιστής, πολύ αγαπητός και εξαιρετικός επαγγελματίας».
Ξέχασα να αναφέρω ότι εδώ και μήνες οι ραδιοφωνικοί σταθμοί παίζουν την επανεκτέλεση που κάνατε στο «Τυχερό μου αστέρι» του Κωνσταντίνου Βήτα. Πώς προέκυψε αυτό; «Ηταν μια ιδέα του διευθυντή του Μελωδία, Δημήτρη Βραχνού. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να το γράψουμε για τον Μελωδία και εκτίμησε ότι θα άρεσε στους ακροατές. Και είχε δίκιο. Είναι ένα πολύ ωραίο τραγούδι».
Θα λέγατε και τον «Σαλονικιό»; «Δεν ξέρω αν θα έλεγα τον «Σαλονικιό»».
Σας ρωτάω επειδή είστε από τη Θεσσαλονίκη. Δεν θα ήταν ωραίο να πείτε τον «Σαλονικιό»; Πρόσφατα σας παρακολουθούσα να τραγουδάτε θαυμάσια την «Παρεξήγηση» του Μάνου Χατζιδάκι από την κλασική ταινία «Στέλλα» (1955) στη «Σφίγγα» της Ζωοδόχου Πηγής στην Αθήνα όπου εμφανίζεστε κάθε Τετάρτη μαζί με την Αργυρώ Καπαρού σε ένα πρόγραμμα που επιμελήθηκε η Λίνα Νικολακοπούλου. Είστε έντεχνος τραγουδιστής. Φοβάστε να είστε και λαϊκός; «Οχι, δεν φοβάμαι να είμαι και λαϊκός. Και σας ευχαριστώ για την «Παρεξήγηση». Αλλά δεν ξέρω αν θα έλεγα τον «Σαλονικιό». Δεν τον έχω πει ποτέ. Και για να μην υπάρξει καμία… παρεξήγηση, θα σας δώσω την εξήγηση ότι μπορεί να τραγουδούσα τον «Σαλονικιό» αν προέκυπτε μέσα από μια συνεργασία με μια προσωπικότητα όπως η Λίνα Νικολακοπούλου για την οποία τρέφω απεριόριστη εκτίμηση, αγάπη και σεβασμό προς τη δουλειά της και τη διαδρομή της. Το ίδιο και αν προέκυπτε μέσα από μια συνεργασία με έναν δάσκαλο όπως είναι ο Σταύρος Ξαρχάκος για τον οποίο τρέφω ανάλογα συναισθήματα. Αν ένας καλλιτέχνης που εμπιστεύεσαι απόλυτα δουλέψει μαζί σου ένα τραγούδι που μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως απροσδόκητο για τη φωνή σου και το ύφος σου, όπως είναι ο «Σαλονικιός», τότε γιατί να μην το πεις;».
Πολύ δικηγορίστικη απάντηση. Τελικά νομίζω ότι η Νομική είναι πολύ χρήσιμη στο τραγούδι… «Η Νομική με βοήθησε να βλέπω τα πράγματα από διαφορετικές οπτικές γωνίες και να κατανοώ τις διαφορετικές απόψεις. Οχι απαραίτητα να δικαιολογώ, αλλά να κατανοώ θέσεις, συμπεριφορές και κίνητρα. Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν θα έλεγα ότι απορρίπτω τον «Σαλονικιό», αντίθετα μπορεί να ήταν ένα ενδιαφέρον τόλμημα μέσα στο ασφαλές πλαίσιο αναζήτησης και πειραματισμού που θα μπορούσε να διαμορφώσει μια προσωπικότητα του τραγουδιού».
Εχετε το χάρισμα να ανακαλύπτετε συνδέσεις σε φαινομενικά ασύνδετα πράγματα… «Η ζωή είναι ένα μεγάλο πανεπιστήμιο με πάρα πολλούς καθηγητές, καλούς και κακούς. Από όλους μαθαίνεις. Και πράγματι, όλα τα πράγματα συνδέονται μεταξύ τους».
Και κάπως έτσι συνδέεται η «Αισθηματική ηλικία» με τον «Ερωτόκριτο», που κάνει πρεμιέρα στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος; «Ο «Ερωτόκριτος», όπως σας είπα και νωρίτερα, είναι μια εξαιρετική δουλειά, ένα θαυμάσιο και ολοκληρωμένο έργο από τον Δημήτρη Μαραμή που σκηνοθετεί ο Κωνσταντίνος Ρήγος. Είναι ένα μιούζικαλ, μια παράσταση μουσικού θεάτρου, και αποτελεί ένα μεγάλο στοίχημα για εμένα που έχω τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχοντας δίπλα μου τη Μαρίνα Σάττι στον ρόλο της Αρετούσας. Δεν χρειάζονται συστάσεις για το έργο του Βιτσέντζου Κορνάρου, το γνωρίζουμε όλοι από παιδιά. Η μουσική του Δημήτρη ενσωματώνει όλη την ευφυΐα και το ταλέντο του και είμαι βέβαιος ότι θα κερδίσει την καρδιά και το μυαλό όλων». l
«Ερωτόκριτος»: Εθνική Λυρική Σκηνή, Κέντρο Πολιτισμού Ιδρυμα Σταύρος Νιάρχος, 5-7, 12-14 και 18-21 Μαΐου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 23 Απριλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ