Ο Χανς Ούλριχ Ομπριστ ταξιδεύει πάντα νύχτα. Στις εποχές που ζούμε θα πίστευε κανείς ότι η συνήθειά του αυτή είναι μια απέλπιδα προσπάθεια προφύλαξης απέναντι σε τρομοκρατικές επιθέσεις. Μάλλον κάτι πρέπει να σκαρφιστείς απέναντι στην επισφάλεια όταν βρίσκεσαι διαρκώς σε αεροδρόμια και έχεις καταγράψει στην «κάρτα μιλίων» σου πάνω από 2.000 ταξίδια τα τελευταία είκοσι χρόνια. Ομως ο διάσημος και υπερπολυάσχολος ελβετός επιμελητής, το Νο 1 στη λίστα με τους πιο ισχυρούς ανθρώπους της τέχνης για το 2009 και το 2016 σύμφωνα με την εικαστική επιθεώρηση «Art Review» και καλλιτεχνικός διευθυντής της γκαλερί Serpentine στο Λονδίνο, μοιάζει να μην έχει χρόνο να φοβηθεί. Πόσω μάλλον για αδρανείς χρονικές περιόδους μέσα στην καθημερινότητα που του αποστερούν τη δυνατότητα να εργάζεται. Δηλαδή να συναντάει κόσμο, να πηγαίνει σε ατελιέ καλλιτεχνών, να δημιουργεί καλλιτεχνικές και διεπιστημονικές ωσμώσεις. Γιατί αυτή είναι η δουλειά του, όπως διευκρινίζει. «Η λέξη «επιμελητής» δεν περιγράφει με ακρίβεια αυτό που κάνω. Είμαι «enabler». Κάνω τα πράγματα να συμβαίνουν. Συνδέω ανθρώπους, χτίζω γέφυρες. Ανάμεσα στην τέχνη και στην κοινωνία, ανάμεσα σε διάφορες πρακτικές. Αυτό είναι το πάθος μου» εξηγεί. Ο ύπνος και οι μετακινήσεις από τη μια χώρα στην άλλη είναι αναπόδραστοι περισπασμοί και ως τέτοιοι συνδυάζονται μεταξύ τους από τον Ομπριστ.
Την ημέρα που βρεθήκαμε, για παράδειγμα, ένα πρωινό φορτωμένο με συνεντεύξεις σε διεθνή μέσα κυρίως, με αφορμή την έκθεση της Μαρία Λάσνιγκ την οποία επιμελείται στην Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων στο Μεταξουργείο, είχε ξεκινήσει αχάραγα για να βρεθεί στο ατελιέ του εικαστικού Απόστολου Γεωργίου στις 7 π.μ. ακριβώς. Πριν από μερικές ημέρες βρισκόταν στο ατελιέ της ζωγράφου Μίριαμ Καν στις Ελβετικές Αλπεις. Υποτίθεται ότι η ζωγραφική δεν είναι το αγαπημένο του μέσο καλλιτεχνικής έκφρασης και ας είχε διοργανώσει πρόσφατα εμβόλιμα μια έκθεση αφιερωμένη στον αμερικανό αναπαραστατικό ζωγράφο Αλεξ Κατζ στη Serpentine. Ο Ομπριστ γοητεύεται από την εφήμερη τέχνη που δημιουργεί η Μαρίνα Αμπράμοβιτς ή ο Δανοϊσλανδός Ολαφουρ Ελίασον τον οποίο μάλιστα είχε ανακαλύψει ο ίδιος. «Είναι δύσκολο να εκφράσεις τις σημερινές ανησυχίες μέσα από τη ζωγραφική» παραδέχεται. «Υπάρχουν όμως πάντα καλλιτέχνες που το καταφέρνουν, που ανακαλύπτουν μια δυνατότητα μέσα από το σχεδόν ανέφικτο. Οπως έκανε ο Γκέρχαρντ Ρίχτερ. Aμέσως μετά τους Πίτερ Φίσλι και Ντέιβιντ Βάις, τους δύο multimedia καλλιτέχνες που γνώρισα όταν ήμουν 17-18 ετών, ο Ρίχτερ έγινε ο μέντοράς μου.

Η ζωγραφική ήταν πάντα παρούσα στη ζωή μου» εξηγεί ο 49χρονος πλέον Ομπριστ.

Αν δεν ήταν αυτός που είναι, μπορεί και να σκεφτόσουν ότι μάλλον το παρακάνει με το name-dropping. Ομως η αλήθεια είναι ότι από παιδί, για την ακρίβεια από έφηβος, φρόντιζε να γνωρίζει τους σπουδαιότερους. Της τέχνης, της αρχιτεκτονικής, της επιστήμης. Παρεμπιπτόντως, από τότε ταξίδευε βράδυ, για να σκοτώνει τις νεκρές ώρες του ύπνου και να αποφεύγει τα ξενοδοχεία, και επισκεπτόταν καλλιτέχνες που θαύμαζε στην πόλη διαμονής τους. Ηθελε να ρουφήξει γνώση, να πλησιάσει τους δημιουργούς των έργων που συνέλεγε ως καρτ ποστάλ στο πρωτότυπο «musée imaginaire» των προεφηβικών του χρόνων από τότε που σε ηλικία μόλις 12 ετών είχε μαγευτεί από την τέχνη όταν είχε επισκεφθεί μια έκθεση του Τζιακομέτι στη Ζυρίχη. Πολύ σύντομα, ο Ομπριστ έγινε ένα είδος «αναλογικού Internet» όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος τον εαυτό του, που μετέφερε πληροφορίες και εντυπώσεις και έφερνε σε επαφή ανθρώπους που γνώριζε. Από τότε επιδιδόταν σε αυτή τη γόνιμη αλληλεπίδραση η οποία αψηφά τους νόμους των μαθηματικών, σε αυτό το δημιουργικό σύμπαν όπου «ένα συν ένα κάνει έντεκα και όχι δύο».
Στη Ρώμη συνάντησε τον καλλιτέχνη της Arte Povera Αλιγκιέρο Μποέτι. Οι συμβουλές που του έδωσε έγιναν το μάντρα του: «Μη γίνεις ένας βαρετός επιμελητής. Να ακούς τι θέλουν να κάνουν οι καλλιτέχνες. Μη βάζεις την τέχνη σε κουτιά». «Αυτό κάνω από τότε» λέει ο Ομπριστ με έναν ενθουσιασμό που μάλλον είναι το ίδιο ζωηρός με εκείνη την ημέρα που άκουγε τον Μποέτι. Από όλους όσοι συνάντησε ήταν αρκετά έξυπνος για να πάρει κάτι. Εχει κάνει εκατοντάδες συνεντεύξεις με εικαστικούς, με καλλιτέχνες, με αρχιτέκτονες, με μουσικούς και φιλοσόφους, και πολλές από αυτές έχουν γίνει βιβλία. Είτε ως βιογραφικές μονογραφίες είτε ως η ανθολογία «Lives of the artists, Lives of the Architects» που κυκλοφόρησε πέρυσι από τις εκδόσεις Penguin. «Πάντα προσπαθούσα να πηγαίνω με τον συνομιλητή μου σε μέρη όπου δεν μπορώ να πάω μόνος μου. Να ικανοποιώ την περιέργειά μου, να αναζητώ απαντήσεις σε ερωτήματα που με απασχολούν για την τέχνη και τον ρόλο της στην κοινωνία». Πέρα όμως από τη φιλομάθεια υπήρχε και η φιλοδοξία. Γιατί οι συνεντεύξεις και τα βιβλία είναι η κατάκτηση ενός στόχου, ή ενός ονείρου –όπως θα το χαρακτηρίζαμε εμείς που αγαπούμε τον ύπνο – που είχε από παιδί. Να γίνει δηλαδή ένας σύγχρονος Τζόρτζιο Βαζάρι (σ.σ.: ο μεγάλος ιταλός καλλιτέχνης και συγγραφέας της Αναγέννησης). Οταν μεγάλωνε κοντά στη λίμνη της Κωνσταντίας, ως ο μοναχογιός ενός ελεγκτή λογαριασμών στην οικοδομική βιομηχανία και μιας δασκάλας, το αγαπημένο του ανάγνωσμα ήταν «Οι βίοι των πλέον εξαίρετων ζωγράφων, γλυπτών και αρχιτεκτόνων» του ιταλού ζωγράφου και συγγραφέα. «Κάποιοι από τους ανθρώπους που συναντάμε στη ζωή μας είναι πρόσωπα ιστορικής σημασίας και είναι σημαντικό να καταγράφεται η φωνή τους για τις μελλοντικές γενιές» εξηγεί. «Εχει να κάνει και με το τι μπορεί να εγχαραχθεί πλέον στη μνήμη. Ζούμε στην ψηφιακή εποχή, διαβάζουμε συνεντεύξεις καθημερινά, αλλά δεν τις θυμόμαστε μετά. Ο Φράνσις Μπέικον, όμως, έδωσε μόνο μια μεγάλη συνέντευξη στον Ντέιβιντ Σιλβέστερ, η οποία έγινε βιβλίο και τη θυμόμαστε όλοι».
Οι συζητήσεις που γίνονται συνεντεύξεις, οι οποίες με τη σειρά τους γίνονται βιβλία, έχουν, όμως, κατ’ αρχάς, μια άλλη χρησιμότητα για τον Ομπριστ, ο οποίος σπούδασε πολιτικές επιστήμες και οικονομικά μεταξύ άλλων, μιας και γνώριζε από νωρίς ότι δεν ήταν καλλιτέχνης αλλά ήθελε να περνάει τη ζωή του με αυτούς που είναι. Οι συζητήσεις εξελίσσουν τη δουλειά του ως επιμελητή, όπως λέει. «Διότι δεν έχω a priori ιδέες για το πού και πώς θα εικονογραφήσω τις εκθέσεις μου. Προκύπτουν μέσα από τις συζητήσεις. Κάποιες φορές ορισμένες εκθέσεις μπορεί να είναι επιδραστικές αλλά αυτό είναι κάτι που συμβαίνει μετά το ίδιο το γεγονός της έκθεσης. Αυτό που πρέπει να σκεφτόμαστε πρωτίστως είναι ποιες εκθέσεις είναι απαραίτητες, επείγουσες. Αυτό ρωτάω τον εαυτό μου κάθε μέρα, προσέχοντας να μην πέσω στην παγίδα εργαλειοποίησης της τέχνης».
Στην αναπόφευκτη ερώτηση ποιες εκθέσεις φέρουν αυτή τη σφραγίδα σήμερα, ο Ομπριστ αναφέρει το παράδειγμα της αναδρομικής του Τζον Λέιθαμ (1921-2006) η οποία φιλοξενείται αυτόν τον καιρό στην γκαλερί Serpentine. Aρχίζει να περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες τη δράση του βρετανού conceptual εικαστικού ο οποίος μαζί με τη σύζυγό του Μπάρμπαρα Στεβίνι είχαν ιδρύσει το Artist Placement Group προκειμένου να διερευνήσουν με ποιον τρόπο μπορεί να συμβάλει η τέχνη στην κοινωνία. Ο Λέιθαμ είχε εργαστεί επί τούτου στην κυβέρνηση της Σκωτίας την περίοδο 1975-76 και είχε πείσει τους υπεύθυνους να διατηρήσουν τα ανθρακωρυχεία που έκλειναν «ως αντι-μνημεία της καταστροφικής εποχής της εξόρυξης άνθρακα, ως ένα memento mori. Σήμερα είναι σαν land art που μας θυμίζει τις βλαβερές επιπτώσεις του άνθρακα στο περιβάλλον τη στιγμή που ο Τραμπ ονειρεύεται να αναβιώσει εκείνη την εποχή. Αυτό είναι το επείγον στον 21ο αιώνα. Να διερωτηθούμε πώς μπορεί η τέχνη όχι μόνο να ασκεί κριτική αλλά να την υπερβαίνει κιόλας, να έχει έναν πιο εποικοδομητικό ρόλο μέσα στην κοινωνία. Πώς μπορεί να παράγει την πραγματικότητα».
Βέβαια για τον Ομπριστ η τέχνη δεν είναι ένας μονοσήμαντος προσδιορισμός. Κατ’ αρχάς πιστεύει ότι συνιστά έναν φάρο ελπίδας. «Είναι μια πολύ δύσκολη στιγμή στον κόσμο αυτή που ζούμε και πιστεύω ότι η τέχνη μπορεί να δώσει ελπίδα. Δείτε την Ετέλ Αντνάν (σ.σ.: ποιήτρια και ζωγράφος από τον Λίβανο, με ελληνική καταγωγή από την πλευρά της μητέρας της). Εχει γράψει βιβλία για τον πόλεμο στη Συρία, κείμενα που υπερβαίνουν τη στιγμή αλλά έχουν άμεση σχέση με ό,τι ζούμε. Παράλληλα, δουλεύει πάνω στους μικρούς πίνακές της που είναι έργα γεμάτα ελπίδα. Νομίζω ότι χρειαζόμαστε την τέχνη περισσότερο από ποτέ. Οπως λέει η Τόνι Μόρισον: «Είναι ώρα να το ρίξουμε στη δουλειά»».
Ο Ομπριστ διατείνεται ότι δουλεύει για όλους και όχι για λίγους και εκλεκτούς, στο κάτω κάτω η Serpentine υποδέχεται 1,2 εκατ. επισκέπτες ετησίως. Δεν μπορεί να διαφωνήσει, όμως, ότι η σύγχρονη τέχνη αντιμετωπίζεται με μια καχυποψία καθώς πολύς κόσμος νιώθει ότι δεν μπορεί να είναι μέρος της, ότι οι κώδικές της δεν απευθύνονται σε αυτόν. Το αναγνωρίζει και συμφωνεί. «Το πρώτο βήμα για να αλλάξει αυτό είναι η ελεύθερη πρόσβαση. Η είσοδος στην έκθεση της Μαρία Λάσνιγκ, για παράδειγμα, είναι δωρεάν και όλοι οι Αθηναίοι και μη μπορούν να την επισκεφθούν. Προσωπικά πιστεύω ότι το να χρεώνεις το κοινό για να δει μια έκθεση συνιστά ένα μεγάλο πρόβλημα. Ιδίως σε κοινωνίες όπου οι αντιθέσεις είναι μεγάλες, με το να χρεώνεις δέκα στερλίνες ή δέκα δολάρια την είσοδο αποκλείεις ένα 70%-80% του κόσμου. Ο Ρίτσαρντ Χάμιλτον, ο πατέρας της βρετανικής ποπ αρτ, έφτιαχνε σήματα στα οποία έγραφε: «Πρέπει να αγωνιστούμε για την ελεύθερη είσοδο». Στην Serpentine δεν πληρώνεις είσοδο» καταλήγει και αρχίζει να διηγείται άλλη μια ιστορία με τον ζωντανό γλαφυρό τρόπο του.
«Πέρυσι, ένας ταξιτζής που με πήγε στην γκαλερί στις 7 το πρωί μού έπιασε την κουβέντα και μου διηγήθηκε πως είχε έρθει στο πάρκο με τη 14χρονη κόρη του τον προηγούμενο χρόνο. Εκείνη κάποια στιγμή έτρεξε στο θερινό περίπτερο και έτσι όπως ήταν ελεύθερη η είσοδος μπήκε μέσα. «Εγώ δεν θα το είχα κάνει ποτέ αυτό γιατί πίστευα ότι τα μουσεία δεν είναι για τύπους σαν και μένα» μου είπε ο ταξιτζής. Πολλοί έχουν την ίδια άποψη, ότι το μουσείο δεν είναι γι’ αυτούς. Το μουσείο, όμως, είναι για όλους. Είναι μια στοιχειώδης ανάγκη, γιατί η τέχνη είναι μια στοιχειώδης ανάγκη. Από τότε η κόρη του μιλάει συνέχεια για αρχιτεκτονική, είναι πεπεισμένη ότι θα γίνει αρχιτέκτονας. Γι’ αυτό δουλεύω, για να καθιστώ δυνατές τέτοιες εμπειρίες».
Στο μεταξύ, η κίνηση στην πλατεία Αυδή όπου βρίσκεται η Πινακοθήκη του Δήμου Αθηναίων αρχίζει να πυκνώνει, καθώς ξένοι επισκέπτες περιεργάζονται την υπό εξέλιξη εγκατάσταση της Κροάτισσας Σάνια Ιβέκοβιτς στο πλαίσιο της documenta 14. O Ομπριστ δεν έχει προλάβει να δει και πολλά από ό,τι λέει γιατί έτρεχε με το στήσιμο της έκθεσης της Λάσνιγκ. Ωστόσο, όταν τον ρωτάω ποιους άλλους έλληνες καλλιτέχνες γνωρίζει ή ποια άλλα ατελιέ πρόκειται να επισκεφθεί, μετά την αναφορά στον Νάνο Βαλαωρίτη, έναν από τους καλλιτέχνες που είχε γνωρίσει όταν διοργάνωσε έναν από τους Μαραθωνίους του (δηλαδή μεγάλες σε διάρκεια δημόσιες συζητήσεις και συνεντεύξεις) στην Αθήνα το 2010 σε συνεργασία με την επιμελήτρια Νάντια Αργυροπούλου, ανατρέχει στο κινητό του για να μου δείξει τη δουλειά μιας καλλιτέχνιδας που του τράβηξε την προσοχή στην έκθεση της documenta στο ΕΜΣΤ. Δεν θυμάται το όνομά της αλλά έχει αποθηκεύσει τη δουλειά της Δανάης Ανεσιάδου.
«Νομίζω ότι έχει ενδιαφέρον η διχοτόμηση της διοργάνωσης της documenta ανάμεσα σε Αθήνα και Κάσελ. Οι εκθέσεις έχουν πολύ «ηπειρωτικό» χαρακτήρα και είναι ομογενείς. Ζούμε σε μια εποχή όπου χρειαζόμαστε περισσότερο «archipelago». Το ξεκίνησε ο Οκούι Ενβέζορ με την documenta 11 και τις «πλατφόρμες» που παρουσιάζονταν σε τέσσερις ηπείρους προτού ξεκινήσει η διοργάνωση στο Κάσελ και η φετινή διοργάνωση συνεχίζει αυτή την πολυφωνία. Είναι όμως η πρώτη φορά που το κέντρο μετατοπίζεται. Δεν μπορείς να πεις αν είναι πιο σημαντική η διοργάνωση στην Αθήνα ή στο Κάσελ και αυτό είναι κάτι καινούργιο. Τα ερωτήματα που εγείρονται είναι με ποιον τρόπο θα είναι χρήσιμη και σε ποιον. Θα ωφεληθούν οι καλλιτέχνες και η τοπική εικαστική σκηνή στην Αθήνα; Θα ωφεληθούν οι επισκέπτες; Οταν πας σε μια πόλη ρωτάς τι χρειάζεται. Είναι απαραίτητο. Αλλά τα ερωτήματα αυτά θα τα απαντήσει ο χρόνος. Κάτι άλλο που είναι πολύ σημαντικό και δεν πρέπει να υποτιμούμε είναι ότι οι εκθέσεις μεγάλης κλίμακας, όπως οι Μπιενάλε ή η documenta, δημιουργούν τις συνθήκες για να έρθει πολύς κόσμος σε μια πόλη. Κάνουν ορατές πολλές τοπικές πρωτοβουλίες οι οποίες ήδη υπάρχουν. Είναι σημαντικό όσοι επισκεφθούν την Αθήνα να μη δουν μόνο την documenta αλλά και ό,τι άλλο συμβαίνει στην πόλη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 23 Απριλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ