Ακόμη και οι πιο δύσπιστοι δεν μπορούσαν να του προσάψουν πολλά. Το φετινό πρόγραμμα του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου είναι πλούσιο, πολυσυλλεκτικό, ανοίγεται στην πόλη και φτάνει μέχρι τον Πειραιά, ενώ στην Αργολίδα λειτουργεί για πρώτη φορά και το Λύκειο Επιδαύρου. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του, Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, εκκινεί δυναμικά, με οργανόγραμμα, για πρώτη φορά ύστερα από 18 χρόνια λειτουργίας του θεσμού, χάρη στον αντιπρόεδρο του ΔΣ, Πέτρο Σταυριανό, ο οποίος το συνέταξε, και με τις κόντρες με διοικητικά συμβούλια και υπουργούς να ανήκουν αμετάκλητα στο παρελθόν. «Ας μη μιλήσουμε για αυτά» θα πει κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας στα νέα γραφεία του φεστιβάλ στην Ηπίτου. Σε ένα κτίριο λουσμένο στο φως, σε πλήρη αρμονία με την προσωπικότητα του νέου του ενοίκου, ο οποίος είναι «πάντα χαμογελαστός και φωτεινός», όπως αυτοπροσδιορίζεται, αλλά και οικονόμος. Το ενοίκιο που δίνει το φεστιβάλ είναι 6.000 ευρώ αντί των 23.000 που κόστιζαν μηνιαίως τα προηγούμενα γραφεία της οδού Χατζηχρήστου.
Το φετινό πρόγραμμα του φεστιβάλ φέρει το στίγμα που δεν μπορέσατε να δώσετε πέρυσι; «Σε ψήγματα υπήρχε και στο περσινό πρόγραμμα. Κάθε διευθυντής φέρνει την προσωπική του ματιά πάνω στο τι σημαίνει για αυτόν πολιτισμός, φεστιβάλ, κοινωνία και πάει λέγοντας. Αυτά που κάνεις, όμως, δεν χρειάζεσαι να τα ψάξεις, τα κουβαλάς. Αυτό που νιώθεις σαν καλλιτέχνης ή σαν θεατής για την Επίδαυρο. Ξέρω από μαθητής της δραματικής σχολής τι μου έλειπε στην παιδεία μου. Δεν ξεκινάς λέγοντας «εγώ πρέπει να δείξω έναν χαρακτήρα». Τον χαρακτήρα, την ιδεολογία, την αισθητική, καλή ή κακή, τις έχεις».
Ποια είναι η ιδεολογία σας; «Η στάση μου στη ζωή και όχι οι κομματικές ταυτότητες. Πώς στέκομαι και πώς παρατηρώ την κοινωνία και πόσο με αφορά. Παράδειγμα: από τη μία υπάρχει η μεγάλη Επίδαυρος των 11.000 θεατών και οι λόγοι που μπορεί να φέρουν τον κόσμο είναι πολλοί –και όχι μόνο τα μεγάλα ονόματα. Εγώ θέλω να είναι παραστάσεις σκηνοθετών και όχι θιασαρχών. Αυτό αυτόματα με σπρώχνει σε κάποιες κατευθύνσεις. Το δεύτερο πράγμα που με αφορά πάρα πολύ είναι το άνοιγμα στην πόλη. Θεωρώ ότι ένα φεστιβάλ ανήκει στην πόλη του. Αυτό δεν είναι μια ωραία ταμπέλα. Ειδικά στις μέρες μας που υπάρχει ένας διάχυτος φόβος κατάθλιψης και δυστυχίας. Τόσα χρόνια που ζω σε αυτήν την πόλη και την αγαπώ, τόσους ξαπλωμένους και τόσους να τρυπιούνται δεν έχω δει στη ζωή μου. Λείπει το κοινωνικό κράτος».
Δεν προβλέπεται, πάντως, να επιλυθούν αυτά τα προβλήματα μέσα από το φεστιβάλ, το οποιοδήποτε φεστιβάλ. «Οχι βέβαια, η τέχνη θέτει ερωτήματα, δεν δίνει απαντήσεις. Το άνοιγμα θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερο σε όλη τη χώρα. Αυτό παλεύω: πώς ενεργοποιείς από τους θεσμικούς έως τους αυτοδιαχειριζόμενους φορείς, πώς μπορείς να μειώσεις τα κόστη σου από τα μικρά, πώς να βρίσκεις πιο φθηνά εισιτήρια, μικρές χορηγίες, συνεργασίες με ινστιτούτα που βρίσκονται στην Ελλάδα. Είναι 30 οι δράσεις και οι παραστάσεις, αλλά οι μισές είναι στον Πειραιά. Ωραίο θα ήταν να απλωθούμε και σε άλλες περιοχές. Αθήνα δεν είναι μόνο ο Δήμος Αθηναίων. Το έχει ανάγκη ο κόσμος. Ξέρω ότι δεν θα πιάσει όλους τους πολίτες γιατί δεν γίνεται, αλλά ένα μέρος που θέλει να ξανασταθεί στα πόδια του ή έχει την άποψη ότι θέλει να αντιμετωπίσει με υγεία τη ζωή, θα εμπλακεί. Είναι πολλοί οι άνθρωποι που ασχολούνται με τα κοινά. Ξέρετε τι ωραίες ιδέες που έχουμε; Δεν χωράνε».
Ικανοποιήθηκε μια φιλοδοξία σας με την ανάληψη των καθηκόντων σας στο φεστιβάλ; «Δεν φιλοδοξούσα να αναλάβω το φεστιβάλ. Μου αρέσει πάρα πολύ ότι υπάρχει το Θέατρο του Νέου Κόσμου και συμπληρώνουμε φέτος 20 χρόνια. Αυτός είναι ο κόσμος μου. Θεωρώ, όμως, επίσης ότι όταν έχεις εμπειρία και μια γνώση πρέπει να τις μεταφέρεις και μέσα από έναν θεσμικό φορέα. Το θεωρώ φυσιολογικό. «Ναι, με ενδιαφέρει να βάλω κι εγώ ένα λιθαράκι» είχα πει στον φίλο μου τον Παντελή Μπουκάλα. Κι εκείνος συμπλήρωσε κάτι πολύ ωραίο: «Μια γραμμούλα στο χώμα». Ναι, ένα σκάλισμα στο χώμα και από την άλλη να έρθει η επόμενη γενιά που θα φυσήξει αεράκι και θα το σκεπάσει. Αυτό μου αρέσει στη ζωή. Δεν θέλω να αφήσω κάτι. Στο Θέατρο του Νέου Κόσμου δεν έχω καν αρχείο. Δεν με αφορά. Είναι έξω από τον κόσμο μου».
Φέτος έγιναν 1.267 προτάσεις έναντι των περσινών 285. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτή η θεαματική αύξηση; «Αν και θα προτιμούσα να το λέγατε εσείς αντί για εμένα, νομίζω ότι με τη δική μου παρουσία θεωρούν ότι φυσάει ένας άλλος αέρας στο φεστιβάλ. Οχι καλύτερος, δεν είμαι τόσο ψώνιο. Ενας άλλος αέρας που έκανε πολλούς να νιώσουν ότι μπορούν να κάνουν πρόταση και να ακουστεί η φωνή τους. Αυτό είναι καλό αλλά και δύσκολο ταυτόχρονα. Μέσα στις τόσο πολλές προτάσεις υπάρχουν πολλές πολύ καλές. Εσύ, όμως, έναν συγκεκριμένο αριθμό μπορείς να επιλέξεις. Δεν μπορείς να γίνεις υπουργείο Πολιτισμού και να δίνεις επιχορηγήσεις, δεν είναι αυτός ο ρόλος ενός φεστιβάλ».
Ποιος είναι ο ρόλος του; «Να διαλέγει τα καλύτερα βάσει της γραμμής που έχει χαράξει. Ούτε σωματείο είναι ούτε υπουργείο Πολιτισμού όπως σας είπα. Επρεπε να επιλεγεί ένας καλός αριθμός παραστάσεων και δράσεων σε όλους τους τομείς των παραστατικών τεχνών έχοντας και την κρίση κατά νου. Δεν μπορείς να το αγνοήσεις αυτό. Αλλά και πάλι, δεν είναι αυτός ο ρόλος του φεστιβάλ και έχω πλήρη επίγνωση».
Τι εννοείτε; «Ο καλλιτεχνικός κόσμος πλήττεται πάρα πολύ. Στο θέατρο πάνω από το 90% των ηθοποιών δεν πληρώνεται, είναι με ποσοστά. Είμαι αντίθετος, το σέβομαι και το καταλαβαίνω ότι ο καθένας μας θέλει να εκφραστεί και όταν είσαι κιόλας νέος θα βρεθείς σε μια ομάδα όπου μπορεί να μην πληρώνεσαι. Δεν θεωρώ, όμως, ότι ένα θέατρο που πατάει στα πόδια του σε αυτές τις συνθήκες ξαφνικά βαφτίζεται ομάδα και λέει: «Ελάτε να μοιραστούμε». Δεν είναι αλήθεια ότι θέλει να μοιραστεί, απλώς δεν πληρώνει».
Πάντως το επιχείρημα της «κρίσης» ως παράγοντας που δεν μπορεί να αγνοηθεί μου φέρνει στο μυαλό το θέμα του βιοπορισμού των ελλήνων καλλιτεχνών ως ένα βασικό, αν όχι το βασικότερο επιχείρημα, από μερίδα ηθοποιών εναντίον του προγράμματος του Γιαν Φαμπρ. «Εγώ είχα διαφωνήσει κάθετα με την επίθεση εναντίον του Φαμπρ. Δεν μπορείς να πεις συνάδελφό σου «persona non grata». Ξεκινάμε από αυτό. Ασε που έχω άποψη και έχω μάθει πόσες ήταν οι ευθύνες του Φαμπρ –που δεν σημαίνει ότι δεν έχει –και πόσες της πολιτείας. Ο άνθρωπος δεν ήρθε εδώ για να το κάνει Βέλγιο και αν είχαμε και ένα αφιέρωμα στο Βέλγιο δεν θα ήταν άσχημα, όπως δεν είναι άσχημα που έχουμε αφιέρωμα της Αθήνας από το Κάσελ στο πλαίσιο της documenta 14».
Το φεστιβάλ δεν είναι υπερβολικά πληθωρικό; Αν είναι πιο «μαζεμένο» δεν είναι μεγαλύτερες οι πιθανότητες να το χαρούν και οι θεατές του; «Δεν είναι και οι 126 εκδηλώσεις παραστάσεις. Είναι και δράσεις, περφόρμανς. Υπάρχει, όμως, χώρος προκειμένου να ασχοληθεί ένας σκηνοθέτης με τους φυλακισμένους στον Κορυδαλλό ή με ΑμεΑ ή να γίνει μια δράση με το ΚΕΘΕΑ. Είναι μέσα στις προδιαγραφές ενός φεστιβάλ. Κάποτε θα πρέπει να μάθουμε να σκεπτόμαστε πολιτικά. Στην Ελλάδα μπερδεύουμε το πολιτικό με το κομματικό. Χθες το πρωί βρέθηκα στα επίσημα εγκαίνια της documenta. Η ομιλία του Ανταμ (σ.σ.: Σίμτσικ) ήταν αμιγώς πολιτική, με αναφορά στο πρόγραμμά του και στις επιλογές του. Τον χειροκρότησαν για οκτώ ολόκληρα λεπτά. Μετά πήρε τον λόγο ο πρόεδρος της Γερμανίας, ο οποίος κρατούσε σημειώσεις όση ώρα μιλούσε ο Ανταμ. Εκεί βλέπεις τι σημαίνει Διαφωτισμός, πώς λειτουργούν ως δομή τα κράτη αυτά. Πάταγε στα λόγια του όχι για να τα κριτικάρει αλλά για να σταθεί πάνω σε αυτά, ενώ κομματικά μπορεί να είναι από άλλο χωράφι. Στην Ελλάδα, αν κάνεις αυτή την πολιτική ομιλία, θα σου πουν ότι είσαι ή ΣΥΡΙΖΑ ή ΚΚΕ ή αναρχικός, άσε που θα έχεις χαλάσει τη γιορτή. Αν μιλήσεις πολιτικά, και εγώ το έκανα ανέκαθεν, θα το μπερδέψουν με την κομματική ταυτότητα. Ευτυχώς δεν είχα ποτέ μου, γιατί είμαι ακτιβιστής της Αριστεράς. Δεν έχει σημασία τι ψηφίζω κατά καιρούς. Εχω την τόλμη και το λέω ή μάλλον την αφέλεια».
Στη δική σας περίπτωση, το όνομά σας είναι συνδεδεμένο με τον ΣΥΡΙΖΑ. «Εγώ φταίω που με συνέδεσαν; Εγώ τους ρώτησα την ταυτότητά τους; Αν βγάλουμε τώρα τις κομματικές μας ταυτότητες, εσείς ενδέχεται να έχετε, εγώ όχι. Επειτα, το είπαν αυτό για προηγούμενους; Γιατί τους έβαλε ο Καραμανλής ή ο Σημίτης; Τώρα έχουμε έναν νέο εμφύλιο. Αρέσουν στον Ελληνα οι εμφύλιοι. Εμένα δεν μου αρέσουν. Δεν είχα εμφύλιο ούτε με τον Λούκο ούτε με κανέναν».
Δεν φοβηθήκατε την κριτική όταν αναλάβατε τη θέση; «Το ήξερα, αλλά τι με νοιάζουν εμένα οι εμμονές του καθενός; Εγώ δεν ήμουν κατά του Λούκου. Και μάλιστα όταν μου πρότειναν μετά τον Λούκο να αναλάβω, επειδή ξέρω σε τι χώρα ζω, δεν δέχτηκα. Αλλά όταν ήταν να κλείσει το φεστιβάλ μετά τον Φαμπρ, τότε ξύπνησε ο πατριώτης μέσα μου και το ανέλαβα. Και το εννοώ το πατριώτης, δεν τη φοβάμαι τη λέξη. Γιατί δεν έπρεπε να κλείσει το φεστιβάλ και το λέω και ως άνθρωπος του θεάτρου και ως άνθρωπος που αγαπά αυτόν τον τόπο».
Το προφίλ σας θεωρήθηκε ότι δεν ήταν αρκετά διεθνές. «Και τι πειράζει; Μέσα σε έναν χρόνο είμαι διεθνής. Mην υποτιμούμε ούτε τον εαυτό μας ούτε τον τόπο μας, ούτε να τους υπερεκτιμούμε βέβαια. Ημουν σχετικά πρόσφατα σε πρεμιέρα του Καστελούτσι. Ηταν καμιά εικοσαριά διευθυντές φεστιβάλ παρόντες, όλοι τους ήρθαν στο τραπέζι να με γνωρίσουν και να μου δώσουν την κάρτα τους, από τα πολύ μεγάλα ονόματα μέχρι τους νεότερους. Φαντάζομαι δεν αποτελούσα ειδική περίπτωση. Είμαστε, όμως, κι εμείς μια πιάτσα καλή στη διεθνή αγορά. Πολύ καλή. Εχουμε ένα Ηρώδειο, αν φιλοξενεί ένα πρόγραμμα αποκλειστικά μουσικό, πολύ καλό, θα παρακαλάνε από όλον τον κόσμο. Το ίδιο με την Επίδαυρο. Λες Ηρώδειο και Επίδαυρο και ζαλίζονται. Εμείς τα έχουμε στο πιάτο μας και δεν τα λογαριάζουμε».
Η αποδοχή του προγράμματος ήταν καθολική. Ωστόσο ακούστηκαν φωνές τύπου «οι ίδιοι και οι ίδιοι», ιδίως όσον αφορά τις ξένες παραγωγές. «Κοιτάξτε, όλα τα φεστιβάλ μπαίνουν σε ένα πολύ καλό σουπερμάρκετ γκουρμέ και από εκεί μέσα διαλέγουμε όλοι μας πάνω κάτω από τα ίδια πράγματα. Γι’ αυτό και μοιάζουμε μεταξύ μας. Απλώς αυτά που κουβαλάς σε κάνουν να διαλέξεις από αυτό το ράφι ή από το άλλο. Δεν υπάρχει μια συνταγή που εφαρμόζουμε όλοι. Το λέω και αλλιώς: ξεκινάει ένα τρένο πολιτισμού από το Εδιμβούργο, περνάει από την Αβινιόν και απλώνεται και στην υπόλοιπη Ευρώπη. Σημασία, όμως, έχουν τα δικά σου κριτήρια. Ημουν στην Αμβέρσα και διάβαζα το πρόγραμμα του φεστιβάλ. Ε, το ένα τρίτο είναι αυτά που θα κάνουμε ή που κάναμε πέρυσι. Υπάρχουν ρεύματα και αυτό ανέκαθεν ίσχυε στην τέχνη. Δεν χρειάζεται να έχω εγώ τους ξένους φίλους μου. Τότε γίνεται πάρτι φίλων».
Εσείς πώς διαχειρίζεστε το γεγονός ότι γνωρίζετε καλά τους δημιουργούς του ελληνικού θεάτρου; «Στο φεστιβάλ θα πάρεις ανθρώπους που εκτιμάς, το φεστιβάλ είναι των καλύτερων. Από αυτούς που εκτιμάς, με κάποιους έχεις συνεργαστεί, άλλοι έχουν δουλέψει στο θέατρό σου. Αυτό σε δυσκολεύει στα «όχι». Και δίνουμε απαντήσεις σε όλους, είμαστε πολύ τυπικοί σε αυτό το κομμάτι. Είναι δύσκολο για ανθρώπους που ξέρουν τη γνώμη σου να πεις το «όχι», ιδίως όταν είναι κάποιος ευγενής και σιωπηλός. Τότε είναι μαχαιριά, είναι επώδυνο. Ποντάρει ο άλλος και καλά κάνει, αλλά δεν χωράνε όλα τα καλά. Δεν είναι μόνο μια χρονιά το φεστιβάλ, ούτε οι ίδιοι και οι ίδιοι. Τηρώ και μια επετηρίδα, αν και δεν μου αρέσει καθόλου η λέξη, γιατί δεν θα ήθελα ένας σκηνοθέτης να είναι δύο συνεχή χρόνια, εκτός εξαιρέσεων οι οποίες επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Για παράδειγμα, μου άρεσε πάρα πολύ το «Γκιακ» που έκανε η Μαυραγάνη και είδα στη Θεσσαλονίκη. Δεν μπορούσα να το βάλω, γιατί είναι στο φεστιβάλ με άλλη πρόταση. Του χρόνου θα το ‘βαζα».
Πόσο καλό θέατρο έχουμε στην Ελλάδα; «Είμαστε δέκα εκατομμύρια, οπότε αν έχουμε τρεις καλούς, είμαστε καλά. Και τους έχουμε, είναι πολύ καλό το επίπεδο. Ο κίνδυνος βρίσκεται τώρα με την κρίση. Είμαι οπαδός της αφαίρεσης, η κρίση όμως είναι κάτι άλλο. Τι λέξη κι αυτή! Εχω κρίση βήχα και περνάει, η κρίση επτά χρόνια τώρα δεν λέει να περάσει. Η οικονομική καταστροφή που ζούμε δεν είναι καλή για την τέχνη. Δεν βοηθάει στην ανάπτυξη. Μια παράσταση έχει ανάγκη από φώτα, από σκηνικά, από μουσική. Δεν μπορούμε να επιστρέψουμε στην εποχή που μ’ ένα μαύρο τσαλακωμένο πανί στήναμε παράσταση. Αλλο να κάνεις οικονομία. Για να κάνεις τέχνη χρειάζονται χρήματα. Για να πληρώνονται οι καλλιτέχνες, για να αφοσιώνονται. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν σε δύο παραστάσεις στο φεστιβάλ και όχι από συνδικαλιστική αντίληψη. Xρειάζεται η πολυτέλεια της τεμπελιάς του καλλιτέχνη. Γιατί μέσα στον χρόνο που δεν κάνεις κάτι σκέφτεσαι την πρόβα, τα λόγια, μια ιδέα. Δεν μπορείς να πηγαίνεις στην πρόβα και μετά να τρως ένα σάντουιτς για να πας στην άλλη πρόβα. Πότε έχεις τον χρόνο να σκεφτείς, να κάτσει μέσα σου το πράγμα; Αυτό που συμβαίνει κάνει κακό όχι μόνο στην κοιλιά αλλά και στην τέχνη».
Εχετε δεχθεί πολιτικές πιέσεις να συμπεριλάβετε κάποιες προτάσεις στο πρόγραμμα; «Βεβαίως. Οι πιέσεις δεν ήταν από ένα κόμμα. Οι πιέσεις δεν γίνονται μόνο από κυβερνώντες. Μπορεί να σου προτείνει ο Καραμανλής, λέω τώρα, έναν πολύ καλό ηθοποιό και να σου αρέσει, να είναι ιδανική επιλογή. Είμαι επιφυλακτικός, όμως, γιατί δεν θέλω να ανοίγω τέτοιου είδους παράθυρα για να επεμβαίνουν γιατί μετά υποχωρείς. Δεν είμαι από τους ανθρώπους που υποχωρούν
εύκολα. Και από τα καλά μου στη σκηνοθεσία νομίζω πως είναι ότι ξέρω να διαλέγω ηθοποιούς. Ε, δεν θα το χαλάσω ούτε για πολιτικά μέσα, ούτε για υποσχέσεις οικονομικές, ούτε για έρωτα. Δεν τινάζεις στον αέρα έναν θίασο βάζοντας να πρωταγωνιστήσει το αγόρι ή το κορίτσι σου, ανάλογα με τον ερωτικό προσανατολισμό σου. Στη δουλειά πρέπει να έχεις τη διαύγεια ώστε να κρίνεις ποιος είναι ο καλύτερος ηθοποιός για τον ρόλο. Και δεν είμαι από αυτούς που λένε ότι ο έρωτας είναι έξω από τη δουλειά. Είναι χαζά αυτά τα πράγματα. Ο έρωτας είναι παντού».
Στο θέατρο υπάρχει περισσότερος ερωτισμός απ’ ό,τι σε άλλα περιβάλλοντα; «Δεν υπάρχει περισσότερος απ’ ό,τι σε μια τράπεζα, για παράδειγμα. Σε κάθε εργασιακό περιβάλλον υπάρχει ένας «θίασος». Θα μπορούσες κάτι να αγαπήσεις εκεί μέσα, να μη σου κάτσει, να μην το θέλεις τελικά. Δικαίωμά σου. Μπορεί να είμαστε πιο παιχνιδιάρηδες, αλλά εγώ θεωρώ πολύ συντηρητικό τον χώρο των ηθοποιών. Θυμάμαι παλιά είχα μια κουβέντα με έναν φίλο στην επαρχία που μου έλεγε ότι είχαν συλλάβει κόσμο στην τράπεζα ή στο ταμιευτήριο γιατί έκαναν όργιο. Δεν έχω ακούσει για κανένα όργιο στο ελληνικό θέατρο. Μπορεί να δείχνουμε πιο κοινωνικοί οι ηθοποιοί, αλλά δεν θεωρώ ότι είναι λιγότερο ερωτικοί π.χ. οι εργαζόμενοι στην Εθνική Τράπεζα στην Αλεξανδρούπολη».
Πάνω απ’ όλα το θέατρο; «Πάνω απ’ όλα η ζωή».

Η ζωή σας μοιάζει άμεσα συνυφασμένη σχεδόν αποκλειστικά με το θέατρο. «Ενα κομμάτι της ζωής μου είναι. Προ ημερών, για παράδειγμα, στενοχωρήθηκα που δεν πρόλαβα να πάω στην αντιφασιστική συγκέντρωση που έγινε στη διασταύρωση Κηφισίας και Αλεξάνδρας (σ.σ.: εξαιτίας της επίθεσης κατά του φοιτητή Αλέξη Λάζαρη) γιατί είχα μια δουλειά και δεν μπορούσα να την αφήσω. Θεωρώ ότι αυτό είναι ένα από τα κακά της δουλειάς. Δεν έχεις την ελευθερία του χρόνου. Με πείραξε αυτό, ήθελα να είμαι εκεί. Είχαν έρθει, όμως, από τη Φολκσμπίνε και δεν μπορούσα να τους πω ότι η καρδιά μου με οδηγεί στην Αλεξάνδρας και όχι στο προγραμματισμένο ραντεβού».
Εκτός από τον ακτιβισμό, πού αφιερώνετε τα υπόλοιπα κομμάτια της ζωής σας; «Στα δύο εγγόνια μου. Είναι κάτι πολύ κεντρικό στη ζωή μου. Ο μεγάλος πηγαίνει εδώ κοντά σχολείο και αν μου πει ο Μίλτος (σ.σ.: ο γιος του) να πάω να τον πάρω τα παρατάω όλα. Με αφορά πάρα πολύ ότι η δουλειά μου δεν μου ανατρέπει σε πολύ μεγάλο βαθμό τη ζωή μου. Θέλω να επιστρέφω σπίτι μου το βράδυ, να πηγαίνω στο ραντεβού μου».
Δηλαδή; «Εδώ και τριάντα χρόνια δίνουμε ραντεβού το βράδυ στο σπίτι με τη γυναίκα μου (σ.σ.: Κοραλία Σωτηριάδου). Το βρίσκω από τα πιο ωραία πράγματα. Το θεωρώ πολύ σημαντικό στη ζωή να μη θεωρείς δεδομένα τα πράγματα. Είτε επειδή έκανες μια καλή σκηνοθεσία και είσαι καλός σκηνοθέτης. Και στη δουλειά και στην προσωπική ζωή η επανάπαυση είναι το χειρότερο πράγμα. Να νομίζεις ότι τα έχεις όλα εξασφαλισμένα».
Πώς αισθανθήκατε όταν γίνατε παππούς; «Καλύτερα δεν γινόταν. Δεν σκέφτηκα «Ποπό, μεγαλώνω». Γιατί έχω και έναν ναρκισσισμό, αλλά είμαι πολύ χαρούμενος που έκαναν τα παιδιά πάρα πολύ νέοι ο Μίλτος και η Γεωργιάννα (σ.σ.: Νταλάρα), οπότε εγώ δεν είμαι πολύ μεγάλος. Επειτα, μου αρέσει που δεν το πιστεύουν ότι είμαι παππούς. Και είμαι χωρίς λίφτινγκ και botox… Αν και κατανοώ αυτούς που το κάνουν».
Τι κατανοείτε; «Οτι αυτό θέλουν, αυτό έχουν ανάγκη. Αυτό τους αρέσει, η συγκεκριμένη παρέμβαση στον εαυτό τους».
Την πολιτική της κυβέρνησης πώς την κρίνετε; «Οταν είσαι εντός Μνημονίου, όλες οι κυβερνήσεις με τον ίδιο τρόπο δουλεύουν, άντε να υπάρχουν διαφοροποιήσεις πολύ μικρές. Είναι πολύ μικρά τα περιθώρια. Είναι τόσο ασφυκτικό το περιβάλλον, τόσο αντιευρωπαϊκή η ευρωπαϊκή πολιτική με την έννοια της Ενωσης, ότι δηλαδή είμαστε όλοι ένα, το αυτονόητο δηλαδή. Ενωση σημαίνει ότι είμαστε όλοι μια οικογένεια, αλλά το ένα παιδί σου είναι αριστερό, το άλλο δεξιό –την Ακροδεξιά την αφήνω στην άκρη. Οταν ανέλαβε ο Στάιν τη Σαουμπίνε η ομάδα του ήταν μαοϊκή, δεν σκέφτηκε όμως η δεξιά κυβέρνηση να τον αποκλείσει. Ο Φρανκ Κάστορφ παραμένει στη θέση του επί 25 χρόνια. Εδώ ισχύει, για όλες τις κυβερνήσεις, «ποιος είναι κοντά σε εμάς, αυτόν θα πάρουμε»».
Αυτό δεν περιλαμβάνει και τη δική σας περίπτωση; «Γιατί ποιον δεν περιλάμβανε; Ηταν τίποτε απολίτικο ως επιλογή; Αυτό που μετράει μετά είναι το πρόσωπο, εάν είναι άξιος. Εγώ δεν ήμουν χαϊδεμένο παιδί κανενός».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 15 Απριλίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ