«Αυτή τη στιγμή χορεύω στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μου γιατί το «What Belongs to You» βρίσκεται ανάμεσα στα πέντε βιβλία που είναι υποψήφια για το βραβείο PEN/Faulkner». Με αυτό το tweet εξέφρασε την περασμένη Τρίτη ο 39χρονος αμερικανός συγγραφέας Γκαρθ Γκρίνγουελ τον ενθουσιασμό του που το μυθιστόρημα «Αυτό που σου ανήκει» (όπως κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Καστανιώτη το πεζογραφικό ντεμπούτο του) έλαβε άλλη μία διάκριση. Το βιβλίο συμπεριλήφθηκε στη μακρά λίστα για το φημισμένο National Book Award και έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές, κάτι που ίσως εκπλήξει τον μέσο αναγνώστη όταν διαβάσει στο οπισθόφυλλο την πλοκή του: «Μια φθινοπωρινή μέρα ένας αμερικανός καθηγητής μπαίνει στις δημόσιες τουαλέτες του Εθνικού Μεγάρου Πολιτισμού στη Σόφια. Εκεί γνωρίζει τον Μίτκο, έναν γοητευτικό νεαρό που εκδίδεται επί χρήμασι, και πληρώνει κι αυτός το αντίτιμο για να κάνει σεξ μαζί του. Τους επόμενους δύο μήνες επιστρέφει ξανά και ξανά στον Μίτκο, σπρωγμένος από λαγνεία, μοναξιά κι από τη σαγήνη του κινδύνου».
Φοβηθήκατε καθόλου, γράφοντας το μυθιστόρημα αυτό, ότι θα ήταν πιθανό να κατηγοριοποιηθείτε ως γκέι συγγραφέας, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει το βιβλίο σας σε συγκεκριμένα ράφια των βιβλιοπωλείων; «Ενα από τα προνόμια των συνθηκών απομόνωσης υπό τις οποίες έγραψα το βιβλίο μου είναι ότι δεν σκεφτόμουν καθόλου τους αναγνώστες και τις αντιδράσεις τους. Δεν φοβάμαι την ετικέτα «γκέι συγγραφέας», τουναντίον την αποδέχομαι. Ο διακειμενικός διάλογος μεταξύ των γκέι συγγραφέων μέσα στον χρόνο βρίσκεται στην καρδιά της δυτικής λογοτεχνίας, από τον Μαρσέλ Προυστ και τον Τόμας Μαν έως τη Βιρτζίνια Γουλφ και τον Τζέιμς Μπόλντουιν, και εν μέρει έγραψα αυτό το βιβλίο για να συνομιλήσει με μια παράδοση βιβλίων που έχουν σημάνει πολλά για μένα. Δεν αξίζει να αγωνιστώ για να μην αποκαλούν το βιβλίο μου γκέι, γιατί είναι, αλλά οφείλω να επιμείνω πως τα γκέι βιβλία είναι βιβλία με πανανθρώπινη αξία. Η δύναμη της λογοτεχνίας έγκειται στο ότι φέρνει τον αναγνώστη σε επαφή με κόσμους που δεν θα γνώριζε αλλιώς, και το κάνει εκ των έσω, δείχνοντας πώς είναι να ζεις σε μια άλλη συνείδηση, με τρόπο που δεν το καταφέρνουν κατά τη γνώμη μου ο κινηματογράφος και η τηλεόραση. Ελπίζω να είναι αυτό ένα βιβλίο που μπορεί να αφορά οποιονδήποτε, ακόμη και αν παραμένει αφοσιωμένο σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο και σε μια συγκεκριμένη κοινότητα».
Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας, μαθαίνουμε ορισμένα πολύ προσωπικά πράγματα για τον αφηγητή της ιστορίας, όμως δεν μαθαίνουμε ποτέ το όνομά του. «Αυτό το βιβλίο είναι η πρώτη απόπειρά μου στην πεζογραφία –πριν από αυτό έγραφα ποίηση και εκεί δεν απασχολείς συχνά τον εαυτό σου με τις βιογραφικές πληροφορίες του αφηγητή, κάτι που βρίσκω γοητευτικό. Ηθελα να εστιάσω στις στιγμές της εσωτερικής έντασης, οι οποίες καθορίζουν έναν άνθρωπο πιο πολύ από ό,τι το όνομά του».

Συμβαίνει, βέβαια, ενίοτε και οι άνθρωποι που γνωρίζονται σε δημόσιες τουαλέτες να μη συστήνονται ο ένας στον άλλον. «Κάποιες φορές συμβαίνει και αυτό. Nαι, δεν ανταλλάσσουν καν ονόματα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι συναντήσεις τους στερούνται οικειότητας ή συναισθηματικής βαρύτητας. Ηθελα να γράψω για τις δημόσιες τουαλέτες, ήθελα να γράψω για αυτά τα μέρη, τα cruising spots, ούτως ώστε να εκφράσω πόσο πλούσια είναι σε ανθρώπινη επαφή, μιλάμε για χώρους υψηλής συναισθηματικής και ηθικής πολυπλοκότητας και έντασης. Βλέπω τη λογοτεχνία σαν έναν τρόπο να κοιτάζεις, έχοντας σε επαγρύπνηση όλες τις ικανότητές σου να δείξεις κατανόηση. Θέλησα να κατευθύνω αυτό το βλέμμα στη Βουλγαρία, ένα μέρος που δεν απασχολεί πολύ τους Αμερικανούς, αλλά και σε αυτούς τους ανθρώπους, τους περιθωριοποιημένους, και να αναδείξω την αξία τη δική τους και των σχέσεων που προκύπτουν σε μέρη σαν αυτό».

Ο τρόπος με τον οποίο γνωρίζεται το ζευγάρι στο βιβλίο σας έχει αρχίσει πάντως να θεωρείται ξεπερασμένος. Οι γκέι άνδρες χρησιμοποιούν ψηφιακές εφαρμογές για να γνωρίσουν ο ένας τον άλλον, ακόμη κι αν το μόνο που ψάχνουν είναι μια ερωτική επαφή. «Εχω πολύπλοκα συναισθήματα απέναντι στις εφαρμογές αυτές και τη σχέση τους με το ψωνιστήρι, δεν θα ήθελα να πω με απλοϊκό τρόπο πως κάτι είναι καλύτερο από κάτι άλλο. Υπάρχουν σίγουρα πλεονεκτήματα στα νέα μέσα: περισσότερη ασφάλεια, μεγαλύτερη ευκολία στην ανταλλαγή ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων όπως το HIV status, όμως πιστεύω ότι σε χώρους σαν τις δημόσιες τουαλέτες του Εθνικού Μεγάρου Πολιτισμού στη Σόφια υπάρχει ακόμη ο δυνητικός ριζοσπαστισμός τού να είσαι ομοφυλόφιλος. Μία από τις ενστάσεις μου σχετικά με τις ψηφιακές εφαρμογές είναι ότι σου επιτρέπουν να βάζεις φίλτρα, σχετικά με τη φυλή, την ηλικία ή την εμφάνιση, μη επιτρέποντας στην επιθυμία να σε εκπλήξει. Καταλαβαίνεις τόσο περισσότερα για κάποιον όταν τον βλέπεις πρώτη φορά από κοντά, ως φυσική παρουσία, σε αντίθεση με το να βλέπεις μια μικρή φωτογραφία του στέρνου του στην οθόνη. Ανησυχώ, επίσης, ότι ενισχύουν την εμπορευματοποίηση του σώματος και του σεξ –όταν βρίσκεσαι στον ίδιο χώρο με τον άλλον δεν έχεις τη δυνατότητα να… «swipe left» (στην ψηφιακή σλανγκ, απορρίπτω κάποιον με τη χαρακτηριστική κίνηση του δαχτύλου πάνω στην οθόνη του κινητού), μια χειρονομία που βρίσκω πολύ υποτιμητική ούτως ή άλλως. Οι δημόσιες τουαλέτες είναι επίσης το μόνο μέρος που μπορούσα να φανταστώ ότι κάποιος σαν τον αφηγητή μου θα μπορούσε να συναντήσει κάποιον σαν τον Μίτκο. Γινόμαστε όλο και πιο αποτελεσματικοί στο να κάνουμε τον διαχωρισμό μεταξύ μας με ταξικά κριτήρια και αυτά τα μέρη τα υπερβαίνουν, επιτελώντας κοινωνικό έργο. Χρησιμοποιώντας ένα app σαν το grindr όταν μένεις σε μια πυκνοκατοικημένη αστική περιοχή θα συναντήσεις σχεδόν αποκλειστικά ανθρώπους σαν εσένα, αυτού του τύπου ο απομονωτισμός είναι ολέθριος για τη δημοκρατία».

Η δεύτερη ενότητα του βιβλίου σας, εκείνη που αναφέρεται στο μεγάλωμα του ήρωα, στην ομοφοβία που αντιμετώπισε, βασίζεται, σύμφωνα με δηλώσεις σας, σε αυτοβιογραφικά στοιχεία. Επούλωσε κάποιες πληγές το γράψιμό της; «Ηταν μια επίπονη διαδικασία. Oταν κάνεις τέχνη χρησιμοποιώντας ως υλικό κάτι δύσκολο που έχεις ζήσει, γίνεσαι κατά κάποιον τρόπο ευγνώμων στην εμπειρία σου γιατί ξέρεις ότι αυτό που δημιούργησες υπάρχει. Oμως δεν δίδεται κάποια λύση, ούτε αντιμετωπίζεις τις μεγάλες θλίψεις που κουβαλάς μέσα σου. Δεν υπήρξε κάθαρση, μόνο μια καταβύθιση σε ένα πολύ σκοτεινό μέρος».

Η σχέση των δύο ηρώων σας βασίζεται σε ένα ξεκάθαρο δούναι και λαβείν. Εχουν όλες οι σχέσεις ανταλλακτικό χαρακτήρα; «Ναι. Θέλω να πιστεύω ότι τα χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης, ακόμη και εκείνα που μπορεί να φαίνονται αλλόκοτα ή έξω από ό,τι ορίζουμε ως φυσιολογικό, είναι στην πραγματικότητα μια ενισχυμένη εκδοχή στοιχείων που υπάρχουν σε κάθε σχέση. Τα παιχνίδια εξουσίας, οι συναλλαγές κάθε είδους και, πιο ριζικά, η αγωνία του αφηγητή, αν χωράνε στην ίδια ιστορία, ο τρόπος με τον οποίο ο Μίτκο παραμένει ένα μυστήριο για αυτόν, όλα αυτά τα συναντάμε σε κάθε σχέση. Δεν έχουμε άμεση πρόσβαση στη συνείδηση κανενός και ποτέ δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι τι σκέφτεται ο σύντροφός μας, και ισχύει αυτό τόσο για έναν γάμο 30 χρόνων όσο για τη σχέση που είναι στο επίκεντρο του μυθιστορήματός μου».

Εκπλαγήκατε με την εκλογή του Τραμπ; «Ηταν μια αποκαρδιωτική έκπληξη. Μου φαίνεται βαθιά ντροπιαστικό ότι ένας άνδρας με χαρακτήρα τόσο ξεκάθαρα ακατάλληλο για την προεδρία εξελέγη τελικά. Στο σημείο αυτό θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι με έχoυν στενοχωρήσει οι αντιδράσεις πολλών ανθρώπων της Αριστεράς, όσων θέλησαν απλώς να ξεγράψουν τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων του. Προέρχομαι από μια Πολιτεία των ΗΠΑ όπου ο Τραμπ πλειοψήφησε, μεγάλωσα με τους ανθρώπους που τον έχουν υποστηρίξει φανατικά. Ξέρω γιατί αυτοί οι άνθρωποι αισθάνονται παραμελημένοι από τον νεοφιλελεύθερο παγκόσμιο καπιταλισμό. Καταλαβαίνω γιατί θεωρούν ότι τους στέρησε αυτό το σύστημα την αξιοπρέπειά τους, όμως δεν καταλαβαίνω πώς αυτός ο άνδρας που τόσο εμφανώς τους απεχθάνεται έχει καταλήξει να εκπροσωπεί τη χαμένη αξιοπρέπειά τους. Νιώθω πολύ φοβισμένος. Δεν είμαι σίγουρος για τη δύναμη των θεσμών της προοδευτικής δημοκρατίας, θα δοκιμαστούν έτσι όπως δεν έχουν δοκιμαστεί για περισσότερο από 100 χρόνια. Για να είμαστε έτοιμοι πρέπει να χτίσουμε συμμαχίες και δίκτυα αλληλοϋποστήριξης πέρα από τις συνήθεις διαχωριστικές γραμμές της αμερικανικής πολιτικής».

Διαβάζοντας το μυθιστόρημά σας περίμενα να γίνει κάποια αναφορά στον Καβάφη και δεν με απογοητεύσατε. «Νομίζω ότι είναι ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές στην Ιστορία και σίγουρα ένας από τους πολύ αγαπημένους μου, ο τόνος του είναι αριστοτεχνικός, υπάρχει κάτι τόσο συγκρατημένο στην επιφάνεια που κρύβει από κάτω κάτι ανεξέλεγκτο, αυτός ο συνδυασμός είναι ιδανικός στην τέχνη».

Ενας άλλος ποιητής που θαυμάζετε, ο Φρανκ Μπίνταρτ, έχει γράψει πως «το να ψάχνουμε επίμονα ένα νόημα είναι παραφροσύνη». «Για εμένα ο Φρανκ Μπίνταρτ είναι ο σπουδαιότερος εν ζωή ποιητής της Αμερικής, τον λατρεύω. Ενα από τα θέματα που πραγματεύεται στο έργο του, κάτι που συναντάμε και στον Τόμας Μαν ή τον Τόμας Μπέρνχαρντ, είναι πως η επιθυμία για τάξη και νόημα οδηγεί τελικά στο χάος και στην καταστροφή. Με σαγηνεύει το πώς οι ίδιες ανάγκες που μας φαίνονται αξιοθαύμαστες μπορούν τελικά να μας οδηγήσουν στη θηριωδία, αυτή η βαθιά αμφισημία που βρίσκεται στο κέντρο της ανθρώπινης κατάστασης: η θρησκευτική πίστη, ο έρωτας, η γονεϊκή αγάπη, η επιθυμία να είσαι καλός, να είσαι ηθικά συνεπής, να μένεις αγνός, όλα αυτά μπορούν να δημιουργήσουν στο τέλος κάτι τερατώδες».

Εχετε σπουδάσει λυρικό τραγούδι. Ποιες φωνές αγαπάτε; Υπάρχει περίπτωση να σας δούμε ποτέ επί σκηνής; «Μια τραγουδίστρια που θεωρώ εξαιρετική είναι η Ρενέ Φλέμινγκ, μου αρέσει επίσης ένας τενόρος που λέγεται Αντονι Ντιν Γκρίφι, τραγούδησε «Peter Grimes» στη Μητροπολιτική Οπερα της Νέας Υόρκης πριν από μερικές σεζόν και η ερμηνεία του ήταν μια αποκάλυψη για εμένα. Θα ήθελα πολύ να γράψω κάποια στιγμή το λιμπρέτο για μια όπερα, αν αυτό συμβεί νομίζω πως η καλλιτεχνική μου πορεία θα έχει διαγράψει έναν πλήρη κύκλο».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ