Ακουμπά το φλιτζάνι της στο τραπέζι. Οι κινήσεις της είναι προσεκτικές. Δεν απαντά αμέσως στις ερωτήσεις. Σκέφτεται τις λέξεις της. Μοιάζει να θέλει να ακριβολογεί σε κάθε φράση της. Ανάβει τσιγάρο. Η Μπέτυ Λιβανού κάθεται απέναντί μου. Φοράει μαύρα γυαλιά ηλίου. Στο πρόσωπό της δεν υπάρχει ίχνος μέικ απ. Είναι γοητευτική. Φαντάζομαι το ξέρει. Ωστόσο, μοιάζει να μην καταβάλει καμία προσπάθεια για αυτό. Απλά της συμβαίνει. Ισως γιατί κάπως έτσι όλα συνέβησαν στη ζωή της. «Το επάγγελμα της ηθοποιού δεν το επέλεξα εγώ. Με επέλεξε εκείνο» εξομολογείται. Αρχικά ήταν εκείνο το τηλεφώνημα του Φίνου. Την είχε δει σε μια διαφήμιση που έκανε τότε ως μοντέλο για τα Καρέλια. Της τηλεφώνησε και της πρότεινε τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην ταινία που ετοίμαζε. Εκείνη, σχεδόν με αυθάδεια, τον ρώτησε ποια θα είναι η αμοιβή της.
«Δρω μάλλον περισσότερο ως επισκέπτης στην υποκριτική παρά ως επαγγελματίας» αναφέρει. Φέτος, πάντως, επέστρεψε στον τόπο του «εγκλήματος» μέσα από την παράσταση «Πυγμαλίων –Ωραία μου κυρία» σε απόδοση και σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ρήγα, που παρουσιάζεται στο θέατρο Πάνθεον. Το επίθετο «ωραία» την κατατρέχει. Αναρωτιέμαι αν το έχει βαρεθεί. Κάποια στιγμή στη διάρκεια της κουβέντας μας θα πει: «Μου αρέσει να παρατηρώ τον εαυτό μου να μεγαλώνει. Υπήρξαν μάλιστα φορές που τον άκουσα να μου λέει: «Επιτέλους να μεγαλώσουμε, να τελειώνουμε με αυτό το παραμύθι της ωραίας»».
Στην παράσταση «Πυγμαλίων –Ωραία μου κυρία» υποδύεστε την κυρία Χίγκινς, μια γυναίκα ιδιαίτερα αντισυμβατική. Της μοιάζετε; «Δεν νομίζω ότι είμαι συντηρητική. Κυρίως θα έλεγα ότι βλέπω με έναν δικό μου τρόπο τα πράγματα όσον αφορά το δίκαιο και το άδικο, το καλό και το κακό, το ηθικό και το ανήθικο. Είναι πολλές φορές μια διαφορετική ματιά, η οποία δεν διέπεται από κοινωνικούς κανόνες και νόρμες. Μάλλον ήμουν έτσι από μικρή. Θυμάμαι δεν ήθελα καθόλου τις δεσμεύσεις. Ημουν ένα πολύ φιλελεύθερο άτομο. Δεν ήμουν η κλασική κοπέλα που μεγαλώνει και το όνειρό της είναι να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Δεν ήμουν έτσι».
Τη φετινή επιστροφή σας στο θέατρο την απολαμβάνετε; «Πολύ. Ηταν μια συγκυρία ευτυχής. Δημιουργήσαμε μια παράσταση που αρέσει πολύ στον κόσμο. Και δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο μεγάλη ικανοποίηση είναι αυτό. Το κοινό δεν βαριέται. Κι όμως πρόκειται για μια παράσταση διάρκειας τριών ωρών. Εγώ ακούω για τέτοια έργα και τρέχω μακριά. Ωστόσο, εδώ περνάει το τρίωρο τόσο ευχάριστα».
Γενικότερα νομίζω ότι είχατε μια τάση φυγής από τα πράγματα. Δεν ήσασταν ποτέ αυτό που ονομάζουμε καριερίστα… «Ναι, δεν ήμουν ποτέ η ηθοποιός που δουλεύει κάθε σεζόν στο θέατρο. Δεν κάνω καριέρα σε αυτό επάγγελμα, μπαίνω και βγαίνω όποτε μου αρέσει».
Τι είναι όμως αυτό που σας σπρώχνει μακριά; «Ισως ότι αυτό το επάγγελμα δεν το επέλεξα εγώ. Με επέλεξε εκείνο και πάντα προσπαθώ να ξεφύγω, αλλά έχω καταλάβει πλέον ότι μάλλον είναι μοιραίο».
Μιλάτε για το περιβόητο τηλεφώνημα του Φίνου… «Και πιο μπροστά. Νιώθω ότι είμαι ηθοποιός από μωρό παιδί. Φανταστείτε, σε όλο το δημοτικό έπαιζα στα θεατρικά που ανεβάζαμε. Υστερα μόντελινγκ, διαφημίσεις. Δεν ξέρω πώς έρχονταν οι συγκυρίες. Ολο εκεί τριγύριζα. Αλλά δεν ήταν αυτό που ήθελα να γίνω».
Τι θέλατε να γίνετε; «Είχα συνδεθεί πολύ με μια κυρία. Ημασταν σαν μαμά με κόρη. Τη θαύμαζα πάρα πολύ. Εκείνη δούλευε ως γραμματέας στον Τομέα Τουρισμού. Ηταν μια κυρία με κολιεδάκι και γραφομηχανή. Μάθαινα και εγώ γραφομηχανή. Ηθελα να γίνω γραμματέας, κάτι τέτοιο. Οχι, πάντως, ηθοποιός».
Και όταν είδατε την αφίσα της πρώτης σας ταινίας σε όλους τους δρόμους της Αθήνας, πώς αντιδράσατε; «Ηταν σοκ. Ο Φίνος είχε γεμίσει τους δρόμους με γιγαντοαφίσες. Τα πράγματα έγιναν αστραπιαία. Το ένα έφερε το άλλο. Με τον Φίνο δούλεψα από το 1970 μέχρι το 1973. Υστερα έκλεισε η Finos Film».
Και εσείς περάσατε σε ένα νέο είδος κινηματογράφου, στο νέο ελληνικό σινεμά. Αλήθεια, ποιο κομμάτι της καριέρας σας αγαπάτε περισσότερο; «Κοιτάξτε, το κομμάτι των ταινιών του Φίνου έχει γίνει πλέον καλτ. Το κομμάτι του νέου ελληνικού σινεμά, αν μπορούμε να το χαρακτηρίσουμε έτσι, είναι ξεχωριστές δουλειές, μία προς μία, σαν χειροποίητες. Δεν ήταν ότι απλά συμμετείχες σε μια ταινία. Ησουν μέσα σε όλα από την αρχή, στην παραγωγή, στο σενάριο».
Δεν αποκηρύξατε ποτέ την εμπορική σταρ του Φίνου; «Κατ’ αρχάς, είναι ανόητο να αποκηρύξεις κάτι που έχεις κάνει. Καθετί βρίσκεται στη θέση του και υπηρετεί αυτό που είναι. Δεν αισθάνθηκα μειονεκτικά ποτέ με αυτές τις ταινίες. Ισα ίσα, νιώθω τυχερή που μπόρεσα να γνωρίσω τον Σακελλάριο, να δουλέψω με τη Βλαχοπούλου, τον Κούρκουλο, τον Δαλιανίδη, τον Βουτσά. Πρόκειται για μορφές του ελληνικού σινεμά. Ξέρετε ποια είναι η πιο εμπορική μου ταινία; «Η αμαρτία της ομορφιάς». Κινείται στα όρια του σουρεαλιστικού και έχει γίνει καλτ. Είναι αυτή η ταινία στην οποία η Τασσώ Καββαδία υποδύεται τη σατανική πεθερά μου».
Μια ιδιαίτερα αγαπημένη ταινία σας είναι ο «Ξαφνικός έρωτας» (1984) του Γιώργου Τσεμπερόπουλου. Tι θυμάστε από τα γυρίσματα; «Τα γυρίσματα ήταν κάθε ημέρα και μια άλλη σεκάνς. Νομίζω ότι είναι μια ταινία που στην εποχή της έκανε μεγάλη εντύπωση. Βασισμένη στο βιβλίο του Βασίλη Αλεξάκη «Tάλγκο», είχε απήχηση στις γυναίκες. Iσως γιατί όλες οι γυναίκες έχουν μέσα τους το απωθημένο να ζήσουν έναν ξαφνικό έρωτα. Ηταν μάλιστα τέτοια η απήχηση που το δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έγιναν τα γυρίσματα στην Πορτογαλία έγινε σχεδόν αξιοθέατο. Πήγαιναν ζευγάρια στην Πορτογαλία, σε αυτό το ξενοδοχείο, να μείνουν σε αυτό το δωμάτιο. Βέβαια βίωναν και μια απογοήτευση. Καθώς η υπέροχη παραλία που διακρινόταν ακριβώς κάτω από το δωμάτιο στην ταινία αποτελούσε προϊόν μοντάζ».
Από την ταινία «Ο ασυμβίβαστος» (1979) με τον Παύλο Σιδηρόπουλο τι θυμάστε; «Ο Σιδηρόπουλος είναι ένας θρύλος πλέον. Ο πρίγκιπας! Εκείνος δεν είχε απόλυτη συναίσθηση αυτού του πράγματος. Ούτε εμείς όταν γυρίζαμε την ταινία. Ισως γιατί έγινε θρύλος μετά τον θάνατό του. Ηταν μια παρεΐστικη δουλειά. Ο σκηνοθέτης μας, ο Ανδρέας Θωμόπουλος, ήταν πολύ φίλος με τον Παύλο. Ημασταν όλοι πολύ φίλοι δηλαδή».
Το νέο ρεύμα του ελληνικού κινηματογράφου το παρακολουθείτε, τον Λάνθιμο, τον Οικονομίδη; «Τις βλέπω τις ταινίες αυτές. Δυστυχώς, όμως, όχι στο σινεμά, πρέπει να παραδεχτώ, επειδή η ζωή μου έχει γίνει όπως έχει γίνει. Εννοώ δηλαδή ότι μένω μακριά από την Αθήνα, στην Παιανία, και οι μετακινήσεις δεν είναι εύκολες. Μου αρέσουν, πάντως. Μου αρέσουν όταν οι άνθρωποι πάνε τα πράγματα μπροστά, παρακάτω. Ετσι γίνεται η αλλαγή σε κάθε εποχή. Ας πούμε και «Οι απέναντι» (σ.σ.: 1981) του Γιώργου Πανουσόπουλου ήταν αντίστοιχα μια ταινία που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο βλέπαμε το ελληνικό σινεμά».
Διάβασα ότι ύστερα από κάθε σκηνή βαθμολογούσατε τον εαυτό σας, αλλά ποτέ δεν του έχετε δώσει «δέκα». Γιατί; «Γιατί μάλλον αναζητώ την τελειότητα. Γιατί θέλω να δώσω το 100% του εαυτού μου και νομίζω δεν το κατάφερα σε καμία δουλειά μου. Πάντα βρίσκω ψεγάδια, θα ήθελα να τα έχω καταφέρει καλύτερα. Ισως όμως αυτό με προχωράει κιόλας. Γιατί πάντα είμαι ανήσυχη, κάτι με τρώει».
Προτιμάτε να κάνετε σινεμά ή θέατρο; «Με το θέατρο ήμουν πολύ επιφυλακτική για χρόνια. Ενώ στο σινεμά δουλεύω από το 1970, πέρασαν 30 ολόκληρα χρόνια για να κάνω θέατρο. Γιατί; Γιατί πίστευα ότι είναι μία τελείως διαφορετική δουλειά και όντως είναι. Γιατί δεν ήξερα αν θα μου αρέσει κιόλας. Πίστευα ότι αυτή η επανάληψη κάθε βράδυ μπορεί να με κουράσει. Εχει, πάντως, μαγεία το θέατρο και σε «πληρώνει» την ίδια στιγμή, εκείνη την ώρα. Το σινεμά όμως εγκλωβίζει τον χρόνο, τη στιγμή. Η εικόνα είναι μαγικό πράγμα».
Δημιουργήσατε μια θεατρική ομάδα, την «Εν λευκώ»… «Ναι, πριν από έξι χρόνια. Είναι μια ερασιτεχνική ομάδα. Δημιουργήθηκε με τους κατοίκους της Παιανίας και της ευρύτερης περιοχής, έρχονται όμως άνθρωποι και από την Αθήνα. Εχουμε ανεβάσει τρεις παραστάσεις, «Tην αυλή των θαυμάτων», «Tα κόκκινα φανάρια» και φέτος παρουσιάζουμε «Το μεγάλο μας τσίρκο». Oι παραστάσεις μας είναι φιλανθρωπικού χαρακτήρα, πάντοτε ενισχύουμε έναν φορέα. Μου αρέσει πολύ που σκηνοθετώ. Θα έλεγα ότι μου αρέσει περισσότερο να βρίσκομαι κάτω από τη σκηνή παρά επάνω. Αλλωστε, πάντα και στις δουλειές που συμμετείχα είχα σκηνοθετική ματιά στον τρόπο με τον οποίο έπαιζα».
Τηλεόραση βλέπετε; «Οχι, την έχω κλείσει συνειδητά. Το μόνο που κάνει είναι να τρομοκρατεί. Βρίσκεσαι μονίμως κάτω από μια απειλή. Θα σου κόψουν το κεφάλι με αυτό. Θα σας πιουν το αίμα με τον τάδε φόρο. Θα γίνει αυτό το δυστύχημα. Δεν θέλω να παίξω αυτό το παιχνίδι».
Με την πολιτική ασχολείστε; «Θα έλεγα ότι βρίσκομαι σε πολιτικό αδιέξοδο. Δεν μπορώ να πω ότι ανήκω κάπου. Τι συνέβη; Ισως τελείωσε η εποχή των μεγάλων ανδρών».
Τελείωσε και η εποχή των μεγάλων ιδεολογιών; «Ξέρετε, οι ιδέες είναι σαν τα ρούχα: όσο τρίβονται, ξεχειλώνουν».
Τα παιδικά σας χρόνια ήταν ευτυχισμένα; «Ναι. Δεν ήμασταν πλούσιοι αλλά δεν αισθανόμουν καμία έλλειψη. Ισως γιατί ήμουν ολιγαρκής, ίσως γιατί φρόντιζαν να έχω αυτά που πρέπει. Μεγάλωσα στην Αθήνα. Κυρίως με τη μητέρα μου. Οι γονείς μου είχαν χωρίσει. Ο πατέρας μου έφυγε στο εξωτερικό και δημιούργησε οικογένεια. Εχω αποκτήσει μια υπέροχη αδελφή. Εχουμε πολύ καλές σχέσεις, απλά εκείνη μένει στην Ελβετία και συναντιόμαστε σπανίως».
Προέρχεστε από συντηρητική οικογένεια; «Οπως σας είπα, μεγάλωσα κυρίως με τη μητέρα μου. Θα έλεγα ότι και εκείνη ήταν ένας άνθρωπος που ευχαριστήθηκε πολύ τη ζωή της έξω από το πλαίσιο του κλασικού οικογενειακού σχήματος».
Κρύβετε μια μεγάλη αγάπη για τη γη. Από πού προέρχεται; «Ελα ντε! Νομίζω ότι είναι κάτι έμφυτο. Οταν ανακάλυψα τη φύση, κατάλαβα ότι με ηρεμεί. Μου δίνει χαρά. Με ισορροπεί. Είχα μετακομίσει για κάποια χρόνια μόνιμα στην Αίγινα. Πλέον ζω σε ένα κτήμα στην Παιανία. Αγαπώ την Αθήνα, αλλά δεν αντέχω τους ρυθμούς της. Στο κτήμα έχουμε πολλά δέντρα. Το καλύτερό μου είναι να βγω μια βόλτα στον κήπο, να περάσω από τα δεντράκια, να δω αν διψάνε, αν θέλουν κλάδεμα».
Είστε χρόνια παντρεμένη με τον σκηνοθέτη Γιώργο Πανουσόπουλο. Τι είναι απαραίτητο για τη βιωσιμότητα ενός γάμου; «Η υπομονή. Νομίζω ότι οι νέοι άνθρωποι με την πρώτη δυσκολία τα παρατούν και πάνε πιο πέρα. Φαντάζονται ότι δεν θα ξανασυναντήσουν δυσκολία και όλα θα είναι ωραία. Ποτέ δεν θα είναι όλα ωραία. Καλό είναι να καταλάβουμε ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν προτερήματα και ελαττώματα και πρώτος από όλους ο εαυτός μας. Αν πάντως τα προτερήματα του άλλου είναι λιγότερα από τα ελαττώματά του, μένεις. Μην πιστεύουμε σε ουτοπίες και ροζ συννεφάκια. Τα πράγματα δεν θα είναι ποτέ καλά, αν εμείς δεν τα κάνουμε».
Εχετε δύο κόρες. Είστε μαμά και φίλη τους; «Μάλλον ναι. Και αυτό νομίζω φαίνεται επειδή μου εμπιστεύονται πράγματα».
Είναι δύσκολο να μεγαλώνεις δύο κόρες; «Επειδή ο σύζυγός μου είχε δύο παιδιά από τον προηγούμενο γάμο του, τα οποία έτυχε να μεγαλώνουν μαζί μας, έχω δει πώς είναι να μεγαλώνεις και ένα αγόρι. Κατά έναν περίεργο τρόπο, όταν τελείωνε το σχολείο η πρώτη κόρη του άνδρα μου, εγώ έμεινα έγκυος στο πρώτο μου παιδί. Δηλαδή είχα ήδη μια εμπειρία ως μαμά. Πολλές φορές νομίζεις ότι κάνεις το σωστό, αλλά τελικά κάνεις το λάθος κατά τη διάρκεια της ανατροφής ενός παιδιού. Κάθε παιδί είναι και διαφορετικό. Είναι πολύ σοβαρή υπόθεση και οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουμε ιδέα πώς γίνεται. Το ανακαλύπτουμε στον δρόμο».
Ζήσατε και ζείτε τη ζωή που θέλετε; «Νομίζω ότι έχω ζήσει μια ζωή που αν την κινηματογραφούσε κανείς θα ήταν υπερπαραγωγή. Πάντως, δεν έχω σκοπό να γράψω την αυτοβιογραφία μου».
Εχετε πει ότι έχετε συμβιβαστεί με την ιδέα του θανάτου. Πώς τα καταφέρατε; «Εχω συμβιβαστεί γιατί είναι κάτι πολύ φυσικό. Μικρή φοβόμουν πάρα πολύ και ο φόβος πάντα αφορά το άγνωστο. Σκεφτείτε το, όμως. Γιατί δεν ανησυχείς ποτέ για το πού ήσουν προτού γεννηθείς και ανησυχείς για το πού θα πας μετά; Αγαπώ τον Επίκουρο και νομίζω ότι πάνω στο θέμα αυτό τα έχει πει όλα: «Μην ανησυχείτε για τον θάνατο γιατί, όταν έρθει, απλά δεν θα είστε εκεί». Ετσι ακριβώς είναι».

Ζήσατε δυνατούς έρωτες;
«Με έχουν ερωτευτεί, έχω ερωτευτεί, έχω κλάψει. Είχα και αποτυχίες. Ολα αυτά τα κανονικά που συμβαίνουν στη ζωή ενός ανθρώπου».
Φαντάζομαι είναι πολλοί οι άνδρες που σας ερωτεύτηκαν… «Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι έχουν ερωτευτεί στη ζωή τους. Εγώ πιστεύω ότι οι περισσότεροι δεν έχουν καταλάβει καν τι σημαίνει έρωτας. Ο έρωτας είναι ένα συναίσθημα το οποίο σε κάνει να ξεπερνάς τον εαυτό σου. Πολλοί δεν μπαίνουν καν στον κόπο αυτό. Γιατί ο έρωτας δεν είναι κάτι που σου κάνει καλό. Είναι κυρίως κάτι που σου κάνει κακό, γιατί είσαι ευάλωτος και μπορείς να κάνεις πράγματα που στρέφονται τελικά εναντίον σου. Το πόσο πραγματικά οι περισσότεροι έχουν νιώσει τέτοια συναισθήματα δεν μπορώ να το ξέρω». l

«Πυγμαλίων –Ωραία μου κυρία»: Θέατρο Πάνθεον (Πειραιώς 166, Ταύρος), έως 19/03.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ