Ο Θρασύβουλος Γιάτσιος, ο καλλιτεχνικός διευθυντής του «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος», με υποδέχεται στο γραφείο του στον Ταύρο. Εχουν περάσει λίγες μόλις ημέρες από την πρεμιέρα της «Νίκης», της νέας μεγάλης παραγωγής του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Χρήστου Χωμενίδη, σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. «Επιτέλους μπορώ να ανασάνω ελεύθερα» λέει. «Δεν σας κρύβω ότι στην πρεμιέρα της «Nίκης» κατέρρευσα. Μόλις άκουσα τα πρώτα καλά λόγια από το κοινό στο διάλειμμα κρύφτηκα σε μία γωνία και ξέσπασα σε κλάματα. Ηταν τέτοιο το άγχος, η αγωνία, το τρέξιμο. Δεν είναι εύκολη υπόθεση μια παραγωγή τέτοιου μεγέθους. Είκοσι πέντε άνθρωποι στη σκηνή –μαζί με τους τεχνικούς ξεπερνούν τους σαράντα. Μια τρέλα είναι, αλλά μου αρέσει πολύ αυτή η τρέλα».
Ακριβώς απέναντί μας, σε περίοπτη θέση, βρίσκεται κρεμασμένη η αφίσα της παράστασης «Σμύρνη μου αγαπημένη», της προηγούμενης μεγάλης παραγωγής του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού. Πρόκειται για ένα έργο που ξεπέρασε κάθε προσδοκία, έχοντας συμπληρώσει τρία χρόνια παραστάσεων, με αποτέλεσμα ο Θρασύβουλος Γιάτσιος σήμερα δικαίως να θεωρείται ένας άνθρωπος με αλάνθαστη καλλιτεχνική διαίσθηση. Ο ίδιος κρατά χαμηλούς τόνους όταν το επισημαίνω. «Θεωρώ ότι απλώς έχω το μέσο γούστο» απαντά. «Οταν βρίσκομαι σε μια θεατρική αίθουσα, περισσότερο αισθάνομαι, παρά σκέφτομαι. Δεν είμαι θεατρολόγος. Είμαι ο μέσος θεατής. Και αισθάνομαι, αφουγκράζομαι. Ξέρετε, σπούδασα αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Και η αρχιτεκτονική με βοήθησε, νομίζω, πολύ σε αυτό. Με διαμόρφωσε ως άνθρωπο. Τι εννοώ; Ο στόχος της αρχιτεκτονικής είναι να οργανώσει τη ζωή του χρήστη στον χώρο, ακούγοντας τα δεδομένα του. Σκεφτείτε το. Αυτό ακριβώς δεν κάνω σήμερα ως καλλιτεχνικός διευθυντής;».
Η πορεία του είναι άκρως ενδιαφέρουσα. Από τα φοιτητικά του χρόνια λάτρεψε τον κινηματογράφο. Ο ίδιος θυμάται ότι εργαζόταν σε περιστασιακές δουλειές προκειμένου να μαζεύει χρήματα και να επισκέπτεται κινηματογραφικά φεστιβάλ στο εξωτερικό. Μάλιστα, δεν δίστασε να βρεθεί και στις Κάννες και να παραλλάξει μάλιστα το επίθετό του σε Giats –«Ακουγόταν κάπως εβραϊκό και πίστευα ότι είχα περισσότερες ελπίδες να πάρω το πολυπόθητο πάσο» λέει γελώντας, ενθυμούμενος το περιστατικό.
Με την αποφοίτησή του από το ΕΜΠ αποφάσισε να προχωρήσει σε μεταπτυχιακές σπουδές. «Το θέμα που διάλεξα ήταν η αποτύπωση του αρχιτεκτονικού χώρου στον κινηματογράφο και ειδικά στις ταινίες του Ορσον Γουέλς. Δυστυχώς αυτό το μεταπτυχιακό δεν το πραγματοποίησα ποτέ. Βρέθηκα όμως στο Μόντρεαλ, στον Καναδά, και άρχισα να ασχολούμαι εκεί με το φεστιβάλ του Νέου Κινηματογράφου. Πήρα μέρος στην επιλογή των ταινιών και πολύ σύντομα ανέλαβα να παρουσιάσω και video art. Με ενδιέφεραν οι εικαστικές τέχνες και εκείνη την εποχή η video art ήταν στη γέννησή της. Διοργάνωσα το πρώτο φεστιβάλ video art στον κόσμο και γρήγορα η οργάνωση μετονομάστηκε σε φεστιβάλ Νέου Κινηματογράφου και Βίντεο».
Στον Καναδά ο Θρασύβουλος Γιάτσιος παρέμεινε 16 χρόνια. «Είχα την τύχη να γνωρίσω σημαντικούς καλλιτέχνες» αναφέρει. «Μόλις είχε γεννηθεί το κίνημα του Νέου Αμερικανικού Κινηματογράφου. Γνώρισα τον Βιμ Βέντερς, παρουσίασα video art έργα της Τζοάν Τζόνας, του Ναμ Τζουν Πάικ, της Μαρίνα Αμπράμοβιτς, του Μπιλ Βαϊόλα. Εκανα συνεργασίες με μουσεία της Ευρώπης όπως το Μπομπούρ, το Κρατικό Μουσείο της Ολλανδίας (Rijksmuseum), αλλά και το Στέντελεϊκ, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης του Αμστερνταμ. Ηταν πραγματικά μια γεμάτη περίοδος. Συμμετείχα σε φεστιβάλ, σε κριτικές επιτροπές και έτσι ταξίδεψα πολύ σε Αμερική, Ευρώπη και Ασία».
Οι ιστορίες που μπορεί να διηγηθεί από εκείνη την περίοδο είναι πολλές. Θυμάται ότι στην προβολή της «απαγορευμένης» ταινίας «Cocksucker Blues» του Ρόμπερτ Φρανκ για τους Rolling Stones η ουρά έξω από τον κινηματογράφο στο Μόντρεαλ εκτεινόταν σε πολλά τετράγωνα. Θυμάται την αγωνία που πέρασε σε μια προβολή ταινίας της Μαργκερίτ Ντυράς. Η ίδια η καλλιτέχνις βρισκόταν εντός της αίθουσας και είχε δώσει αυστηρή εντολή να μην υπάρχει πουθενά στον χώρο καμία πηγή φωτός, ώστε οι θεατές να εστιάζουν μόνο επάνω στην οθόνη όπου γινόταν η προβολή.
Βέβαια, ο ίδιος δεν διέκοψε ποτέ τις επαφές του με την Ελλάδα. Ετσι, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, παράλληλα με το φεστιβάλ Νέου Κινηματογράφου και Bίντεο στον Καναδά συνεργάστηκε με το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, συνδιοργανώνοντας το τμήμα «Ανοιχτοί Ορίζοντες» με τις ανεξάρτητες πρωτοπόρες κινηματογραφικές προτάσεις και αναλαμβάνοντας στη συνέχεια τον συντονισμό του προγράμματος του φεστιβάλ. «Τελικά, το 1991, από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης μού ζήτησαν μόνιμη συνεργασία. Αποφάσισα να φύγω από τον Καναδά. Είναι μία απόφαση για την οποία μάλλον μετάνιωσα. Στον Καναδά έμαθα έναν άλλον τρόπο να κάνω τη δουλειά μου. Συνήθισα με άλλους ανθρώπους, χωρίς παρεμβάσεις» αναφέρει.
Η παραμονή του στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης δεν ήταν τελικά τόσο μεγάλη. Το 1997 ο Απόστολος Δοξιάδης τού πρότεινε τη θέση του γενικού διευθυντή του Ιδρύματος Κωνσταντίνου και Εμμας Δοξιάδη που τότε ξεκινούσε τη δράση του, αλλά και του διευθυντή του Αρχείου Κωνσταντίνου Δοξιάδη, το οποίο διαχειριζόταν την πνευματική κληρονομιά του μεγάλου πολεοδόμου. Στη θέση αυτή παρέμεινε για δέκα χρόνια και έτσι μετά τη μεγάλη έκθεση που διοργάνωσε το ίδρυμα το 2006 στο Μουσείο Μπενάκη για το έργο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη, ο ίδιος το 2007 δέχτηκε την πρόταση του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού για να αναλάβει τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του «Θέατρον» του Κέντρου Πολιτισμού «Ελληνικός Κόσμος». «Τότε το θέατρο ακόμη χτιζόταν. Βρισκόταν στα μπετά» θυμάται. «Αρχισε, λοιπόν, ένας αγώνας σκέψεων για την προώθηση αυτού του θεάτρου. Εγιναν κάποιες συζητήσεις με τον Εμίρ Κουστουρίτσα (που τελικά ναυάγησαν) για να παρουσιάσουμε σε δική του σκηνοθεσία τον «Καιρό των Τσιγγάνων». Θέλοντας να κάνω κάτι μαζικό, σκέφτηκα έπειτα τον Λάκη Λαζόπουλο. Ανεβάσαμε, λοιπόν, τον «Βιοπαλαιστή στη στέγη», σε παραγωγή του Κάρολου Παυλάκη. Η παράσταση είχε μεγάλη επιτυχία και παίχτηκε για ενάμιση χρόνο. Στη συνέχεια ξεκίνησε ένας αγώνας δρόμου για να μην παραμείνει το θέατρο άδειο. Ο στόχος μου ήταν να δημιουργήσω μια ταυτότητα πολιτισμού για τον χώρο και νομίζω ότι στάθηκα τυχερός. Η Αττική Πολιτιστική Εταιρεία έφερε τον Ρόμπερτ Γουίλσον και τον Τζον Μάλκοβιτς, ενώ παρουσιάσαμε και διάφορα ακόμη αξιόλογα ελληνικά έργα. Το 2011 ήταν μια ευτυχής χρονιά για εμένα, καθώς με το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού κάναμε την πρώτη δική μας παραγωγή, τιμώντας τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίνο Ρότα και παρουσιάζοντας τη Χάρις Αλεξίου και την Ορχήστρα Σύγχρονης Μουσικής της ΕΡΤ σε ένα ταξίδι στις μουσικές του μεγάλου συνθέτη».
Ανήσυχο πνεύμα ο ίδιος, αναζητούσε το επόμενο βήμα: «Ηταν μια εποχή περίεργη. Η κρίση είχε ξεσπάσει και η Αθήνα ήταν γεμάτη μιούζικαλ. Χωρίς να απορρίπτω το είδος –ίσα ίσα, το αγαπώ πολύ –νομίζω ότι το κοινό, αντιμετωπίζοντας ένα αδιέξοδο στη ζωή του, ήθελε να κοιτάξει πίσω, να σκεφθεί το παρελθόν. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο. Ηταν η Μιμή Ντενίση. Κάναμε ένα ραντεβού στο γραφείο μου. Η κυρία Ντενίση έχει έναν ιδιαίτερο μαγνητισμό ως άνθρωπος. Μου μίλησε για το έργο «Σμύρνη μου αγαπημένη». Ημουν πολύ θετικός. Τι καλύτερο από μια τέτοια παραγωγή με ένα θέμα που συνδέεται άμεσα με το Ιδρυμα Μείζονος Ελληνισμού; «Θέλω να διαβάσω το έργο» της είπα. «Θα σας το διαβάσω εγώ» μου είπε. «Θα έρθετε σπίτι μου». Σας ομολογώ ότι δεν έχω τίποτα χειρότερο από το να βρίσκομαι καθισμένος σε έναν καναπέ και να ακούω κάποιον να μου διαβάζει με τις ώρες. Τι να έκανα, όμως; Πήγα στο σπίτι της. Είχε χαμηλώσει τον φωτισμό, είχε σκηνοθετήσει την ατμόσφαιρα. Μου διάβασε μεγάλα αποσπάσματα από το έργο. Μαγεύτηκα. Από εκείνο το βράδυ κατάλαβα ότι βρισκόμασταν μπροστά σε μια τεράστια επιτυχία».
Ησυμφωνία κλείστηκε αμέσως: «Η κυρία Ντενίση είναι ένας άνθρωπος του θεάτρου, με μεγάλη πείρα. Είχε τα πάντα στο μυαλό της: από το καστ μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Ναι, ήταν μια μεγάλη, ακριβή παραγωγή, η οποία δεν πέταξε όμως ούτε ένα ευρώ από το παράθυρο. Μου έκανε εντύπωση ότι συζητούσε τα πάντα μαζί μου. Αισθάνομαι σήμερα κομμάτι μιας παράστασης που ξεπέρασε τελικά κατά πολύ τις προθέσεις της. Δεν σας κρύβω, όμως, ότι ήδη από την πρώτη χρονιά ως καλλιτεχνικός διευθυντής, μολονότι έβλεπα την τεράστια αυτή δυναμική που είχε το έργο, άρχισα να σκέφτομαι το επόμενο βήμα».
Ποιο ήταν αυτό; Ενα έργο σε σκηνοθεσία Σταμάτη Φασουλή. «Τον «φλέρταρα» χρόνια τον Σταμάτη» αναφέρει ο Θρασύβουλος Γιάτσιος. «Μου είχε μιλήσει για τη «Nίκη», αλλά είχε συμφωνήσει ήδη η παραγωγή να γίνει από κάποιον άλλον οργανισμό. Είχα στεναχωρηθεί πολύ. Οταν άκουσα ότι τελικά το σχέδιο ματαιώθηκε, τον πήρα ξανά τηλέφωνο. Μπήκαμε σε αυτή τη μεγάλη περιπέτεια. Αρκετοί ήδη μιλούν για ένα νέο «Tρίτο στεφάνι» από τον Σταμάτη Φασουλή. Eίμαι πραγματικά ευτυχισμένος. Καλλιτεχνικά απωθημένα δεν έχω στη ζωή μου, ξέρετε. Κάνω μια δουλειά που μου αρέσει. Προσωπικά, γνωρίζω ότι δεν μπορώ να σκηνοθετήσω. Γιατί να το κάνω, όταν υπάρχουν άνθρωποι που το κάνουν τόσο καλά;».
Η συζήτησή μας πηγαίνει στο ελληνικό θέατρο. «Θα έλεγα ότι έχουμε πολλούς σπουδαίους ηθοποιούς και λίγους σπουδαίους σκηνοθέτες. Το κακό, νομίζω, είναι ότι υπάρχει μια υπερπροσφορά έργων. Σας φαίνεται λογικό σε μια πόλη όπως η Αθήνα να ανεβαίνουν 1.000-1.200 παραστάσεις τον χρόνο;».
Η δουλειά του καλλιτεχνικού διευθυντή κινείται επάνω σε ευαίσθητες ισορροπίες, ομολογεί. Είναι δύσκολη φυλή οι ηθοποιοί άραγε; «Είναι ξεχωριστοί, ιδιαίτεροι άνθρωποι, πολλές φορές με μεγάλες ανασφάλειες και υπερεγώ» απαντά. «Ναι, η συνεργασία μαζί τους δεν είναι πάντα εύκολη. Αλλά τους αγαπώ. Εχω όμως ένα μικρό παράπονο. Ενώ εγώ θεωρώ ότι συμβαδίζω μαζί τους, εκείνοι πολλές φορές με ξεχωρίζουν και με αντιμετωπίζουν ως εργοδότη τους. Δεν μου αρέσει αυτό. Θεωρώ τον εαυτό μου καλλιτεχνικό διευθυντή και ο ρόλος μου δεν τελειώνει στο να διαβάσω τον τίτλο του έργου. Φυσικά δεν είμαι παρεμβατικός, αλλά θέλω να γνωρίζω, να αποκτήσω μια εικόνα για αυτό που ανεβάζω, για τους συντελεστές, τις πρόβες. Παρότι δεν επενδύω προσωπικά μου χρήματα για τις παραγωγές, φέρω την ευθύνη του τελικού αποτελέσματος».
Δεν έχει κάνει, λοιπόν, φιλίες μέσα από τον χώρο; «Εχω δημιουργήσει φιλίες. Τη Μιμή Ντενίση, για παράδειγμα, τη θεωρώ φίλη μου. Οπως και τον Σταμάτη Φασουλή, με τον οποίο μολονότι δεν βρισκόμαστε συχνά, προσωπικά τον θεωρώ κοντινό μου άνθρωπο. Θυμάμαι μια φορά η Μιμή μού είχε πει μια φράση που με άγγιξε πολύ: «Kανείς δεν θα μου υποδείξει τι είμαι. Εγώ ως Μιμή ξέρω τι θέλω να είμαι και αυτό είμαι». Aυτές είναι μεγάλες κουβέντες, ξέρετε. Θα ήθελα να σας διαβάσω και κάτι από μια πρόσφατη συνέντευξη του Σταμάτη. Οταν τον ρωτούν τι αποζητά από το θέατρο, αυτός απαντά: «Μεταξύ μας; Κάτι μεταξύ βαθιάς ποίησης και… κομμωτηρίου. Οταν αυτό συμβαίνει στις πρόβες, με ηδονίζει». Νομίζω ότι η απάντησή του κλείνει την πεμπτουσία του θεάτρου».
Λίγο προτού τελειώσει, η κουβέντα μας οδηγείται στα μελλοντικά του σχέδια. Χαμογελά και μου απαντά: «Γενικά, ως άνθρωπος, μιλάω. Αλλά μιλώντας –δεν θέλω να ακουστεί αλαζονικό αυτό που θα πω –είδα ότι με αντιγράφουν. Είδατε τι έγινε με τη Σμύρνη; Γυρίσαμε στο 1922 ξαφνικά. Γίναμε όλοι Σμυρνιοί. Σκέφτομαι πολλά πράγματα και άλλα είδη θεάτρου να παρουσιάσω, αλλά δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες. Υπάρχουν τόσο ωραία ελληνικά έργα, αλλά και έργα του κλασικού ρεπερτορίου. Μπορεί κάποιος να πει ότι δεν του αρέσει ο Ιψεν;».
Αναρωτιέμαι τι θα συμβεί αν κάποια στιγμή έχει μια θεατρική αποτυχία. «Θα πέσω να πεθάνω» απαντά αφοπλιστικά. «Θα πέσω να πεθάνω γιατί αυτό που έκανα δεν άγγιξε τον στόχο του. Φυσικά, γνωρίζω ότι η επιτυχία είναι μια συνισταμένη πολλών πραγμάτων. Νομίζω, βέβαια, ότι θα είμαι λιγότερο στεναχωρημένος αν πιστεύω ότι αυτό που παρουσίασα ήταν κάτι καλό. Αλλά γενικά δύσκολα μπορώ να δεχθώ την αποτυχία. Δύσκολα».


* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 5 Μαρτίου 2017.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ