«Είμαι ένας τεμπέλης δεινόσαυρος!» μου λέει ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ, με χαμόγελο όπως πάντα πλατύ και την τέλεια οδοντοστοιχία του ν’ αστράφτει κάτω από τον επίμονο ήλιο της Κυανής Ακτής. «Θα έπρεπε να είχα πάρει το πτυχίο μου στις Πολιτικές Επιστήμες εδώ και πάρα πολύ καιρό, όμως εγώ εκεί, να τεμπελιάζω, να μη στρώνω κάτω τον κώλο μου για να γράψω την πτυχιακή μου. Ομως θα το κάνω μια μέρα και ελπίζω τότε να πάρω το πτυχίο μου». Είναι Μάιος (2016), ο Μπερνάλ για πολλοστή φορά επισκέπτεται το Φεστιβάλ των Καννών και βρισκόμαστε στη διαδικασία μίας από τις πάμπολλες συνεντεύξεις του για μια από τις πιο «hot» ταινίες της διοργάνωσης: τον περισσότερο φαντασιακό και λιγότερο βιογραφικό «Νερούδα» του Πάμπλο Λαραΐν.
«Ποιο θα είναι το θέμα της πτυχιακής σας;» ρωτώ τον Μπερνάλ. «Α, δεν θα πω, δεν θα πω!» απαντά ταχύτατα εκείνος –σημειώνω ότι το χαμόγελο δεν έχει φύγει από το πρόσωπό του, λες και με έναν μαγικό τρόπο το έχει κολλήσει εκεί. «Γιατί αν το πω θα φανεί απαίσιο» συνεχίζει. «Εξάλλου, δεν έχω ακόμη αρχίσει να το γράφω. Για να το κάνω θα πρέπει πρώτα να δραπετεύσω για τουλάχιστον έξι μήνες από όλα όσα κάνω αυτή την εποχή. Και αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολο. Υπάρχουν συμβόλαια, δεσμεύσεις, ταινίες που με περιμένουν… Αλλά πρέπει να το κάνω, το θέλω πάρα πολύ, πρέπει να το δώσω στη μητέρα μου. Θέλει να φωτογραφηθούμε μαζί με το καπέλο και όλα τα σχετικά…».
Στις υποχρεώσεις του, όμως, ανήκει ακόμη και αυτό που κάνουμε εκείνη την ώρα, να μιλήσει για την τελευταία συνεργασία του με τον φίλο του Πάμπλο Λαραΐν σε αυτή την πολύ ιδιαίτερη ταινία για τον Πάμπλο Νερούδα, ένα φιλμ που κινείται στο μεταίχμιο φαντασίας και πραγματικότητας, «μια ψεύτικη βιογραφία» όπως λίγη ώρα πριν από τον Μπερνάλ την είχε χαρακτηρίσει μιλώντας μαζί μου ο ίδιος ο σκηνοθέτης (σημειωτέον, ο Μπερνάλ δεν υποδύεται στο φιλμ τον χιλιανό ποιητή, αλλά τον αστυνομικό επιθεωρητή που τον καταδιώκει). Τοποθετημένη στη Χιλή του 1948, όταν ο μετέπειτα νομπελίστας λογοτέχνης κατηγόρησε την κυβέρνηση Γκονσάλες Βιδέλα ότι πρόδωσε το Κομμουνιστικό Κόμμα, η ταινία με πρόσχημα το κυνηγητό που εξαπέλυσαν οι Αρχές σε βάρος του Νερούδα, που είχε ως συνέπεια τη φυγή από τη χώρα του, είναι μια άποψη του ιδίου του Λαραΐν για τον χαρακτήρα του Νερούδα που πλάστηκε από τη διαδικασία αυτή. Μια υπέροχη χημεία πολιτικού και ποιητή.
«Η τέχνη είναι πολιτική», λέει ο Μπερνάλ, «πάντα ήταν. Η τέχνη είναι συνέπεια της πολιτικής, επομένως είναι πολιτική. Στις μέρες μας ίσως η τέχνη να μη συμπεριλαμβάνεται στην πολιτική. Ομως τα παλαιότερα χρόνια υπήρχε αυτή η ανάγκη να έχουμε καλλιτεχνικές συνέπειες. Τότε οι μεγάλες ιδέες της πολιτικής έβρισκαν την εξήγησή τους μέσα από την ποίηση. Η αφαιρετική ερμηνεία της πολιτικής μέσω της ποίησης ήταν προτιμότερη από τη λογική». Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Μπερνάλ, ένας άνθρωπος που απεχθάνεται τη λέξη συμβιβασμός, προσέγγισε το σενάριο της ταινίας «Νερούδα».
Τον στεναχωρεί που σήμερα μια τεράστια απόσταση χωρίζει την πολιτική από τις τέχνες. «Εντάξει, οι άνθρωποι που αφοσιώνονται στην τέχνη τους, οι μουσικοί, οι συγγραφείς, οι ζωγράφοι, οι σκηνοθέτες, οι ηθοποιοί, έχουν ως αρχή να μην πλησιάζουν την πολιτική για να μην καούν. Το ίδιο ενδεχομένως να συνέβαινε και παλαιότερα, όμως τότε υπήρχαν και κάποιοι άνθρωποι που τολμούσαν, που δεν είχαν θέμα να καούν στην πρώτη γραμμή του πυρός. Ο Νερούδα ήταν ένας από αυτούς. Δεν ζητώ να γυρίσουμε πίσω φυσικά, ζητώ να αξιοποιήσουμε το ήδη υπάρχον δεδομένο: η τέχνη είναι πολιτική».
Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό αν έλεγα ότι ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ είναι ένας από τους πιο πολιτικοποιημένους ηθοποιούς που έχω ποτέ συναντήσει· και τον έχω συναντήσει τρεις φορές, τις υπόλοιπες για τη «Βαβέλ» (2006) του Αλεχάντρο Γκονσάλες Ινιαρίτου και το «Νο» (2012), επίσης του Πάμπλο Λαραΐν. Το τελευταίο ήταν μια αναδρομή στην καμπάνια του «Οχι», μια ξεχασμένη, αλλά πολύ ενδιαφέρουσα χιλιανή ιστορία που εκτυλίχθηκε το 1988, όταν ο δικτάτορας της Χιλής Αουγκούστο Πινοσέτ αποφάσισε να διενεργήσει δημοψήφισμα για την παραμονή του στην εξουσία. «Η δημοκρατία είναι μια έννοια γεμάτη αντιφάσεις, όμως αν σκοτώσεις τη δημοκρατία, την έβαψες» θυμάμαι ότι μου είχε πει ο μεξικανός ηθοποιός. Οταν μάλιστα του επισήμανα ότι προέρχομαι από την Ελλάδα, μια χώρα όπου ο νεοναζισμός της Χρυσής Αυγής ήταν καθημερινά πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες, ο Μπερνάλ είχε πει: «Εσείς δεν βγάλατε νεοναζί στο Κοινοβούλιο; Κάτω από ποιες διαδικασίες τους βγάλατε; Μα, φυσικά, κάτω από δημοκρατικές διαδικασίες. Να, λοιπόν, γιατί έχει ενδιαφέρον να εξετάσεις τους φόβους και τις δημοκρατικές διαδικασίες στην καθημερινότητα, όχι μόνο στις εκλογές. Το να κάνεις μια ταινία, ας πούμε, είναι μέρος μιας δημοκρατικής διαδικασίας. Το να γράφεις, επίσης. Ο μόνος τρόπος για να ξεφύγεις, έλεγε ο Κάρλος Φουέντες, είναι να γράφεις βιβλία, να γυρίζεις ταινίες, να παίζεις ποδόσφαιρο, να χορεύεις! Η δημοκρατία είναι πολύ νέα ακόμη, πολύ ιδεαλίστρια. Αν τη σκοτώσεις νέα, τότε την έβαψες».
Και να που σήμερα ο «Νερούδα» φαντάζει ακόμη πιο επίκαιρος για τη Λατινική Αμερική, όπου ο ήλιος της Ακροδεξιάς ανατέλλει ξανά. Toυ προκαλεί έκπληξη αυτή η επικαιρότητα; «Εκπληξη;» ρωτά με απορία ο ηθοποιός. «Το μόνο που μου προκαλεί είναι να φωνάξω «Fuck yeah!» και να θυμίσω ότι στην περίοδο που πραγματεύεται η ταινία μας, αμέσως μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το κομμουνιστικό σύστημα λειτουργούσε. Οι κομμουνιστές είχαν νικήσει. Ασχέτως αν με την πάροδο των χρόνων υπέπεσαν σε αντιφάσεις πολλών ειδών που μποϊκοτάρισαν τελικά την αρχική ιδέα. Η ποίηση του Νερούδα, οι λέξεις του Νερούδα, έδωσαν φωνή στο λαϊκό αίτημα που ήταν «τέλος στην αδικία και ισότητα για όλους»».
Οι συνέπειες αυτής της ξεχωριστής ανάμειξης του Νερούδα με την πολιτική ήταν μια δημοκρατικά εκλεγμένη αριστερή κυβέρνηση στη Χιλή με τη συμμετοχή του Κομμουνιστικού Κόμματος, από τις ελάχιστες χώρες του πλανήτη όπου κάτι τέτοιο έχει συμβεί. «Και αυτός ο άνθρωπος σταυρώθηκε από ένα από το πιο φρικαλέα, απαίσια, φονικά πολιτικά θεσμικά όργανα ονόματι CIA. Οι φονιάδες βρεφών κατέστρεψαν εντελώς το όνειρο πολλών ανθρώπων, πράγμα που δεν έχει καμία σχέση με το αν το σύστημα λειτουργούσε ή όχι. Ηταν κάτι που απαιτούσε ο κόσμος και με έναν δημοκρατικό τρόπο ήταν ο θρίαμβος της δημοκρατίας».
Με ένα πικρό χαμόγελο ο Μπερνάλ κουνάει το κεφάλι του και πίνει μια γουλιά από τον εσπρέσο του. «Και να σήμερα που βρισκόμαστε μέσα στον κυκλώνα μιας τεράστιας κρίσης της δημοκρατίας και που κατά τη γνώμη μου, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή η πολιτική έχει ανάγκη την ποίηση. Δεν χρειαζόμαστε τεχνικούς, δεν χρειαζόμαστε τις φόρμουλες που κανείς δεν έχει και η πολιτική συζήτηση είναι για το πόσες σερβιέτες έχεις χρησιμοποιήσει. Τέσσερις, όχι πέντε. Αντε γ…σου! Ακούγεται γελοίο, όμως αυτός είναι ο διάλογος. Χρειαζόμαστε προσωπικότητες στην πολιτική που θα μπορέσουν να αντεπεξέλθουν, θα γίνουν ποιητές. Είναι πολύ λίγοι, δυστυχώς, οι πολιτικοί που έχουν αυτές τις δυνατότητες».
Συνήθως οι καλλιτέχνες αποφεύγουν να δίνουν συγκεκριμένα παραδείγματα όταν κάνουν τέτοιες αναφορές που επιλέγουν την προστασία της αοριστίας. Οχι ο Μπερνάλ. Αναφέρει τον Βάτσλαβ Χάβελ της Τσεχοσλοβακίας, τον Χοσέ Μουχίκα της Ουρουγουάης, τον Ζοζέ Εντουάρντο Καρντόζο της Βραζιλίας, αλλά και τον μεξικανό ποιητή Χαβιέρ Σισίλια, πρόεδρο του Κινήματος για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια.
Ρωτώ τον Μπερνάλ αν πιστεύει ότι σε μια άλλη ζωή θα μπορούσε να ασχοληθεί ο ίδιος με την πολιτική. «Σε μια άλλη ζωή; Γιατί όχι σ’ αυτήν;» (γελάει). «Ο Φερνάντο Πεσσόα είχε πει ότι μπορούμε όλοι να έχουμε πολλαπλότητα στη ζωή. Νομίζω ότι πολλοί ηθοποιοί υποστηρίζουν το ίδιο πράγμα. Το επάγγελμα του ηθοποιού είναι από μόνο του η αποκρυστάλλωση αυτής της άποψης. Σ’ εμάς τους ηθοποιούς δίνεται αυτή η υπέροχη ευκαιρία να κάνουμε τις φοβερές ερωτήσεις μέσα στο πλαίσιο της πολιτικής. Και μπορούμε επίσης να δείξουμε τον δρόμο προς τις επικίνδυνες απαντήσεις…».
Επανέρχομαι στο θέμα της ποίησης σε σχέση με την πολιτική και ρωτώ ευθέως τον Μπερνάλ αν πιστεύει ότι σήμερα ο κόσμος είναι έτοιμος να δεχθεί την ποίηση στην πολιτική. «Νομίζω ότι ναι, αντιδρούμε ενστικτωδώς» λέει με ενθουσιασμό. «Ο Οκτάβιο Πας, ο μεξικανός ποιητής, μεγάλος κατά μία έννοια όσο και ο Νερούδα, ήταν επίσης πολιτικός και είχε αναφέρει κάτι που θα πω παραφράζοντάς το, διότι δεν το θυμάμαι με ακρίβεια: «Αντιδρούμε στη δύναμη των λέξεων επειδή είναι δομημένες και φτιαγμένες στον ίδιο τόνο που είναι φτιαγμένα τα αστέρια και τα φυτά». Και πράγματι, από τη δύναμη των λέξεων δεχόμαστε μια αναλογική ερμηνεία του κόσμου και όχι μια ρασιοναλιστική. Η ποίηση μας ενώνει».
Δεν απομονώνει αυτή τη δύναμη μόνο στις λέξεις, φέρνει επίσης ως παράδειγμα τη μουσική: «Η μουσική δεν χρειάζεται μεταφραστή, ο καθένας μας είναι ένας διαφορετικός μεταφραστής της. Το ίδιο συμβαίνει και με την ποίηση. Οι ερμηνείες όλων μας μπορεί να διαφέρουν, όλες όμως είναι έγκυρες. Οπως και η ταινία μας. Μπορεί να αποκτήσει πολλές και διαφορετικές μεταξύ τους ερμηνείες και όλες να είναι απολύτως έγκυρες. Δεν χρειάζεται να συμφωνούμε!».

Η ταινία «Νερούδα» προβάλλεται σε διανομή StraDa/Seven, τις οποίες ευχαριστούμε για αυτή τη συνέντευξη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ