Κρίνοντας από τα σχόλια των δημοσιογράφων στις πρόσφατες συνεντεύξεις του, ο Μικ Τζάγκερ δεν έχει αλλάξει καθόλου από το 2011, τότε που τον συνάντησα στο Λονδίνο, στο πλαίσιο της προώθησης του άλμπουμ του βραχύβιου σούπερ γκρουπ του, SuperHeavy. Το μέγεθος των παντελονιών του παραμένει το ίδιο (τα τελευταία εξήντα χρόνια ίσως) και όσοι τον βλέπουν από κοντά σχεδόν μαγεύονται από το εξωπραγματικό για την ηλικία του κορμί, το νεύρο με το οποίο κινείται και τη σαρωτική κοινωνικότητά του –με δεδομένο πάντα πως η αχλή του μύθου που τον περιβάλλει δεν αφήνει και πολλά περιθώρια για αντικειμενικές παρατηρήσεις. Στην προσωπική του ζωή έχουν συμβεί αρκετά τα τελευταία χρόνια, με πιο τραγικό την αυτοκτονία, το 2014, της τότε συντρόφου του, της σχεδιάστριας ρούχων L’Wren Scott. Υπήρχαν, όμως, και πολλά ευχάριστα. Ο 73χρονος Σερ έχει βρει παρηγοριά στην αγκαλιά της 29χρονης μπαλαρίνας Μέλανι Χάμρικ, από την οποία περιμένει το όγδοο παιδί του (έχει πέντε εγγόνια και ένα δισέγγονο). Ο γιος του Τζέιμς ξεχώρισε πριν από μερικούς μήνες χάρη σε έναν ρόλο στην τηλεοπτική σειρά του καναλιού HBO «Vinyl», ενώ η πανέμορφη κόρη του Τζόρτζια-Μέι ακολούθησε τα βήματα της μητέρας της Τζέρι Χολ και της μεγαλύτερης αδελφής της Λίζι και έχει γίνει περιζήτητο μοντέλο, κρατώντας τη μετοχή «Τζάγκερ» σταθερά ψηλά.
Και αυτά να μη συνέβαιναν, υπάρχουν φυσικά οι Rolling Stones που για περισσότερα από πενήντα χρόνια αποτελούν ένα φαινόμενο η ένταση του οποίου δεν λέει να κοπάσει, καθώς και τη ζωντανή απόδειξη ότι κάποιοι δεν γίνονται ποτέ «too old to rock ‘n’ roll» (όσο και αν οι πιο κυνικοί ροκ κριτικοί, αλλά και αρκετοί φαν τους επιμένουν να τους αντιμετωπίζουν ως «ζωντανούς-νεκρούς», πέτρες που έχουν «χορταριάσει», εδώ και δεκαετίες). Οπως και να ‘χει, στις 25 του περασμένου Μαρτίου το μυθικό συγκρότημα έγινε η πρώτη ροκ μπάντα που έδωσε συναυλία στην Αβάνα της Κούβας μετά το εμπάργκο, ένα ιστορικό live μπροστά σε εκατοντάδες χιλιάδες θεατές, που έγινε μάλιστα ταινία με τίτλο «Havana Moon» και προβλήθηκε στους κινηματογράφους όλου του πλανήτη στις 23 Σεπτεμβρίου (υπάρχει διαθέσιμο πλέον σε CD και DVD). Στις 12 Νοεμβρίου η αφιερωμένη στους Stones έκθεση με τίτλο «Exhibitionism» με 500 ενθύμια από την ταραχώδη ιστορία τους εγκαινιάστηκε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας (έως τις 12 Μαρτίου 2017) ένα υπερεπιτυχημένο τουρ που άρχισε πέρυσι από το Λονδίνο. Και έπεται συνέχεια. Μια συνέχεια, όμως, που μοιάζει με επιστροφή. Επιστροφή στις ρίζες. Αυτό τουλάχιστον φαίνεται να είναι για τους Rolling Stones το άλμπουμ «Blue & Lonesome» (κυκλοφορεί στις 2 Δεκεμβρίου), που δημιουργήθηκε κάπως αυθόρμητα πέρυσι, μέσα σε τρεις ημέρες.
Εντεκα χρόνια πέρασαν από την τελευταία φορά που παρουσίασαν κανονικό δίσκο (και όχι κάποια συλλογή ή ζωντανή ηχογράφηση) οι «ηρωικοί επιζήσαντες» της ροκ –ο πιο πρόσφατος, το «A Bigger Bang», είχε βγει το 2005. Ο φετινός αποτελεί ένα «homage», έναν φόρο τιμής. Διότι, όπως δήλωσε στους «New York Times» ο πάντα χαοτικά ειλικρινής Κιθ Ρίτσαρντς, τους συνέβη ένα «ευτυχές ατύχημα», ήταν «σαν να υπακούσαμε στη διαταγή κάποιου ανώτερου όντος». Αυτό που εννοούσε στην πραγματικότητα ο θρυλικός κιθαρίστας είναι πως οι Stones έχουν πιθανώς στερέψει από έμπνευση –τι άλλο κίνητρο για δημιουργία μπορούν να βρουν αυτοί που δεν έχουν να αποδείξουν τίποτε και σε κανέναν -, προτεραιότητα σήμερα είναι να προστατεύσουν τον μύθο τους. Ας δεχτούμε, όμως, τη θετική εκδοχή και ας πούμε πως οι Stones παρά τα 54 χρόνια τους στο μουσικό στερέωμα υπάκουσαν στη διαίσθηση και στις παρορμήσεις τους (ίσως και σε κάποιας μορφής νοσταλγία) και επέλεξαν να διασκευάσουν δώδεκα μπλουζ τραγούδια, από αυτά που γνωρίζουν κυρίως οι ρέκτες του είδους, και που ηχογραφήθηκαν τη δεκαετία του ’50 από τιτάνες σαν τον Χάουλιν Γουλφ, τον Λιτλ Γουόλτερ και τον Τζίμι Ριντ, μάστορες των μπλουζ του Σικάγου, μιας αστικοποιημένης, ηλεκτρικής εκδοχής των παραδοσιακών μπλουζ του αμερικανικού Νότου.
Εκείνος που είχε τον πρώτο λόγο ήταν φυσικά ο Μικ Τζάγκερ. O διάσημος frontman είχε ανοιχτούς λογαριασμούς με τα μπλουζ, αφού το 1992 είχε αποπειραθεί να κυκλοφορήσει ένα αντίστοιχου ύφους σόλο άλμπουμ, ένα σχέδιο που μπήκε τελικά στο συρτάρι. Γεννημένος στο Ντάρτφορντ του Κεντ το 1943, ο Μάικλ Φίλιπ Τζάγκερ είχε από μικρός κλίση στο τραγούδι και η κομμώτρια μητέρα του τον έγραψε στη χορωδία της εκκλησίας. Με τον Κιθ Ρίτσαρντς ήταν συμμαθητές στο σχολείο και η αγάπη για τα μπλουζ ήταν αυτή που τους ένωσε –το 1961 μετακόμισαν μαζί στο Λονδίνο. O Mικ συνέχισε –όχι για πολύ –τις σπουδές του στο London School of Economics (ήθελε να γίνει δημοσιογράφος και πολιτικός). Το 1962 έδωσαν την πρώτη τους συναυλία ως Rollin’ Stones στο τζαζ κλαμπ Marquee και το ροκ άλλαξε. Εως το 1964 είχαν το δημοφιλέστερο συγκρότημα της Βρετανίας, ξεπερνώντας, για λίγο, ακόμη και τους Beatles. Χάρη στους προκλητικούς στίχους και τις αντισυμβατικές τους εμφανίσεις –οι κινήσεις του Τζάγκερ στη σκηνή παραμένουν παροιμιώδεις (έχουν γίνει και επιτυχημένο τραγούδι από τους Maroon 5, το «Moves Like Jagger») -, εξέφρασαν όσο λίγοι το νεανικό, αντικομφορμιστικό πνεύμα της δεκαετίας του ’60. Παρόλο που πειραματίστηκαν ηχητικά με την ψυχεδέλεια, την πανκ, ακόμη και με την ντίσκο, συνεχώς επανέρχονταν στα μπλουζ –και ίσως εκεί να βρίσκεται η αιτία της αξιοζήλευτης διαχρονικότητάς τους, στο ότι είχαν χτίσει γερά μουσικά θεμέλια. Ο λαμπερός Τζάγκερ, αειθαλές σύμβολο του σεξ, παραμένει μια από τις πιο αναγνωρίσιμες φιγούρες της παγκόσμιας ποπ κουλτούρας. Δοκίμασε να γίνει σταρ του σινεμά χωρίς μεγάλη επιτυχία, ο Αντι Γουόρχολ φιλοτέχνησε μια σειρά πορτρέτων του, ακόμη και ο Ντέιβιντ Μπόουι είχε δηλώσει πως όταν, στην αρχή της καριέρας του, έγινε μέλος σε κάποιες μπάντες, «ονειρευόμουν να γίνω ο Μικ Τζάγκερ τους».
Οι Stones, βέβαια, ήταν από την αρχή κάπως συνώνυμοι με τα μπλουζ. Και το όνομά τους ακόμη το πήραν από το «Rollin’ Stone» του Μάντι Γουότερς. Αυτή τη μουσική έπαιζαν στις αρχές των 60s στις παμπ και στα κλαμπάκια του Λονδίνου και έτσι εκτόξευσαν το 1964 την αισθησιακή διασκευή τους στο «Little Red Rooster» στην κορυφή των βρετανικών charts (στις ΗΠΑ αυτό το τραγούδι είχε απαγορευτεί, καθώς κάποιος συνειδητοποίησε ότι ο πετεινός του τίτλου δεν είναι απλώς ένα πτηνό). Τον Ιανουάριο του 1963 ο (πρόωρα χαμένος και, για εκείνους που ξέρουν, ίσως ο πιο αυθεντικός Stone) Μπράιαν Τζόουνς είχε γράψει επιστολή στο BBC ζητώντας από το βρετανικό ραδιόφωνο να παίξει τραγούδια των Rolling Stones λέγοντας πως το γκρουπ θέλει να παίζει αυθεντικά rhythm ‘n’ blues του Σικάγου. Το αίτημα απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι ο τραγουδιστής ακουγόταν πολύ «μαύρος».
Το ολοκαίνουργιο «Blue & Lonesome» ηχογραφήθηκε τον Δεκέμβριο του 2015 στα British Grove Studios, στο Δυτικό Λονδίνο, που ανήκει στον Μαρκ Νόπφλερ των Dire Straits. Εκεί οι Stones έπαιξαν μέσα σε έναν χώρο που χρησιμοποιείται συνήθως για ηχογραφήσεις έργων κλασικής μουσικής. Μάλιστα, εντελώς συμπτωματικά βρέθηκε και ο «παλιόφιλος» Ερικ Κλάπτον στο ίδιο στούντιο εκείνες τις ημέρες και έκανε τους μαγικούς αυτοσχεδιασμούς του στην κιθάρα σε δύο τραγούδια –μετά το σόλο του, μάλιστα, στο «I Can’t Quit You Baby» του Γουίλι Ντίξον η μπάντα ακούγεται να ξεσπάει σε αυθόρμητο χειροκρότημα. Το ΒΗΜΑgazino εξασφάλισε αποκλειστικά για την Ελλάδα τις απαντήσεις των τεσσάρων ρόκερ (Μικ Τζάγκερ, Κιθ Ρίτσαρντς, Ρόνι Γουντ και Τσάρλι Γουότς) στις πιο λογικές απορίες σχετικά με τη νέα δισκογραφική δουλειά τους. Ομολογουμένως, η απορία που δεν έχει απαντηθεί είναι αν έχουν αναθερμανθεί οι σχέσεις μεταξύ Τζάγκερ και Ρίτσαρντς, οι οποίοι ψυχράνθηκαν (για χιλιοστή στην ιστορία της μπάντας φορά), όταν ο frontman έμαθε πως ο κιθαρίστας τον είχε και πάλι «στολίσει» στην αυτοβιογραφία του με τίτλο «Life», το 2010 (μεταξύ άλλων, τον αποκαλούσε απρόσιτο και σνομπ).

Τι θέλουν να εκφράσουν οι Rolling Stones με το «Blue & Lonesome»;
Mικ Tζάγκερ: «Αυτό το άλμπουμ αποτελεί φόρο τιμής στους αγαπημένους μας καλλιτέχνες, αυτούς που μας παρακίνησαν να παίξουμε μουσική. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο φτιάξαμε αυτήν την μπάντα. Προσηλυτίζαμε το κοινό στα μπλουζ. Τελικά, αυτό κάνουμε μέχρι σήμερα».
Kιθ Ρίτσαρντς: «Ο δίσκος αυτός συνοψίζει όλα όσα θέλαμε να κάνουμε. Και να που, πάνω από πενήντα χρόνια μετά το ξεκίνημά μας, φτιάξαμε ένα άλμπουμ με μπλουζ. Το μόνο που ήθελα πάντα να μπορώ να πω είναι ότι κατάφερα να κληροδοτήσω την αγάπη μου για αυτή τη μουσική, και νομίζω πως με το «Blue & Lonesome» η επιθυμία μου έγινε πραγματικότητα».
Στο στούντιο μπήκατε για να γράψετε καινούργια τραγούδια. Πώς προέκυψαν τελικά αυτές οι δώδεκα διασκευές;

Μ.Τ.:
«Δοκιμάσαμε αρκετά καινούργια τραγούδια. Μια μέρα ένα από αυτά μάς κούρασε και αποφασίσαμε να παίξουμε ένα μπλουζ κομμάτι. Το ένα έφερε το δεύτερο, το δεύτερο το τρίτο και ούτω καθεξής. Εγινε γρήγορα αυτή η διαδικασία».

Κ.Ρ.:
«Θα μπορούσα να αποκαλέσω τον εαυτό μου «αθώο υποκινητή». Τον Οκτώβριο του 2015 ζήτησα από τον Ρόνι να δουλέψει λίγο ένα τραγούδι του Λιτλ Γουόλτερ, το «Blue & Lonesome». Είναι πάντοτε χρήσιμο να ζεσταίνεσαι στο στούντιο με κάτι που γνωρίζεις καλά. Οταν κολλήσαμε προσπαθώντας να δουλέψουμε το νέο υλικό παίξαμε αυτό το τραγούδι. Πήγε καλά. Τότε μας ζήτησε ο Μικ να παίξουμε λίγο Χάουλιν Γουλφ. Αυτό ήταν, μετά δεν μπορούσαμε να τον σταματήσουμε. Εντελώς τυχαία συνέβησαν όλα».
Πώς έγινε η οριστική επιλογή των τραγουδιών;
M.T.: «Το πρώτο τραγούδι που παίξαμε ήταν, όπως είπαμε, το ομώνυμο, που είναι ένα πολύ ευθύ, προκλητικό μπλουζ. Το αγαπώ πολύ. Το παίξαμε όλοι με πολλή ενέργεια, σαν να το εννοούσαμε πραγματικά. Πήγα μετά στο σπίτι μου και έκανα μια έρευνα στη συλλογή. Με ποια τραγούδια θα μπορούσαμε να ασχοληθούμε την επόμενη μέρα; Προσπάθησα να διαλέξω κάποια που δεν θα ήταν υπερβολικά οικεία στους φαν των μπλουζ. Ούτε εκείνα που έχουμε παίξει εμείς πάρα πολλές φορές. Επιχείρησα να εντοπίσω τα σχετικά άγνωστα. Και αποπειράθηκα να φτιάξω μια σύνθεση με πολλά στοιχεία: διαφορετικοί ρυθμοί, άλλη αίσθηση, άλλα συναισθήματα, άλλες χρονιές».
Κ.Ρ.: «Απλώς ακολούθησα τον ενθουσιασμό του Μικ. Τον άφησα να ρολάρει. Και ευχόμουν κρυφά να μη βαρεθεί ξαφνικά και τα αφήσουμε στη μέση. Μόλις πήρε φόρα, ήταν συναρπαστικό να τον παρατηρείς. Δεν τον είχα ξαναδεί να προσπαθεί τόσο έντονα να βρει τη σωστή ισορροπία και να αφήνει τόσο μεγάλο περιθώριο στην μπάντα να δουλέψει απολύτως ομαδικά».
Χρειάστηκε να μάθετε τα κομμάτια από την αρχή ή τα θυμόσασταν από την εποχή που τα παίζατε στα κλαμπ του Λονδίνου;

Κ.Ρ.:
«Κάποια από τα κομμάτια είχαμε πενήντα χρόνια να τα παίξουμε. Ηταν απίθανο. Δεν ξέρω αν τα θυμόμουν. Δεν χρειάζεται να τα θυμάσαι. Θυμούνται τα δάχτυλά σου. Υπήρχε μια όμορφη ελευθερία».
Σε κάποια από τα τραγούδια είναι έντονη η παρουσία της φυσαρμόνικας. Κύριε Τζάγκερ, ήσασταν έτοιμος να παίξετε τόσο πολύ φυσαρμόνικα;
Μ.Τ.: «Στη ζωή μου δεν εξασκούμαι συχνά στη φυσαρμόνικα, είμαι λίγο τεμπέλης. Αν ήξερα ότι θα το κάναμε αυτό, θα είχα προετοιμαστεί για ολόκληρες εβδομάδες. Δεν είναι πολύ δύσκολο όργανο. Η μόνη δυσκολία είναι πως δεν είναι σαν την κιθάρα ή τα πλήκτρα όπου βλέπεις τι κάνεις. Δεν βλέπεις τις τρύπες. Μπορείς μόνο να τις νιώσεις με τη γλώσσα σου. Το ωραίο με το να παίζεις στο στούντιο είναι οι λεπτομέρειες που μπορείς να ακούσεις. Φοράω τα ακουστικά μου, έχω το μικρόφωνο της φυσαρμόνικας σε πολύ υψηλή ένταση και μπορώ να ακούσω κάθε λεπτή διαφορά στον ήχο. Σε αντίθεση με τις συναυλίες μας, όπου δεν γίνεται να ακούσω ούτε νότα».
Κ.Ρ.: «Ο Μικ πραγματικά δίνει ρέστα σε αυτό το άλμπουμ. Είναι ο τελευταίος εναπομείνας που παίζει έτσι τη φυσαρμόνικα. Πολλοί ίσως ξεχνούν πόσο σοβαρός μουσικός είναι. Αυτός ο δίσκος αποτελεί υπενθύμιση. Το τραγούδι και το παίξιμό του είναι ασυναγώνιστα».
Σε τι διαφοροποιείται αυτός ο δίσκος σε σχέση με τους προηγούμενους;
Κ.Ρ.: «Εγινε ελάχιστη δουλειά στο post-production. Αυτό το άλμπουμ φτιάχτηκε μόνο του. Δεν μπορείς να επέμβεις σε αυτά. Ποτέ δεν φτιάξαμε τόσο πολλά τραγούδια σε τόσο λίγο χρόνο, και νομίζω πως κανένα δεν χρειάστηκε πάνω από δύο ή τρία «takes», κάποια, μάλιστα, όπως το «Blue & Lonesome», βγήκαν με τη μία».
Μ.Τ.: «Εχει πλάκα να κάνεις κάτι μια κι έξω. Είναι και λίγο κουραστικό, γιατί δεν έχεις την πολυτέλεια να τα κάνεις μαντάρα. Γιατί, αν συμβεί αυτό, την πατάνε όλοι και όχι μόνο εσύ. Βέβαια, λέμε ότι ηχογραφήθηκε με παλιομοδίτικο τρόπο, όμως το στούντιο είναι ένα φοβερό εργαλείο. Γίνεται απίστευτη δουλειά με τις λεπτομέρειες την ώρα της ηχογράφησης. Και η δουλειά μας ήταν να μοιάζουν τα τραγούδια συναρπαστικά, σαν να βρισκόμαστε στο 1954 αλλά να υπαινισσόμαστε και λίγο ότι είμαστε στο 2016».
Θυμηθήκατε με αυτά τα τραγούδια τα νιάτα σας, τότε που γνωρίζατε για πρώτη φορά την μπλουζ μουσική;
Κ.Ρ.: «Μας πήγαν πίσω στην αρχή και υπάρχει μια αίσθηση déjà vu. Παίζουμε κάποια τραγούδια τα οποία δεν έχουμε ερμηνεύσει από το ’62 ή το ’63. Είναι κομμάτια που παίζαμε όποτε εμφανιζόμασταν, αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του ήχου του Σικάγου των 50s και φαντάζουν εύκολα και απλά, όμως μόνο όταν τα παίζεις καταλαβαίνεις πόσο σύνθετα είναι».
Μ.Τ.: «Ηταν ένα τελείως διαφορετικό είδος μουσικής από τη γλυκερή ποπ που ήταν ευρέως διαθέσιμη. Και μιλάμε για άσεμνα, για την εποχή, τραγούδια. Απευθύνονταν στην άμεση εμπειρία, και οι ήχοι ήταν πιο ζωντανοί, οι ρυθμοί πιο ενδιαφέροντες και πιο χορευτικοί. Σου ασκούσαν αστραπιαία έλξη. Εμείς κάναμε ό,τι κάνουν σήμερα τα λευκά παιδιά που ραπάρουν. Βρίσκεται πολιτισμικά τόσο μακριά από τη δική μου εμπειρία. Αλλά το κάνω τόσον καιρό που έχω συνδεθεί μαζί τους πολύ περισσότερο σε σχέση με τότε που ήμουν 19. Μου αρέσει πολύ».
Τσάρλι Γουότς: «Εγώ έπαιζα τζαζ. Στην πραγματικότητα, δεν είχα παίξει καθόλου μπλουζ μέχρι που μπήκα στην μπάντα του Αλέξις Κόρνερ. Εκεί έμαθα τον Μάντι Γουότερς. Μετά έγινα μέλος και σε άλλα συγκροτήματα. Οταν ήρθα στους Stones παίζαμε Γουότερς και Τζίμι Ριντ. Το ροκ και η τζαζ συνορεύουν με τα μπλουζ. Υπάρχουν πολλές ομοιότητες. Από τα μπλουζ δανείστηκαν πολλά στοιχεία τα δύο είδη. Ο Τσακ Μπέρι είναι καταπληκτικός μπλούζμαν. Ο Λούις Αρμστρονγκ το ίδιο. Αν παίζεις τζαζ, παίζεις και μπλουζ».
Ρόνι Γουντ: «Ημουν τυχερός και παραλάμβανα πολλούς εισαγόμενους δίσκους. Αυτοί που έφταναν τότε στα χέρια μας ήταν κυρίως συλλογές. Είχα ένα μικρό πικάπ στο δωμάτιό μου και συνήθιζα να μιμούμαι τον Τσακ Μπέρι ή τον Big Moose και κάποιους από τους κιθαρίστες, τον Ελμορ Τζέιμς ή τον Χιούμπερτ Σάμλιν».
Σκοπεύετε να εντάξετε κάποια από αυτά τα τραγούδια στις ζωντανές εμφανίσεις σας;
Μ.Τ.: «Είναι δύσκολο να γίνει σε μια συναυλία σε στάδιο. Να παίξεις ένα μπλουζ κομμάτι και να ακολουθήσει το «Brown Sugar» μού φαίνεται δύσκολο. Είναι άλλο είδος μουσικής και απαιτεί άλλη πειθαρχία, διαφορετικό τρόπο μείξης του ήχου. Μπορεί να γίνει, αλλά θα ήταν πιο σωστό να παίζεται ο δίσκος μόνος του. Αν παίζαμε σε έναν μικρό χώρο και μας το ζητούσαν, θα ήταν αρκετά εύκολο να γίνει».
Ρ.Γ.: «Μπορώ να το φανταστώ. Θα ταίριαζαν πολύ αυτά τα τραγούδια σε μια εμφάνισή μας σε κλαμπ. Ισως και να γίνει αυτό».
Τ.Γ.: «Και για μένα χρειάζονται κλαμπ για να αναδειχθούν. Δεν έχω πάει ποτέ σε στάδιο για να δω συναυλία. Θεωρώ ότι είναι το πιο βλακώδες μέρος για να ακούσεις μουσική. Και ζω παίζοντας σε τέτοια μέρη».
Τα μπλουζ είναι σήμερα ένα μικρής εμβέλειας είδος μουσικής. Σε ποιους ακροατές απευθύνεστε με αυτό το άλμπουμ;
Τ.Γ.: «Δεν είναι πια της μόδας, αλλά υπάρχει πάντα κοινό για την τζαζ και τα μπλουζ».
Υπάρχει περίπτωση να υπάρχει συνέχεια σε αυτό το εγχείρημα;

Κ.Ρ.:
«Θα έκανα οτιδήποτε ξανά, αρκεί να το ήθελε η μπάντα. Οι Stones δεν σχεδιάζουν ποτέ τίποτε. Αυτό το άλμπουμ δημιουργήθηκε απλά και εύκολα. Ποτέ δεν λέμε «Ωραία, ας κάνουμε τώρα ένα σίκουελ ή ένα άλμπουμ με κάντρι μουσική». Με τους Stones όλα απλώς συμβαίνουν. Αν είσαι τυχερός και τα μικρόφωνα είναι ανοιχτά και όλοι στην ίδια συχνότητα, τότε αιχμαλώτισέ το όσο προλαβαίνεις».
Το «Blue & Lonesome» κυκλοφορεί στις 2 Δεκεμβρίου από την Polydor/Universal.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ