Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

Γιώργος Πάτσας. Ενας ξεχωριστός εργάτης της τέχνης, ένας καλλιτέχνης που γράφει τη δική του ιστορία στη μεγάλη ιστορία του ελληνικού θεάτρου. Με την αμετακίνητη αφοσίωσή του στο έργο του, το πηγαίο ταλέντο του, τις εμπνεύσεις του και με εξαντλητική δουλειά στα περίπου 50 χρόνια παρουσίας του στο καλλιτεχνικό τοπίο, έχει δημιουργήσει εκατοντάδες σκηνικά και χιλιάδες ενδύματα για το θέατρο, την όπερα, τον κινηματογράφο και την τηλεόραση. Σκηνικά και ενδύματα που συμπλέουν με την εποχή, τον χρόνο και το ύφος των έργων, που αναδεικνύουν τις καταστάσεις, τους χώρους και τους χαρακτήρες, ακόμη και τις ψυχικές μεταπτώσεις των ηρώων. Ο Γιώργος Πάτσας, που καταχωρίζεται στα σημαντικότερα ονόματα της σκηνογραφίας και ενδυματολογίας, έχει χαρίσει σ’ εμάς, τους θεατές, πολλές αισθητικές συγκινήσεις και χαρές, ισορροπώντας με ακρίβεια σε αυτό που απαιτεί η τέχνη του: στην απατηλή αίσθηση της πραγματικότητας, αλλά πάντα με έναν υπαινιγμό ονείρου και ποίησης.

Βραβευμένος επανειλημμένως στην Ελλάδα (Κρατικό Βραβείο, βραβείο «Κάρολος Κουν», Μεγάλο Βραβείο Κριτικών Θεάτρου και Μουσικής κ.ά.) και με δύο σημαντικά διεθνή βραβεία Σκηνογραφίας στην Κουαντρενιάλ Σκηνογραφίας της Πράγας (τη σπουδαιότερη έκθεση διεθνώς στο είδος της), ο Γιώργος Πάτσας είναι επιπλέον ένας καλλιτέχνης που εκτιμούν βαθύτατα σκηνοθέτες, ηθοποιοί, συγγραφείς, τεχνικοί και συνάδελφοί του σκηνογράφοι. Eχει τον τρόπο του να γοητεύει και συγχρόνως να αποπνέει σεβασμό και ό,τι εκπέμπει δεν είναι απόρροια μόνο της ήπιας συμπεριφοράς του, αλλά και του ήθους του.
Ο Γιώργος Πάτσας έχει μεγαλώσει στη Θεσσαλονίκη, αγαπάει να παρακολουθεί τις τέχνες, να ακούει Μότσαρτ και προκλασικούς και δεν ξεχνά να αναφέρει, με ένα είδος ευγνωμοσύνης, τους μεγάλους δασκάλους του στη Σχολή Βακαλό (Τέτση, Μοσχίδη, Μπαχαριάν, Γιώργο Βακαλό και άλλους). Είναι παντρεμένος με την άξια σκηνοθέτιδα Νικαίτη Κοντούρη, με την οποία έχει έναν έφηβο γιο. Εχει όμως και μία κόρη από τον πρώτο γάμο του με την αξέχαστη δημοσιογράφο Μαλβίνα Κάραλη, η οποία ακολουθεί το επάγγελμα της μητέρας της.
Είστε πολύ δραστήριος, κύριε Πάτσα. Σχεδόν 50 χρόνια παρουσίας στα θεατρικά πράγματα της χώρας με περίπου 500 έργα! «Ούτε το πιστεύω! Κάποια στιγμή, τα μέτρησα και τρόμαξα. Είναι πάρα πολλά!».

Και συνεχίζετε ακάθεκτος!
«Ναι. Κι αυτό το διάστημα είναι πάλι πολλά μαζεμένα, έχω πιεστεί λίγο, αλλά πια έχω συνηθίσει σε αυτόν τον ρυθμό. Ο κύριος όγκος δουλειάς είναι για την ταινία του Γιάννη Σμαραγδή, που έχει θέμα τη ζωή του Καζαντζάκη. Τα γυρίσματα άρχισαν στην Κρήτη και συνεχίζονται στην Αθήνα. Επίσης, έκανα το σκηνικό για το «Τρίτο στεφάνι», που ανεβάζει ο Θανάσης Παπαγεωργίου στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, και σκηνικά και κοστούμια για «Το γλυκό πουλί της νιότης» του Τενεσί Ουίλιαμς, που ανεβάζει η Κάτια Δανδουλάκη».
Διαβάσατε ξανά και βιβλία του Καζαντζάκη; Πώς σας φάνηκαν τώρα; «Ναι, διάβασα, και η συγκίνηση ήταν εξίσου δυνατή με την πρώτη ανάγνωση, που είχα κάνει νέος».

Κύριε Πάτσα, κατά τη διάρκεια αυτής της μακριάς πορείας σας έχετε συνεργαστεί με πολλούς σκηνοθέτες: Μινωτή, Θεοδοσιάδη, Βολανάκη, Ευαγγελάτο, Παπαγεωργίου, Κοντούρη, Τερζόπουλο, Βογιατζή, Αντύπα…
«Σχεδόν με όλους έχω συνεργαστεί, λίγο ή πολύ. Στον Σπύρο Ευαγγελάτο, όμως, οφείλω πάρα πολλά. Οταν τον γνώρισα, ήμουν το τίποτα. Και με εμπιστεύτηκε. Ως τότε, είχα κάνει μόνο έναν «Ταρτούφο», μέσα στη χούντα. Ηταν διευθυντής στο Κρατικό Βορείου Ελλάδος ο Γιώργος Κιτσόπουλος που είχε ανοιχτό μυαλό όσον αφορά τα καλλιτεχνικά θέματα και είχε βοηθήσει πολλούς ανθρώπους. Εγώ άγνωστος ήμουν, δούλευα στη διαφήμιση και του τηλεφώνησα από την Αθήνα, μου έκλεισε αμέσως ραντεβού. Ο Κιτσόπουλος, λοιπόν, μου έδωσε μία σπρωξιά και ο Ευαγγελάτος δέκα. Το ότι πίστεψαν σε εμένα ήταν καθοριστικό».
Εχετε ιδιαίτερο δέσιμο με τον κύριο Ευαγγελάτο. Αλλά πώς γίνεται να συμφωνείτε πάντα; «Υπήρχαν ένα-δύο έργα στα οποία δεν συμπέσαμε, δεν συνεργαστήκαμε, αυτό όμως δεν σημαίνει κάτι. Είμαστε πολύ φίλοι».

Υπάρχουν εποχές κατά τις οποίες έχουν γραφτεί θεατρικά κείμενα που σας εμπνέουν περισσότερο; «Οχι. Μου αρέσει να πηδάω από τη μία εποχή στην άλλη, από το ένα είδος στο άλλο, να υπάρχουν εναλλαγές. Θέλω, όμως, όσα κάνω να είναι πάντα λειτουργικά και να περνώ μια κάποια ποίηση στην εικόνα. Την ποίηση του συγγραφέα».

Εχετε αδυναμία στο ποιητικό κείμενο; «Αδυναμία σε αυτά που αναδύονται από το κείμενο, που δεν περιγράφονται· στην ατμόσφαιρα, στη μυρωδιά… Θέλω να αισθανθώ αυτό που υπάρχει πίσω από το κείμενο. Το άπιαστο, με άλλα λόγια. Κι αυτό το άπιαστο να προσπαθήσω να το κάνω σκηνικό. Να το μετουσιώσω σε χρώμα, σχήμα, φωτισμό. Είναι δύσκολο».
Αυτή η διαδικασία σάς βάζει σε ονειρική κατάσταση; «Ναι».

Σας τυχαίνει να ονειρευτείτε ένα σκηνικό και να το υλοποιήσετε; «Τα σκηνικά τα ονειρεύομαι ξύπνιος. Ακόμη καλύτερα. Δεν κουράστηκα να σκέπτομαι».

Αν λείπει το ποιητικό στοιχείο από κάποιο έργο, αρνείστε να το κάνετε; «Αν μου το προτείνει ένας φίλος σκηνοθέτης ή πρωταγωνιστής και μπορεί να γίνει μια τίμια δουλειά, παρ’ όλο που το κείμενο δεν αποπνέει ποιητικότητα, γιατί όχι; Εχω αρνηθεί πολλές δουλειές, κυρίως λόγω χρόνου. Ωστόσο και πάλι, αν είναι κάτι εξαιρετικό, πώς να αρνηθώ; Παρά τη στενότητα του χρόνου, το δέχομαι».

Εχετε νιώσει την ανάγκη να γράψετε ένα έργο ή να σκηνοθετήσετε; «Οχι, ποτέ. Από μικρός ήθελα να γίνω σκηνογράφος. Δεν ξέρω πώς μου γεννήθηκε η επιθυμία. Πήγαινα μόνος μου στο θέατρο, παιδί ακόμη, και παρακολουθούσα παραστάσεις».
Εχετε κάνει όπερα, θέατρο, σινεμά, τηλεόραση. Ποιο είδος είναι πιο δύσκολο; «Ο κινηματογράφος, όσον αφορά το εύρος της δουλειάς. Εχει πολλούς χώρους, ταξίδια, πολλούς ανθρώπους να ντύσεις, τεχνικά προβλήματα που απαιτούν λύσεις».

Και ποιος ήταν ο πιο δύσκολος σκηνοθέτης με τον οποίο συνεργαστήκατε; Να υποθέσω ο Θόδωρος Αγγελόπουλος; «Πάρα πολύ δύσκολος ο Θόδωρος, πάρα πολύ, αλλά ιδιοφυής. Ποιητής εκατό τοις εκατό».

Είχατε κάνει μια τεράστια κατασκευή για την ταινία του «Το λιβάδι που δακρύζει». «Ηταν το μεγαλύτερο σε όγκο σκηνικό που έχει γίνει στην Ελλάδα. Περισσότερα από 100 σπίτια, με την εκκλησία, τους δρόμους, το καφενείο, την πλατεία· κανονικό χωριό, κατασκευασμένο από ξύλο και λάσπη. Βάλαμε μέσα και ζώα. Μέχρι που φέραμε και φυτέψαμε έναν τεράστιο πλάτανο».
Θυμίστε μας πού το στήσατε. «Στη λίμνη Κερκίνη που έχει ένα φράγμα. Κλείνοντας αδειάζει, ανοίγοντας γεμίζει. Οταν έκλεισαν το φράγμα, στέγνωσε ο τόπος. Εκεί χτίσαμε το χωριό. Επειτα, μετά τα γυρίσματα, άνοιξε το φράγμα και μπήκε νερό και πλημμύρισαν τα σπίτια. Τα ισοπέδωσε όλα. Θυμάμαι που φαινόταν μόνο ένα δεντράκι.
Και ο Αγγελόπουλος γύρισε και σκηνές εκείνη τη στιγμή, με το νερό να ανεβαίνει. Ηταν μαγικό».
Εχει γράψει πολύ στην ψυχή σας. «Βέβαια· γιατί περάσαμε πολλά. Κάποια στιγμή χιόνισε. Και το χιόνι πάγωσε και έμεινε έτσι δύο μήνες. Υπήρχε μια παγωνιά απίστευτη. Μια ησυχία…».
Σκεφτήκατε ότι θα μπορούσε από ένα λάθος να πλημμυρίσει το χωριό ενώ ήσασταν εκεί; Σας έπιασε τέτοιος φόβος κάποια στιγμή; «Το λέγαμε στα αστεία. Υπήρχε και ως πιθανότητα, μόνο που για να ανοίξει το φράγμα θέλει κάποιες ενέργειες. Δεν είναι απλό».

Ποιος χρηματοδότησε μια τόσο ακριβή παραγωγή; «Εδινε χρήματα το υπουργείο Πολιτισμού, καθώς και ξένες εταιρείες παραγωγής ταινιών από τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Γερμανία. Ο Αγγελόπουλος είχε πολλές επαφές».

Και στο θέατρο; Ποιο ήταν το πιο ακριβό σκηνικό;
«Στις παλιές, καλές εποχές είχαμε όσα λεφτά θέλαμε. Ο Νίκος Κούρκουλος, που ήταν τότε διευθυντής στο Εθνικό, ποτέ δεν είπε σε κάποιον για κάτι ότι είναι ακριβό. Υπήρχαν επιχορηγήσεις. Τώρα, εδώ και τρία χρόνια, αν και είναι κρατικό θέατρο και υπογράφεις και συμβόλαια, μας χρωστά χρήματα».
Δεν μου είπατε, ωστόσο, ποιο ήταν το ακριβότερο σκηνικό. «Ξέρω ποιο ήταν το πιο πλούσιο, επειδή δεν παρακολουθούσα τα οικονομικά της παραγωγής. Ενας «Αμλετ» στο θέατρο Rex, σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, και στην Επίδαυρο οι «Πέρσες», λιτό αλλά πολύ μεγάλο σκηνικό, σε σκηνοθεσία Ευαγγελάτου. Δεν σημαίνει, όμως, πως ό,τι ακριβό είναι και καλό. Και τώρα πια, ένα τέτοιο σκηνικό θα σκεφτόμουν πολύ να το προτείνω. Παίρνω πολύ σοβαρά υπόψη μου την οικονομική κρίση. Προτείνω λύσεις που κοστίζουν λίγα χρήματα, αλλά έχουν πλούσιο αποτέλεσμα. Το κάνω συνειδητά. Καλύτερα να είμαστε πιο συγκρατημένοι· το αποτέλεσμα είναι πιο καλλιτεχνικό».

Ποιο έργο σάς δυσκόλεψε περισσότερο; «Με παίδεψαν πολλά. Σε άλλα πέτυχε η λύση τους και σε άλλα όχι. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, με κυνηγάνε σκηνικά που έχω δει και πρέπει να τα ξεχάσω και να ξεκινήσω από το μηδέν. Αυτό δεν είναι εύκολο. Σχεδιάζω και πετάω, σχεδιάζω και πετάω… Δύσκολο είναι και «Το γλυκό πουλί της νιότης» που κάνω τώρα. Προσπάθησα πολύ για να φτάσω σε μια αφαίρεση. Αν είναι καλή, δεν ξέρω. Αλλά πάντα με γοητεύουν και με πεισμώνουν οι δυσκολίες. Και θέλω να τις ξεπερνάω».

Οσο περνά ο καιρός γίνεστε και πιο αφαιρετικός; «Ναι. Σαφέστατα. Δεν χρειάζονται φλυαρίες στον σκηνικό χώρο. Αυτές υπάρχουν στα πρώτα βήματα της καριέρας. Μετά, αρχίζεις και διώχνεις».

Τι ψάχνετε με την αφαίρεση; «Μια άλλη οπτική, να το πιστέψω όμως αυτό που θα βγει από τα χέρια μου, όχι για να κάνω την παραξενιά μου, να κάνω μια πιρουέτα για να μου πουν «μπράβο»».
Πόσο σας δυσκολεύει να σκηνογραφήσετε ένα έργο που το έχετε κάνει και στο παρελθόν; «Προσπαθώ να δω στοιχεία του που μπορεί να μου είχαν ξεφύγει. Να το δω από μια άλλη σκοπιά. Οι «Πέρσες» είναι το έργο που έχω ανεβάσει τις πιο πολλές φορές –πέντε-έξι, νομίζω. Και καμία σχέση δεν έχει η μία παράσταση με την άλλη. Ορισμένα έργα, βέβαια, δεν σηκώνουν πολλές αλλαγές και πρωτοτυπίες. Αλλά μερικά μπορείς να τα φέρεις πιο κοντά στο σήμερα, να γίνουν πιο αφαιρετικά, πάντα κρατώντας, ωστόσο, όσο μπορώ, αυτό που λέγεται ποίηση. Ξέρετε, είναι πάρα πολύ βασικό και ο σκηνοθέτης να έχει έμπνευση. Γιατί τότε και καθοδηγεί σωστά τους ηθοποιούς, και το στήνει σωστά, και έχω κι εγώ κάπου να ακουμπήσω».
Εχετε πει ότι το παλιό θέατρο χάνει την επαφή με το σύγχρονο κοινό. Τι εννοείτε; «Οτι η τέχνη αλλάζει. Προχωρά αισθητικά. Δεν λέω πως απορρίπτω ό,τι παλιό, αλλά γίνονται βήματα. Ολα έχουν σχέση με τον χρόνο».
Επειδή οι νέοι φέρουν το καινούργιο, παρακολουθείτε τη δουλειά τους; Εχετε ξεχωρίσει κάποιους; «Ασφαλώς και παρακολουθώ κι έχω ξεχωρίσει κάποιους –δεν θα πω ονόματα, φοβάμαι μην ξεχάσω κανέναν -, αλλά έχουν ξεχωρίσει και από μόνοι τους. Οι νέοι έχουν προχωρήσει. Βλέπουν τα πράγματα με τα μάτια της εποχής τους και της ηλικίας τους, και αλίμονο αν δεν το έκαναν!».
Τους βοηθάτε αν το ζητήσουν; «Βεβαίως, δεν το συζητώ. Είμαι ανοιχτός, αλλά οι νέοι δεν έρχονται να ζητήσουν γνώμη. Πιστεύουν στον εαυτό τους και καλά κάνουν».
Διεθνώς, ποιους σκηνογράφους θαυμάζετε; «Τον Τσέχο Γιόζεφ Σβόμποντα. Ο καλύτερος του 20ού αιώνα για εμένα. Ογκος δουλειάς, εφευρετικότητα, ποιότητα. Εκανε διεθνή καριέρα».
Ζηλέψατε ποτέ τη φήμη και τη δόξα του; Κι επειδή σημειώνετε ότι έκανε διεθνή καριέρα, εμάς η Ελλάδα δεν μας αφήνει να ανοίξουμε τα φτερά μας; «Οχι, δεν ζήλεψα. Και μπορούμε κι εμείς να ανοίξουμε φτερά, αλλά για να το καταφέρουμε πρέπει να εγκατασταθούμε έξω. Το να είσαι εγκατεστημένος στην Ελλάδα και να κάνεις καριέρα αλλού είναι μάλλον αδύνατο. Και όσες δουλειές έκανα σε ξένα θέατρα ήταν με έλληνες σκηνοθέτες. Με τον Τερζόπουλο, τον Ευαγγελάτο, την Κουντούρη… Δείτε όμως τον Γιάννη Κόκκο, με τον οποίο ήμασταν συμμαθητές. Εγκαταστάθηκε νέος στη Γαλλία και ανοίχτηκε. Είχε μεγάλο ταλέντο. Τα κατάφερε με την αξία του».

Εχετε μετανιώσει που δεν φύγατε;
«Δεν μπορώ να το πω, γιατί ευχαριστήθηκα πάρα πολύ όλες αυτές τις δεκαετίες που δούλεψα εδώ. Ηρθαν τόσο πολλά μαζεμένα, που δεν θυμάμαι να έχω κενά και να θέλω να φύγω. Οχι. Εκανα στη ζωή μου αυτό που ήθελα. Οταν το πετύχει κανείς αυτό, καλό είναι να το κρατήσει. Θεωρώ πολύ τυχερό τον εαυτό μου επειδή πορεύτηκα με κάτι που αγαπώ πολύ».
Εχετε διάθεση αυτοκριτικής για όσα έχετε κάνει; «Βεβαίως, και είναι υγιές. Εχω ξεφυλλίσει τις δουλειές μου και έχω απορρίψει στοιχεία από πάρα πολλά έργα, αλλά έχω διαγράψει από την καρδιά μου και ολόκληρες σκηνογραφίες. Δεν θέλω αυτά να τα θυμάμαι».

Την ίδια τακτική κρατάτε και στην προσωπική σας ζωή; «Ε, βέβαια… Μήπως δεν έχω κάνει λάθη πολλά;».
Εχετε ενοχές για αυτά; «Για ορισμένα, ναι. Για άλλα, δεν γινόταν αλλιώς».
Ποιο είναι το μεγαλύτερο λάθος που έχετε κάνει; «Δεν μπορώ να το χαρακτηρίσω μεγάλο λάθος, αλλά –αυτό που σας είπα και πριν –θα ήθελα να είχα ζήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα σε κάποια πόλη της Ευρώπης».
Πώς θα χαρακτηρίζατε την προσωπική ζωή σας με μία λέξη; «Με μία λέξη; Γεμάτη. Η ζωή μου γέμισε πάρα πολύ με τη δουλειά μου. Το λέω και το ξαναλέω γιατί είναι ένα γεγονός. Είναι σαν ναρκωτικό για εμένα η δουλειά που δεν μπορώ να σταματήσω. Από εκεί και πέρα, και στην προσωπική μου ζωή, δεν έχω παράπονο. Αλλού πέτυχε, αλλού όχι, δεν έχει σημασία. Τώρα είμαι καλά».
Τις εμπνεύσεις σας τις συζητάτε με την κυρία Κοντούρη; Εχουν πολλά να μοιραστούν δυο άνθρωποι από τον ίδιο επαγγελματικό χώρο οι οποίοι συμβιώνουν. «Ναι, έχουμε ίδια αισθητική και συζητάμε και συμφωνούμε. Ιδίως όταν συνεργαζόμαστε, συζητάμε πάρα πολύ».
Πώς νιώθετε μπροστά στο ενδεχόμενο να σας πει «Δεν θέλω εσένα για σκηνογράφο»; «Δεν το σκέφτηκα ποτέ… Δεν ξέρω… Αλλά αν μου έλεγε ότι για μια δουλειά τής ταιριάζει καλύτερα κάποιος άλλος που, μέσα από μια πορεία, έχει καλλιεργήσει ένα ύφος διαφορετικό, νομίζω ότι θα της έλεγα «πήγαινε»».

Νομίζετε; Δεν είστε σίγουρος; Και θα θέλατε κι όλες αυτές τις επεξηγήσεις;
«Ε, ναι, κάτι πρέπει να πει. Δεν πρέπει; Εσείς τι λέτε; Και τώρα σκέφτομαι: θα με καλέσει στην πρεμιέρα;».

Ξαφνιαστήκατε και χαμογελάσατε προηγουμένως. Εχετε χιούμορ. «Λιγάκι. Μπορεί να πήρα κάτι και από τη Μαλβίνα που είχε πολύ χιούμορ».

Με την κυρία Κοντούρη πώς γνωριστήκατε; Σας κάλεσε για κάποια συνεργασία; «Ακριβώς. Την είχα γνωρίσει ως ηθοποιό. Ηταν στο Αμφιθέατρο του Ευαγγελάτου όταν σκηνοθετούσα. Αλλά, κάποια στιγμή, στο θέατρο Αμόρε, με ρώτησε αν ήθελα να αναλάβω τα σκηνικά σε ένα έργο που ανέβαζε».

Εννοείτε στο Αμόρε επί Χουβαρδά; Μιλάμε για δεκαετίες πριν. Πρέπει να παντρευτήκατε ύστερα από πολύ καιρό. Αργείτε, κύριε Πάτσα, στις αποφάσεις σας;
«Ναι, αργώ. Υστερα από πολλά χρόνια παντρευτήκαμε. Και με τη Μαλβίνα παντρεύτηκα αφού πέρασαν χρόνια. Το παιδί ήταν στο καρότσι όταν πήγαμε στην εκκλησία. Το είχαμε εκεί, πλάι. Η Μαριάννα…».

Πώς είναι η σχέση με την κόρη σας; «Εξαιρετική. Αγαπιόμαστε τρελά».
Είναι αγαπησιάρα όπως ήταν και η μάνα της; «Ναι, αλλά πιο ήρεμη. Η Μαλβίνα ήταν πολύ έντονη γυναίκα».

Και η σύζυγός σας, Νικαίτη Κοντούρη; Εχει εντάσεις; «Καμία σχέση. Καμία σχέση! Δεν μπορώ τις εντάσεις· δεν θέλω!».

Η Μαλβίνα έγραψε ιστορία. «Ηταν πολύ λαμπερή».
Ευγνωμονείτε τον χρόνο που σας χάρισε η ζωή; «Ευγνωμονώ και μου αρέσει η προσπάθεια που κάνω να είμαι σύγχρονος. Να προχωρώ, όσο γίνεται, μαζί με τον χρόνο. Θέλω να βελτιωθώ. Σαν να είμαι πρωτάρης. Ετσι αισθάνομαι».
Χαίρεστε με το καινούργιο, σαν να ανάβει ένα φωτάκι στο μυαλό. «Μπράβο, αυτό! Δεν μπορώ την επανάληψη και μου αρέσει το απρόβλεπτο. Το μη αναμενόμενο. Ο σουρεαλισμός μέσα στη σκηνογραφία. Και δεν είναι εύκολο να το βρίσκω πάντα. Ομως, προσέξτε! Θέλω το μη αναμενόμενο να είναι οργανωμένο μέσα στο πνεύμα του έργου και της παράστασης. Ενταγμένο πλήρως. Να κολλήσει. Να πάει μαλακά μέσα, να χωθεί, να γίνει ένα».

Ψυχή εφήβου; «Ναι».

Το απρόβλεπτο θα το θέλατε για καθετί; «Γιατί όχι; Μακάρι».
Είστε ανοιχτός άνθρωπος; «Δεν ξέρω. Θέλω να πιστεύω πως είμαι».

Δεν με πείθετε… «Είναι αλήθεια ότι ποτέ δεν είχα πολλές σχέσεις φιλικές και κοινωνικές· είμαι μάλλον απομονωμένος. Ετσι είναι ο χαρακτήρας μου. Οπότε, έχω επικεντρωθεί σε πέντε ανθρώπους –οι περισσότεροι από το θέατρο –και στη δουλειά μου».

Συμμετέχετε σε συζητήσεις όταν κάπου σας καλέσουν;
«Συμμετέχω –δεν λέω -, αλλά συνήθως πάω στην άκρη. Ετσι ήμουν από παιδί. Εχω μια φωτογραφία με τον Μηνά Χατζησάββα –μου κόστισε πολύ ο θάνατός του -, ήμασταν παιδιά ακόμη, εκείνος με κοντά πανταλονάκια, εγώ λίγο μεγαλύτερος. Οι πατεράδες μας ασχολούνταν και οι δύο με αλλαντικά, συνεργάζονταν, και λόγω αυτού είχαμε βρεθεί. Λοιπόν, ο Μηνάς γέρνει προς τον φακό, κοιτάζοντάς τον κατευθείαν, γεμάτος χαρά και με ένα τεράστιο χαμόγελο, και μεγαλώνοντας έγινε ηθοποιός. Εγώ κάθομαι συμμαζεμένος, λίγο πιο μακριά, απομονωμένος».

Στο παρασκήνιο, δηλαδή, όπως και τώρα. Από σεμνότητα, αλήθεια; «Κάτι σαν αντίδραση. Δεν ξέρω αν είναι σεμνότητα, μπορεί να είναι φόβος».
Φόβος ή συστολή; «Δεν ξέρω. Δεν πηγαίνω και στις πρεμιέρες μου, το έχω κόψει. Δεν αισθανόμουν καλά και σκέφτηκα γιατί να πιέζω τον εαυτό μου;».
Κι αν κάνει η σύζυγός σας παράσταση; «Με δικά μου σκηνικά; Οχι, δεν πηγαίνω. Ο Σπύρος (σ.σ.: Ευαγγελάτος) μού κάνει πλάκα συνέχεια. Μου λέει; «Πριν βγω εγώ, θα βγεις εσύ». Ούτε τα συγχαρητήρια θέλω. Νιώθω σαν να αναγκάζω τον άλλο να με συγχαρεί από ευγένεια. Πήγα, όμως, φέτος σε μια πρεμιέρα, στον «Αμύντα», γιατί ήταν η μοναδική παράσταση αυτού του έργου και ήθελα να δω τις αντιδράσεις του κοινού».

Σας ενδιαφέρει το κοινό; «Βέβαια. Με ενδιαφέρει να αρέσει το σύνολο της παράστασης, όχι μόνο το σκηνικό. Και δεν μετάνιωσα που πήγα, γιατί –παρ’ όλο που είναι ασθενικό έργο –ήταν μια επιτυχία από τις λίγες. Εγινε μια λαμπερή παράσταση και όλα τα στοιχεία κόλλησαν. Ο κόσμος γελούσε και χειροκροτούσε και κατά τη διάρκεια του έργου, κάτι που είναι πολύ πηγαίο. Φυσικά, δεν ανέβηκα μετά στη σκηνή».
Σκέπτομαι ότι ο κόσμος έχει ανάγκη να πάρει μια ανάσα. «Ναι, αλήθεια είναι. Ο κόσμος έχει αυτή την ανάγκη, γιατί τα πράγματα πάνε από το κακό στο χειρότερο».

Κύριε Πάτσα, σας ευχαριστώ πολύ για όσα μού είπατε. Πολλές εμπνεύσεις σάς εύχομαι. «Κι εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τη συνέντευξη».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ