Ο Λάρι Κέιν στα 73 του έχει αυτή τη φωνή που σε κάνει να νομίζεις πως όλα θα πάνε καλά. Είναι βαθιά, αμερικανική, σκληρή από τα τσιγάρα που κάποτε κάπνιζαν όλοι οι αμερικανοί δημοσιογράφοι –ενίοτε και on air. Η άρθρωσή του είναι τέλεια, αναμενόμενο για έναν άνθρωπο που τον Απρίλιο του 1961 μετέδωσε σε παγκόσμια αποκλειστικότητα την εισβολή στον Κόλπο των Χοίρων και ακόμη και σήμερα είναι ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα πρόσωπα της αμερικανικής τηλεόρασης. Η λογική του είναι τετράγωνη και τα λόγια του ισορροπημένα. Προβλεπόμενα προσόντα για έναν άνθρωπο που έχει πάρει συνέντευξη από κάθε πρόεδρο των ΗΠΑ από την εποχή του Λίντον Τζόνσον.
Με όλη αυτή την αύρα του μπαρουτοκαπνισμένου άνκορμαν της χώρας που εξέλιξε την τηλεόραση όσο καμία άλλη, είναι δύσκολο να τον φανταστεί κανείς σε ηλικία 20 χρόνων, νεαρό ρεπόρτερ, τον οποίο ο δαιμόνιος μάνατζερ των Beatles, Μπράιαν Επστάιν, κάλεσε προσωπικά να καλύψει την αμερικανική τουρνέ του 1964-1965. Προτού φύγει από το σπίτι, ο πατέρας του τού είπε: «Πρόσεχέ τους αυτούς τους μακρυμάλληδες. Είναι μια απειλή για την κοινωνία». Τα χρόνια πέρασαν, ο Κέιν κάλυψε πολέμους, ταραχές, εκλογές, συνέδρια, αλλά όταν τον ρωτάνε ποια ήταν η καλύτερη στιγμή της καριέρας του, απαντά χωρίς σκέψη με αυτή τη φωνή: «Το highlight της ζωής, όχι μόνο της καριέρας μου, ήταν η εποχή που γνώρισα τους Beatles». Σήμερα, με αφορμή το ντοκιμαντέρ «The Beatles: Eight Days a Week –The Touring Years», του Ρον Χάουαρντ, που εξιστορεί αυτή τη σχέση των Beatles από την αρχή της καριέρας τους μέχρι και το κλείσιμο της αυλαίας το 1970, στο οποίο συμμετέχει, ο Λάρι Κέιν μιλάει στο ΒΗΜΑgazino για την εποχή που ο κόσμος άλλαζε μπροστά στα μάτια του, ενώ τα αφτιά του άκουγαν τους Beatles να τον φωνάζουν «nerd».
Κύριε Κέιν, βρισκόμαστε στο 2016. Εσείς γνωρίσατε τους Beatles το 1964. Γιατί μιλάμε ακόμη για αυτούς; «Εχω δει από κοντά, από προνομιακή θέση, 54 συναυλίες τους. Είχα την τιμή να δω τις αντιδράσεις των θεατών, να ακούσω τις τσιρίδες, να δω τις λιποθυμίες. Ο λόγος που μιλάμε ακόμη για αυτούς είναι αρχικά μουσικός. Είναι η μουσική που έφτιαξαν, μια μελωδία που όσο περνούσε ο καιρός γινόταν καλύτερη. Υπάρχει και κάτι άλλο όμως: είναι η πολιτιστική διαφορά που έκαναν. Η αλλαγή στην κουλτούρα, στον τρόπο σκέψης, η πολιτική επίδρασή τους. Και με την έννοια «κουλτούρα» δεν εννοώ κάτι καλλιτεχνικό μόνο, νομίζω πως το timing στο οποίο εμφανίστηκαν άλλαξε τη σκέψη των ανθρώπων σχετικά με τα ανθρώπινα δικαιώματα, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος έβλεπε την κόμμωση, τα ρούχα, τη σκέψη, τη δημοκρατία».
Η πολιτική μπλέχτηκε με τη μουσική; «Ξεκάθαρα. Στις 20 Αυγούστου του 1964 ταξιδέψαμε στο Λας Βέγκας και τους είπα πως στο Gator Bowl, όπου ήταν προγραμματισμένο να παίξουν, το κοινό θα είναι διαχωρισμένο: Αλλού οι λευκοί, αλλού οι μαύροι. Μου δήλωσαν πως «αν είναι έτσι, τότε δεν παίζουμε», κάτι που ήταν δημοσιογραφική επιτυχία για εμένα. Μετά τη δημοσίευση της ακύρωσης, οι υπεύθυνοι του Gator Bowl δήλωσαν, προκειμένου να μη χάσουν το μερίδιό τους στην Beetlemania, πως δεν θα διαχωρίσουν τον κόσμο. Για πρώτη φορά στην Ιστορία, μια συναυλία στο Λας Βέγκας έγινε χωρίς φυλετικό διαχωρισμό. Και όλο αυτό το πέτυχαν οι Beatles που προέρχονταν από ένα φανατικό, μισαλλόδοξο περιβάλλον, το μεταπολεμικό Λίβερπουλ. Και όμως, ήταν πολιτική η κάθε κίνησή τους».
Πώς ήταν η Αμερική το 1964; «Ηταν μια ταραγμένη χώρα. Οι άνθρωποι που βλέπετε να φωνάζουν στις συναυλίες, αυτοί οι νέοι, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που βρέθηκαν για χρόνια σε πορείες, σε δράσεις, και φώναζαν ενάντια σε έναν αντιδημοφιλή πόλεμο, ένα παλιό κατεστημένο. Ηταν μια εποχή με έντονα κοινωνικά αιτήματα και πολλές αναταραχές. Στην ταινία φαίνεται πως οι ίδιοι άνθρωποι που θρήνησαν τον Κένεντι λίγο καιρό μετά γνώρισαν τους Beatles. Είναι η ιστορία της θλίψης, του σοκ και του ξεσπάσματος ενός ολόκληρου έθνους, με αφορμή τη μουσική. Τότε ήμουν στο Μαϊάμι, είχαμε τον φόβο για τα πυρηνικά, τον Ψυχρό Πόλεμο, τη δολοφονία του Κένεντι, τις ταραχές. Ο κόσμος αναζητούσε την ελευθερία. Και ξαφνικά είδε μπροστά του τους Beatles. Φυσικά, δεν αρκούσε μόνο αυτό: εκεί εμφανίστηκε και το ταλέντο, ο επαγγελματισμός, η αύρα και ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε και το γκρουπ και ο καθένας ξεχωριστά τη φήμη του».
Οι Beatles είχαν καταλάβει πως είναι οι Beatles; Είχαν συναίσθηση του πόσο σημαντικοί ήταν ή το συνειδητοποίησαν στην πορεία; «Εχει πολύ ενδιαφέρον, γιατί τότε δεν είχαν ιδέα για το τι είναι. Προφανώς ήξεραν πως είναι δημοφιλείς. Αλλά πάντα αναρωτιόνταν πότε θα σπάσει η φούσκα. Το έλεγαν μεταξύ τους. Ε, η φούσκα δεν έσκασε ποτέ, γιατί δεν ήταν φούσκα. Παίρνει χρόνο για να προσδιοριστεί η θέση του καθενός στην Ιστορία. Οι Beatles νομίζω πως στα 80s έπαψαν να είναι «σούπερ σταρ» (αν και τότε δεν χρησιμοποιούσαμε αυτούς τους χαρακτηρισμούς) και έγιναν εμβληματικοί».
Δηλαδή, δεν είχαν καταλάβει το μέγεθός τους; «Είχαν πλήρη επίγνωση τού ότι είναι δημοφιλείς –αυτό έλειπε. Ηξεραν πως είχαν επιρροή, πως επηρεάζουν τη μόδα. Οταν χώρισαν στα τέλη των 60s, έλεγαν «ΟΚ, ό,τι κάναμε κάναμε, τώρα τελείωσε». Αλλά όσο περνούσε ο καιρός γίνονταν μεγαλύτεροι. Με εξαίρεση τον Τζον Λένον που πέθανε νωρίς, στα μέσα των 80s οι υπόλοιποι συνειδητοποίησαν το μέγεθός τους. Και να που είμαστε τώρα στο 2016 και ένας άνθρωπος στις ΗΠΑ και ένας στην Ελλάδα συζητάνε ακόμη για αυτούς. Αυτό σίγουρα, αν τους το έλεγα τότε, δεν θα το πίστευαν».
Είδατε από κοντά το μεγαλύτερο μέρος της αμερικανικής τουρνέ τους. Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνησή σας; «Είναι τόσο πολλά… Πολλές αναμνήσεις. Το πιο έντονο δεν ήταν αυτό που γινόταν στη σκηνή, αλλά το πώς ήταν σαν άνθρωποι. Κατά τη διάρκεια της περιοδείας πέθανε η μητέρα μου. Μόλις το άκουσαν, ο Πολ και ο Τζον, που ήταν και αυτοί ορφανοί από μητέρα, ήρθαν, με αγκάλιασαν, και μου είπαν ορισμένα πράγματα που δεν θα ξεχάσω ποτέ…».
Ποιος ήταν ο αγαπημένος σας; Με ποιον είχατε καλύτερη χημεία; «Με όλους τα πήγαινα καλά, αλλά νομίζω πως με τον Τζον είχα την καλύτερη χημεία. Μαλώναμε πολύ, όμως, κυρίως για τα πολιτικά, με έλεγε συνέχεια nerd. Το 1966 κατατάχθηκα στον στρατό –δεν με κάλεσαν, αλλά πήγα εθελοντικά. Τρεις μήνες μετά, όταν είχε τελειώσει η βασική εκπαίδευση, πήγα να τους χαιρετήσω. Το κεφάλι μου ήταν ακόμη ξυρισμένο, μόλις είχαν αρχίσει να βγαίνουν μαλλιά. Πήγα να τους χαιρετήσω και τους ακολούθησα σε μια πτήση. Για μιάμιση ώρα καθόμουν δίπλα στον Τζον Λένον πάνω από τη Μασαχουσέτη και μαλώναμε για το Βιετνάμ. Προσωπικά, δεν ήμουν υπέρ του πολέμου, αλλά ένιωθα πως είχα την υποχρέωση να πολεμήσω για την πατρίδα μου. Κάποια στιγμή ουρλιάζαμε με επιχειρήματα ο ένας στον άλλον, μέχρι ο Πολ να προτείνει να ηρεμήσουμε, να πάρουν τον έλεγχο του αεροσκάφους και να με φυγαδεύουν στον Καναδά. Ηταν και αστείο και συγκινητικό…».
Εκτός από τον Τζον, οι υπόλοιποι τι χαρακτηριστικά είχαν; «Ο Πολ έλαμπε. Ηταν πάντα χαρούμενος, ενεργητικός και ήταν αυτός που αγαπούσε περισσότερο απ’ όλους το κοινό –όλοι είχαν ματαιοδοξία, αλλά ο Πολ δεν συνάντησε ποτέ κοινό που να μην του άρεσε. Σε όλους άρεσε η σκηνή, αλλά όχι τόσο όσο σε αυτόν. Είχε μια όμορφη ενέργεια, ένιωθες πάντα ωραία γύρω του. Είχε και ορισμένες κακές στιγμές, αλλά όχι πολλές. Ο Ρίνγκο ήταν έκπληξη –ήταν πιο διαβασμένος, πιο διανοούμενος απ’ ό,τι νόμιζαν οι περισσότεροι. Είχε σαφείς ιδέες περί δικαιοσύνης, ειρήνης, δημοκρατίας, προσεκτικά δομημένες».
Ο Τζορτζ Χάρισον; «Ο Τζορτζ ήταν πάντα ο πιο σιωπηλός –ίσως επειδή ήταν ο μικρότερος. Στην αρχή του γκρουπ τον θεωρούσαν παιδί. Αλλά όταν μιλούσε, ήταν και καυστικός και αστείος. Κάποια στιγμή, ήμασταν πάλι σε ένα αεροπλάνο, από τη Μινεάπολη στο Πόρτλαντ, τον Αύγουστο του 1965, και σε έναν από τους κινητήρες ξεκίνησε μια μικρή φωτιά. Κάναμε αναγκαστική προσγείωση, βλέπαμε στον διάδρομο τα πυροσβεστικά οχήματα να μας περιμένουν και ο Τζορτζ φώναζε: «Οι Beatles, τα παιδιά και οι γυναίκες θα βγουν πρώτοι!»».
Στην ταινία φαίνεται πόσο έξυπνα μιλούσαν στον Τύπο της εποχής. Ηταν και αυτό μια μορφή σόου; «Αυτό είναι μια σημαντική πτυχή των Beatles. Επαιζαν με το μυαλό των ρεπόρτερ της εποχής. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι ήταν πάνω από 35 και ήταν αρκετά επιφυλακτικοί με αυτή την μπάντα που είχε μακριά μαλλιά –ακόμη και αυτό σόκαρε την Αμερική τότε. Εγώ ήμουν στην ηλικία τους, ο Τζορτζ ήταν μικρότερος από εμένα. Οπότε κάναμε παρέα με πιο φυσικό τρόπο. Η ευχή του πατέρα μου προτού φύγω για την αποστολή ήταν: «Πρόσεξέ τους, είναι μια απειλή για την κοινωνία». Αυτή η έκφραση νομίζω συνοψίζει πώς τους έβλεπε η «ενήλικη» Αμερική τότε».
Βλέποντας τις αντιδράσεις του κόσμου, τις κραυγές, τα κλάματα, την υστερία, δεν μπορώ να μην αναρωτηθώ γιατί υπήρχε τέτοια υπερβολή… «Η υπερβολή, αν τη ζούσες από κοντά, ήταν δικαιολογημένη. Γιατί όλοι ήταν πεπεισμένοι πως τραγουδούσαν για αυτούς προσωπικά. Μετά το τέλος κάθε συναυλίας με πλησίαζαν κορίτσια, ακόμη και παιδιά έντεκα χρόνων, και μου έδιναν γράμματα που απευθύνονταν προσωπικά στον καθένα από τους Beatles. Κάποιοι έγραφαν: «Πολ, θα βρεθούμε στις 12 σε εκείνο το σημείο στο Σικάγο». Είχαν μια σπάνια αμεσότητα. Τώρα, στις γυναίκες προφανώς λειτουργούσε και το σεξαπίλ τους. Ηταν ένας συνδυασμός σεξαπίλ και μουσικής. Και έπειτα προστέθηκαν και ο πολιτισμός, η κουλτούρα, η πολιτική. Οσο για τα δάκρυα, οι άνθρωποι που έβλεπαν τότε τους Beatles ήταν τόσο έκθαμβοι που δεν έκλειναν τα μάτια τους. Προσπάθησε να μην κλείσεις τα μάτια σου για λίγο και θα δεις πως θα δακρύσεις κι εσύ».
Πώς ήταν οι σχέσεις μεταξύ τους; «Ηταν πολύ καλές, τουλάχιστον εκείνη την εποχή. Ο Πολ και ο Τζον είχαν μια υπόγεια κόντρα, αλλά τότε δεν ήταν κάτι ανησυχητικό, ήταν μικρά τα θέματά τους. Ηταν μικροί τότε και πολύ δεμένοι, πρόσεχαν ο ένας τον άλλον. Οσο περνούσαν τα χρόνια, παρατηρούσες και τις αλλαγές. Στην αρχή ο Τζορτζ ήταν ο μικρός, τον αντιμετώπιζαν σαν παιδί. Ο Τζον ήταν ο αρχηγός πάντα. Οταν χώρισαν, εκείνος που λυπήθηκε περισσότερο, πάντως, ήταν ο Ρίνγκο. Είχε πληγωθεί πραγματικά, μου είχε πει πως ένιωθε σαν να έχανε την οικογένειά του. Αυτό μπορεί να το νιώσει και όποιος χάσει την μπάντα με την οποία παίζει τα Σαββατοκύριακα για πλάκα. Φαντάσου πώς ένιωσαν οι Beatles».
Τελικά γιατί χώρισαν; «Δεν έχω απάντηση, για να είμαι ειλικρινής, αν και το έχω ψάξει εκτενώς. Νομίζω πως είχαν εμπορικές, επιχειρηματικές διαφορές, αλλά ο βασικός λόγος ήταν ότι καθένας –με εξαίρεση τον Ρίνγκο –πίστευε πως ήταν καλύτερος από τους άλλους, πως μόνος του θα τα κατάφερνε καλύτερα. Και πράγματι, ο Πολ έκανε τρομερή καριέρα, ο Τζορτζ έγραψε τρομερή μουσική, ο Τζον έψαξε τον εαυτό του και εξελίχθηκε στα 70s, όλοι απέδειξαν πως ήταν διψασμένοι για σόλο καριέρα. Αλλά, όπως αποδείχθηκε, ποτέ δεν έγιναν αυτό που ήταν όσο ήταν μαζί».
Τελικά το πιο σημαντικό πράγμα που καταφέρατε στην καριέρα σας ήταν αυτή η σχέση με τους Beatles; «Ναι, ήταν, μακράν του δεύτερου, το highlight της καριέρας μου. Εχω καλύψει πολέμους, διενέξεις, 23 πολιτικά συνέδρια, έχω πάρει συνέντευξη από κάθε αμερικανό πρόεδρο από τα 60s και μετά, κάνω ακόμη καριέρα στην τηλεόραση, αλλά τίποτα δεν μου άλλαξε τη ζωή όσο η γνωριμία μου με τους Beatles. Ηταν διαφορετικοί από εμένα, με έκαναν πιο έξυπνο, πιο σοφιστικέ, μου έμαθαν να μη φοβάμαι να λέω την αλήθεια. Η εποχή που ήμουν ανάμεσά τους ήταν μία από τις καλύτερες στιγμές στη ζωή μου…».
Και σας σημάδεψε ως επαγγελματία… «Ναι, ήμουν πάντα αυτός που ήξερε τους Beatles, ακόμη και αν κάλυπτα μια σύρραξη στη Μέση Ανατολή. Να σας πω μια ιστορία: το 1980, λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές, ενώ είχα κάνει ήδη μια συνέντευξη με τον (νικητή τελικά) Ρόναλντ Ρίγκαν, μιλούσα με τον άλλο υποψήφιο, τον Τζίμι Κάρτερ, που ήταν λυπημένος, σχεδόν καταθλιπτικός, γιατί ήξερε πως θα χάσει τις εκλογές. Σε ένα διάλειμμα της τηλεοπτικής συνέντευξης, μου ζήτησε να τα πούμε off the record. Φυσικά δέχτηκα, περιμένοντας κάποια πολιτική πληροφορία, αλλά, τελικά, ο 39ος πρόεδρος των ΗΠΑ, λίγο πριν από το τέλος του, ήθελε να μάθει κι αυτός πώς ήταν οι Beatles από κοντά».

Ολα έχουν αλλάξει από τότε. Η μουσική βιομηχανία, η δημοσιογραφία, τα πάντα. Αν έρχονταν τώρα οι Beatles, μάλλον το Μέσο στο οποίο θα δουλεύατε δεν θα σας έστελνε σε μια τόσο μεγάλη αποστολή. Αλλά θα μπορούσε να εμφανιστεί σήμερα ένα φαινόμενο αντίστοιχο με τους Beatles;
«Δεν νομίζω. Πλέον οι καλλιτέχνες, η επικοινωνία, τα social media έχουν αλλάξει το τοπίο. Τότε με τους Beatles, μόλις ήρθαν στις ΗΠΑ, έβγαινε κάθε εβδομάδα ένα τραγούδι τους στα charts. Ηταν κάτι εντελώς καινούργιο, κάτι σοκαριστικό. Τώρα, οι νέοι δεν θα μπορούσαν να σοκαριστούν με τους Beatles, σήμερα όλοι τα έχουν δει όλα, δεν εκπλήσσονται με τίποτα –ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Τα περιθώρια της πρόκλησης είναι μικρά».

Μήπως έχει να κάνει με τη νοσταλγία τελικά; «Πιθανότατα. Είμαι 73 ετών πια, ακούω τη μουσική των εγγονιών μου και αναρωτιέμαι γιατί τους αρέσει. Ακούω τη μουσική στο τηλέφωνό τους και σκέφτομαι «Τι είναι αυτό;». Βέβαια, και ο πατέρας μου τα ίδια έλεγε, οπότε υπάρχει η περίπτωση να επαναλαμβάνω το ίδιο χάσμα γενεών. Πάντως, όταν ζητάω στα εγγόνια μου να παίξω κι εγώ τη μουσική μου, φωνάζουν: «Πάλι Beatles;»».
Βλέποντας όλα όσα συμβαίνουν σήμερα στον κόσμο, από τους πολέμους μέχρι την υποψηφιότητα του Τραμπ, την οικονομική κρίση, αναρωτιέμαι αν ο κόσμος ήταν καλύτερος ή χειρότερος στα 60s. «Δεν υπάρχει απάντηση. Απλά, ενάντια στην εύκολη θεώρηση των πραγμάτων, ο κόσμος περνούσε πάντα άσχημες εποχές. Οταν μεγάλωνα εγώ, είχαμε πολέμους, ψυχρούς πολέμους, κάναμε μάθημα και παράλληλα ασκήσεις για πυρηνικό πόλεμο. Ενταση υπήρχε πάντα στον κόσμο, και στα 50s, και στα 60s, και στα 70s, και σήμερα. Αν σκεφτείς από απόσταση τα πράγματα, θα διαπιστώσεις ότι δεν θα μας πάρει ο διάολος. Θα τα ξεπεράσουμε όλα…».
To ντοκιμαντέρ «The Beatles: Eight Days a Week –The Touring Years» θα προβάλλεται στην Ελλάδα από τις 13 Οκτωβρίου, σε διανομή Odeon.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Οκτωβρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ