Η τηλεφωνική σύνδεση ήταν προβληματική. «Δεν άκουσα, πού είπες να συναντηθούμε;» ρώτησα τσεκάροντας το σήμα στο κινητό. «Αγαθοδαίμονος, παιδί μου, Αγαθοδαίμονος. Να θυμάσαι «αγαθός» και «δαίμονας», ένα πράγμα σαν και μένα δηλαδή!». Η συνεννόηση με την Πέγκυ Ζουμπουλάκη δεν είναι ποτέ μια διεκπεραιωτική υπόθεση, πόσω μάλλον η συνάντηση και η συναναστροφή μαζί της. Από το παλιό εργοστάσιο επί της επιγραμματικά αυτοβιογραφικής οδού στην Πειραιώς, όπου στεγάζεται ο χώρος πολλαπλών εκδηλώσεων της γκαλερί Ζουμπουλάκη, μέχρι τον εκθεσιακό χώρο της πλατείας Κολωνακίου και την γκαλερί-κατάστημα με είδη ντιζάιν τής οδού Κριεζώτου στο Σύνταγμα, η Πέγκυ Ζουμπουλάκη κάνει καθημερινά δρομολόγια σχεδόν πάντα με τα πόδια. Με τις χίλιες δυο δουλειές που έχει να φέρει εις πέρας, ελίσσεται στο κυκλοφοριακό χάος της Αθήνας με τέτοιο νεύρο, τσαγανό και εξοικείωση με τα εμπόδια της πόλης, ώστε όταν βρέθηκα μαζί της σε μια τέτοια περιπατητική διαδρομή και συνέκρινα τις αντοχές μου, βγήκα χαμένη πανηγυρικά. «Είμαι εξαρτημένη από τη δουλειά. Καταλαβαίνω ότι πρέπει να τα παρατήσω, αλλά δεν μπορώ, με τρώει. Δεν θα έχω στασιό. Και τι να κάνω δηλαδή; Να κάτσω να περιμένω να πεθάνω;» θα πει και θα ξεσπάσει στο ηχηρό γέλιο της, στέλνοντας στην ατμόσφαιρα μια δόση από τη joie de vivre που χαρακτηρίζει τη στάση ζωής της.
Η αφορμή για να βρεθούμε ήταν, βεβαίως, το αίτημά μου για μια συνέντευξη μαζί της. Υπήρχε σημαντικός λόγος, η γκαλερί Ζουμπουλάκη έκλεισε εφέτος 50 χρόνια παρουσίας στον αθηναϊκό πολιτιστικό χάρτη και, πέραν κάθε αμφιβολίας, η ιστορία του εκθεσιακού χώρου που συνδέθηκε με τη διοργάνωση πρωτοποριακών εκθέσεων καθώς και με την εξοικείωση του κοινού με τη σύγχρονη τέχνη, που έφερε «μια επανάσταση στην τέχνη, τουλάχιστον μέχρι τα τέλη ’80», θα ήταν πολύ διαφορετική αν δεν βρισκόταν εκείνη στο τιμόνι. Ωστόσο, δίσταζε να κάνουμε τη συνέντευξη. «Δεν μου αρέσουν οι συνεντεύξεις γιατί είναι όπως όταν οι ζωγράφοι μού λένε: «Να σου δείξω τη δουλειά μου, αλλά να σου εξηγήσω». Τι να μου εξηγήσεις, άνθρωπέ μου, τη δουλειά σου; Ασ’ τη να μιλήσει για τον εαυτό της. Αυτό είναι το θέμα. Αυτό που μετράει είναι η αλήθεια που έχουμε μέσα μας, και ποια είναι αυτή, γαμώ το; Την ψάχνουμε μια ζωή. Η συνέντευξη, και η κάθε συνέντευξη, αποκαλύπτει ένα χιλιοστό από αυτό που είμαι εγώ και άλλο ένα από εκείνο που καταλαβαίνεις εσύ».
Αυτό είναι ένα οξυδερκέστατο σχόλιο, όμως ομολογώ ότι το «χιλιοστό» που μου αναλογεί, αν μη τι άλλο, το ανακάλυψα με τον πιο απολαυστικό τρόπο. Οι ιστορίες της Πέγκυς –άλλο πάλι αυτό, αδύνατο να χρησιμοποιήσω πληθυντικό ευγενείας, λες και απευθύνομαι σε συνομήλικη φίλη μου, όμως η αμεσότητα της επαφής μαζί της επιτρέπει τη δημιουργία ισότιμης σχέσης με έναν φυσικό τρόπο –είναι ατελείωτες και άκρως διασκεδαστικές έτσι όπως τις διηγείται διανθισμένες με ευθύβολα σχόλια και την ακαταμάχητα αυτοσαρκαστική διάθεσή της. Πώς να το κάνουμε, η γυναίκα έχει απίθανο χιούμορ. Είχα την ευκαιρία να το διαπιστώσω κατ’ επανάληψη, καθώς βρεθήκαμε πολλές φορές, φιλικά, πάντα με αμφίβολη την έκβαση της «συνέντευξης». Σε café, αλλά και στο σπίτι της, όπου «συζεί» με πίνακες σπουδαίων δημιουργών, επιλεγμένους με γούστο που συναντάς μόνο σε ανθρώπους καλλιεργημένους. Εξάλλου, όπως πολύ εύστοχα είπε σε ανύποπτο χρόνο: «Το θέμα δεν είναι τι έχεις μέσα στο σπίτι, το θέμα είναι να μη σε φοράνε τα έπιπλα, αλλά να τα φοράς. Το σπίτι μπορεί να είναι ταπεινό, φτωχό και να έχει την αύρα του, την αλήθεια του. Πηγαίνεις σε ορισμένα σπίτια και είναι φορτωμένα σαν να έχεις φάει πέντε ταψιά μπακλαβάδες. Ο Τσαρούχης έλεγε: «Ενα κλαρί ελιάς, μια λουίζα και ένα γιασεμί σε ένα ποτήρι». Τι αλήθεια! Εχει μια υπερβολή, αλλά δείχνει μια νοοτροπία».
Η ιστορία της Πέγκυς Ζουµπουλάκη ξεκινάει στη συμβολή των οδών Υδρας και Κυψέλης, στο κέντρο της Αθήνας, σε ένα όμορφο σπίτι που είχε χτίσει ο προπάππος της από την πλευρά της μητέρας της, ο αρχιτέκτων (και των ανακτόρων του Τατοΐου) Σάββας Μπούκης. Εάν εστίαζε κανείς σε αρχιτεκτονικές και διακοσμητικές λεπτομέρειές του, θα το περιέγραφε ως ένα σπίτι με κήπο, με πίνακες στους τοίχους, με πλυσταριό και άρωμα λεβάντας όπου έπαιζε η Πέγκυ με την κατά έναν χρόνο μικρότερη αδελφή της, την «πανέμορφη Ιλεάνα». Εάν προσπαθούσε, ωστόσο, να ζωντανέψει τα στοιχειώδη σωματίδια της ατμόσφαιράς του, θα το περιέγραφε ως μια φωλιά αγάπης και εύθυμης διάθεσης, μια εστία με τη χαρά της ζωής, όπου μεγάλωναν τα δύο κορίτσια με τη γιαγιά και τη μητέρα τους. Κι όμως, δεν ήταν μια ειδυλλιακή παιδική ηλικία, ο πόλεμος μαινόταν και ο μπαμπάς, ο Δημήτρης Λένωσης, με καταγωγή από την Αλεξάνδρεια, «ένας πολύ γοητευτικός άνδρας» που δούλευε στη Shell στον Βόλο, είχε φύγει από το σπίτι όταν η Πέγκυ ήταν έξι χρόνων. «Δεν τον ξανάδαμε ποτέ, πέθανε στο Μπουένος Αϊρες χωρίς να έχει χωρίσει με τη μητέρα μου. Δεν του κάκιωσα και τον συγχώρεσα. Οι άνθρωποι μπορεί να ερωτευτούν, βρε παιδάκι μου, στη ζωή δεν είσαι υποχρεωμένος επειδή τον παντρεύτηκες τον άλλον να μείνεις μαζί του για πάντα…». Το κενό που άφησε πίσω του συμπληρώθηκε, εξάλλου, από την υπόλοιπη οικογένεια, από τη «μεγάλη αγκαλιά» που άνοιξαν οι υπόλοιποι συγγενείς, οι θείες και ο συνονόματος με τον προπάππο, θείος Σάββας Μπούκης: «Ο μπάρμπας μου ο Σάββας ήταν σαν πατέρας μου. Δεν έμενε στο σπίτι, αλλά ήταν εκεί. Μα δεν ξέρεις τι γλύκας ήταν, είχε ένα χιούμορ, ήταν μια καρδιά! Τον ρώταγε η γιαγιά: «Πού πας, Σάββα;». «Au bord de l’eau, μαμά» της έλεγε και η γιαγιά νόμιζε ότι πήγαινε στη θάλασσα. «Αχ, μπράβο, Σάββα, να γυρίσεις νωρίς» τού έλεγε».
Η Πέγκυ μεγάλωνε με τα γαλλικά και το πιάνο της, «Αχ! στο πιάνο ήμουνα ζώον, παρ’ όλο που ήμασταν μια μουσική οικογένεια, ο ένας έπαιζε βιολί, ο άλλος πιάνο και κάποιος άλλος τραγουδούσε», και χωρίς το «σύνδρομο της Σταχτοπούτας», όπως το περιγράφει, κοινώς με τη στοχοπροσήλωση να παντρευτούν οι δύο αδελφές κάποιον πλούσιο. Η μητέρα της, η Aναστασία Μπούκη, ήταν εξάλλου «πολύ προχωρημένη για την εποχή της», τη φώναζαν μάλιστα «Feel free». «Αυτό μας έλεγε συνέχεια: «Feel free, feel free», δεν ήθελε να μας καταπιέζει. Ηταν μια πολύ ελεύθερη γυναίκα. Ελεγε «τη βαλίτσα μου τη θέλω ελαφριά» και όταν πέθανε στα 90 της είχε δώσει όλα τα πράγματά της. Μάλιστα, όταν κάποια στιγμή την είχαν κλέψει, είπε: «Mην την τιμωρήσετε, να της πείτε να μην το ξανακάνει». Γι’ αυτό και μολονότι μου άρεσε να αποκτώ δεν δενόμουν ποτέ με αντικείμενα και χαρίζω πολύ εύκολα. Και προσπάθησα να μην καταπιέσω τα παιδιά μου, αν και τελικά το έκανα με τον τρόπο μου, κάθε μάνα το κάνει».
Τα παιδιά, ο Θοδωρής και η Δάφνη, ήρθαν μετά τον γάμο με τον Τάσο Ζουμπουλάκη. Τον σύζυγό της η Πέγκυ Λένωση τον γνώρισε σε ένα αποκριάτικο πάρτι στο σπίτι μιας συμμαθήτριάς της, αν και η σχέση τους ήταν περίπου νομοτελειακή, καθώς βρίσκονταν πάντα σε κοινές παρέες. Εκείνος σπούδαζε τότε στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου της Περούτζια και εκείνη, απόφοιτη του κολλεγιακού τμήματος του Αμερικανικού Κολλεγίου Αθηνών, παρακολουθούσε μαθήματα Ψυχολογίας. «Ο Τάσος ήταν πολύ ήπιος χαρακτήρας. Ηταν γλυκός, φίνος και άρχοντας στην ψυχή. Ο δικός μας ήταν ένας ρομαντικός έρωτας. Ηταν πάρα πολύ ωραίος άνδρας». Παντρεύτηκαν το 1964 και λίγο μετά πήραν την απόφαση να ανοίξουν την γκαλερί στον αριθμό 7 της οδού Κριεζώτου, καθώς η οικογένεια Ζουμπουλάκη διατηρούσε ήδη ένα παλαιοπωλείο στην ίδια οδό, το οποίο διέθετε μια μικρή υπόγεια αίθουσα όπου γίνονταν εκθέσεις του Μόραλη, του Τσαρούχη, του Νικολάου, του Μαυροΐδη, του Εγγονόπουλου. Το 1974 ήρθε η σειρά της πλατείας Κολωνακίου 20, του υπόγειου χώρου των 450 τ.μ., που έγινε η μεγαλύτερη γκαλερί της Αθήνας και άνοιξε με πρωταρχικό της στόχο να φιλοξενήσει τα μεγάλα μαγνητικά γλυπτά του Τάκι. Από εκεί πέρασαν οι μεγαλύτερες προσωπικότητες της ελληνικής και της παγκόσμιας τέχνης και το αθηναϊκό κοινό ήρθε σε επαφή με τα κορυφαία ονόματα της εικαστικής πρωτοπορίας. Εκεί έδειξε η Χρύσα μια σειρά από τα τεράστια γλυπτά της, εκεί παρουσιάστηκαν πίνακες του Αντι Γουόρχολ, εκεί διοργανώθηκε έκθεση Πικάσο σε συνεργασία με την γκαλερί Beyeler στη Βασιλεία και έκθεση για την Κινητική Τέχνη μαζί με τη γνωστή γκαλερί της Ντενίζ Ρενέ στο Παρίσι, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε το κίνημα αυτό το 1955. Εκεί φιλοξενήθηκε η δουλειά των σημαντικών ελλήνων καλλιτεχνών, της γενιάς του ’30 και της γενιάς του ’60 και εκείνων που ήταν γνωστοί στο εξωτερικό (Τάκις, Παύλος, Φασιανός, Χρύσα, Ξενάκης). Το ζεύγος Ζουμπουλάκη –εκείνη μικροκαμωμένη, γοητευτική και φίνα, εκείνος κομψός, με γελαστό βλέμμα – τους υποδεχόταν πάντα μαζί. Εζησαν μαζί μέχρι τη χρονιά που πέθανε ο Τάσος από καρκίνο, το 1983, και έκτοτε η Πέγκυ δεν ξαναπαντρεύτηκε ποτέ. «Ηταν πολύ ωραία τα 20 χρόνια με τον Τάσο, αλλά δεν ήθελα να ξαναχάσω την ελευθερία μου. Ξέρεις, δεν μπορεί να με καταπιέσει κανείς και ο πολύς ο έρωτας είναι πολλές φορές καταπιεστικός. Ημασταν συνέχεια μαζί, μαζί βγαίναμε, μαζί τρώγαμε, μαζί βλέπαμε τους φίλους μας. Οταν πέθανε, ήμουν σαν τρελή. Μετά είδα πόσο μεγάλο πράγμα είναι η ελευθερία, ούτε σκέφτηκα να ξαναπαντρευτώ. Η ζωή δεν επαναλαμβάνεται, συνεχίζεται. Και η μαμά ήταν έτσι. Ξαναπαντρεύτηκε, σε έναν χρόνο μού λέει «δεν αντέχω» και χώρισε».
Ο θάνατος του Τάσου έθρεψε τις κακές γλώσσες που καραδοκούσαν και στοιχημάτιζαν ότι η γκαλερί θα έπαιρνε την κατιούσα, μια και η Πέγκυ από μόνη της δεν θα κατάφερνε να συνεχίσει τη λαμπρή πορεία των προηγούμενων χρόνων. Εκείνη, ωστόσο, διέθετε στο οπλοστάσιό της ένα μεγάλο όπλο, και όχι, αυτό δεν ήταν το αναμφισβήτητο επιχειρηματικό δαιμόνιο. Tουλάχιστον όχι μόνο. Η αξία και ο χώρος που έδινε στη φιλία ήταν μία από τις μεγάλες σταθερές της ζωής της. «Τη φιλία την έχω πιο πάνω και από τη συγγένεια. Και τη δέχομαι και την ανταποδίδω. Τη θεωρώ ευτυχία». Με την οικογένεια Καραπαναγιώτη, τον Λέοντα και την Ελένη, με τον Χρήστο Λαμπράκη, τον οποίο γνώρισε ως φίλο του Τάσου. «Ηταν ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος, πολύ πάνω από τις ανθρώπινες αδυναμίες. Οταν χαλάρωνε, είχε τη χαρά ζωής ενός παιδιού. Είχε πολύ χιούμορ, αλλά πάντα ήταν όχι low, below profile. Μου έχει συμπαρασταθεί σε δύσκολες στιγμές στη ζωή μου. Διερωτώμαι αν ζούσε ο Χρήστος πώς θα ήταν η Ελλάδα σήμερα».
Χάρη στους αγαπηµένους ανθρώπους που την περιέβαλλαν και την ιδιαίτερα φιλική σχέση της με ορισμένους από τους καλλιτέχνες της γκαλερί, τελικά διέψευσε πανηγυρικά τους κακοθελητές και τις Κασσάνδρες. Είναι γνωστό το περίφημο «Πέγκυ, νίκησες!» που της είχε γράψει ο Γιάννης Τσαρούχης σε ένα χαρτάκι λίγο πριν πεθάνει, το 1989. Ο μεγάλος ζωγράφος, παλιός φίλος της οικογένειας –στην κηδεία του Τάσου είχε στείλει κατά λάθος δύο στεφάνια από την ταραχή του -, ήρθε πιο κοντά στην Πέγκυ μετά την απώλεια του άνδρα της και της φέρθηκε με τον καλύτερο τρόπο. «Ο Τσαρούχης ήταν άλλο πράγμα, για μένα ήταν πάνω απ’ όλους. Ηταν πάρα πολύ καλλιεργημένος, με μια αίσθηση του χιούμορ που συγκρίνεται με του Ροΐδη –παρότι δεν είχε θρησκευτική χροιά. Θυμάμαι που πηγαίναμε να φάμε σε κάτι κινέζικα εστιατόρια και έλεγε: «Εγώ θα πάγω σούπα καγχαγία, γιατί μ’ αγέσει κι ας μην είναι αληθινός». Είχε ισορροπία και με τη δουλειά του. Οταν έβλεπες έργα του και όταν τον γνώριζες, έλεγες: «Πόσο συμπίπτουν». Πιστεύω ότι ήταν μια προσωπικότητα εφάμιλλη του Καβάφη. Αυτοί οι δύο συναντήθηκαν σε πολλά: στην Ιστορία, στην κουλτούρα, στη μόρφωση».
Με τους καλλιτέχνες της γενιάς του ’30 έπιναν τα περίφημα ούζα του Σαββάτου στην γκαλερί, αλλά με τον Νίκο Χατζηκυριάκο-Γκίκα συναντιόνταν και στο δικό του ατελιέ. «Ο Γκίκας ήταν άρχοντας, κοσμοπολίτης, και αυτό φαίνεται και στη δουλειά του και στον τρόπο με τον οποίο ζούσε. Ηταν σνομπ όταν ήθελε. Του άρεσε να μαγειρεύει για τους φίλους του και να κάνει και εξωτικά φαγητά. Μου διηγιόταν όταν είχε πάει στην Ιαπωνία με την Μπάρμπαρα, τη γυναίκα του, σε ένα καλό εστιατόριο, και ήθελαν να φάνε ψάρι. Για να τους δώσει να καταλάβουν τι ήθελε πήρε ένα μολυβάκι και ζωγράφισε ένα ψαράκι. Περίμεναν, περίμεναν, και στο τέλος νευρίασε και λέει «Τι θα γίνει;». Στο τέλος τού έφεραν σε ένα πιατάκι ένα ψάρι όμοιο σε μέγεθος με αυτό που είχε ζωγραφίσει!».
Παράλληλα, ήταν κοντά της και ο Γιάννης Μόραλης, με τον οποίο είχαν μια αμοιβαία σχέση εμπιστοσύνης και ήταν πολύ φίλοι μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του. Εξάλλου, στο καθημερινό, απαράλλακτο πρόγραμμά του, εκείνος περιελάμβανε απαρεγκλίτως τουλάχιστον μία επίσκεψη από της Πέγκυς. Αφότου έπαιρνε το πρωινό του, πήγαινε στον Ικαρο, μετά στην Κριεζώτου, ύστερα στο μαγαζί της Ελένης Βερναρδάκη στη Βαλαωρίτου –«θέλω να γράψεις ότι τη θεωρώ την πιο σημαντική κεραμίστρια, μαζί της φιλοτέχνησε όλο το κεραμικό του έργο» -, για να καταλήξει στην γκαλερί Ζουμπουλάκη στο Κολωνάκι και εν τέλει στου Φιλίππου.

Η Πέγκυ έχει πολλές ιστορίες να αφηγηθεί για τον φίλο της, ακόμη και ότι είχε βρεθεί στη θέση να υπερασπιστεί το έργο του όταν είχε μπει στο στόχαστρο αδαών «φιλότεχνων». «Είχε κάνει κάποτε ένα γλυπτό άγγελο που δεν είχε φτερά και μου έλεγαν: «Μα δεν μου λέτε, άγγελος είναι τώρα αυτός; Εχετε δει άγγελο χωρίς φτερά;». Και τους λέω εγώ: «Γιατί εσείς έχετε δει άγγελο με φτερά;»».

Τα ίδια και με τον Τάκι, «το Νο 1 για τη γενιά του, τον σπουδαιότερο γλύπτη μέχρι σήμερα», όπως τον χαρακτηρίζει. «Πρέπει να σου δείξω τι γράφανε στις αρχές για τα έργα του, είναι να τρελαίνεσαι: «Αυτά τα κάνει και ο γιος μου!»». Το βιβλίο εντυπώσεων της γκαλερί Ζουμπουλάκη κάποια στιγμή είχε γίνει ένα μικρό ανθολόγιο προσβλητικών σχολίων για τη σύγχρονη τέχνη. Μάλιστα, από τα βέλη των κατ’ επίφασιν «φιλότεχνων», κοινώς των περαστικών, by the way art lovers, που έμπαιναν να δουν τι είναι αυτή η σύγχρονη τέχνη, δεν είχε γλιτώσει ούτε ο… Πικάσο. Βέβαια, στην Ελλάδα τέτοιες ιστορίες δεν εκπλήσσουν κανέναν. Πόσοι διέθεταν το υπόβαθρο και τις προσλαμβάνουσες για να αντιληφθούν την αξία του Αλέξανδρου Ιόλα, φέρ’ ειπείν; Ο «βασιλιάς του σουρεαλισμού» είχε συνεργαστεί με την γκαλερί Ζουμπουλάκη, για μια περίοδο μάλιστα, στις αρχές της δεκαετίας του ’70, είχε μετονομαστεί σε Ζουμπουλάκη – Ιόλα ή «Ζουμπουγιόλα», για την πιάτσα. «Ο Ιόλας μάς έκανε πάρα πολλές σημαντικές εκθέσεις. Οταν συναντηθήκαμε στο Παρίσι και αποφασίσαμε να συνεργαστούμε, ήρθε στο ξενοδοχείο μου με ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα –δεν τα μέτρησα, δεν μετριόντουσαν –και με μια Νίκι ντε Σεντ Φαλ. Ηταν μεγάλη προσωπικότητα. Κάποια στιγμή, όμως, συνέβη κάτι απαράδεκτο. Μια μέρα ο Τάσος τον φώναξε και του είπε ότι αυτό βάσει όσων είχαμε συμφωνήσει δεν ήταν σωστό. Πρώτη φορά τον είδα θυμωμένο, μέχρι που νευρίαζα που ήταν πάντα ήρεμος. «Δηλαδή τι θέλεις να πεις, ότι παύει η συνεργασία μας;». Τον ρώτησε ο Ιόλας. Αντί άλλης απάντησης, ο Τάσος έδωσε μια στο κρύσταλλο και το έσπασε. «Ε, λοιπόν, ναι, παύει». Από την άλλη, τον παραδέχομαι, ήταν μεγάλος δάσκαλος. Δεν είχε μόρφωση, αλλά είχε ένστικτο, είχε ένα χιούμορ τρομερό, μπορούσε να σε κάνει να τον ερωτευτείς και να τον μισήσεις. Είναι τόσο κρίμα που μια μερίδα του Τύπου τού φέρθηκε τόσο χυδαία. Θα μπορούσε να είναι ένας από τους μεγάλους ευεργέτες της Ελλάδας και σήμερα να έχουμε τα έργα που ήθελε να δωρίσει στο ΕΜΣΤ».
Μια άλλη σχέση που δεν ευοδώθηκε μέχρι τέλους ήταν εκείνη με τον Αλέκο Φασιανό, ο οποίος κάποια στιγμή άλλαξε γκαλερίστα. Ο ζωγράφος είχε γνωριστεί με τον Τάσο Ζουμπουλάκη στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου είχε φοιτήσει για δύο χρόνια. «Για τον Φασιανό θέλω να πεις ότι έδειξα την ωραιότερή του δουλειά και όσο ζούσε ο Τάσος αλλά και μετά. Γι’ αυτό και κρατάω τις αναμνήσεις από την εποχή της νεανικής μας φιλίας. Είχε ένα σπάνιο χιούμορ και μια χαρά ζωής… Ημασταν οικογένεια. Ασχέτως αν μετά πικράθηκα, πρέπει να σου πω ότι από την αρχή ξεχώριζε ως καλλιτέχνης. Και ο Μόραλης ήξερε ότι ο Φασιανός είναι κάτι. Ηταν ένας παραμυθάς. Από ‘κεί και πέρα το θέμα δεν με αφορά».
Η αλήθεια είναι ότι ο δυναμισμός, η «ατσαλένια πυγμή» με την οποία διηύθυνε την γκαλερί, δεν την έκανε πάντα συμπαθή. Ακούστηκαν κακίες και κουτσομπολιά, για παράδειγμα της είχαν προσάψει ότι ήταν η ασυμβίβαστη «σιδηρά κυρία» της γκαλερί, έφτασαν να στέλνουν ανώνυμα γράμματα εναντίον της, μέχρι και τηλεφώνημα για βόμβα είχε γίνει στην γκαλερί, υπήρξε και εκείνη η ανεκδιήγητη ιστορία με τη ρίψη… γιαουρτιού εναντίον της. Η Πέγκυ Ζουμπουλάκη προκαλεί τα πάθη, αλλά βγαίνει αλώβητη, με άλλη μια ιστορία στο βιβλίο της ζωής της, πιο έμπειρη, με ακόμη μεγαλύτερη ικανότητα να διαβάζει πίσω από τις γραμμές. «Την ψευτιά μπορείς αν θες να την αντικρούσεις, γιατί είναι πιο εύκολο να διερευνηθεί. Η διεστραμμένη αλήθεια, όμως, είναι το πιο χυδαίο πράγμα, όταν υπάρχουν δηλαδή ίχνη αλήθειας και τα διαστρέφεις για να κατασκευάσεις μια ψευτιά. Εχω υποστεί πολλά άδικα, κακά κουτσομπολιά. Δεν επιτρέπω στον εαυτό μου ούτε να τα σχολιάζει. Οπως λένε οι Ιταλοί, «sputa e passa»».
«Δεν έχεις αδικήσει κανέναν καλλιτέχνη;» τη ρωτώ κάποια στιγμή. «Κοίτα, χρειάζονται δύο για το τανγκό» απάντησε κοιτώντας με στα μάτια με το αταλάντευτο βλέμμα της. «Ο ένας να χορεύει τανγκό και ο άλλος καλαματιανό δεν έχω δει. Η γκαλερί βάζει ορισμένους όρους και είναι γνωστοί. Η σχέση καλλιτέχνη και γκαλερί είναι πολύ ευάλωτη. Από τη στιγμή που η έκθεση στέφεται με επιτυχία, πολλές φορές, όχι πάντα, η σχέση αρχίζει να διαφοροποιείται. Ο καλλιτέχνης διεκδικεί 90% της επιτυχίας και η σχέση αλλάζει. Εμένα η δουλειά μου ήταν να εξυπηρετώ με τον καλύτερο τρόπο την παρουσίαση του έργου του καλλιτέχνη. Να στήσω την καλύτερη δυνατή έκθεση, να φτιάξω τον κατάλογο, να φροντίσω τις δημόσιες σχέσεις, να κάνω επαφές με τους δημοσιογράφους. Η γκαλερί ήταν η πρώτη μεγάλη γκαλερί σε τετραγωνικά στην Αθήνα και ο καλλιτέχνης μπορούσε να δείξει το σύνολο της δουλειάς του». Και εξακολουθεί να το κάνει.
Μολονότι η κόρη της Δάφνη έχει αναλάβει τα ηνία της διεύθυνσης της γκαλερί της πλατείας Κολωνακίου από το 2000 και δείχνει τη δουλειά καλλιτεχνών της γενιάς του ’80 και του ’90 εκτός από εκείνη των μόνιμων συνεργατών, η Πέγκυ βρίσκεται διαρκώς σε εγρήγορση, μονίμως φιλοπερίεργη και αεικίνητη, κάνει πολλά σχέδια για το μέλλον σε ένα παρόν που έχει αλλάξει και προσπαθεί να το κατανοήσει με ένα πείσμα και ένα ανοιχτό μυαλό που θα ζήλευαν πολύ νεότεροί της. «Τι είναι πλέον η τέχνη; Κατασκευές, πειράματα, happenings; Η τέχνη που μπαίνει σε ένα σπίτι είναι τελείως διαφορετική από την τέχνη που είναι στα μουσεία. Ο συλλέκτης δεν είναι όπως παλιά, που τρελαίνονταν να βρουν το ιδιαίτερο, το καλύτερο του καλού, ήταν μυστικοπαθείς, γύριζαν τις καρέκλες ανάποδα και έψαχναν τις υπογραφές. Τώρα λειτουργούν αλλιώς τα πράγματα, θα ήθελα να είμαι μέσα και προσπαθώ. Με ενδιαφέρουν πολύ οι νέες γενιές και πώς θα εξελιχθούν οι νέοι καλλιτέχνες». Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Για παράδειγμα, τη συνάντησα τη μία από τις τέσσερις φορές που επισκέφτηκε το Μουσείο Μπενάκη όσο διαρκούσε η έκθεση «As Οne» υπό την αιγίδα της Μαρίνας Αμπράμοβιτς, άλλοτε με το ένα από τα τρία λατρεμένα της εγγόνια, τη συνονόματη Πέγκυ, άλλοτε με την κόρη της, άλλοτε με φίλους. Εννοείται ότι αρνήθηκε να κάνει τη μέθοδο Αμπράμοβιτς, γιατί, όπως διευκρίνισε, «δεν θα μου πει κανείς εμένα τι να κάνω», όμως πήγε, ήρθε, είδε, συζήτησε, στήριξε με τον τρόπο της το αναφαίρετο δικαίωμα των νέων καλλιτεχνών στη σύγχρονη δημιουργία. Δεν λέει ψέματα, λοιπόν, δεν προσπαθεί να ωραιοποιήσει την εικόνα της. Η Πέγκυ Ζουμπουλάκη δεν έχει «στασιό». Γι’ αυτό και κλείνω αυτό το κείμενο με μια φράση που συνοψίζει τη φιλοσοφία της ζωής της: «Fear of death is fear of life, my friend». Τι άλλο;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Μαΐου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ