Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος

«Υπάρχει μια φράση στο μυαλό μου, «το κοινό της σύγχρονης μουσικής πρέπει να μεγαλώσει», κι αυτό ανοίγει μια τεράστια συζήτηση, αλλά και μια θεματική ομπρέλα πάνω από τις συνεργασίες μου εφέτος». Ο νεαρός συνθέτης Δημήτρης Σκύλλας μιλάει για τη σύγχρονη κλασική μουσική, ένα είδος που, ειδικά στην Ελλάδα, δεν φημίζεται για το πολυπληθές ακροατήριό του. Οσο για τις συνεργασίες στις οποίες αναφέρεται, μία είναι η παράσταση «Lacrimal», που εντυπωσίασε το κοινό της στις 23 και στις 24 Μαρτίου, στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, χορογραφημένη από τον Κύπριο Χάρη Κούσιο.

Ερχεται, ωστόσο, ένα ιδιαιτέρως ενδιαφέρον πρότζεκτ στο θέατρο Πόρτα. Στις 19 Απριλίου θα παρουσιαστεί εκεί το «Περί ύψους», για το οποίο ο συνθέτης Δημήτρης Σκύλλας προσκάλεσε δημιουργούς και ερμηνευτές από τον χώρο της μουσικής, της λογοτεχνίας και του θεάτρου, με σκοπό να εκφράσουν ατομικά και συλλογικά τη δική τους αίσθηση για πέντε μεγάλες ιδέες: Χρόνος, Σύμπαν, Ερωτας, Θάνατος, Θεός.
Ακούγοντας αυτούς τους νέους καλλιτέχνες να μιλούν με πάθος για τη συνεργασία τους αλλά και για τα σχέδια ή τα όνειρά τους, δεν γίνεται να μη σκεφτείς πόσο σημαντικό πλήγμα αποτελεί για εκείνους ο αποκλεισμός των περισσότερων ελλήνων καλλιτεχνών από το εφετινό Διεθνές Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Πώς ένιωσαν όταν άκουσαν τον προγραμματισμό του, από τον νέο καλλιτεχνικό διευθυντή του Γιαν Φαμπρ, το οποίο θα είναι αφιερωμένο στο Βέλγιο, τον πολιτισμό και τους καλλιτέχνες του και σε πρώτη φάση θα αποκλείσει τους έλληνες καλλιτέχνες;
«Η τελευταία πλατφόρμα που έμενε και κάπως δημιουργούσε ένα τοπίο δεν υπάρχει πια», σχολίασε ο Κορνήλιος Σελαμσής, ενώ αρκετοί από τους συμμετέχοντες στο «Περί ύψους» έχουν εκφράσει αυτές τις ημέρες τον προβληματισμό τους σχετικά με τις εξελίξεις στο πολιτιστικό τοπίο από το βήμα του Facebook ή σε άλλα κοινωνικά δίκτυα. Φυσικά και δεν αποτελούσε μια τέλεια λύση το Φεστιβάλ όπως λειτουργούσε έως τώρα, όμως παρείχε τα μέσα σε νέους έλληνες δημιουργούς ώστε να παρουσιάζουν τη δουλειά τους υπό αξιοπρεπείς συνθήκες και σε έτοιμο κοινό, το οποίο θα πρέπει τώρα πάλι να προσπαθούν να συναντήσουν σε υπόγεια και άλλους χώρους.
Ο Δημήτρης Σκύλλας, ο οποίος τα τελευταία χρόνια ζει μόνιμα στο Λονδίνο, θέτει και μία ακόμη παράμετρο σε αυτό το θέμα: «Εχουμε, δυστυχώς, στην Ελλάδα την ιδέα πως οτιδήποτε ξενόφερτο είναι και καλύτερο και, κατά την ταπεινή μου γνώμη, αυτό είναι λάθος. Αναφέρομαι σε ό,τι έρχεται από τις ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες. Θεωρώ ότι δεν έχουμε τίποτε να ζηλέψουμε σε επίπεδο ιδεών και υλικού, απλώς έξω υπάρχουν υποδομές και συστήματα υποστήριξης που βοηθούν να πραγματοποιηθούν όλες αυτές οι ιδέες. Εχω δε την αίσθηση ότι σε πόλεις όπως το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη τα πάντα κινούνται από το χρήμα, άρα δεν μιλάμε για ουσιαστική καλλιτεχνική ανάπτυξη». Τη μαζική μετανάστευση νέων, δραστήριων Ελλήνων στο εξωτερικό τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας της κρίσης, την κατανοεί: «Προσωπικά, δεν με ενοχλεί να θέλει κάποιος να ζήσει εκτός Ελλάδας, όμως δεν μου αρέσει να ρίχνει κάποιος μαύρη πέτρα πίσω του, να μη θέλει μετά να προσφέρει κάτι στη χώρα του».
Υπεύθυνος, τρόπον τινά, για το «Περί ύψους» είναι ο συνθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής του μουσικού προγράμματος του θεάτρου Πόρτα, Κορνήλιος Σελαμσής (συνθέτει επίσης τη μουσική για την «Αντιγόνη» που σκηνοθετεί αυτή την περίοδο ο Στάθης Λιβαθινός και θα παρουσιαστεί το καλοκαίρι από το Εθνικό Θέατρο): «Ηθελα εφέτος να ξεκινήσω στο πλαίσιο του κύκλου εκδηλώσεων «Τρίτες παράλληλες» μια σειρά από συναυλίες-λευκές επιταγές σε κάποιους ανθρώπους που βλέπω ότι έχουν ένα χάρισμα να επιμεληθούν, όπως λέει και ο Γιαν Φαμπρ που δηλώνει curator, ολιστικά ένα ακρόαμα, το οποίο θα έχει την απόχρωση ενός μοναδικού γεγονότος, άρα δεν θα είναι απλώς μια συναυλία ρεπερτορίου. Εψαχνα, δηλαδή, ενδιαφέροντες διανοητές να οργανώσουν, σαν υποπρογραμματιστές, προτάσεις που θα έχουν κεντρικό άξονα τη μουσική. Ακουσα τη δουλειά του Δημήτρη (σ.σ.: Σκύλλα) σε μια συναυλία πέρυσι και μου κίνησε το ενδιαφέρον το νεύρο του ανθρώπου, η προσωπικότητα κάποιου που δεν διστάζει να είναι τολμηρός ή προσβάσιμος.

Δεν έχει στεγανά, δεν μπορείς να τον κατατάξεις, δεν είναι μονωμένος ούτε από την πραγματικότητα ούτε από την τολμηρή πρωτοπορία. Είχαμε πολύ καλή συνεργασία. Υπήρχε η ευχαρίστηση να συζητάμε ιδέες πολύ ελεύθερα».

Ο Σελαμσής είναι επίσης αυτός που εφηύρε τον τίτλο της συναυλίας: «Τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι πάρα πολύ με τη θεωρία της λογοτεχνίας και με κάποιες βασικές θεωρητικές, φιλολογικές πηγές του παρελθόντος, πηγές φιλοσοφικής σκέψης. Οταν μου είπε ο Σκύλλας ότι θέλει να κάνει μια συναυλία με έργα που πραγματεύονται μεγάλες ιδέες, πράγμα που βρήκα πολύ ενδιαφέρον, μου ήρθε στο μυαλό η πραγματεία του Διονυσίου Λογγίνου για το υψηλό στην αρχαία ελληνική γραμματεία». Οπου «υψηλό», αυτό που αποκαλείται στα αγγλικά «sublime». «Το υπέροχο (υψηλό) ταράζει, το ωραίο γοητεύει. Το πρόσωπο αυτού που διαπερνιέται από το αίσθημα του υπέροχου αποπνέει την αυστηρότητα και συχνά την έκπληξη, το ζωηρό αίσθημα του ωραίου αναγγέλλεται από το φωτεινό βλέμμα, το χαμόγελο και συχνά από τη θορυβώδη ευθυμία» γράφει ο Ιμμάνουελ Καντ στις «Παρατηρήσεις πάνω στο αίσθημα του ωραίου και του υπέροχου».
Γεννημένος το 1987 στον Βόλο, ο Σκύλλας ξεκίνησε μαθήματα πιάνου πολύ μικρός έπειτα από παρότρυνση των γονιών του. Δεν άργησε να καταλάβει ότι η μουσική θα ταυτιζόταν με τη ζωή του. «Στα 18 μου, όταν πήγα στην Αγγλία για να σπουδάσω, ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τη σύγχρονη κλασική μουσική και την αβανγκάρντ σκηνή της. Ηταν σαν να ανακάλυψα έναν νέο πλανήτη. Η μουσική δεν είναι μόνο νότες, έχει να κάνει με μια ηχητική σκιαγράφηση, έναν συντονισμό ενστικτώδη, και η σύγχρονη μουσική βρίσκεται πιο κοντά στο είναι μας, συγχρονίζεται με την καθημερινότητα, εκφράζει το τώρα και αποπνέει ελευθερία» είχε πει στη συνέντευξη που μας είχε δώσει πέρυσι τέτοιον καιρό. Τότε, λοιπόν, αφοσιώθηκε, ως ακροατής αρχικά, στη μουσική του Τζορτζ Κραμπ –«με είχε εντυπωσιάσει κυρίως το έργο του Makrokosmos» -, του Αρβο Περτ, της Μπγιορκ, του Τέρι Ράιλι, του Γιάννη Χρήστου και πολλών άλλων.
Ο 29χρονος Σκύλλας δεν φοβάται το ειδικό βάρος που φέρουν οι έννοιες με τις οποίες καταπιάνεται στο «Περί ύψους»: «Εχω άλλωστε μια φυσική ροπή προς αυτές. Φαίνονται βαριές, αλλά έχουν να κάνουν και με την ψυχική ανάταση, με μια ανύψωση. Οι ιδέες αυτές είναι ο άξονας και ο λόγος για κάποιες δημιουργικές ενέργειες. Δεν είναι παράσταση το «Περί ύψους», δεν υπάρχει αρχή, μέση και τέλος, είναι πρισματική η ύπαρξή του, γι’ αυτό και το στήσιμό του έχει την πιο απλή μορφή που θα μπορούσε να έχει –σαν λειτουργία σε εκκλησία μοιάζει, βγαίνει ο καθένας ήρεμα να κάνει το λειτούργημά του και φεύγει». Τους δημιουργούς που συμμετέχουν στο πρότζεκτ του τούς προσέγγισε προσπαθώντας να φτιάξει «μια οικογένεια που κάθε μέλος της θα μπορούσε κάτι να προσφέρει στο «Περί ύψους». Υπάρχει μια συγγένεια μεταξύ των τριών ελλήνων συνθετών (σ.σ.: Σκύλλας, Σελαμσής, Κουμεντάκης) και αυτή είναι ότι και οι τρεις ενδιαφερόμαστε για το γενικό κοινό, δεν το παραμελούμε, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δημιουργούμε μόνο για αυτό. Οι πιο νέοι της ομάδας (σ.σ.: αυτοί που έχουν φωτογραφηθεί για το εξώφυλλο του BHMAgazino δηλαδή) είμαστε όλοι ορεξάτοι και δυνατοί και στοχεύουμε στα ίδια πράγματα, με διαφορετικά υλικά. Είναι, βέβαια, μεγάλη τιμή να σου επιτρέπει ο Γιώργος Κουμεντάκης να χρησιμοποιήσεις έργο του, όπως είναι πολύ τιμητικό να μπαίνει κάποιος στη διαδικασία να γράψει ένα κείμενο για εσένα, ειδικά αν αυτός ο κάποιος ονομάζεται Κώστας Ακρίβος, Αλεξάνδρα Κ*, Λένα Κιτσοπούλου ή Χρήστος Χρυσόπουλος».
Η Αλεξάνδρα Κ*, η πιο νέα από τους τέσσερις συγγραφείς, δεν θα χαρακτήριζε τον εαυτό της «φαν της σύγχρονης κλασικής μουσικής, αλλά από μια περίεργη διαστροφή προσπαθώ να παρακολουθώ ό,τι σχετικό παράγεται αυτή τη στιγμή στη χώρα. Ετσι γνώρισα και τον Δημήτρη, από μια συναυλία του στο Athenaeum και συγκεκριμένα από ένα κομμάτι του για τον Ιερώνυμο Μπος που ήρθε κάπως και με διέλυσε –δεν ξέρω γιατί. Πηγαίνω εντελώς αθώα σε τέτοιες συναυλίες. Δεν γνωρίζω καθόλου τους κώδικες της σύγχρονης κλασικής μουσικής, δεν μπορώ να αναγνώσω τίποτα πίσω απ’ τις παύσεις, δεν έχω ιδέα πώς δουλεύει, δεν μπορώ να αποφανθώ αν κάτι που άκουσα ήταν καλό ή κακό, παρά μόνο αν μου ανακίνησε κάτι ή όχι και σε τι βαθμό. Είμαι από αυτούς που μπορεί να μην καταλαβαίνουν τι ακούνε, αλλά καμιά φορά κάθονται εκεί και κλαίνε με λυγμούς χωρίς να ξέρουν γιατί. Μία απ’ τις πιο συγκλονιστικές στιγμές της ζωής μου την έζησα πέρυσι, σε μια συναυλία του Kyklos Ensemble. Επαιζαν το «Point of Νo Return» του Κουμεντάκη και νομίζω ότι πέθανα, ξαναγεννήθηκα και ξαναγέννησα περίπου οκτακόσιες πενήντα έξι φορές».
Με βάση αυτή την τελευταία δήλωση, ίσως να μην είναι τυχαίο ότι της ανατέθηκε να γράψει για τον Θάνατο. «Ο Δημήτρης χρειαζόταν ένα κείμενο το οποίο να γεφυρώνει την προηγούμενη ενότητα, αυτήν του Ερωτα, με την επόμενη –του Θεού –και να προετοιμάζει το έδαφος για το έργο «La lugubre gondola» του Λιστ. Ξεκίνησα πολλές φορές να γράψω έχοντας ως πηγή μόνο το κομμάτι, αλλά δεν μου άρεσε τίποτα –μου έβγαιναν κάτι ξέψυχες βερμπαλιστικές σοβαρότητες κι έσπαγα το κεφάλι μου να καταλάβω γιατί. Το πρόβλημα ήταν ότι αφενός το θέμα του θανάτου δεν μου γεννά κανένα ιδιαίτερο συναίσθημα –δεν βρίσκω ότι είναι κάτι βίαιο ή άδικο, ας πούμε –και αφετέρου ότι, λόγω κερκυραϊκής καταγωγής –που τις μάρτσιες φουνέμπρες τις τρώμε για πρωινό –η «Gondola» μού ακούγεται έως και σέξι. Και τελικά, εκεί το πήγα. Επειτα από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες να υποκριθώ αγωνία ή οργή απέναντι στον θάνατο, συμφιλιώθηκα με το γεγονός ότι δεν τον βρίσκω ολότελα κακό πράγμα και άρχισα να παίζω με ένα απόσπασμα της εξοδίου ακολουθίας. Είναι το σημείο των μακαρισμών, που αρχίζουν μακαρίζοντας τους πτωχούς τω πνεύματι και τελειώνουν δηλώνοντας ότι νεκροί και πενθούντες πρέπει να είμαστε χαρούμενοι γιατί ο μισθός μας είναι μεγάλος στον ουρανό –γεγονός που προσωπικά δεν βρίσκω καθόλου παρήγορο. Θέλησα να διαμορφώσω αυτό το κείμενο διατηρώντας τη γλώσσα του, αλλά καταλήγοντας με μια κάποια ξετσίπωτη τρυφερότητα στο ακριβώς αντίθετο συμπέρασμα. Στο ότι η όποια θέωση ημών των θνητών θα έρθει μόνο μέσω των άλλων ανθρώπων, κυρίως δε μέσα από τα σώματα αυτών και αποκλειστικά για όσο θα είμαστε ικανοί να μετερχόμαστε αυτών των άλλων σωμάτων. Ετσι, οι μακαρισμοί κατέληξαν μαγαρισμοί και δεν είναι παρά μια παιδική προσευχή για τους εραστές της περιοχής Αμπελοκήπων και τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία αυτής. Τώρα, αν δε σας κολλήσει με τον Λιστ, πείτε ότι το πήγα αντιστικτικά. Ψέμα θα ‘ναι. Σε δεύτερο χρόνο, ευελπιστώ να το κάνω για ολόκληρη τη νεκρώσιμη ακολουθία».
Η σύνθεση που έπρεπε να γράψει ο Κορνήλιος Σελαμσής «αναφέρεται στον χρόνο. Ομολογώ πως όταν κάνω καθαρόαιμη μουσική με ενδιαφέρει περισσότερο ακριβώς αυτή η χρήση του χρόνου. Το κομμάτι πραγματεύεται δηλαδή το πώς μπορείς να διογκώσεις ή να συμπυκνώσεις πέντε λεπτά, ανεξάρτητα από το αν αυτά θα θεωρηθούν από κάποιους πολύ δύσκολα ή πολύ σύντομα λεπτά». Στο «Περί ύψους» θα συμμετάσχουν επίσης δύο ηθοποιοί:
ο Αργύρης Πανταζάρας και η Αριάννα Χατζηγαλανού. Ο Πανταζάρας, σχεδόν συνομήλικος με τον Σκύλλα, επίσης Βολιώτης και τιμηθείς με το εφετινό Βραβείο Δημήτρης Χορν, εξηγεί πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία: «Με την Δημήτρη χτίσαμε τον δικό μας καλλιτεχνικό διάλογο. Μετά προέκυψε η πρόταση για το «Περί ύψους». Εκείνο που με συγκινεί σε αυτόν είναι ότι ένα προσωπικό όραμα ξέρει να το μοιράζεται και κάνει τους συνεργάτες του συνδημιουργούς. Θέλει να ενώσει, κατά κάποιον τρόπο, όλες τις τέχνες και να φέρει τους καλλιτέχνες σε διάλογο επί σκηνής. Είναι κάτι που με αφορά, με απασχολεί, με ενδιαφέρει, θέλω να το κάνω και αρχίζουμε μαζί από τώρα. Η Αριάννα Χατζηγαλανού και εγώ θα ερμηνεύσουμε το κείμενο που έγραψε η Λένα Κιτσοπούλου ειδικά για αυτό το εγχείρημα. Θα φέρουμε τον λόγο και το σώμα σε πράξη επί σκηνής».
Τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Δημήτρης Σκύλλας παρουσίασε στο Αβαείο του Γουεστμίνστερ ένα έργο που βασίστηκε πάλι σε ηπειρώτικο μοιρολόι, γραμμένο αυτή τη φορά για εκκλησιαστικό όργανο, το «Earth Minus», σε ερμηνεία της Ουρανίας Γκάσιου. «Ενιωσα δέος, είναι συγκλονιστικό να γράφεις ένα έργο που ξέρεις ότι θα παιχτεί σε έναν τέτοιο χώρο, όμως είναι απίστευτα ισχυρό το συναίσθημα να κάθεσαι και να το ακούς εκεί, ένιωσα πληρότητα. Eνα μοιρολόι παρουσιάσαμε και εκεί και παρατηρώ ότι τελικά ο θάνατος είναι από τα θέματα που με απασχολούν. Νομίζω ότι αυτό συμβαίνει επειδή κατά τα άλλα ζω πολύ έντονα. Και τελικά, ίσως ο θάνατος να με απασχολεί ως μεγάλη αλλαγή –κάθε αλλαγή πάντα με τρόμαζε και με τρομάζει και δυσκολεύομαι πολύ να τη διαχειριστώ». Υπάρχει και κάτι ακόμη που θα συμβεί στο Λονδίνο. «Το Victoria and Albert Museum μού ζήτησε να δημιουργήσω και να εκτελέσω ο ίδιος μία σύνθεση για πιάνο, εμπνευσμένος από τα έργα ενός γνωστού κεραμίστα που λέγεται Ματ Σμιθ (σ.σ.: ιδιαιτέρως γνωστός στη Βρετανία για τις site-specific εγκαταστάσεις του σε μουσεία και γκαλερί). Μου δίνει τη δυνατότητα αυτή η πρόταση να κρατήσω τη μουσική μου ταυτότητα χωρίς παραλλαγές, συνδυάζοντάς την, ωστόσο, με κάτι καινούργιο».
«Περί ύψους»: Θέατρο Πόρτα (λεωφ. Μεσογείων 59), στις 19 Απριλίου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ