Καλώς ήρθατε στην Ευρώπη. Και τώρα δώστε μου τα ρολόγια, τα σκουλαρίκια και τα λεφτά σας. Την Τρίτη 26 Ιανουαρίου η Δανία ψήφισε έναν νόμο που αλλάζει και επίσημα την Ιστορία της Ευρώπης. Η χώρα που κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου φυγάδεψε το 95% του εβραϊκού πληθυσμού της στην ουδέτερη Σουηδία, το πρώτο ευρωπαϊκό κράτος που υπέγραψε τη Συνθήκη των Ηνωμένων Εθνών για τους πρόσφυγες το 1951, το μέρος που έγινε διάσημο ως πρότυπο ανοχής στη διαφορετικότητα και στήριξης των αδυνάμων άλλαξε και επίσημα με ένα σχέδιο νόμου που ψηφίστηκε από την πλειοψηφία του κοινοβουλίου.
Ο«νόμος των χρυσαφικών», που επιτρέπει την κατάσχεση ατομικών ειδών αξίας 1.000 ευρώ των προσφύγων και των μεταναστών οι οποίοι φθάνουν στη χώρα ώστε να καλύπτεται το κόστος της φιλοξενίας τους, ψηφίστηκε από το Venstre, το Φιλελεύθερο Κόμμα του πρωθυπουργού Λαρς Λόκε Ράσμουσεν, από το ξενοφοβικό Κόμμα DPP, αλλά και από τους Σοσιαλδημοκράτες που είχαν κατεβεί στις εκλογές μεσυνθήματα εναντίον του «τουρισμού επιδομάτων»– δηλαδή υπέρ του περιορισμού της πρόσβασης μεταναστών στο σύστημα πρόνοιας.
Οι προσεκτικοί θα έπρεπε να το περιμένουν. Η Δανία εδώ και καιρό προσπαθεί να ανακόψει την προσφυγική ροή στο έδαφός της. Ο προεκλογικός αγώνας των κομμάτων της χώρας ήταν βασισμένος στην περικοπή του κράτους πρόνοιας για τους πρόσφυγες, ενώ το 2015 η κυβέρνηση πλήρωσε για να δημοσιευτούν ολοσέλιδες καταχωρίσεις στις εφημερίδες του Λιβάνου, όπου απευθυνόταν στα αραβικά στους επίδοξους μετανάστες απαριθμώντας μια σειρά λόγων για τους οποίους είναι «κακή ιδέα» να έρθουν στη Δανία.
Τι ακριβώς συμβαίνει στην Ευρώπη; Οι αμήχανοι υπερασπιστές του νομοσχεδίου των χρυσαφικών από τη δύναμη της αδράνειας έκαναν παραλληλισμούς με τις υποχρεώσεις των δανών πολιτών που λαμβάνουν επίδομα από το κράτος πρόνοιας. Ο Μάρκους Κνουθ, κυβερνητικός εκπρόσωπος, απαντώντας σε όσους συνέκριναν την πολιτική της Δανίας με τον τρόπο που φέρονταν οι Ναζί στους Εβραίους, απάντησε πως «εφαρμόζουμε απλώς τους ίδιους κανόνες που ισχύουν για τους δανούς πολίτες που θέλουν να λάβουν επίδομα». Η αλήθεια, όμως, είναι διαφορετική. Η Περνίλε Σκίπερ, μέλος της αντιπολίτευσης, είπε: «Ηθικά είναι ένας τρομακτικός τρόπος να φέρεσαι στους ανθρώπους που τρέχουν για να γλιτώσουν από εγκλήματα πολέμου. Δεν υπάρχει καμία σχέση με τον δανό πολίτη, κανείς δεν του ζητάει να παραδώσει τα χρυσαφικά του, κανείς δεν ψάχνει την τσάντα του για ρολόγια». Ο Κλάους Πέτερσεν, καθηγητής Πανεπιστημίου και επικεφαλής του Κέντρου Welfare State Research, συμφώνησε: «Κανείς δανός πολίτης δεν υποβάλλεται σε σωματικό έλεγχο».
Η πραγματικότητα κρύβεται στο μάρκετινγκ. Η Δανία συνειδητά πέταξε από πάνω της το πρότυπο της ανεκτικότητας. Από άποψη πέρασε έναν τόσο σκληρό, συμβολικό νόμο, από στρατηγική επέλεξε τη σκληρότητα για να αποτρέψει τη μεταναστευτική ροή. Αλλά όταν στέλνεις ένα μήνυμα, πρέπει να είσαι έτοιμος να δεχθείς και την αντίδραση.
Ο Κρίστιαν Μερκ, δανός συγγραφέας που ζει στη Νέα Υόρκη και δημόσια φιγούρα στη χώρα του, δεν μπορούσε να αντιληφθεί πώς έγινε έτσι η πατρίδα του. Eνα απόγευμα έγραψε μια επιστολή στην υπουργό Μετανάστευσης της Δανίας Ινγκερ Στόιμπεργκ. Εβαλε το γράμμα σε ένα δέμα που περιείχε ένα δαχτυλίδι, ένα οικογενειακό κειμήλιο, και έγραψε τα εξής: «Πριν από πολύ καιρό η προγιαγιά μου και ο προπάππος μου ήρθαν στη χώρα μας από την Ανατολική Πρωσία. Το συγκεκριμένο δαχτυλίδι τότε δεν το πήρε κανείς στα σύνορα. Τώρα τι άλλαξε;».
Αλήθεια, τι άλλαξε; Το ΒΗΜΑgazino μίλησε με τον Κρίστιαν Μερκ, ο οποίος με ψύχραιμο τρόπο προσπαθεί να αναλύσει τι ακριβώς συμβαίνει σε μια χώρα, σε μια ήπειρο, σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχύτητα.
Τι σας ώθησε να στείλετε αυτό το γράμμα; «Eνιωσα ενόχληση, ντροπή. Oταν κάποιος έρχεται από μια χώρα που διαλύεται, δεν μπορείς να χρησιμοποιείς λέξεις όπως «κατάσχεση προσωπικών αντικειμένων υψηλής αξίας». Απλώς δεν γίνεται. Καταλαβαίνω πως υπάρχει ένα πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα, καταλαβαίνω πως οι πολιτικοί όλης της Ευρώπης πρέπει να το αντιμετωπίσουν, αλλά οι λέξεις, ξέρετε, έχουν σημασία. Ο τρόπος με τον οποίο μιλάμε είναι ο τρόπος με τον οποίο ζούμε. Και αυτές οι λέξεις που θα οδηγήσουν σε αυτές τις πράξεις είναι ένα μεγάλο λάθος. Ειδικά αυτή τη στιγμή».
Τον νόμο τον διαβάσατε; «Ασφαλώς. Και δεν περιέχει μόνο αυτό, έχει και άλλα άρθρα τα οποία χάνονται πίσω από αυτές τις τόσο τρομακτικές λέξεις. Κοιτάξτε, δεν είμαι πολιτικός, δεν λέω «Ανοίξτε όλα τα σύνορα», αν και θα το ήθελα, αλλά ξέρω ότι είναι αφελές. Απλώς δεν μπορείς να λες σε ανθρώπους πως θα σας κλέψουμε τα χρυσαφικά για να έχετε ένα πιάτο φαΐ. Δεν είναι τρόπος για να φέρεσαι».
Τι συνέβη αφότου στείλατε την επιστολή και την αναρτήσατε στο Facebook; «Δεν περίμενα τέτοια αντίδραση. Ισως τελικά να είμαι αφελής, ίσως μαζί με την Ευρώπη έχει αλλάξει και ο τρόπος με τον οποίο επικοινωνούμε. Την ανέβασα στη σελίδα μου στο Facebook, πήγα για τρέξιμο και όταν γύρισα είχε 40.000 Like και χιλιάδες σχόλια όλων των ειδών. Τρόμαξα με την αντίδραση, ένιωσα άσχημα και την κατέβασα έπειτα από λίγο. Ζούμε σε μια εποχή που δεν υπάρχει χώρος για ήρεμες, ψύχραιμες αντιδράσεις. Oλοι αντιδρούν δυναμικά· και από τις δύο πλευρές. Οι μισοί στη χώρα μου αυτή τη στιγμή είναι ισλαμιστές και οι άλλοι μισοί Ναζί. Εγώ, το μόνο που είπα είναι ότι πρέπει να σκεφτούμε πώς μιλάμε…».

Πήγατε, όμως, και στο κοινοβούλιο της Δανίας. «Ναι, μετά την επιστολή και τις αντιδράσεις, με κάλεσαν. Συγκεκριμένα, με κάλεσε το κόμμα που είναι υπεύθυνο για το νομοσχέδιο. Τους είπα ότι καταλαβαίνω πως νιώθουν σαν να δέχονται επίθεση από παντού, αλλά τους είπα επίσης ότι πρέπει να ξέρουν πώς να φέρονται στους ανθρώπους. Συμφώνησαν μαζί μου, αλλά δεν άλλαξαν κάτι σχετικά με τη διατύπωση των χρυσαφικών. Θέλω να ελπίζω πως θα αλλάξει σύντομα, έτσι μου υποσχέθηκαν. Μόνο αυτό μπορώ να κάνω, να ελπίζω…».
Το σοκ έρχεται γιατί η Δανία είναι –σύμφωνα με τη γενική αντίληψη –μια χώρα ανοιχτή, ανεκτική, γενναιόδωρη. Μήπως η πρόθεση της κυβέρνησης ήταν επικοινωνιακή; Μήπως έγινε επίτηδες για να αποτρέψει στο μέλλον προσφυγικές ροές; «Ναι, πιστεύω πως αυτή είναι η πρόθεση. Το 2015 η ίδια κυβέρνηση έβαλε καταχωρίσεις στις εφημερίδες του Λιβάνου όπου εξηγούσε στους επίδοξους μετανάστες πως καλό θα ήταν να μην έρθουν στη Δανία. Ξέρετε, η χώρα μου είναι μικρή. Βρίσκεται ανάμεσα σε Γερμανία και Σουηδία. Και η Δανία, όσο και να νόμιζε πως ήταν, δεν ήταν έτοιμη για να δεχθεί τόσους πρόσφυγες. Ξαφνικά έγινε πέρασμα χιλιάδων, εκατομμυρίων ανθρώπων. Η κυβέρνηση της Δανίας, που είναι μια κυβέρνηση συνεργασίας Κεντροδεξιάς και Ακροδεξιάς στην πραγματικότητα, συμβιβάστηκε. Το κόμμα που ήθελε αυτή τη διατύπωση είναι το ξενοφοβικό DPP που επιβιώνει δημαγωγώντας».

Με ποιον τρόπο; «Αν δούμε τη μεγάλη εικόνα, αυτό που συμβαίνει στη Δανία είναι ο πόλεμος για το κράτος πρόνοιας. Η κυβέρνηση με αυτόν τον νόμο κάνει δημαγωγία, λαϊκισμό. Εξηγεί στους πολίτες πως δεν μπορεί να μην έχουν νοσοκομειακή κάλυψη οι ίδιοι και να έχουν οι πρόσφυγες. Και αυτό δεν είναι πρόβλημα μόνο της Δανίας. Το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας δέχεται επίθεση, σε όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ανθρωποι που εδώ και 100 χρόνια έχουν συνηθίσει σε έναν τρόπο ζωής, που δεν είχαν αθρόα μετανάστευση, απολάμβαναν καλή κοινωνική πρόνοια, ξαφνικά καταλαβαίνουν πως πρέπει να κάνουν θυσίες. Και κανείς δεν είναι έτοιμος να κάνει θυσίες».
Και όλα γίνονται τόσο γρήγορα… «Ακριβώς. Δεν είναι μια αλλαγή που παίρνει μισή γενιά, 50 χρόνια για να συμβεί. Ολα γίνονται σε λίγα χρόνια, ίσως και μήνες. Νομίζω πως πίσω από τον φόβο κάποιων προς το Ισλάμ, προς τους πρόσφυγες, κρύβεται ο βαθύτερος φόβος ότι η πρόνοια θα καταργηθεί συνολικά στο κράτος».
Είναι αυτό δικαιολογία; «Ασφαλώς και όχι. Απλώς εξηγώ τα γεγονότα. Η γεωγραφία, το μέγεθος της Δανίας, οι γρήγορες αλλαγές, όλα εξηγούν τον πανικό της κυβέρνησης. Και εγώ αυτό ήθελα να εξηγήσω, πως πρέπει να πατήσουμε ένα pause για να σκεφτούμε. Αυτό είπα και στο κοινοβούλιο, στους πολιτικούς που ψήφισαν υπέρ του νόμου. Πως πρέπει να προσλάβουν καλύτερους ανθρώπους, ανθρώπους που γράφουν καλύτερα, πως πρέπει στην πραγματικότητα να έχουν ενσυναίσθηση και να σκέφτονται μακροπρόθεσμα, όχι με πανικό. Γιατί δεν το σκέφτηκαν καλά. Η Ευρώπη δεν μπορεί να κατάσχει χρυσαφικά, ρολόγια, μετρητά από ανθρώπους που τρέχουν κυνηγημένοι από τον πόλεμο. Δεν καταλαβαίνουν πως αυτό ξυπνάει περίεργες μνήμες; Πως οι λέξεις έχουν σημασία;».
Και τι σας είπαν; «Οι περισσότεροι συμφώνησαν μαζί μου. Αλλά ο νόμος πέρασε».
Στην Ελλάδα ήταν ένα μεγάλο σοκ. Και όχι μόνο στην Ελλάδα. Οι «New York Times» έγραψαν ειδικό editorial με τίτλο «Η σκληρότητα των Δανών». «Η Ελλάδα είναι ένα σημαντικό παράδειγμα. Η Ευρώπη σάς ζητάει να κλείσετε τα σύνορά σας. Δεν μπορείτε, όμως, να κλείσετε τη θάλασσα, είναι παράλογο αυτό που ζητάνε. Το προσφυγικό ζήτημα είναι ένα ευρωπαϊκό κοινό πρόβλημα. Και αντιμετωπίζεται με πανικό και λάθος λύσεις. Οι άνθρωποι στην Ευρώπη είναι νευρικοί με το μέλλον τους. Αρκετοί θέλουν να βοηθήσουν, αρκετοί φοβούνται και οι περισσότεροι θέλουν απλώς να κλείσουν τα μάτια τους και να περιμένουν να φύγει το πρόβλημα. Αυτό, όμως, δεν θα συμβεί».
Οι δανοί πολίτες πώς αντέδρασαν σε αυτόν τον νόμο; «Με τρομερή πόλωση. Η χώρα μου είναι διχασμένη αυτή τη στιγμή. Δεν υπάρχει μεσαίος χώρος, οι άνθρωποι κυκλοφορούν με «ταμπέλες» Ναζί ή ισλαμιστής. Μόνο με λίγους ήρεμους μπορείς να μιλήσεις, αλλά και αυτοί εξαφανίζονται κάτω από τις κραυγές. Και δυστυχώς οι φωνές που ζητούν να φερόμαστε δίκαια στον κόσμο είναι όλο και λιγότερες. Οι περισσότεροι λένε ή διώξτε τους ή πάρτε τους τα χρήματα…».
Εσάς ποια είναι η άποψή σας πέρα από τα ευχολόγια; «Τι προτιμώ; Δεν έχει και ιδιαίτερο νόημα, ξέρετε ζω στη Νέα Υόρκη και ό,τι και να λέω είναι θεωρητικό, ακαδημαϊκό, δεν έχει άμεση επίπτωση στη ζωή μου. Αυτό που θα προτιμούσα, όμως, είναι μια συλλογική ευρωπαϊκή λύση. Και αυτή δεν τη βλέπω, γιατί η ΕΕ μέχρι πριν από έξι μήνες ήταν απλώς μια Ενωση που ασχολιόταν με τα οικονομικά και αυτό με μέτρια αποτελέσματα. Ηταν μια Ενωση νομίσματος και εμπορίου. Στην Αμερική και τη Δανία ακούγαμε μόνο για τις τράπεζες, για την Ελλάδα, για τον Τσίπρα και τη Μέρκελ. Και ξαφνικά οι ίδιοι άνθρωποι πρέπει να ασχοληθούν με το προσφυγικό και ασφαλώς δεν ξέρουν πώς να κάνουν τη δουλειά. Η άποψή μου, μάλλον η ευχή μου, είναι η Ευρώπη να μάθει να λύνει τα προβλήματα και να μην τα αφήνει να λυθούν μόνα τους. Αλλά δεν είμαι αισιόδοξος…».
Την ώρα που μιλάμε, στον σιδηροδρομικό σταθμό της Στοκχόλμης, στη Σουηδία, ομάδα κουκουλοφόρων επιτέθηκε σε πρόσφυγες. Παρόμοια περιστατικά έχουμε δει και στην Ελλάδα και τη Γερμανία. Την προηγούμενη εβδομάδα, μέλη ακροδεξιών κομμάτων από τη Γερμανία περπατούσαν στους δρόμους της Αθήνας μαζί με μέλη της Χρυσής Αυγής. Φοβάστε πως η Ευρώπη μπορεί να εξελιχθεί σε μια μεγάλη δυστοπία; «Ναι, φοβάμαι πολύ. Οχι τόσο τους ακροδεξιούς, αυτοί υπήρχαν και παλαιότερα. Φοβάμαι τους παραπλανημένους πολίτες που φοβισμένοι απ’ όλα στρέφονται ενάντια στον πιο αδύναμο και καταλήγουν στην αυτοδικία. Φοβάμαι όλους αυτούς που παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους. Οι πολιτικοί έχουν το κόστος των επιλογών τους. Και γι’ αυτό οι περισσότεροι δεν θέλουν να θεωρηθούν ρατσιστές, ακόμη και να είναι. Ετσι ίσχυε μέχρι τώρα. Με αυτόν τον νόμο αυτά τα δεδομένα αλλάζουν, απενοχοποιείται ο ρατσισμός. Οπότε, μέσα σε αυτή την ισορροπία, οι περισσότεροι πολιτικοί θάβουν το κεφάλι τους στην άμμο, δεν κάνουν τίποτα. Και έτσι, δίνουν χώρο στους ακραίους, στους φασίστες, στη Χρυσή Αυγή και τους δικούς μας ακροδεξιούς. Φοβάμαι τους ανθρώπους που αφημένοι από το κράτος δεν έχουν τίποτα να χάσουν και κατηγορούν τους μετανάστες. Φοβάμαι πως θα έχουμε πολλούς μικρούς εμφυλίους. Και γι’ αυτό ελπίζω να αλλάξει ο νόμος».

Οι δανοί αστυνομικοί, οι άνθρωποι που θα έχουν τον ρόλο να ψάχνουν τα υπάρχοντα των προσφύγων, αντέδρασαν; «Ναι, αντέδρασαν. Είπαν πως δεν έχουν την εκπαίδευση, την όρεξη και τη δυνατότητα να εκτιμούν χρυσαφικά και απείλησαν πως δεν θα το κάνουν. Και γι’ αυτό νομίζω πως ο νόμος δεν θα εφαρμοστεί τελικά, απλώς οι πολιτικοί μέσα στον πανικό των «ανοιχτών συνόρων» χρησιμοποίησαν αυτές τις λέξεις. Δεν μπορείς να ψάχνεις τα υπάρχοντα ενός κοριτσιού που έχει χάσει την οικογένειά του στον πόλεμο και αναζητεί μια καλύτερη πατρίδα. Απλώς δεν μπορείς».

Στην Ελλάδα, οι υπερασπιστές της δανέζικης κυβέρνησης είπαν πως τα ίδια ισχύουν και για τους άπορους Δανούς. Δεν είναι, όμως, διαφορετική κάθε περίπτωση; «Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Και η επιδίωξη. Ο κοινωνικός αυτοματισμός. Οι πολιτικοί στη Δανία που είναι υπέρ του νόμου συγκρίνουν και εξισώσουν την κοινωνική πρόνοια των Δανών με τη βοήθεια που δίνεται στους πρόσφυγες. Γιατί φοβούνται πως θα χάσουν ψήφους. Και έτσι, έχουν μετατρέψει την κουβέντα στο «Θέλετε να έχουν πιο ζεστά δωμάτια από έναν ηλικιωμένο Δανό που είναι σε οίκο ευγηρίας;». Είναι διαφορετικές περιπτώσεις, όμως, και κανείς δεν το σκέφτεται. Ακόμη και οι Σοσιαλδημοκράτες έπεσαν στην ίδια παγίδα, την παγίδα του λαϊκισμού…».
Ο λαϊκισμός πάντα ανθεί σε ζόρικες καταστάσεις. Το ζούμε και στην Ελλάδα σε όλη τη διάρκεια της κρίσης. «Η Ελλάδα και η Δανία είναι διαφορετικές χώρες, αλλά έχουν υποστεί το ίδιο σοκ. Για χρόνια το κράτος και των δύο χωρών υποστήριζε ανθρώπους που είχαν ανάγκη. Το κράτος ήταν ισχυρό και προστάτευε. Η γενική εικόνα ήταν πως δεν χρειάζεται κάποιος να είναι πλούσιος για να είναι αξιοπρεπής. Και αυτή η ιδέα τώρα πια απειλείται, όχι από τους πρόσφυγες, αλλά από τη διεθνή οικονομική συγκυρία. Και επειδή οι πολιτικοί δεν μπορούν να υποστηρίξουν το κράτος πρόνοιας και να προστατεύσουν και πρόσφυγες είναι αντιμέτωποι με ένα τρομερό δίλημμα. Γι’ αυτό γράφονται τέτοιοι νόμοι. Για να στείλουν ένα μήνυμα σε ανθρώπους που θα λέει «Μην ανησυχείς, δεν θα έχει ο πρόσφυγας καλύτερη μοίρα από εσένα. Ολα θα πάνε καλά». Αλλά δεν μπορούν να το διασφαλίσουν. Είναι κοντόφθαλμο και επικίνδυνο».
Δεν έχει να κάνει με την ξενοφοβία; «Η ξενοφοβία ακολουθεί. Στην πραγματικότητα είναι η πρώτη κρίση της Ευρώπης μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η κρίση του κράτους πρόνοιας. Και αυτό δεν συζητιέται καθόλου. Λέμε για πρόσφυγες, Ισλάμ, θρησκείες, τρομοκράτες, αλλά δεν συζητάμε το μεγάλο πρόβλημα, το οικονομικό. Και συμβαίνει τόσο γρήγορα, στη Δανία υπάρχουν πόλεις που είχαν 4.000 κατοίκους και ξαφνικά έχουν 1.000 νέους κατοίκους. Αλλάζει εντελώς την προσωπικότητα της πόλης. Και δεν ξέρουν πώς να φερθούν, κανείς δεν ξέρει».
Ολα αυτά έχουν ξανασυμβεί, όμως, στην ανθρώπινη Ιστορία. Θα έπρεπε να έχουμε πάρει μαθήματα. «Σας μιλάω από τη Νέα Υόρκη. Μένω κοντά στη Wall Street, εδώ που το 1863 έγιναν οι πιο σκληρές συγκρούσεις πολιτών στην Ιστορία της πόλης. Ηταν η εποχή που οι φτωχοί είχαν πέσει θύματα και θεωρούσαν πως για τη φτώχεια τους ευθύνονταν άλλοι πολίτες. Ζούμε παρόμοιες ιστορικές εποχές. Φοβάμαι πολύ τι θα γίνει όταν θα αρχίσουν να επιτίθενται –όπως συμβαίνει ήδη –ο ένας στον άλλον. Και ο ρόλος των πολιτικών είναι να τα σταματήσουν αυτά, όχι να τα υποδαυλίζουν…».

Σκοπεύετε να γράψετε κάτι σχετικό; «Αυτή την εποχή τελειώνω ένα μυθιστόρημα. Ισως, γιατί όχι; Αλλά φοβάμαι πως η πραγματικότητα θα με προλάβει, είναι πιο έντονη από τη φαντασία μου…».
Στην Ελλάδα δεν έχει εκδοθεί κάποιο βιβλίο σας ακόμη… «Οταν έβγαλα το πρώτο βιβλίο μου ήσασταν στην αρχή της οικονομικής κρίσης, οπότε είχατε άλλες προτεραιότητες από το να διαβάσετε τις ιδέες μου. Ποιος ξέρει, ίσως στο μέλλον. Οπως κάθε Σκανδιναβός που σέβεται τον εαυτό του, έχω έρθει μικρός για τουρισμό στην Κρήτη. Θέλω, όμως, να επιστρέψω, η Ελλάδα παραμένει με έναν περίεργο τρόπο το κέντρο του κόσμου –ακόμη και για τους λάθος λόγους».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ