Οταν έκλεισε το παράθυρο του Skype και η Μαρίνα Αμπράμοβιτς εξαφανίστηκε από το οπτικό μου πεδίο μού ήρθε στο μυαλό μια φράση. «Ποιοι είμαστε πραγματικά όταν δεν υποδυόμαστε αυτό που νομίζουμε ή που θα θέλαμε να είμαστε;». Ποια είναι η Μαρίνα Αμπράμοβιτς όταν δεν νιώθει ότι πέφτουν πάνω της τα χιλιάδες βλέμματα που προκαλεί με την τέχνη και την τόσο αλληλοεξαρτώμενη με αυτή ζωή της;
Η Μαρίνα Αμπράμοβιτς, άρτι αφιχθείσα από την Ινδία όπου βρισκόταν για έναν μήνα σε ένα «καταφύγιο Αγιουρβέδα», φαίνεται ήρεμη, φρέσκια και πολύ άνετη με τις λεπτές γραμμές κάτω από τα μάτια της. Ενα πρόσχαρο κοριτσάκι που ακτινοβολεί όταν λέει: «Αυτή η χρονιά είναι πολύ ιδιαίτερη για μένα γιατί κλείνω τα 70… Είναι μια σημαντική ηλικία. Θέλω να είμαι υγιής. Το σώμα το βλέπω σαν ένα αυτοκίνητο. Πρέπει να του δίνεις βενζίνη, λάδια, να φροντίζεις για την καλή λειτουργία του». Σε μια τέτοια κατάσταση ψυχικής και σωματικής ευεξίας θα έρθει στις αρχές Μαρτίου στην Αθήνα για να εγκαινιάσει τη συνεργασία ανάμεσα στο Ινστιτούτο Μαρίνα Αμπράμοβιτς (ΜΑΙ) και τον πολιτιστικό οργανισμό NΕΟΝ του Δημήτρη Δασκαλόπουλου.
Οι συνεργάτες της βρίσκονται στην Ελλάδα από τον Ιανουάριο και εκπαιδεύουν κάπου στην επαρχία μια επίλεκτη ομάδα ελλήνων καλλιτεχνών σύμφωνα με τις αρχές της περίφημης Μεθόδου Αμπράμοβιτς προκειμένου να φέρουν εις πέρας μακράς διάρκειας performance. Πέπλο μυστηρίου καλύπτει τις ακριβείς λεπτομέρειες των πρότζεκτ που θα λάβουν χώρα στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς με τη συμμετοχή του κοινού, εκτός του ότι θα είναι πολύ «μεγάλης κλίμακας». Από τα μισόλογα και τις ασαφείς αναφορές θα είναι «το αποκορύφωμα» της εμπειρίας που έχουν βιώσει τόσοι και τόσοι θεατές σε Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Σίδνεϊ και Βραζιλία. Στα αντίστοιχα πρότζεκτ «512 Ηours», «Generator», «Project 30» και «Terra Comunal», για παράδειγμα, οι επισκέπτες πλοηγούνταν στον χώρο με τα μάτια δεμένα και δοκίμαζαν στην πράξη τη μέθοδό της, το απαύγασμα της εμπειρίας σαράντα χρόνων αυτοελέγχου και ατσάλινης αυτοκυριαρχίας. Υπομονή. Από ό,τι φαίνεται, (δεν) θα δούμε πολλά…
Το κοινό, λοιπόν, παίρνει τα ηνία. Αυτή είναι μια ολοένα ανερχόμενη τάση παγκοσμίως αν κρίνει κανείς και από το νέο κτίριο της Tate Modern, αφιερωμένο εξ ολοκλήρου σε συμμετοχικά πρότζεκτ. Πώς αισθάνεστε που ο καλλιτέχνης βγαίνει σιγά σιγά από το κάδρο; «Δεν πιστεύω ότι είναι καινούργια τάση απαραίτητα. Πολλοί καλλιτέχνες περιελάμβαναν το κοινό στη δουλειά τους για πολλά χρόνια, θα αναφέρω ενδεικτικά το Fluxus. Και στη δική μου τη δουλειά το κοινό ήταν πάντα μέρος του έργου. Απλώς πρόσφατα αποφάσισα συνειδητά να κάνω ένα βήμα πίσω και να αφήσω το κοινό να πάει ένα βήμα μπροστά. Είναι τόσο πολλοί οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να υπάρχει αυτό το είδος τέχνης, δεν μπορούμε απλώς να επαναλαμβάνουμε τις εμπειρίες της δεκαετίας του ’70, του ’80 ή του ’90. Εχουμε μπει στον 21ο αιώνα και πρέπει να δούμε πώς μπορεί να εξελιχθεί και να αλλάξει διευρύνοντας τα όριά της. Ο μόνος τρόπος για να καταλάβει ο κόσμος τι ακριβώς είναι η «performance» είναι αν την κάνει ο ίδιος».
Γιατί να θέλει κάποιος να μπει σε αυτή τη διαδικασία; Τι λέει η εμπειρία σας; «Επειδή έχει αλλάξει η ζωή μας. Οι άνθρωποι είναι αποξενωμένοι και απομονωμένοι και έχουν ανάγκη την προσωπική επαφή. Αν τους προσφέρεις μια άμεση, μια αδιαμεσολάβητη εμπειρία, ανταποκρίνονται αμέσως. Αυτό μου έγινε απόλυτα ξεκάθαρο μετά την έκθεση στο MoMA με το «The Artist Is Present». Το κοινό συνήθως αποτελεί μια ομάδα, όμως εγώ δημιούργησα την εμπειρία του ενός απέναντι στη μία, συν τον κόσμο που παρακολουθούσε. Μου άλλαξε τη ζωή. Ξέρετε, ζω στη Νέα Υόρκη και για να δω έναν φίλο που μένει μια γωνία παρακάτω πρέπει να ανταλλάξουμε ένα σωρό μηνύματα. Ακόμη κι έτσι μπορεί να χρειαστούν εβδομάδες, ακόμη και μήνες για να καταφέρουμε να βρεθούμε. Τα νέα παιδιά κάθονται σε ένα εστιατόριο και καθένα από αυτά έχει ένα τηλέφωνο στο χέρι για να ανταλλάσσουν μηνύματα χωρίς καν να κοιτάζονται μεταξύ τους. Οταν ξεκινάς να βιώνεις μια performance, νιώθεις πάρα πολλά συναισθήματα, νιώθεις ότι είσαι ευάλωτος, ανοίγεσαι και συνειδητοποιείς πόσο περισσότερα χρειάζεσαι στη ζωή σου».
Μήπως αυτή η ενδοσκόπηση που περιγράφετε είναι πολυτέλεια στην εποχή που ζούμε; Πρωταγωνιστές σήμερα είναι η οικονομική κρίση, το προσφυγικό και μια επιτακτική ανάγκη για αλληλεγγύη, οπότε αναπόφευκτα μια τάση της τέχνης είναι να στρέφεται προς το πολιτικό προκειμένου να ευαισθητοποιήσει για επείγοντα κοινωνικά ζητήματα. «Από την εμπειρία μου, η μέθοδος έχει φανεί χρήσιμη σε πολύ ετερόκλητο κοινό. Στην γκαλερί Serpentine έρχονταν ακόμη και αγρότες για να παρακολουθήσουν. Η μέθοδος σε φέρνει σε επαφή με τον εαυτό σου. Στην Ινδία λένε ότι «αν αλλάξεις τον εαυτό σου, τότε αυτή η αλλαγή μπορεί να επηρεάσει εκατοντάδες άλλους». Είναι τόσο εύκολο να ασκείς κριτική σε άλλους ή σε μια πολιτική κατάσταση, το θέμα είναι τι μπορείς να κάνεις και σε προσωπικό επίπεδο… Ναι, υπάρχει πόλεμος, άνθρωποι κόβουν κεφάλια άλλων ανθρώπων, η βία είναι τρομακτική, όπως ήταν πάντοτε στην Ιστορία της ανθρωπότητας. Το θέμα είναι, πώς επιφέρεις την αλλαγή; Σε αυτόν τον διαχρονικό χαμό είχαμε έναν Γκάντι, έναν Μαντέλα, έναν Λούθερ Κινγκ. Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι αυτοί οι άνθρωποι που έγραψαν Ιστορία είχαν πολύ δυνατή συνείδηση του εαυτού τους. Προσωπικά, ως καλλιτέχνις δεν μπορώ να αλλάξω τον κόσμο, αλλά μπορώ να δημιουργήσω μια μέθοδο που θα βοηθήσει τους ανθρώπους να αρχίσουν να αναστοχάζονται πάνω στις δυνατότητές τους».
Στο παρελθόν είχατε κάνει, ωστόσο, πιο πολιτικά έργα, όπως τα κόκαλα που πλένατε στο «Balkan Baroque», η ανταπόκρισή σας στον πόλεμο στην πρώην Γιουγκοσλαβία. «Είναι ενδιαφέρον αυτό που λέτε, γιατί το συγκεκριμένο έργο είναι και πάλι επίκαιρο. Δεν μπορώ να σας το αποκαλύψω γιατί είναι μυστικό, αλλά θα επανέλθω σε αυτό. Θέλω να το δώσω σε μια χώρα που βιώνει τον πόλεμο, να παρουσιάσουν αυτό το έργο πρόσφυγες που περνάνε ό,τι πέρασα κι εγώ. Δεν χρειάζεται πια να είμαι εγώ στο έργο. Οταν το έκανα ήθελα να εκφράσω τα συναισθήματά μου και την ντροπή μου για εκείνον τον πόλεμο. Τώρα, όμως, το ίδιο το έργο μπορεί να μιλήσει για οποιονδήποτε πόλεμο σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου. Εάν η ανταπόκρισή σου σε μια πολιτική κατάσταση αφορά μόνο μία περίπτωση, τότε το έργο γίνεται σαν ένα άρθρο σε μια εφημερίδα το οποίο έπειτα από λίγο παύει να είναι επίκαιρο. Αν δημιουργήσεις μια εικόνα με δομή περίπλοκη η οποία μπορεί να μιλήσει σε πολλές εποχές, τότε αυτό το έργο τέχνης ζει περισσότερο».
Για πολύ κόσμο τα παλαιότερα έργα σας έχουν μια άλλη δύναμη, σαρωτική θα τη χαρακτήριζα, η οποία σταμάτησε στην πρώτη φάση της καριέρας σας με τα επικίνδυνα, για τον εαυτό σας, έργα… «Το έκανα, πάει, τελείωσα με αυτό. Πάντως είναι αστείο. Οι μισοί από τους δημοσιογράφους που γράφουν για τη δουλειά μου λένε πόσο «υπέροχες», πόσο «παράτολμες» ήταν εκείνες οι πρώτες performances, ότι «υπήρχε αίμα παντού»… Δεν συνειδητοποιούν ότι αυτό που κάνω τώρα είναι πολύ πιο δύσκολο και πιο απαιτητικό. Επειτα, το πιο θλιβερό είναι να επαναλαμβάνεις τον εαυτό σου, τη δουλειά που έκανες σε προηγούμενες δεκαετίες. Είναι τραγικό».
Πάντως, για να λέμε την αλήθεια, πολλές φορές «τραγικό» είναι το αποτέλεσμα σε πολλές από τις performances που καλείται κανείς να παρακολουθήσει… Ως «γιαγιά» της performance καταστήσατε αυτό το είδος τέχνης εξαιρετικά δημοφιλές και δημιουργήσατε πολλά εγγόνια-κακέκτυπα… «Να σας πω κάτι; Μπορούμε να πούμε ότι το 90% των performances είναι κακό, ότι είναι χάλια. Οταν, όμως, δεις μια καλή performance, σου αλλάζει τη ζωή. Ο κόσμος τα παρατάει και δεν το ψάχνει περισσότερο γιατί βλέπει πολλές κακές δουλειές και πολύ συχνά, μάλιστα, δεν τολμάει να πει ότι αυτό που είδε ήταν φρικτό για να μη θεωρηθεί ότι δεν είναι σε θέση να καταλάβει τα συγκεκριμένα έργα. Οταν η performance είναι καλή, μπορεί να αγγίξει τους πάντες: από τον σκουπιδιάρη μέχρι τον πρόεδρο μιας χώρας».
Εχετε δει κάποιο έργο πρόσφατα που να επιτυγχάνει τη συνθήκη που περιγράφετε; (σκέφτεται) «…Λοιπόν, έχει περάσει λίγος καιρός, αλλά στην τελευταία Documenta ο Τίνο Σεγκάλ είχε παρουσιάσει μια performance με μια ομάδα χορευτών (σ.σ.: εννοεί το «This Variation», έργο που παρουσιάστηκε και στην Αθήνα από τον πολιτιστικό οργανισμό NΕΟΝ τον περασμένο Σεπτέμβριο). Ηταν πολύ δυνατή δουλειά… Υπήρχε μια απροσδιόριστη ενέργεια στο σκοτάδι… Το έργο πρέπει να ανακινεί κάτι μέσα σου, πρέπει να σου προκαλεί μια συναισθηματική αντίδραση και μετά να σε οδηγεί να στοχαστείς πάνω στο κόνσεπτ του. Η performance δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτή τη χημική αντίδραση».
Για την υπόλοιπη τέχνη, τι πιστεύετε ότι ισχύει; «Το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει με την τέχνη γενικότερα. Πηγαίνεις στο Βρετανικό Μουσείο, στην πτέρυγα με την τέχνη των Σουμερίων ή με τα έργα από τη Μογγολία και αναριγάς, ανατριχιάζεις. Oχι ότι δεν υπάρχουν στη σύγχρονη τέχνη αντίστοιχα παραδείγματα. Ο Βαν Γκογκ είναι ένας καλλιτέχνης που έχει αυτή την επίδραση πάνω μου και μετά ο Ρόθκο. Γιατί η δουλειά τους είναι μυστηριώδης και μυστηριακή, προκαλεί το δέος. Δεν ξέρεις γιατί, αλλά δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από τα έργα τους».
Αυτό είναι, λοιπόν, το «αριστούργημα»; «Τι να σας πω. Γνωρίζω ότι σε κάθε αιώνα υπάρχουν δύο με τρεις άνθρωποι οι οποίοι διαθέτουν αυτή την ποιότητα στο έργο τους. Οι υπόλοιποι απλώς ακολουθούν. Πάρτε για παράδειγμα την Αναγέννηση, όπου ζωγραφίζονταν σωρηδόν σταυρώσεις του Ιησού. Οι κανόνες ήταν πολύ αυστηροί, ο σταυρός έπρεπε να βρίσκεται στη μέση, ο ένας Απόστολος εξ αριστερών, η Παναγία πάντα ντυμένη στα μπλε εκ δεξιών. Εκατοντάδες καλλιτέχνες ζωγράφισαν αυτή τη θεματική και όμως είναι μόλις τρία τα αριστουργήματα».
Οσον αφορά την performance, τι συμβαίνει με το ενδιάμεσο πεδίο, ανάμεσα στο κακό έργο και το αριστούργημα; Πώς μπορεί ένας καλλιτέχνης να είναι πολύ καλός performer; «Υπάρχει αυτό «το κάτι». Πρόσφατα ένας νεαρός καλλιτέχνης ήθελε τη γνώμη μου για τη δουλειά του. Το μόνο που του ζήτησα ήταν να σταθεί μπροστά μου. Επειτα από τόση εμπειρία, το νιώθεις, το γνωρίζεις. Οι ιδέες και τα κόνσεπτ μπορούν να έρθουν πιο μετά, όμως το χάρισμα της καθηλωτικής παρουσίας, να είσαι σε θέση να στέκεσαι και όχι απλώς να υπάρχεις μπροστά σε ένα κοινό, δεν είναι κάτι που κατακτάται ή μαθαίνεται. Γεννιέσαι με αυτό, είναι στο DNA σου. Αν δεν το έχεις, είναι καλύτερα να μην κάνεις performances. Δεν ισχύει μόνο για την τέχνη αυτό. Παρατηρήστε ανθρώπους που δίνουν ομιλίες. Ορισμένοι έχουν τόσο χαρισματική παρουσία ώστε τελικά δεν έχει σημασία το τι λένε».

Οπότε ο Γιόζεφ Μπόις είχε άδικο όταν έλεγε ότι «ο καθένας είναι καλλιτέχνης»; «Δεν υπάρχει σωστή ή λάθος απάντηση σε αυτή την ερώτηση. Κάθε καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να λέει εκείνο που πιστεύει. Δεν πιστεύω ότι η τέχνη είναι δημοκρατική με την έννοια ότι δεν νομίζω ότι όλοι μπορούν να είναι καλλιτέχνες, ακριβώς όπως δεν μπορούν όλοι να είναι αρτοποιοί, κηπουροί ή τσαγκάρηδες. Εκαστος στο είδος του».
Μοιάζετε απόλυτα σίγουρη για τον εαυτό σας και την τέχνη σας. Σαράντα πέντε χρόνια καριέρας είναι αυτά, δεν έχετε νιώσει αβεβαιότητα, δεν μετανιώνετε για κάτι; «Οχι. Εάν έπρεπε να ζήσω τη ζωή μου ξανά και βρισκόμουν αντιμέτωπη με τις ίδιες επιλογές, δεν θα άλλαζα τίποτε. Η μόνη μου έγνοια πλέον είναι ο χρόνος που μου απομένει. Ο χρόνος που μου απομένει για να ολοκληρώσω τα έργα που έχω στο μυαλό μου».
Εδώ κάπου υποθέτω ότι σας ρωτάνε αν μετανιώσατε που δεν κάνατε οικογένεια. «Δεν ήθελα ποτέ να κάνω παιδιά. Είναι πολύ απλό. Δεν ήθελα να θυσιάσω τίποτα, ήθελα να έχω την τέχνη απόλυτη προτεραιότητα. Εβλεπα πολλά παραδείγματα γυναικών καλλιτεχνών με παιδιά που δεν μπορούσαν να κάνουν τέχνη με την ίδια ένταση. Πάντα αναφέρω ως παράδειγμα τη Λουίζ Μπουρζουά, η οποία δεν αναγνωρίστηκε και δεν έκανε μεγαλειώδη δουλειά παρά μόνο όταν έγινε 60. Oταν δηλαδή είχε πεθάνει ο άνδρας της και είχαν μεγαλώσει τα παιδιά της, οπότε μπορούσε να αφιερωθεί στην τέχνη της. Και τελικά, έχω πολύ περισσότερα παιδιά απ’ όσα θα μπορούσα να μετρήσω. Eνα κλιπ από το «The Artist Is Present» είχε 24.000.000 views. Ολοι αυτοί οι νέοι άνθρωποι μου γράφουν, μου μιλάνε στα café. Εισπράττω τόση αγάπη από αυτούς. Υπό αυτή την έννοια έχω χιλιάδες παιδιά».
Μια φεμινιστική επιλογή από μια δηλωμένη «μη φεμινίστρια». Αφού δεν ήταν μια ιδεολογία, τι ήταν αυτό που σας κινητοποιούσε; «Ολα εξαρτώνται από το πώς τοποθετείσαι απέναντι στα πράγματα. Ναι, δεν υπήρξα ποτέ φεμινίστρια, όμως όταν πήγα στην Ιταλία για να ξεκινήσω την καριέρα μου και όλοι οι καλλιτέχνες ήταν άνδρες, βρήκα τη θέση μου και στάθηκα επί ίσοις όροις απέναντί τους. Αν αισθάνεσαι ευάλωτος, όλοι θα το διαισθανθούν και θα το εκμεταλλευτούν εις βάρος σου. Αν όμως αισθάνεσαι ο άρχοντας του σύμπαντος, ο κόσμος θα ανταποκριθεί στη δική σου πεποίθηση. Βρίσκεις τον χώρο σου και τον διεκδικείς. Πάντα αυτό έκανα, ίσως προέρχεται αυτό το χαρακτηριστικό από την ηρωική οικογένειά μου. Πάντα προέτασσα το μότο μου: «Aν μου πεις όχι, αυτή θα είναι μόνο η αρχή»».
Πρόσφατα σκηνοθετήσατε την κηδεία σας. Oχι μόνο η ζωή αλλά και ο θάνατός σας θα είναι, λοιπόν, αφιερωμένος στην performance; «Ναι, γιατί η εμπειρία από την κηδεία της καλής μου φίλης Σούζαν Σόνταγκ ήταν πολύ θλιβερή. Δεν της ταίριαζε καθόλου αυτή η ατμόσφαιρα, οπότε σκέφτηκα ότι εγώ πρέπει να οργανώσω τη δική μου, το τελευταίο statement που θα μπορώ να κάνω ως καλλιτέχνις. Δεν μπορείς να προβλέψεις τον θάνατό σου, αλλά γιατί όχι την κηδεία; Η κηδεία μου θα είναι μια στιγμή χαράς γιατί όπως λένε και οι σούφι «η ζωή είναι ένα όνειρο, ο θάνατος είναι η αφύπνιση». Για μένα το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο είναι πολύ σημαντικό. Θέλω να πεθάνω χωρίς φόβο, χωρίς θυμό και με πλήρη συνείδηση. Πολλοί άνθρωποι είναι φοβισμένοι, θυμωμένοι, δεν φροντίζουν το σώμα τους. Εχει μεγάλη σημασία σε τι κατάσταση πεθαίνει κανείς. Αν ζεις εν γνώσει σου, θα πεθάνεις εν γνώσει σου».
Δεν θα σας εκπλήξει, φαντάζομαι, που θα σας ρωτήσω αν πιστεύετε στη μετά θάνατον ζωή ή στη μετενσάρκωση. «Δεν έχω κάποια προκαθορισμένη ιδέα για τη μετά θάνατον ζωή ούτε για τη μετενσάρκωση. Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ότι οι επιστήμονες λένε ότι όταν πεθαίνεις χάνεις 21 γραμμάρια από το βάρος σου. Αυτό το βάρος σχετίζεται με την ενέργεια, με τη δύναμη ζωής που εγκαταλείπει το σώμα. Πιστεύω ότι όταν η ύλη του σώματος αποσυντίθεται, αυτή η αναδυόμενη ενέργεια εξακολουθεί να ζει και μπορεί να αλλάξει μορφές».
Μιας και βρισκόμαστε στο θέμα του θανάτου, τι θα γίνει τελικά με τους «7 θανάτους της Μαρίας Κάλλας»; Ηταν να γίνει ταινία, αλλά μαθαίνω ότι τελικά θα γίνει video installation. «Εκτός από αυτό, το οποίο θα σκηνοθετηθεί από τους επτά σκηνοθέτες, θα γίνει ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο «Living Seven Deaths» που θα περιλαμβάνει το making of του video installation. Oπως σας έχω πει, θα είναι το αποτέλεσμα της έρευνάς μου πάνω στον έρωτα, την προδοσία, την Κάλλας. Τώρα που θα έρθω στην Ελλάδα, θέλω να συναντήσω μαθητές της, θέλω να επισκεφτώ τον Σκορπιό, να βρω memorabilia. Πάντως, νομίζω ότι μετά τους «7 θανάτους» δεν θα ασχοληθώ ξανά με τον θάνατο».
Εχετε κλείσει τους σκηνοθέτες; «Είναι περίπλοκο, δεν μπορώ να το αποκαλύψω. Μπορώ μόνο να σας πω για τον Ελληνα: θα είναι ο Λάνθιμος».
info:

NEON-MAI Lab: Μουσείο Μπενάκη, Κτίριο οδού Πειραιώς, από 10/03 έως 24/04.

NEON-MAI Lab
Τι θα παρουσιάσει η Αμπράμοβιτς στην Αθήνα
«Υπάρχουν δύο σκέλη στη συνεργασία μας με το NΕΟΝ. Το ΜΑΙ θα εφαρμόσει τη μέθοδό μου σε μεγάλη κλίμακα, που σημαίνει ότι θα μπορούν να συμμετέχουν σε αυτή μεγάλες ομάδες του κοινού. Το κοινό της Αθήνας θα γίνει μέρος του σώματος της performance και θα είναι τελικά το υλικό της, καθώς και ο δημιουργός του τελικού έργου.
Το δεύτερο σκέλος το οποίο θα διεξαχθεί μαζί με το NΕΟΝ θα αφορά τη δουλειά που θα κάνουμε μαζί με έλληνες καλλιτέχνες. Θα τους βοηθήσουμε να παρουσιάσουν και να αναπτύξουν τη δουλειά τους μέσα από performances μεγάλης διάρκειας οι οποίες με τη σειρά τους θα ενθαρρύνουν τη συμμετοχή του κοινού. Καθώς θα έχουμε όλο το μουσείο στη διάθεσή μας, θα εκμεταλλευτούμε όλη την εμπειρία του παρελθόντος».
Με ποια κριτήρια επιλέχθηκαν οι έλληνες καλλιτέχνες
«Επιλέξαμε αξιόλογους καλλιτέχνες από διαφορετικές καλλιτεχνικές πρακτικές, οι οποίοι δεν έχουν ασχοληθεί με τόσο μακράς διάρκειας έργα, αλλά διαθέτουν την προοπτική να αντεπεξέλθουν στις απαιτήσεις τους. Εμείς αναλάβαμε να τους διδάξουμε πώς θα το καταφέρουν. Στο open call που έγινε λάβαμε περισσότερες από 300 αιτήσεις, portfolios και πρότζεκτ. Τελικά καταλήξαμε σε σχεδόν 25 καλλιτέχνες. Εξι με επτά από αυτούς θα αναλάβουν τις performances μεγάλης διάρκειας και οι υπόλοιποι θα κάνουν «interventions», δηλαδή μικρής διάρκειας performances».
Ποιος θα είναι ο ρόλος της ίδιας της Αµπράµοβιτς
«Τις τρεις εβδομάδες που θα βρίσκομαι στην Αθήνα θέλω περισσότερο να συμμετέχω σε συζητήσεις, να απαντήσω σε κάθε πιθανή ερώτηση του κόσμου και να κάνω workshops με καλλιτέχνες οι οποίοι θέλουν να δουλέψουν μαζί μου. Επίσης, θα δώσω τέσσερις ομιλίες για την ιστορία της performance σε συζήτηση με επιμελητές και καλλιτέχνες».
Γιατί η Ελλάδα
«Το ξέρετε πολύ καλά, δεν χρειάζεται να το αρθρώσω. Είστε σε μια πολύ δύσκολη κατάσταση, η Ελλάδα είναι καθημερινά στις εφημερίδες σε όλον τον κόσμο. Θα ήθελα να βοηθήσω ορισμένους ανθρώπους να αποκτήσουν συνείδηση της αυτοπεποίθησης που θα έπρεπε να έχουν για να αλλάξουν τον κόσμο τους. Επειτα, μέσα από τον διεθνή Τύπο θα φωτίσουμε μια εντελώς διαφορετική εικόνα της Ελλάδας που θα αφορά τον πολιτισμό».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ