Και κάπως έτσι, σχεδόν 25 χρόνια μετά την πρώτη του κινηματογραφική έκρηξη βίας με το «Reservoir Dogs», ο 52χρονος αυτοδίδακτος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και παραγωγός από το Τενεσί, επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με τη γουέστερν εκδοχή του, όπου εννοείται ότι το αίμα ρέει άφθονο. «Οι «Μισητοί οκτώ» έχουν μια αίσθηση 90s, μια αίσθηση επιστροφής στις ρίζες» παραδέχεται. Ο Ταραντίνο ακολουθεί την επιτυχημένη συνταγή του: Η ένταση λύνεται με τον μόνο τρόπο που ξέρει να τη λύνει, με ένα μακελειό που παρουσιάζεται με ανηλεή λεπτομέρεια· και για άλλη μια φορά, όσο πιο πολύ αίμα δείχνει, τόσο περισσότερο ενθουσιάζει τους θεατές του.

Αν μη τι άλλο, οι «Μισητοί οκτώ» που από την Πέμπτη 7 Ιανουαρίου προβάλλονται στις ελληνικές αίθουσες, είναι μια ταινία με πολύ οργισμένους χαρακτήρες. Οι οκτώ «ήρωές» της είναι πρόσωπα που μόνο να μισήσεις μπορείς· κανένα δεν προκαλεί έστω στοιχειωδώς τη συμπάθεια. Υβρεις, αποδοκιμασία, σκοτωμοί, ρατσισμός, απαξίωση κάθε ανθρώπινης αξίας, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν μια μικρογραφία της Αμερικής μέσα σε έναν σταθμό ενός παγωμένου Γουαϊόμινγκ, λίγα χρόνια μετά τον Αμερικανικό Εμφύλιο, τον προπερασμένο αιώνα.
Οι «Μισητοί οκτώ», αυτό το σχεδόν τρίωρο πάρτι αδρεναλίνης και στυλιζαρισμένης βίας, αποτελεί ένα «γουέστερν δωματίου», έναν συνδυασμό Αγκάθα Κρίστι και Σέρτζιο Λεόνε. Ο Κουέντιν Ταραντίνο θα προσθέσει επίσης ότι ένας λόγος για τον οποίο ανέκαθεν του άρεσαν τα γουέστερν είναι ότι πολύ συχνά αντανακλούν την περίοδο κατά την οποία φτιάχτηκαν. «Και το κάνουν πολύ καλύτερα από οποιαδήποτε ταινία σύγχρονης θεματολογίας, οποιουδήποτε άλλου είδους». Φυσικά, ξέρει τι λέει. Στη δεκαετία του 1950, γουέστερν όπως «Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές» και «Silver Lode» μίλησαν υπογείως για την άγρια περίοδο του μακαρθισμού και για την προσπάθεια του ατόμου να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων μη προδίδοντας τα ιδανικά του. Αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1960, και στη δεκαετία του 1970, σκηνοθέτες όπως ο Σαμ Πέκινπα («Αγρια συμμορία», «Η μεγάλη μονομαχία»), ο Τζορτζ Ρόι Χιλ («Οι δύο ληστές») και ο Κλιντ Ιστγουντ («Περιπλανώμενος πιστολέρο», «Εκδικητής εκτός νόμου») ανέδειξαν μια βίαιη και κυνική πλευρά του είδους, ενώ στην περίοδο του Ρόναλντ Ρίγκαν, όταν το γουέστερν ως είδος πλέον έφθινε, ο φιλοπατριωτισμός ήταν το χαρακτηριστικό στοιχείο του, με παραδείγματα ταινίες όπως «Silverado» και «Γκλόρι, ο δρόμος για τη δόξα». Εξάλλου, πολλά χρόνια αργότερα, όταν ο ίδιος ο Ταραντίνο έδωσε ανάσα στο γουέστερν με το «Django ο τιμωρός» (2013), στην πραγματικότητα μίλησε για τον φυλετικό ρατσισμό στις Ηνωμένες Πολιτείες του 19ου αιώνα –τραγικά επίκαιρος, όμως, και στον 21ο.
Τίποτε, βέβαια, δεν γίνεται προσχεδιασμένα από τον Κουέντιν Ταραντίνο όταν γράφει ένα σενάριο. Τουναντίον, ο δις βραβευμένος με Οσκαρ σεναρίου δημιουργός (για τα «Pulp Fiction» και «Django ο τιμωρός»), αποκαλύπτει στοιχεία των χαρακτήρων του «όσο τους μαθαίνω γράφοντας», όπως χαρακτηριστικά λέει. Ενδεικτικά, για τους «Μισητούς οκτώ» έγραψε πολλούς χαρακτήρες με συγκεκριμένους ηθοποιούς στο μυαλό του, τους οποίους τελικά και χρησιμοποίησε. Ο κυνηγός επικηρυγμένων Τζον –Ο Κρεμάλας –Ρουθ δημιουργήθηκε με τον Κερτ Ράσελ κατά νου (είχαν συνεργαστεί και στο «Death Ρroof»). «Δεν θα αντάλλασσα με τίποτα ούτε μία από τις 91 ημέρες των γυρισμάτων» λέει με ενθουσιασμό ο Ράσελ. Και συνεχίζει: «Αυτό είναι το τσίρκο που επιλέξαμε ως επάγγελμα και ο Κουέντιν αγαπάει τόσο πολύ τη διαδικασία αυτή, που δεν είναι μόνο κολλητικό –είναι διασκεδαστικό» λέει χαρακτηριστικά ο Ράσελ. Αντίστοιχα, ο ρόλος του πρώην στρατιώτη των Βορείων, νυν κυνηγού κεφαλών Μαρκίς Ουόρεν –ενός τύπου που «μιλάει πολύ, αλλά μιλάει μόνο όταν χρειάζεται· προτιμά να σε σκοτώσει παρά να σου μιλήσει» –ανήκει δικαιωματικά στον φίλο του, Σάμιουελ Λ. Τζάκσον, και μόνο. Το ίδιο λέει ότι έκανε για τον δήμιο Οσβάλντο Μομπρέι (Τιμ Ροθ) και τον «Γελαδάρη» Τζο Γκέιτζ, τον οποίο υποδύεται ο Μάικλ Μάντσεν (οι δύο ηθοποιοί είναι οι μόνοι στο καστ αυτής της ταινίας που έπαιζαν και στο «Reservoir Dogs», όπου παραπέμπουν οι «Μισητοί οκτώ»).
Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως της «Κρατούμενης» Ντέιζι Ντόμεργκιου, ο σκηνοθέτης έκανε έρευνα προτού καταλήξει στην Τζένιφερ Τζέισον Λι, ενώ σε ό,τι αφορά τον «Μεξικανό» Μπομπ ζήτησε τη συμβουλή του φίλου του, Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, που του συνέστησε τον Ντέμιαν Μπιτσίρ έχοντας δουλέψει μαζί του στο «Machete: Η επιστροφή». Ο Ροντρίγκεζ, μάλιστα, καθ’ όλη τη διάρκεια των γυρισμάτων εκείνης της ταινίας έλεγε και ξανάλεγε στον Μπιτσίρ: «Είσαι ηθοποιός για τον Κουέντιν».
Γι’ αυτό και ο Κουέντιν Ταραντίνο ενοχλήθηκε πάρα πολύ όταν ένα πρώτο σχέδιο σεναρίου, όχι εκείνο επάνω στο οποίο γυρίστηκε τελικά η ταινία, διέρρευσε στο Διαδίκτυο. Πολύς κόσμος απόρησε για τον θυμό του, αφού λέγεται (και ο Ταραντίνο το επιβεβαιώνει) ότι είναι ο ίδιος που διαρρέει τα σενάριά του. «Ομως το κάνω αφότου ολοκληρωθούν» δηλώνει. «Αυτό που διέρρευσε ήταν μια δουλειά που δεν θα μπορούσε ποτέ να δει το φως της ημέρας. Το φινάλε δεν ήταν στ’ αλήθεια το φινάλε, ήταν απλώς ένα φινάλε. Ποτέ δεν επέτρεψα να διαρρεύσει κάτι σε τόσο εμβρυακό στάδιο». Στην πραγματικότητα, ήθελε να συνθέσει τρία σχέδια σεναρίου «προτού δείξω κάτι στον κόσμο».
Το σενάριο διέρρευσε τον Ιανουάριο του 2014, κάτι που παρ’ ολίγον να κοστίσει τη… ζωή της ταινίας. Ωστόσο, έπειτα από μερικούς μήνες ο Ταραντίνο αποφάσισε να δώσει μια ευκαιρία στους «Μισητούς οκτώ». Ακολούθησαν διορθώσεις, κάποια πράγματα ξαναγράφηκαν, και έτσι το φθινόπωρο του ιδίου έτους άρχισαν τα γυρίσματα. Η πρωτότυπη μουσική ανήκει στον μετρ του είδους, Ενιο Μορικόνε. Μάλιστα, ο μεγάλος συνθέτης γράφει μουσική για ταινία γουέστερν έπειτα από τέσσερις δεκαετίες (τελευταία φορά ήταν για το φιλμ «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» του 1966). Ο Ταραντίνο, ως δηλωμένος θαυμαστής του Μορικόνε, έχει χρησιμοποιήσει και στο παρελθόν διάσημες μελωδίες του 87χρονου Ιταλού. Για τη συνεργασία τους στους «Μισητούς οκτώ» ο Μορικόνε απέσπασε υποψηφιότητα για Χρυσή Σφαίρα, όπως και ο ίδιος ο Ταραντίνο για το σενάριο, αλλά και η Τζένιφερ Τζέισον Λι για τον β’ γυναικείο ρόλο (το αν θα τις κερδίσουν θα το μάθουμε σε μερικές ώρες, καθώς η τελετή απονομής έχει προγραμματιστεί για σήμερα Κυριακή 10 Ιανουαρίου στις 8 μ.μ. ώρα Ανατολικής Ακτής ΗΠΑ).
Η μεγαλύτερη ίσως συζήτηση που προκάλεσε η ταινία «Οι μισητοί οκτώ» σχετίζεται με το πώς γυρίστηκε και πώς ο Ταραντίνο ζήτησε να προβληθεί. Φανατικός υπερασπιστής του φιλμ, ο 52χρονος σκηνοθέτης τη γύρισε σε 70 mm Panavision και είπε ότι όποιος αιθουσάρχης είχε την τύχη να διαθέτει μηχανή προβολής 70 mm θα είχε το προνόμιο να την παίξει κατ’ αποκλειστικότητα την πρώτη εβδομάδα. Το πρόβλημα είναι ότι στην εποχή του DCP αυτές οι μηχανές δεν υπάρχουν πλέον, πέρα από το ότι πολλές χώρες δεν τις είχαν ποτέ. Ο Ταραντίνο διαθέτει 100 μηχανές 70 mm.
Ανάμεσα στις χώρες που δεν είχαν ποτέ μηχανή προβολής 70 mm είναι και η δική μας. Μάλιστα, η Οdeon, εταιρεία διανομής των «Μισητών οκτώ» στην Ελλάδα, ζήτησε από τον Ταραντίνο να νοικιάσει μία από τις 100 μηχανές του ώστε η ταινία να προβληθεί σε αυτή τη μορφή. Δυστυχώς, το σχέδιο δεν υλοποιήθηκε. «Είναι γεγονός», λέει ο Ταραντίνο, «ότι αν αυτές οι αίθουσες δεν υπάρχουν, θα πρέπει να τις δημιουργήσουμε. Και θα πρέπει να τους δίνουμε τις δικές μας μηχανές προβολής 70 mm».
Ο αγώνας του Ταραντίνο για τη σωτηρία του φιλμ είναι αξιέπαινος. Θυμίζω τι είχε πει ο ίδιος στις Κάννες το 2014, με αφορμή την επετειακή προβολή της ταινίας «Για μια χούφτα δολάρια»: «Αυτό που εγώ γνώριζα ως κινηματογράφο είναι πλέον νεκρό. Το γεγονός ότι οι ταινίες δεν παρουσιάζονται πια σε φιλμ 35 mm, αλλά σε ψηφιακό φορμά και DCP, σημαίνει ότι ο πόλεμος χάθηκε. Οι ψηφιακές προβολές είναι για το κοινό της τηλεόρασης. Και αυτό σημαίνει ότι ο κινηματογράφος πέθανε».
Τότε ήταν που ο Ταραντίνο είχε επισημάνει τη σημασία που δίνει στην αγωνιώδη αναμονή του κόσμου για την επόμενη ταινία του (που τελικά έμελλε να είναι οι «Μισητοί οκτώ»). «Αυτό είναι που διατηρεί ζωντανό έναν κινηματογραφιστή» είπε, δίνοντας μάλιστα ένα προσωπικό παράδειγμα της παιδικής ηλικίας του, όταν περίμενε με αγωνία την επόμενη ταινία κάποιου σκηνοθέτη που θαύμαζε: «Ελεγα 20 ημέρες μέχρι να ανοίξει ο «Σημαδεμένος», 15 ημέρες μέχρι να ανοίξει ο «Σημαδεμένος», και όταν τελικά άνοιξε ο «Σημαδεμένος» ήμουν ο πρώτος στην ουρά στην πρώτη παράσταση της πρώτης ημέρας. Αν κανείς δεν ενδιαφερόταν για την επόμενη ταινία μου, για εμένα θα ήταν θάνατος».
Το σημαντικότερο κινηματογραφικό σχολείο του Ταραντίνο ήταν ο ίδιος, όπως έχει δηλώσει στο παρελθόν και εξακολουθεί να δηλώνει σήμερα. Οπως ο Ορσον Γουέλς ή αργότερα ο Φρανσουά Τριφό, ούτε από σχολή κινηματογράφου αποφοίτησε ούτε κινηματογραφικές θεωρίες είθισται να κάνει. «Στόχος μου είναι να είμαι πάνω απ’ όλα φαν του κινηματογράφου» επιμένει. «Παραδέχομαι ότι βλέποντας λάθη στον τόνο και τον ρυθμό μιας ταινίας που γυρίζω, μπορεί να σκεφτώ τις αλλαγές που πιθανόν πρέπει να γίνουν. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι παύω να το διασκεδάζω. Μια ταινία πρέπει να κάνει δύο πράγματα. Να σου προσφέρει μια καλή βραδινή έξοδο και να σου δημιουργεί συναισθήματα. Φτάνουν και περισσεύουν».
Η ταινία «Οι μισητοί οκτώ» προβάλλεται σε διανομή Odeon.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ