Ο 74χρονος Γιώργος Παπαστεφάνου έχει συμφιλιωθεί πλήρως με το ότι κάποιοι θα τον συγχέουν στο διηνεκές με τον συνάδελφο Αλέξη Κωστάλα. «Μια δημοσιογράφος είχε έρθει κάποτε να μου πάρει συνέντευξη βέβαιη ότι είμαι ο Αλέξης. Το συνήθισα. Πρόσφατα, βέβαια, ένας φίλος μού είπε ότι είμαι ίδιος με τον 84χρονο Ρούπερτ Μέρντοκ!». Μία από τις πλέον οικείες φωνές της ραδιοτηλεοπτικής μας μυθολογίας πραγματοποιεί εφέτος ένα ορμητικό comeback, μεταγγίζοντας στο Διαδίκτυο το πολύτιμο αρχείο του από την παλιά ΕΡΤ (που είχε, βεβαίως, σε πείσμα του κρατικού μπάχαλου, την προνοητικότητα να κρατήσει). Σπάνιες εμφανίσεις, συνεντεύξεις και αναμεταδόσεις συναυλιών ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών (από τον Βασίλη Τσιτσάνη και τη Δαλιδά, μέχρι τον Μανώλη Χιώτη και την Αρλέτα), ένας μουσικός θησαυρός με 90 τηλεοπτικές εκπομπές και 1.000 αποσπάσματα και τραγούδια, διοχετεύεται γενναιόδωρα στο ΥοuTube και στο Facebook (στα προφίλ «Γιώργος Παπαστεφάνου» και «Μια φορά θυμάμαι»), βρίσκοντας μια απρόσμενη απήχηση.
Επειτα από μισό αιώνα τηλεόραση και ραδιόφωνο, ο «παλαιάς κοπής» Γιώργος Παπαστεφάνου με τα θεόρατα γαλανά μάτια που έχουν εθιστεί να βλέπουν τέχνη, πάντα μειλίχιος, εμβριθής, ελιτιστής αλλά και ανοιχτός στο καινούργιο, γίνεται ένας απρόσμενος ψηφιακός influencer. Στη συνάντησή του με το ΒΗΜΑgazino μίλησε για την Ελλάδα τού τότε και τού τώρα, τον Μάνο Χατζιδάκι, την ΕΡΤ, τον έρωτα, την περιπέτεια της υγείας του και τη σημασία τού να είσαι σοβαρός.
Τι σας ώθησε να φορτώσετε το τηλεοπτικό αρχείο σας στο Διαδίκτυο; «Σταμάτησα την τηλεόραση το 2002, το ραδιόφωνο το 2011. Πίστευα ότι είχε έρθει η ώρα να ηρεμήσω, να κάνω τα ωραία μου ταξίδια. Δεν φανταζόμουν ποτέ πως σε αυτή την ηλικία θα συνέχιζα να ασχολούμαι με την προς τα έξω επικοινωνία. Η ιστορία ξεκίνησε από τον Κώστα Αυγέρη, τον σκηνοθέτη μου στην εκπομπή «Οι παλιοί μας φίλοι». Αυτός μου έβαλε την ιδέα, μια δουλειά 50 ετών που κυκλοφορούσε δεξιά και αριστερά χωρίς όνομα να τη βάλω σε μια τάξη. Ουσιαστικά, χάρη στο Facebook κάνω ξανά εκπομπές, απλώς με ένα άλλο μέσο».
Δεν φοβηθήκατε μήπως όλο αυτό το πολύτιμο ραδιοτηλεοπτικό υλικό φθαρεί μέσα στην πολλή συνάφεια του Διαδικτύου; «Οχι. Το χρυσό πάντα λάμπει δίπλα στο τσίγκινο. Προσπαθώ, βέβαια, και στο Διαδίκτυο να κρατηθώ σε ένα κόσμιο επίπεδο. Δεν συμφωνώ με ανθρώπους που ποζάρουν και ως μορφωμένοι και «κατεβάζουν» τα σχόλιά τους σε επίπεδο πεζοδρομίου».
Σε ποιον απευθύνεστε; «Εγώ και στην τηλεόραση και στο ραδιόφωνο είχα πάντα απέναντί μου έναν ακροατή ή θεατή σαν και εμένα. Με τις ίδιες ευαισθησίες, με την ίδια διάθεση να μάθει, με τους ίδιους ανοιχτούς ορίζοντες. Εγώ υπήρξα πολύ καλός ακροατής και θεατής, δεν έμπαινα π.χ. ποτέ τυχαία σε μια κινηματογραφική αίθουσα. Πάντα ήξερα τι πάω να δω. Σε αυτόν τον θεατή/ακροατή απευθυνόμουν πάντα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και οι άλλοι θεατές ή σήμερα οι άλλοι χρήστες του Facebook που θα πουν: «Tι θέλει πάλι αυτός;». Ασφαλώς υπάρχουν. Αλλά δεν με αφορούν. Είναι κάτι που έχουμε δει σε αμέτρητες καλλιτεχνικές καριέρες: o καθένας επιλέγει το κοινό του. Αλλη αποδοχή έχει, για παράδειγμα, ένα τηλεοπτικό ίνδαλμα και άλλη κάποιος που απευθύνεται στους λιγότερους, που όμως ο έπαινός τους, η αισθητική τους μετράει περισσότερο».
Παραμένετε ελιτιστής… «Απολύτως. Το ίδιο προσεκτικός ήμουν και στις σχέσεις μου, δηλαδή δεν σπατάλησα τη ζωή μου σε πρόσωπα που δεν άξιζαν τον κόπο. Σας είπα, είμαστε πομποί και δέκτες. Αν είσαι καλός πομπός και ο δέκτης σου θα είναι ανάλογος. Σιχαίνομαι τον λαϊκισμό. Δεν ήθελα ποτέ να κατέβω εγώ, ήθελα να ανεβαίνουν οι άλλοι τα σκαλιά. Δεν είναι ελιτίστικη άποψη αυτό, είναι η αισιοδοξία μου. Πιστεύω πως οι άνθρωποι ανάλογα με τη θέληση και τον βαθμό ευαισθησίας τους μπορούν να κάνουν ένα άνοιγμα προς τα πάνω. Αυτό άλλωστε έκανα και εγώ από τα 12 μου χρόνια. Δεν αναλώθηκα. Θα μπορούσα, π.χ., έχοντας εξασφαλίσει τη σιγουριά της μονιμότητας στην ΕΡΤ, να αρκούμαι σε αυτό που αρκείται ένας απλός υπάλληλος μιας υπηρεσίας. Δεν μου έφτανε όμως».
Σας έχουν ταξινομήσει στα υγιή κύτταρα της ΕΡΤ… «Υπήρχαν και άλλα πολλά υγιή κύτταρα. Οταν μπήκα 18 χρόνων στην ΕΡΤ, μπήκα ουσιαστικά στην καρδιά του τόπου αυτού. Είδα, λοιπόν, τα πράγματα από μέσα και συνειδητοποίησα ότι υπάρχουν δύο τρόποι επιβίωσης. Ο ένας είναι να χαλάσεις και να γίνεις και εσύ σαν τους άλλους, και ο δεύτερος είναι να είσαι διαφορετικός, αυτό που τελικά επέλεξα. Το ότι «επέζησα» το χρωστούσα, μεταξύ άλλων, στο ότι αντιλήφθηκα από νωρίς πως ό,τι ταλέντο κουβαλάει ο καθένας είναι δικό του, δεν μπορεί κανείς να του το πάρει. Μέσα στην ΕΡΤ πέρασα από πολλά κύματα. Τις πολλές δύσκολες εποχές τις διαδέχονταν εκείνες που με έβγαζαν από τη ναφθαλίνη και μου έδιναν ώθηση να κάνω το επόμενο βήμα. Στην τηλεόραση, βέβαια, πρέπει να γνωρίζεις και πότε να αποχωρείς. Εγώ σταμάτησα έγκαιρα, όταν κατάλαβα πως το τοπίο είχε αλλάξει. Το να ξέρεις να αποσύρεσαι είναι μεγάλη ιστορία. Πολλοί καλλιτέχνες δεν το κατανοούν αυτό. Η Νάνα Μούσχουρη, για παράδειγμα, είναι μια τεράστια τραγουδίστρια, αλλά θα μπορούσε να έχει σταματήσει εδώ και δέκα, είκοσι χρόνια».
Ησασταν εκεί και την 11η Ιουνίου 2013; «Ναι. Κάναμε με τον Γιώργο Τσάμπρα μια ραδιοφωνική εκπομπή για τη Βίκυ Μοσχολιού. Και όταν βγήκαμε πανευτυχείς από το στούντιο, γινόταν χαμός, κόσμος πήγαινε πάνω-κάτω… Ρώτησα, έτσι γι’ αστείο: «Τι έγινε, ρε παιδιά, επανάσταση;». Οταν μου είπαν «Εκλεισε η ΕΡΤ», είπα: «Αποκλείεται. Δεν κλείνει ένας θεσμός». Ούτε το BBC θα έκλεινε ποτέ, ούτε ένα πανεπιστήμιο, ούτε ένα εθνικό θέατρο. Το κλείσιμο της ΕΡΤ είναι μία από τις πιο βλακώδεις πολιτικές κινήσεις που έχουν γίνει σε αυτόν τον τόπο, και έχουν γίνει πολλές. Και ξέρετε κάτι; Δεν ήταν πως δεν θα ξανάνοιγε η ΕΡΤ, ξανάνοιξε. Αλλά είναι ότι σπάει η συνέχεια, σαν ένα πολύτιμο βάζο που όταν θρυμματιστεί και το ξανακολλήσεις δεν είναι πια το ίδιο. Αυτό που δεν μπορούσαν πολλοί να καταλάβουν είναι ότι επρόκειτο για μια σκυτάλη που θέλοντας και μη στο πέρασμα του χρόνου ο ένας την παρέδιδε στον επόμενο. Γι’ αυτό στις καλές εποχές την ποιότητα της ΕΡΤ η έξω αγορά δεν μπορούσε όχι να την αγγίξει, ούτε καν να τη διανοηθεί. Από την άλλη πλευρά, η ΕΡΤ δεν έμαθε ποτέ να κινείται, όχι απλά με τον εμπορικό αλλά με τον «έξω από τα τείχη» τρόπο».
Εσείς δεν υποπέσατε ποτέ στον πειρασμό του εύκολου και του εμπορικού; «Ναι, αλλά το απέρριψα πολύ γρήγορα. Οταν δοκίμαζα να κάνω κάτι πιο εύκολο, έπειτα από λίγο καιρό αισθανόμουν τόσο αμήχανα που ντρεπόμουν να κοιτάξω τον καθρέφτη. Ετσι εγκατέλειπα. Η αναγνωρισιμότητα από την αρχή δεν μου έλεγε απολύτως τίποτα. Κυρίως γιατί διαπίστωνα ότι ίσχυε το ίδιο για όποιον τύχαινε να βγει στην τηλεόραση. Εγώ ήθελα να ξέρω τι κάνω, γιατί το κάνω. Δεν με ενδιέφερε η λαϊκίστικη καριέρα. Η Ελένη Μαβίλη μού έλεγε: «Δεν θα γίνεις ποτέ πανελλήνιος σταρ γιατί δεν θέλεις να έχεις μια μόνιμη εκπομπή σε σταθερή ώρα και μέρα». Είναι και μέρος της ανατροφής μου. Στην οικογένειά μου δεν άρεσε ποτέ το «κραυγαλέο». Μια φράση που θυμάμαι πάντα από το στόμα της μητέρας μου είναι: «Αυτό δεν είναι κομψό». Αναφερόταν στην αγωγή, την παιδεία. Ε, λοιπόν, το «κραυγαλέο» για εμένα δεν είναι «κομψό». Πρέπει να έχεις το μέτρο του γελοίου για τον εαυτό σου. Αν όντως κάνεις κάτι πραγματικά καλό, ναι, καμαρώνεις. Κρυφά όμως».
Ο διαρκής συγχρωτισμός σας με διάσημους καλλιτέχνες σάς έσπρωξε, έστω προς στιγμήν, να πείτε «είμαι ένας από αυτούς»; «Οχι. Οταν έχεις από το σπίτι σου αλλά και από το DNA σου συγκροτημένη σκέψη δεν κινδυνεύεις. Τα είχα φιλτράρει από νωρίς. Διαφορετικά θα έπρεπε να έχουν πάρει τα μυαλά μου αέρα από την πρώτη στιγμή που πάτησα το πόδι μου στο ραδιόφωνο. Η δασκάλα μου, η σπουδαία Φραγκίσκη Καρόρη, με κυκλοφορούσε μέσα στη ραδιοφωνία και σε όποιον επώνυμο συναντούσε μπροστά της, είτε λεγόταν Καμπανέλλης είτε λεγόταν Χατζιδάκις, του έλεγε για μένα: «Τον βλέπεις αυτόν; Αυτός είναι το ‘φαινόμενο'». Οι καλλιτέχνες που έρχονταν αργότερα στις εκπομπές μου με εμπιστεύονταν. Αυτό ήταν το βραβείο μου που ήμουν σοβαρός».
Το ξεκίνημά σας συνέπεσε με μια σχεδόν μαγική εποχή για τον πολιτισμό. Πώς βιώνετε, αλήθεια, σήμερα την παντελή απαξίωσή του; «Δεν πιστεύω ότι έχει απαξιωθεί. Δεν είμαι 20 χρόνων να μπω στο πνεύμα των σημερινών παιδιών. Μπορεί να δημιουργούν κάτι υπέροχο, απλά εγώ να μην το ξέρω. Δεν περιφρονώ το σήμερα, πάντα συμβαίνουν πράγματα στον πολιτισμό. Αν έχει κάτι χαθεί, είναι η πνευματικότητα που υπήρχε στην εποχή μου… Αλλά ακόμη τώρα κυκλοφορούν παιδιά που έχουν την ευαισθησία… Δεν υπάρχει περίπτωση αυτό να εξαφανιστεί. Οπως πάντα θα υπάρχουν και οι «άλλοι» που δεν καταλαβαίνουν, οι «αδιάβροχοι» που έλεγε η Μαριανίνα Κριεζή. Η τέχνη πάντα θα έχει τις εκρήξεις της, τους ταλαντούχους δημιουργούς της. Η απαισιοδοξία μου έχει να κάνει με την καθημερινότητά μας, με την ποιότητα της ζωής μας. Αυτή κινδυνεύει».

Υπάρχει κάποιο αντίδοτο σε αυτή την απουσία πνευματικότητας;
«Μόνο η παιδεία. Από αυτή την άποψη το ραδιόφωνο και η τηλεόραση έκαναν τεράστιο κακό, δημιούργησαν τον «ελληνάρα» και την «κοπελιά» που κατέστρεψαν την αισθητική του Ελληνα. Ξέρετε, σε άλλες εποχές αναλφάβητοι άνθρωποι είχαν μια αρχοντιά η οποία έχει χαθεί τώρα ακόμη και από εκείνους που έχουν βγάλει πανεπιστήμια. Εχω συναναστραφεί λαϊκούς ανθρώπους. Το ότι είχα μια αστική ανατροφή δεν σημαίνει ότι ζούσα έγκλειστος σε έναν πύργο. Είχα ανοιχτές τις κεραίες μου και νταραβερίστηκα με πολύ κόσμο μορφωμένο, λαϊκό, αριστοκρατικό… Σκέφτομαι τώρα τέσσερις λέξεις που υπήρχαν στη ζωή των Ελλήνων, πέρα από κοινωνικές τάξεις: αρχοντιά, λεβεντιά, φιλότιμο, μπέσα. Και οι τέσσερις αυτές έννοιες έχουν συρρικνωθεί, αν δεν έχουν εντελώς εξαφανιστεί».
Μιλήστε μου για έναν καλλιτέχνη που σας καθόρισε. «Ο Χατζιδάκις ήταν ένα από τα πρότυπά μου. Τον ανακάλυψα 12 χρόνων τυχαία στο ραδιόφωνο όταν άκουσα τις «Εξι λαϊκές ζωγραφιές». Ο ήχος του με μάγεψε, ήταν ένας έρωτας. Τον πλησίασα αρχικά ως ακροατής. Μετά, όταν μπήκα στο ραδιόφωνο, τον γνώρισα και μέσα από τη δουλειά. Ο Μάνος δεν ήταν απλά ένας διανοούμενος –οι διανοούμενοι ζούνε κλεισμένοι στο καβούκι τους -, ήταν ένας σοφός. Αν έβλεπε σήμερα την Ελλάδα της κρίσης, θα… έψελνε. Θα ήταν ένας ζωντανός οργανισμός. Θα επιβίωνε, όμως, γιατί ήταν σίγουρος για τον εαυτό του. Παίζει μεγάλο ρόλο αυτό. Δεν ήταν φοβισμένο άτομο ο Μάνος, ήξερε πολύ καλά ποιος ήταν».
Η πρόσφατη περιπέτεια της υγείας σας σε τι σας άλλαξε; «Με προσγείωσε. Στην αρχή, όταν σου λένε «έχεις καρκίνο στον λάρυγγα» σταματάει ο κόσμος. Στη συνέχεια λες: «Tώρα τι κάνω;». Εγώ δεν είπα ποτέ αυτό που είχαν πει η Τζένη Καρέζη ή η Ντάστι Σπρίνγκφιλντ: «Γιατί σ’ εμένα;». Ελεγα πάντα: «Γιατί όχι σ’ εμένα;». Οι φθορές είναι αναπόφευκτες από τη στιγμή που γεννιέσαι. Το θέμα είναι να καταλάβεις εγκαίρως ότι βρίσκεσαι στη ζωή από ένα παιχνίδι της τύχης και να μπορείς να βουτήξεις, να ζήσεις, να μη χάσεις τον καιρό σου… Είμαι συμφιλιωμένος… Η ζωή δεν μπορεί να σ’ τα δίνει όλα, πρέπει να σου πάρει κάτι. Η δική μου μού έδωσε τόσο πολλά, να μη μου πάρει πίσω εκατό; Είναι μέρος της φιλοσοφίας μου αυτό που έκανε ο Ζακ Μπρελ όταν αρρώστησε. Ξυπνούσε το πρωί, έβαζε τις παντόφλες του και έλεγε: «Ακόμη μια μέρα που ζω». Αυτό δεν το λέω τώρα που είμαι μεγάλος, το έλεγα πάντα».
Ηταν, όμως, ειρωνεία της τύχης… «Για τη φωνή λέτε; Κοιτάξτε, ούτως ή άλλως άργησα να συμφιλιωθώ μαζί της, διέφερε από άλλες φωνές της εποχής, τις βροντώδεις και αρσενικές. Αλλά δεν της φέρθηκα και καλά. Κάπνιζα τέσσερα πακέτα την ημέρα. Πιστέψτε με, δεν έχω καμία σχέση με αυτή την εικόνα του ατσαλάκωτου που βγαίνει προς τα έξω. Ημουν μέσα σε όλα. Η διαφορά είναι ότι ήξερα πάντα πού είμαι. Δεν άντεχα ποτέ την ισοπέδωση. Μαζί με την παρέα μου τη μία μέρα ήμασταν στο Ηρώδειο και βλέπαμε τραγωδία, μπαλέτο, όπερα, και την άλλη ξεφαντώναμε στην Ανθούλα Αλιφραγκή. Ξέραμε πάντα πού βρισκόμαστε».
Εχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι ψηφίζατε πάντα τους φίλους και όχι τον έρωτα… «Λυπάμαι βαθύτατα τους ανθρώπους που είναι άφιλοι».
Ο έρωτας δεν είναι σημαντικός; «Δεν είναι ωραίο ένα γλυκό, δεν είναι ωραίο ένα παγωτό; Μεγαλώνοντας, όμως, ανακαλύπτεις αυτό που έλεγε η Εντίθ Πιαφ: «Oταν ερωτεύομαι, τα μάτια του αγαπημένου μου είναι γαλάζια. Οταν ανακαλύψω το αληθινό χρώμα των ματιών του, ξέρω πως δεν είμαι πια ερωτευμένη». Ο έρωτας είναι ένα παιχνίδι. Η φιλία είναι κάτι σταθερό. Ημουν πάντα περιτριγυρισμένος από φίλους. Δεν αισθάνθηκα ποτέ μοναξιά».
Στο Facebook συνεχίζετε να έχετε έναν ρόλο μουσικού δασκάλου… «Απαντώ ευχαρίστως στα νέα παιδιά όταν με ρωτούν πράγματα, αν και η θέση του δασκάλου με ενοχλεί λίγο. Εγώ δεν έπαψα ποτέ να διδάσκομαι. Οταν είδα 15 χρόνων τον πρώτο «Αμλετ» της ζωής μου, σταμάτησα τον Μινωτή στον δρόμο για να του πω πόσο με είχε συγκινήσει. Η παράσταση δεν ήταν από τις καλύτερες –από ό,τι λέγανε τουλάχιστον τότε –αλλά εμένα με είχε αγγίξει πολύ. Με κοίταξε αφ’ υψηλού και μου είπε: «Και πού το κατάλαβες εσύ;». Δεν το πήρα σαν προσβολή, αλλά σαν μάθημα. Είπα: «Για να το λέει ο Μινωτής, έχω να μάθω πάρα πολλά». Το ότι σήμερα υπάρχουν γέροι ανταγωνιστικοί με τα νιάτα, σαφέστατα υπάρχουν. Αν δεν χάσω το μυαλό μου, δεν θα γίνω ποτέ ένας από αυτούς».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ