Στο σπίτι της οδού Αλκμάνος με την άναρχη τάξη και τη θέα στο πάρκο, η 79χρονη Ξένια Καλογεροπούλου ανάβει τσιγάρο και μιλάει για το απρόσμενα προσωπικό, νέο βιβλίο της «Γράμμα στον Κωστή» (εκδ. Πατάκη), κατ’ ουσίαν μια αυτοβιογραφία που απευθύνεται στον θανόντα σύντροφό της Κωστή Σκαλιόρα. Ο μεταφραστής/διανοούμενος της δημοσιογραφίας (μεταξύ άλλων, κινηματογραφικός κριτικός και επιφυλλιδογράφος του «Βήματος») και επί 37 χρόνια σύζυγός της πέθανε το 2013, σε ηλικία 86 ετών. Η απώλεια ήταν εκείνη που άνοιξε την μποτίλια της μνήμης. Από μέσα ξεπετάχτηκαν όχι μία, αλλά δύο πολυκύμαντες ζωές (εν αντιπαραβολή μάλιστα!) αλλά και μια άλλη Ελλάδα: εικόνες της Κατοχής, αστικά σαλόνια, λαϊκοί θίασοι, τα ελληνικά νησιά του ’40 και του ’50, η εμπορική κινηματογραφική παραγωγή της δεκαετίας του ’60, η επταετία, η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης αλλά και των μνημονίων. Ολα επενδεδυμένα με ένα χειμαρρώδες, νοσταλγικό –ποτέ αλαζονικό –namedropping: Σταμάτης Φασουλής, Αλκη Ζέη, Θωμάς Μοσχόπουλος, τα «Σημιτάκια» (Κώστας και Σπύρος Σημίτης), Λευτέρης Βογιατζής, Αμαλία Φλέμινγκ, Τζέιν Μάνσφιλντ, Πίτερ Ο’Τουλ, Ζαν Μορεάς, Νίκος Κούρκουλος κ.ο.κ.
Το σπίτι της Αλκμάνος έχει πια μοναξιά· ακόμη και η Τιτίνα, «η γάτα με τον κωλοχαρακτήρα», είναι κάπου εξαφανισμένη. «Η μοναξιά, όμως, υπάρχει μόνο ως προς τον Κωστή» λέει η ίδια. Γιατί οι φίλοι και οι συνεργάτες της συνεχίζουν να την αγκαλιάζουν, ένα «πολύβουο μελίσσι» δημιουργίας στο καταδικό της σθεναρό, παρά τις αντίξοες συνθήκες, δημιούργημα: το θέατρο Πόρτα. Η μεγάλη κυρία του παιδικού θεάτρου στην Ελλάδα διατηρεί ένα φιλοπαίγμον και θαλερό πνεύμα (μόλις ξεκίνησε, μεταξύ πολλών άλλων, πρόβες για το έργο «Οι ιδιοτροπίες της Μαριάννας» του Αλφρέ ντε Μυσσέ, σε δική της φυσικά μετάφραση, ενώ ετοιμάζει και ένα βιβλίο με παραμύθια από τις εκδόσεις Μάρτης). «Αυτή είναι η τελευταία πράξη της ζωής μου» εξομολογείται. «Και παρόλο που ο συμπρωταγωνιστής μου δεν είναι πια κοντά μου, αυτή η τελευταία πράξη μού δίνει χαρές που δεν τις περίμενα».
Το «Γράμμα στον Κωστή» είναι πάνω από όλα ένα ερωτικό γράμμα προς τον θανόντα σύντροφό σας; «Αυτό είναι. Η παιδική φίλη μου, η Μαρίνα (σ.σ.: Καραγάτση), μόλις το διάβασε με πήρε στο τηλέφωνο και μου είπε: «Ζήλεψα… Να αγαπήσεις τόσο πολύ έναν άνθρωπο, να έχεις έναν τόσο μεγάλο έρωτα». Είναι παραπάνω από έρωτας… Είμαστε μαζί 37 χρόνια. Κανείς δεν μ’ αγάπησε σαν τον Κωστή και κανέναν δεν αγάπησα σαν τον Κωστή».
Η αλήθεια είναι ότι δεν μας έχετε συνηθίσει σε τόσο εκ βαθέων εξομολογήσεις… «Αυτό το βιβλίο είναι ένα δώρο που μου έκανε ο Κωστής. Είναι η αυτοβιογραφία μου που απευθύνεται σε εκείνον. Εγώ ποτέ μου δεν θα έγραφα κάτι τέτοιο… Θεατρικά έργα, ναι, έχω κάνει πολλά, και αυτά βέβαια ο Κωστής με ενθάρρυνε να τα γράψω. Οταν γύρισα από την κηδεία, άρχισα να σημειώνω ποιοι είχαν έρθει, ποιοι τον αγαπούσαν. Και είπα: «Τώρα δεν μπορώ ούτε ένα e-mail να του στείλω ούτε ένα τηλέφωνο να του κάνω». Και άρχισα να του γράφω αυτά. Μετά, σιγά σιγά ήθελα να του γράψω και άλλα. Πήγα στο χωριό (σ.σ.: στις Μηλιές Πηλίου) γιατί εκεί μπορούσα να αισθάνομαι σαν να λείπει απλώς. Στην αρχή έγραφα και έκλαιγα. Σιγά σιγά έπαψα να κλαίω και το απολάμβανα. Τη δομή του βιβλίου δεν την έκανα οργανωμένα, ερχόταν ευτυχώς μόνη της. Οσο έγραφα ήμουν μαζί με τον Κωστή. Οδυνηρό ώρες ώρες, αλλά συγχρόνως πολύ ζεστό και τρυφερό. Η κόρη του η Ρηνιώ (σ.σ.: από τον πρώτο του γάμο) μού έκανε το μεγαλύτερο κομπλιμέντο: «Θα του άρεσε πολύ του μπαμπά»».
Στο βιβλίο σας ξεγυμνώνετε με αφοπλιστικό τρόπο μια σειρά από γυναικείες απώλειες. Παρότι πρόκειται για δικές σας τραυματικές εμπειρίες, θα μπορούσαν να αφορούν τη ζωή μιας οποιασδήποτε γυναίκας… Από τον χωρισμό των γονιών σας μέχρι το δικό σας επώδυνο διαζύγιο με τον Γιάννη Φέρτη, τον θάνατο του συζύγου σας και βέβαια τις απανωτές αποβολές… «Για τις αποβολές συζητούσαμε μήπως δεν ήταν ωραίο να γραφτούν όλες αυτές οι λεπτομέρειες. Εγώ, όμως, είχα ανάγκη να τις γράψω. Είπα: «Αφού θα το αναγνωρίσουν και άλλες γυναίκες». Οπως π.χ. όταν όντας έγκυος με έπιασαν δυνατοί πόνοι και καταλάβαινα ότι κάτι έπρεπε να βγει από μέσα μου. Οταν βγήκε αυτό το κάτι, το έβαλα μέσα σε ένα τάπερ και το φύλαξα στο ψυγείο για να το δει ο γιατρός. Ηταν κάτι απόλυτα φυσικό. Γιατί έκτοτε έμαθα ότι πάρα πολλές γυναίκες το έχουν κάνει. Οπως και τότε που, έγκυος πάλι, είχα μείνει ξάπλα. Το κρεβάτι μου ήταν σαν ένα νησάκι, δεν μπορούσα να φύγω ούτε στιγμή. Κοίταζα το ταβάνι και ονειρευόμουν. Η αναμονή ήταν από μόνη της ευτυχία. Ημουν σίγουρη ότι θα τα κατάφερνα. Ενα πρωί, όμως, ξύπνησα, άρχισα να κλαίω και άναψα και ένα τσιγάρο –ενώ δεν κάπνιζα καθόλου στην εγκυμοσύνη. Πήρα τηλέφωνο τον γιατρό που δεν με πήρε πολύ στα σοβαρά, αλλά ήρθε να με δει. Οταν έβαλε το χέρι του πάνω στην κοιλιά μου, είπε: «Εχεις δίκιο. Μίκρυνε. Εχει πεθάνει». Για εμένα όλα αυτά ήταν τόσο τρομερά και τόσο αυτονόητα που δεν ήθελα να τα σβήσω».
Αυτή η πληγή επουλώνεται ποτέ; Συμφιλιωθήκατε με το ότι δεν κάνατε παιδιά; «Αισθάνεσαι πάντα ότι κάτι σου λείπει. Οτι δεν είσαι κανονική. Εγώ, όταν ήμουν μικρή, δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι δεν θα γίνω μητέρα. Ελεγα: «Οταν θα μεγαλώσω, θα κάνω, όχι παιδί, παιδιά». Αναρωτιέμαι ακόμη αν θα είχα γίνει πραγματικά μια καλή μητέρα. Με τον καιρό συμφιλιώθηκα σίγουρα, αλλά καμιά φορά αναδύεται ξανά. Ή μπορεί να δω κανένα όνειρο που να έχει σχέση με αυτό, π.χ. ότι είμαι έγκυος ή ότι θα ήθελα να είμαι έγκυος. Ξυπνάω ύστερα και λέω: «Ονειρο ήταν. Πάμε παρακάτω». Συχνά μου λένε: «Εκανες θέατρο για παιδιά επειδή δεν έκανες κανένα δικό σου…». Καμία σχέση δεν έχει. Ισα ίσα, εγώ έλεγα: «Να κάνω το παιδάκι μου, θα έρχεται και στην πρόβα…». Σήμερα, πάντως, απολαμβάνω τα εγγόνια του Κωστή, αν και δεν τα βλέπω όσο θα ‘θελα. Είμαι λοιπόν λίγο γιαγιά, έστω της προσκολλήσεως».
Τελικά από πού εκπήγαζε αυτή η ανάγκη να κάνετε παιδικό θέατρο; «Ο ένας λόγος είναι ότι ήμασταν μέσα στη δικτατορία –είχαμε ήδη κάνει με τον Γιάννη (σ.σ.: Φέρτη) τον δικό μας θίασο –και ήθελα να κάνω κάτι γλυκό, χαρούμενο και φρέσκο. Η ιδέα ξεκίνησε το 1972, ένα βράδυ που τρώγαμε ψάρια στη Ραφήνα με τον Σταμάτη (σ.σ.: Φασουλή). Κάπως έτσι μάζεψα κάποιους φίλους και κάναμε την πρώτη παιδική μας παράσταση. Δεν φανταζόμουν τότε ότι θα ασχοληθώ με αυτό σαράντα τρία ολόκληρα χρόνια. Θυμήθηκα, όμως, ότι από παλαιότερα, όταν είχα κάνει με έναν γαλλικό θίασο περιοδεία σε εκατό πόλεις της Βρετανίας (1956-57), με είχε εντυπωσιάσει ο καταπληκτικός τρόπος με τον οποίο αντιδρούσαν τα παιδιά».
Και γίνατε ο άνθρωπος ο οποίος στην πραγματικότητα διαμόρφωσε το παιδικό θέατρο σε μια χώρα όπου ακόμη και σήμερα νοείται ως θέαμα δεύτερης διαλογής… «Μη σας πω και δεκάτης… Εγώ μέχρι τότε δεν είχα δει θέατρο για παιδιά. Δεν ήξερα πώς είναι ή πώς μπορεί να είναι. Τότε δεν υπήρχαν και τέτοιοι θίασοι. Τώρα υπάρχουν σε σημείο υπερβολικό. Με στενοχωρεί λιγάκι ότι αυτή τη στιγμή γίνονται πάρα πολλές παραστάσεις, που δεν είναι όλες κακές, αλλά που γενικά έχουν να κάνουν με ένα πολύ πλούσιο θέαμα και με μια σχέση με την τηλεόραση· εντυπωσιακά πράγματα εξωτερικά και λίγο άδεια εσωτερικά. Εμείς με τον Θωμά (σ.σ.: Μοσχόπουλο, καλλιτεχνικό διευθυντή τού Πόρτα) θέλουμε το αντίθετο. Θέλουμε για τα παιδιά παραστάσεις απλές, αλλά με πολλά επίπεδα».
Εχει κανείς την αίσθηση για εσάς ότι με την αλλαγή πλεύσης που κάνατε με το παιδικό θέατρο θάψατε λίγο βεβιασμένα την «πρωταγωνίστρια» που υπήρχε μέσα σας… «Κοιτάξτε, όταν βλέπω τις παλιές ταινίες αντικρίζω έναν άλλον άνθρωπο. Λογικό είναι, έχουν περάσει και τόσα χρόνια. Είχα σίγουρα τη ματαιοδοξία μου. Οπωσδήποτε με απασχολούσε να βγαίνω όμορφη, κότσαρα και κάτι μεγάλες βλεφαρίδες, σήμερα μου φαίνεται αστείο να βλέπω αυτά τα πλάνα, λέω «τι τα ‘θελα αυτά»… Εκτός, όμως, από το «Γάμος αλά ελληνικά», μου αρέσει ο εαυτός μου στην πρώτη μου ταινία «Η κυρά μας η μαμή» (1958) του Αλέκου Σακελλάριου. Γιατί ήμουν ακατέργαστη, σκέτη, δεν είχα σκεφτεί πώς πρέπει να είναι μια πρωταγωνίστρια. Αργότερα άρχισε να μου ζητείται να κάνω σκέρτσα, σιγά σιγά μπήκα σε μια μόδα και εγώ. Αλλά συμβαίνει και κάτι άλλο. Ούτε και… τότε ήμουν ο άνθρωπος που φαίνεται στις ταινίες! Ηθελα να κάνω κάτι άλλο από αυτό που έκανα. Δεν γινόταν η δουλειά όπως ήθελα, ούτε από άποψη σεναρίου ούτε από άποψη γυρισμάτων, μου ζητούσαν να παίζω με έναν συμβατικό τρόπο, όλα ήταν σαν προσχεδιασμένα. Θυμάμαι κάποτε που είχαμε φτιάξει με τον Αδωνη Κύρου (σ.σ.: ο σουρεαλιστής κινηματογραφιστής της γνωστής δυναστείας του Τύπου) ένα σενάριο και το προτείναμε σε έναν παραγωγό. Μας είπε: «A, είναι πολύ ωραίο, έχει μέσα υπόθεση, έχει έρωτα, έχει χιούμορ. Εχει, όμως, ένα ελάττωμα, βρε παιδιά: Eίναι λίγο πρωτότυπο!». Οταν πια άνοιξα το θέατρο, είχα ακόμη τη νοοτροπία ότι πρέπει να είμαι η πρωταγωνίστρια. Και αυτό δεν μου έκανε καλό. Ευτυχώς, το κατάλαβα νωρίς και το σταμάτησα».
Γιατί λέτε ότι δεν σας έκανε καλό; «Γιατί είναι πολύ πιο ενδιαφέρον αυτό που κάνουμε τώρα. Τώρα που σκεφτόμαστε τι θα θέλαμε εμείς ως θεατές να δούμε. Φεύγει, ξέρετε, ο εγωισμός με τα χρόνια. Δε λέω, αν είχα το ταλέντο της Λαμπέτη, θα έπαιζα. Δεν πίστεψα, όμως, ποτέ ότι έχω ένα τέτοιο μεγάλο ταλέντο. Νομίζω ότι τα καλύτερα τα έχω κάνει τα τελευταία χρόνια: οι παραστάσεις με τον Λευτέρη Βογιατζή, με τον Θωμά Μοσχόπουλο… Αυτά μ’ άρεσε να τα κάνω και μ’ άρεσε και ο εαυτός μου σ’ αυτά, μια τεράστια διαφορά από την αρχή».
Το θέατρο Πόρτα πέρασε δύσκολα, έφτασε πρόσφατα στο σημείο να βάλει προσωρινό λουκέτο. Πώς κρατάτε τόσο ακμαίο το πάθος σας για τα πράγματα; «Μοιράζομαι με άλλους το πάθος μου και σκαλίζω συνέχεια. Νομίζω ότι πάντα θα έχω κάτι να κάνω αύριο ή μεθαύριο. Κάτι που μ’ αρέσει ή που πιστεύω ότι είναι ανάγκη να το κάνω. Ετσι μάλλον δεν πρόκειται να φτάσω ποτέ στην αυτοκτονία. Ο Κωστής, πάντως, δεν άντεχε την κυκλοθυμία μου. Το ταλέντο μου για την κατάθλιψη ήταν πάντα εξίσου ισχυρό με το ταλέντο μου για την ευτυχία. Την ημέρα που είπαμε ότι θα κλείσουμε το θέατρο, είχα πάει στον Θωμά και ήλπιζα ότι θα μου πει: «Οχι, θα το πολεμήσουμε». Μου είπε όμως: «Οχι, δεν γίνεται, θα το κλείσουμε». Εγινα πτώμα. Γύρισα εδώ στο σπίτι και εκεί που πάρκαρα είχε βρέξει και μύριζε τόσο ωραία το πάρκο. Τον πήρα τηλέφωνο: «Θωμά, είμαι πτώμα, αλλά μυρίζει τόσο ωραία η βροχή!». Και εκείνος μου είπε: «Aχ, βρε Ξένια!»».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ